Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)"
Автор книги: Автор Неизвестен
сообщить о нарушении
Текущая страница: 9 (всего у книги 46 страниц)
Κεφάλαιον 11
1 ΚΑΙ όταν πλησιάζουν στα Ιεροσόλυμα, στη Βηθφαγή και Βηθανία, κοντά στο βουνό των Ελαιών, στέλνει δύο από τους μαθητές του, 2 και τους λέει: Πηγαίνετε στην κωμόπολη απέναντί σας· κι αμέσως, καθώς θα μπαίνετε μέσα σ' αυτή, θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, επάνω στο οποίο κανένας άνθρωπος δεν έχει καθήσει· λύστε το και φέρτε το· 3 και αν κάποιος σάς πει: Γιατί το κάνετε αυτό; Να πείτε ότι: Ο Κύριος το έχει ανάγκη· κι αμέσως θα το στείλει εδώ. 4 Και πήγαν, και βρήκαν το πουλάρι δεμένο κοντά στην πόρτα, έξω, επάνω στη δίοδο, και το λύνουν. 5 Και μερικοί από εκείνους που στέκονταν εκεί τούς έλεγαν: Τι κάνετε, λύνοντας το πουλάρι; 6 Και εκείνοι τούς είπαν, όπως τους είχε παραγγείλει ο Ιησούς· και τους άφησαν. 7 Και έφεραν το πουλάρι στον Ιησού, και έβαλαν επάνω του τα ιμάτιά τους· και κάθησε επάνω του. 8 Και πολλοί έστρωσαν τα ιμάτιά τους στον δρόμο· άλλοι μάλιστα έκοβαν κλαδιά από τα δέντρα, και έστρωναν στον δρόμο. 9 Και εκείνοι που προπορεύονταν και εκείνοι που ακολουθούσαν έκραζαν, λέγοντας: Ωσαννά, ευλογημένος αυτός που έρχεται στο όνομα του Κυρίου· 10 ευλογημένη η βασιλεία τού πατέρα μας Δαβίδ, που έρχεται στο όνομα του Κυρίου· Ωσαννά εν τοις υψίστοις. 11 Και μπήκε μέσα στα Ιεροσόλυμα και στο ιερό· και αφού τα κοίταξε ολόγυρα όλα, επειδή η ώρα ήταν ήδη κοντά στο δειλινό, βγήκε έξω στη Βηθανία μαζί με τους δώδεκα.
12 Και την επόμενη ημέρα, αφού βγήκαν από τη Βηθανία, πείνασε. 13 Και βλέποντας από μακριά μια συκιά να έχει φύλλα, ήρθε μη τυχόν βρει σ' αυτή κάτι· και μόλις ήρθε κοντά της, δεν βρήκε τίποτε, παρά μονάχα φύλλα· επειδή, δεν ήταν καιρός των σύκων. 14 Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, είπε σ' αυτή: Κανένας πλέον, στον αιώνα, να μη φάει καρπό από σένα. Και το άκουγαν αυτό οι μαθητές του.
15 Και έρχονται στα Ιεροσόλυμα· και ο Ιησούς μπαίνοντας μέσα στο ιερό, άρχισε να βγάζει έξω αυτούς που πουλούσαν κι αυτούς που αγόραζαν μέσα στο ιερό· και αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών, και τα καθίσματα αυτών που πουλούσαν τα περιστέρια· 16 και δεν άφηνε να περάσει κάποιος με σκεύος διαμέσου τού ιερού. 17 Και δίδασκε, λέγοντάς τους: Δεν είναι γραμμένο ότι: «Ο οίκος μου θα ονομάζεται οίκος προσευχής για όλα τα έθνη»; Εσείς, όμως, τον κάνατε «σπήλαιο ληστών». 18 Και οι γραμματείς και οι αρχιερείς άκουσαν, και ζητούσαν πώς να τον εξοντώσουν· επειδή, τον φοβόνταν, για τον λόγο ότι ολόκληρο το πλήθος έμενε έκπληκτο από τη διδασκαλία του. 19 Και όταν έγινε βράδυ, έβγαινε έξω από την πόλη.
20 Και το πρωί, καθώς διάβαιναν, είδαν τη συκιά ξεραμένη από τη ρίζα. 21 Κι ο Πέτρος, καθώς το θυμήθηκε, του είπε: Ραββί, δες, η συκιά, που καταράστηκες, ξεράθηκε. 22 Και ο Ιησούς, απαντώντας, λέει σ' αυτούς: Έχετε πίστη Θεού. 23 Επειδή, σας διαβεβαιώνω, ότι όποιος πει σ' αυτό το βουνό: Σήκω και πέσε μέσα στη θάλασσα, και δεν διστάσει στην καρδιά του, αλλά πιστέψει ότι εκείνα που λέει γίνονται, θα γίνει σ' αυτόν ό,τι και αν πει. 24 Γι' αυτό, σας λέω: Όλα όσα ζητάτε, καθώς προσεύχεστε, πιστεύετε ότι τα παίρνετε, και θα γίνει σε σας. 25 Και όταν στέκεστε προσευχόμενοι, συγχωρείτε, αν έχετε κάτι εναντίον κάποιου, για να συγχωρήσει σε σας και ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς τα δικά σας παραπτώματα. 26 Αν, όμως, εσείς δεν συγχωρείτε, ούτε ο Πατέρας σας, που είναι στους ουρανούς, θα συγχωρήσει τα αμαρτήματά σας.
27 Και έρχονται ξανά στα Ιεροσόλυμα· και ενώ περπατούσε μέσα στο ιερό, έρχονται σ' αυτόν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι, 28 και του λένε: Με ποια εξουσία τα κάνεις αυτά; Και ποιος σου έδωσε αυτή την εξουσία για να τα κάνεις; 29 Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, είπε σ' αυτούς: Θέλω και εγώ να σας ρωτήσω έναν λόγο· και απαντήστε μου, και θα σας πω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά. 30 Το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν από τον ουρανό ή από ανθρώπους; Απαντήστε μου. 31 Και σκέπτονταν μέσα τους, λέγοντας: Αν πούμε: Από τον ουρανό, θα μας πει: Γιατί, λοιπόν, δεν πιστέψατε σ' αυτόν; 32 Αλλά, αν πούμε: Από ανθρώπους, φοβόνταν τον λαό· επειδή, όλοι είχαν τον Ιωάννη ότι ήταν πραγματικά προφήτης. 33 Και απαντώντας λένε στον Ιησού: Δεν ξέρουμε. Και ο Ιησούς, απαντώντας, λέει σ' αυτούς: Ούτε εγώ σας λέω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά.
Κεφάλαιον 12
1 ΚΑΙ άρχισε να λέει σ' αυτούς με παραβολές: Κάποιος άνθρωπος φύτεψε έναν αμπελώνα, και έβαλε ολόγυρά του φράχτη, και έσκαψε στέρνα για το πατητήρι, και έκτισε έναν πύργο, και τον μίσθωσε σε γεωργούς, και πήγε σε άλλη χώρα. 2 Και κατά τον καιρό των καρπών έστειλε έναν δούλο στους γεωργούς, για να πάρει εκ μέρους των γεωργών από τον καρπό τού αμπελώνα· 3 εκείνοι, όμως, αφού τον έπιασαν, τον έδειραν και τον εξαπέστειλαν αδειανόν. 4 Και τους έστειλε ξανά έναν άλλον δούλο· και εκείνον, αφού τον λιθοβόλησαν, και του πλήγωσαν το κεφάλι, τον εξαπέστειλαν ατιμασμένον. 5 Και έστειλε ξανά έναν άλλον· και εκείνον τον φόνευσαν· και πολλούς άλλους, τους μεν έδειραν, τους δε φόνευσαν. 6 Ακόμα, λοιπόν, έχοντας έναν αγαπητό γιο, τους απέστειλε κι αυτόν, τελευταίον, λέγοντας: Θα ντραπούν τον γιο μου. 7 Εκείνοι, όμως, οι γεωργοί είπαν αναμεταξύ τους ότι: Αυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε, ας τον φονεύσουμε, και η κληρονομιά θα είναι δική μας. 8 Και αφού τον έπιασαν, τον φόνευσαν, και τον έρριξαν έξω από τον αμπελώνα. 9 Τι θα κάνει, λοιπόν, ο κύριος του αμπελώνα; Θάρθει και θα εξολοθρεύσει τούς γεωργούς, και θα δώσει τον αμπελώνα σε άλλους. 10 Ούτε αυτή τη γραφή δεν διαβάσατε: «Η πέτρα που αποδοκίμασαν εκείνοι που οικοδομούν, αυτή έγινε ακρογωνιαία πέτρα· 11 από τον Κύριο έγινε αυτή, και είναι θαυμαστή στα μάτια μας»; 12 Και ζητούσαν να τον πιάσουν· και φοβήθηκαν το πλήθος· επειδή, κατάλαβαν ότι σ' αυτούς είπε την παραβολή· και αφήνοντάς τον, αναχώρησαν.
13 ΚΑΙ στέλνουν σ' αυτόν μερικούς από τους Φαρισαίους και τους Ηρωδιανούς, για να τον παγιδεύσουν σε λόγο· 14 και εκείνοι, καθώς ήρθαν, λένε σ' αυτόν: Δάσκαλε, ξέρουμε ότι είσαι αψευδής, και δεν σε μέλει για κανέναν· επειδή, δεν βλέπεις σε πρόσωπο ανθρώπων, αλλά διδάσκεις αληθινά τον δρόμο τού Θεού· επιτρέπεται να δώσουμε δασμό στον Καίσαρα ή όχι; Να δώσουμε ή να μη δώσουμε; 15 Εκείνος δε, επειδή γνώρισε την υποκρισία τους, είπε σ' αυτούς: Γιατί με πειράζετε; Φέρτε μου ένα δηνάριο, για να δω. 16 Και εκείνοι έφεραν. Και τους λέει: Τίνος είναι αυτή η εικόνα και η επιγραφή; Και εκείνοι τού είπαν: Του Καίσαρα. 17 Και απαντώντας ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Αποδώστε στον Καίσαρα εκείνα που ανήκουν στον Καίσαρα, και στον Θεό εκείνα που ανήκουν στον Θεό. Και θαύμασαν γι' αυτόν.
18 Και έρχονται σ' αυτόν οι Σαδδουκαίοι, που λένε ότι ανάσταση δεν υπάρχει· και τον ρώτησαν, λέγοντας: 19 Δάσκαλε, ο Μωυσής έγραψε σε μας, ότι αν ο αδελφός κάποιου πεθάνει, και αφήσει γυναίκα, και δεν αφήσει παιδιά, ο αδελφός του να πάρει τη γυναίκα του, και να αναστήσει σπέρμα στον αδελφό του. 20 Ήσαν, λοιπόν, επτά αδελφοί· και ο πρώτος πήρε γυναίκα, και πεθαίνοντας δεν άφησε σπέρμα· 21 και την πήρε ο δεύτερος, και πέθανε, και ούτε αυτός άφησε σπέρμα· και ο τρίτος το ίδιο. 22 Και αυτή την πήραν και οι επτά, και δεν άφησαν σπέρμα· τελευταία από όλους πέθανε και η γυναίκα. 23 Κατά την ανάσταση, λοιπόν, όταν αναστηθούν, σε ποιον απ' αυτούς θα είναι γυναίκα; Επειδή, και οι επτά την είχαν πάρει ως γυναίκα. 24 Και απαντώντας ο Ιησούς, τους είπε: Δεν πλανιέστε σε τούτο, μη γνωρίζοντας τις γραφές ούτε τη δύναμη του Θεού; 25 Επειδή, όταν αναστηθούν από τους νεκρούς, ούτε νυμφεύουν ούτε νυμφεύονται· αλλά, είναι σαν άγγελοι, που είναι στους ουρανούς. 26 Για τους νεκρούς, όμως, ότι ανασταίνονται, δεν διαβάσατε στο βιβλίο τού Μωυσή, πώς είπε σ' αυτόν ο Θεός, στην περίπτωση της βάτου, λέγοντας: «Εγώ είμαι ο Θεός τού Αβραάμ, και ο Θεός τού Ισαάκ, και ο Θεός τού Ιακώβ»; 27 Δεν είναι ο Θεός νεκρών, αλλά Θεός ζωντανών· εσείς, λοιπόν, πλανιέστε πολύ.
28 Και πλησιάζοντας ένας από τους γραμματείς, που τους είχε ακούσει να συζητούν, γνωρίζοντας ότι σωστά αποκρίθηκε σ' αυτούς, τον ρώτησε: Ποια εντολή είναι πρώτη απ' όλες; 29 Και ο Ιησούς απάντησε σ' αυτόν ότι: Πρώτη απ' όλες τις εντολές είναι: «Άκου Ισραήλ· ο Κύριος ο Θεός μας είναι ένας Κύριος. 30 Και θα αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου, και με όλη την ψυχή σου, και με όλη τη διάνοιά σου, και με όλη τη δύναμή σου», αυτή είναι η πρώτη εντολή. 31 Και δεύτερη όμοια μ' αυτή είναι: «Θα αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Άλλη εντολή, μεγαλύτερη απ' αυτές, δεν υπάρχει. 32 Και ο γραμματέας είπε σ' αυτόν: Σωστά, Δάσκαλε, αληθινά είπες, ότι υπάρχει ένας Θεός, και δεν υπάρχει άλλος εκτός απ' αυτόν· 33 και το να τον αγαπάει κάποιος με όλη του την καρδιά, και με όλη του τη σύνεση, και με όλη του την ψυχή, και με όλη του τη δύναμη, και το να αγαπάει τον πλησίον του σαν τον εαυτό του, είναι περισσότερο από όλα τα ολοκαυτώματα και τις θυσίες. 34 Και ο Ιησούς βλέποντάς τον ότι απάντησε με φρόνηση, του είπε: Δεν είσαι μακριά από τη βασιλεία τού Θεού. Και κανένας δεν τολμούσε πλέον να τον ρωτήσει.
35 Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, έλεγε, διδάσκοντας μέσα στο ιερό: Πώς λένε οι γραμματείς ότι ο Χριστός είναι γιος τού Δαβίδ; 36 Επειδή, ο ίδιος ο Δαβίδ, διαμέσου τού Πνεύματος του Αγίου, είπε: «Ο Κύριος είπε στον Κύριό μου: Κάθησε στα δεξιά μου, μέχρις ότου βάλω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδιών σου». 37 Αυτός, λοιπόν, ο Δαβίδ τον λέει Κύριο· και από πού είναι γιος του; Και το πολύ πλήθος τον άκουγε με ευχαρίστηση.
38 Και στη διδασκαλία του έλεγε σ' αυτούς: Προσέχετε από τους γραμματείς, που θέλουν να περπατούν στολισμένοι, και αγαπούν τούς χαιρετισμούς στις αγορές, 39 και πρωτοκαθεδρίες μέσα στις συναγωγές, και τις πρώτες θέσεις στα δείπνα· 40 οι οποίοι κατατρώνε τα σπίτια των χηρών, και τούτο με πρόφαση ότι κάνουν μεγάλες προσευχές· αυτοί θα έχουν μεγαλύτερη καταδίκη.
41 Και ο Ιησούς, καθώς κάθησε απέναντι από το θησαυροφυλάκιο, παρατηρούσε πώς το πλήθος έβαζε χάλκινα νομίσματα στο θησαυροφυλάκιο· και πολλοί πλούσιοι έβαζαν πολλά. 42 Και όταν ήρθε μια φτωχή χήρα, έβαλε δύο λεπτά, δηλαδή έναν κοδράντη. 43 Και αφού προσκάλεσε τους μαθητές του, τους λέει: Σας διαβεβαιώνω ότι, αυτή η φτωχή χήρα έβαλε περισσότερα απ' όλους όσους έβαλαν στο θησαυροφυλάκιο. 44 Επειδή, όλοι έβαλαν από το περίσσευμά τους· αυτή, όμως, έβαλε από το υστέρημά της όλα όσα είχε, όλη την περιουσία της.
Κεφάλαιον 13
1 ΚΑΙ ενώ έβγαινε από το ιερό, ένας από τους μαθητές του λέει σ' αυτόν: Δάσκαλε, δες, πόσο θαυμάσιες πέτρες και πόσο θαυμάσια οικοδομήματα! 2 Και ο Ιησούς, απαντώντας, είπε σ' αυτόν: Βλέπεις όλα αυτά τα μεγάλα οικοδομήματα; Δεν θα μείνει πέτρα επάνω σε πέτρα, που δεν θα καταγκρεμιστεί.
3 Και ενώ καθόταν στο βουνό των Ελαιών, απέναντι από το ιερό, τον ρωτούσαν κατ' ιδίαν ο Πέτρος και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης και ο Ανδρέας: 4 Πες μας, πότε θα γίνουν αυτά, και τι θα είναι το σημείο, όταν όλα αυτά πρόκειται να συντελεστούν; 5 Και ο Ιησούς απαντώντας σ' αυτούς, άρχισε να λέει: Προσέχετε μήπως κάποιος σάς πλανήσει. 6 Επειδή, θάρθουν πολλοί στο όνομά μου, λέγοντας ότι: Εγώ είμαι· και θα πλανήσουν πολλούς. 7 Και όταν ακούσετε πολέμους και φήμες για πολέμους, μη ταράζεστε· επειδή, αυτά πρέπει να γίνουν· όμως, δεν είναι ακόμα το τέλος. 8 Επειδή, θα σηκωθεί έθνος ενάντια σε άλλο έθνος, βασίλειο ενάντια σε άλλο βασίλειο· και θα γίνουν σεισμοί κατά τόπους, και θα γίνουν πείνες και ταραχές. Αυτά είναι αρχές ωδίνων. 9 Εσείς, όμως, να προσέχετε στον εαυτό σας· επειδή, θα σας παραδώσουν σε συνέδρια, και θα σας δείρουν σε συναγωγές, και θα σταθείτε μπροστά σε ηγεμόνες και βασιλιάδες εξαιτίας μου, για μαρτυρία σ' αυτούς. 10 Και πρώτα, πρέπει να κηρυχθεί το ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη. 11 Και όταν σας φέρουν, για να σας παραδώσουν, μη προμεριμνάτε τι θα μιλήσετε ούτε να προμελετάτε· αλλά, ό,τι σας δοθεί κατά την ώρα εκείνη, αυτό να μιλάτε· επειδή, δεν είστε εσείς που μιλάτε, αλλά το Πνεύμα το Άγιο. 12 Μάλιστα, θα παραδώσει αδελφός τον αδελφό σε θάνατο, και πατέρας το παιδί· και θα επαναστατούν τα παιδιά ενάντια στους γονείς, και θα τους θανατώσουν. 13 Και θα είστε μισούμενοι απ' όλους εξαιτίας τού ονόματός μου· και εκείνος που θα έχει υπομείνει μέχρι τέλους, θα σωθεί.
14 Και όταν δείτε το βδέλυγμα της ερήμωσης, αυτό που ειπώθηκε από τον προφήτη Δανιήλ, να στέκεται όπου δεν πρέπει (αυτός που διαβάζει, ας καταλαβαίνει), τότε, εκείνοι που είναι στην Ιουδαία, ας φεύγουν στα βουνά· 15 και εκείνος που είναι επάνω στην ταράτσα, ας μη κατέβει στο σπίτι ούτε να μπει μέσα για να πάρει κάτι από το σπίτι του· 16 και όποιος είναι στο χωράφι, ας μη γυρίσει προς τα πίσω για να πάρει το ιμάτιό του. 17 Αλλοίμονο, μάλιστα, σ' αυτές που είναι σε εγκυμοσύνη, και σ' αυτές που θηλάζουν κατά τις ημέρες εκείνες. 18 Και προσεύχεστε η φυγή σας να μη γίνει μέσα σε χειμώνα. 19 Επειδή, εκείνες οι ημέρες θα είναι τέτοια θλίψη, που δεν έχει γίνει από την αρχή τής κτίσης, την οποία ο Θεός έκτισε, μέχρι αυτή την ώρα, ούτε πρόκειται να γίνει. 20 Και αν ο Κύριος δεν συντόμευε τις ημέρες εκείνες, δεν θα σωζόταν καμιά σάρκα· αλλά, χάρη των εκλεκτών, τους οποίους έκλεξε, συντόμευσε τις ημέρες. 21 Και τότε, αν κάποιος σας πει: Να! εδώ είναι ο Χριστός, ή: Να! εκεί, να μη πιστέψετε. 22 Επειδή, θα σηκωθούν ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήτες· και θα δείξουν σημεία και τέρατα, για να εξαπατούν, ει δυνατόν, και τους εκλεκτούς. 23 Εσείς, όμως, να προσέχετε· δέστε, σας τα έχω προείπει όλα.
24 Αλλά, κατά τις ημέρες εκείνες, μετά τη θλίψη εκείνη, ο ήλιος θα σκοτεινιάσει, και το φεγγάρι δεν θα δώσει το φως του, 25 και τα αστέρια τού ουρανού θα πέφτουν, και οι δυνάμεις, που είναι στους ουρανούς, θα σαλευθούν. 26 Και τότε θα δουν τον Υιό τού ανθρώπου να έρχεται μέσα σε σύννεφα, με πολλή δύναμη και δόξα. 27 Και τότε θα στείλει τούς αγγέλους του, και θα συνάξει τούς εκλεκτούς του από τους 4 ανέμους, από το ένα άκρο τής γης μέχρι το άλλο άκρο τού ουρανού.
28 Και από τη συκιά μάθετε την παραβολή· όταν το κλαδί της γίνει ήδη απαλό, και βγάζει τα φύλλα, ξέρετε ότι το θέρος είναι κοντά. 29 Έτσι κι εσείς, όταν δείτε να γίνονται αυτά, ξέρετε ότι είναι κοντά, στις θύρες. 30 Σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα παρέλθει αυτή η γενεά, μέχρις ότου γίνουν όλα αυτά. 31 Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, τα λόγια μου, όμως, δεν πρόκειται να παρέλθουν.
32 Όσο για την ημέρα εκείνη και την ώρα δεν γνωρίζει κανένας ούτε οι άγγελοι, που είναι στον ουρανό, ούτε ο Υιός, παρά μονάχα ο Πατέρας. 33 Προσέχετε, αγρυπνείτε, και προσεύχεστε· για τον λόγο ότι, δεν ξέρετε πότε είναι ο καιρός. 34 Επειδή, αυτό θα είναι σαν έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε άλλη χώρα, ο οποίος άφησε το σπίτι του, και έδωσε στους δούλους του την εξουσία, και σε κάθε έναν το έργο του, και στον θυρωρό πρόσταξε να αγρυπνεί. 35 Αγρυπνείτε, λοιπόν· (επειδή, δεν ξέρετε πότε έρχεται ο κύριος του σπιτιού: Το δειλινό ή τα μεσάνυχτα ή όταν λαλεί ο πετεινός ή το πρωί)· 36 μήπως και, όταν έρθει ξαφνικά, σας βρει να κοιμάστε. 37 Και όσα λέω προς εσάς, τα λέω προς όλους: Αγρυπνείτε.
Κεφάλαιον 14
1 ΚΑΙ ύστερα από δύο ημέρες ήταν το Πάσχα και τα άζυμα· και οι αρχιερείς και οι γραμματείς ζητούσαν πώς να τον συλλάβουν με δόλο, και να τον θανατώσουν. 2 Και έλεγαν: Όχι κατά τη διάρκεια της γιορτής, μήπως και γίνει θόρυβος από τον λαό.
3 Και ενώ αυτός ήταν στη Βηθανία, στο σπίτι τού λεπρού Σίμωνα, και καθόταν στο τραπέζι, ήρθε μια γυναίκα, που είχε ένα αλάβαστρο με μύρο, από καθαρή πολύτιμη νάρδο· και συντρίβοντας το αλάβαστρο, έχυσε το μύρο επάνω στο κεφάλι του. 4 Ήσαν, όμως, μερικοί που αγανακτούσαν μέσα τους, και που έλεγαν: Γιατί έγινε αυτή η απώλεια του μύρου; 5 Επειδή, αυτό μπορούσε να πουληθεί για περισσότερα από 300 δηνάρια, και να δοθούν στους φτωχούς· και οργίζονταν εναντίον της. 6 Ο Ιησούς, όμως, είπε: Αφήστε την· γιατί την ενοχλείτε; Καλό έργο έκανε σε μένα. 7 Επειδή, τους φτωχούς τούς έχετε πάντοτε μαζί σας, και όταν θέλετε, μπορείτε να τους ευεργετήσετε· εμένα, όμως, δεν με έχετε πάντοτε. 8 Αυτή ό,τι μπορούσε, το έκανε· πρόλαβε να αλείψει το σώμα μου με μύρο για τον ενταφιασμό. 9 Σας διαβεβαιώνω: Όπου αν κηρυχθεί αυτό το ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο, και εκείνο που αυτή έκανε, θα αναφερθεί σε ανάμνησή της.
10 Τότε, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, πήγε στους αρχιερείς, για να τον παραδώσει σ' αυτούς. 11 Και εκείνοι, όταν το άκουσαν, χάρηκαν· και υποσχέθηκαν να του δώσουν αργύρια· και ζητούσε με ποιον τρόπο να τον παραδώσει σε μια κατάλληλη ευκαιρία.
12 Και κατά την πρώτη ημέρα των αζύμων, όταν θυσίαζαν το Πάσχα, οι μαθητές του λένε σ' αυτόν: Πού θέλεις να πάμε και να ετοιμάσουμε για να φας το Πάσχα; 13 Και στέλνει δύο από τους μαθητές του, και τους λέει: Πηγαίνετε στην πόλη· και θα σας συναντήσει ένας άνθρωπος βαστάζοντας ένα σταμνί με νερό· ακολουθήστε τον, 14 και μέσα εκεί όπου μπει, πείτε στον οικοδεσπότη ότι: Ο δάσκαλος λέει: Πού είναι το κατάλυμα όπου θα φάω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου; 15 Κι αυτός θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγειο στρωμένο, έτοιμο· εκεί ετοιμάστε για μας. 16 Και οι μαθητές του βγήκαν έξω, και ήρθαν στην πόλη, και βρήκαν καθώς τους είχε πει, και ετοίμασαν το Πάσχα. 17 Και όταν έγινε βράδυ, έρχεται μαζί με τους δώδεκα· 18 και ενώ κάθονταν στο τραπέζι και έτρωγαν, ο Ιησούς είπε: Σας διαβεβαιώνω ότι, ένας από σας θα με παραδώσει, ένας που τρώει μαζί μου. 19 Και εκείνοι άρχισαν να λυπούνται, και να του λένε κάθε ένας ξεχωριστά: Μήπως εγώ; Και άλλος: Μήπως εγώ; 20 Και εκείνος, απαντώντας, είπε σ' αυτούς: Ένας από τους δώδεκα, αυτός που βουτάει το χέρι του μαζί μου μέσα στο πιάτο. 21 Ο μεν Υιός τού ανθρώπου πηγαίνει καθώς είναι γραμμένο γι' αυτόν· αλλοίμονο, όμως, σ' εκείνον τον άνθρωπο, διαμέσου τού οποίου ο Υιός τού ανθρώπου παραδίνεται· ήταν καλό σ' εκείνον τον άνθρωπο, αν δεν γεννιόταν.
22 Και ενώ έτρωγαν, ο Ιησούς παίρνοντας άρτο, αφού τον ευλόγησε, έκοψε, και έδωσε σ' αυτούς, και είπε: Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου. 23 Και παίρνοντας το ποτήρι, ευχαρίστησε, και έδωσε σ' αυτούς, και ήπιαν απ' αυτό όλοι. 24 Και τους είπε: Τούτο είναι το αίμα μου, αυτό τής καινούργιας διαθήκης, που χύνεται για χάρη πολλών· 25 σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα πιω πλέον από το γέννημα της αμπέλου, μέχρι την ημέρα εκείνη, όταν θα το πίνω αυτό καινούργιο μέσα στη βασιλεία τού Θεού. 26 Και αφού ύμνησαν, βγήκαν έξω στο βουνό των Ελαιών.
27 Και ο Ιησούς λέει σ' αυτούς ότι: Όλοι θα σκανδαλιστείτε με μένα αυτή τη νύχτα· επειδή, είναι γραμμένο: «Θα πατάξω τον ποιμένα, και τα πρόβατα θα διασκορπιστούν». 28 Όταν, όμως, αναστηθώ, θα πάω πριν από σας στη Γαλιλαία. 29 Ο Πέτρος, όμως, του είπε: Και αν όλοι σκανδαλιστούν, εγώ όμως όχι. 30 Και ο Ιησούς λέει σ αυτόν: Σε διαβεβαιώνω ότι, σήμερα, αυτή τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει δύο φορές, θα με αρνηθείς τρεις φορές. 31 Εκείνος, όμως, ακόμα περισσότερο έλεγε: Αν υπάρξει ανάγκη να πεθάνω μαζί σου, δεν θα σε αρνηθώ. Το ίδιο, εξάλλου, έλεγαν και όλοι οι μαθητές.
32 Και έρχονται σε έναν τόπο, που λεγόταν Γεθσημανή· και λέει στους μαθητές του: Καθήστε εδώ, μέχρις ότου προσευχηθώ. 33 Και παίρνει μαζί του τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη· και άρχισε να συνταράζεται και να αγωνιά. 34 Και τους λέει: Περίλυπη είναι η ψυχή μου μέχρι θανάτου· μείνετε εδώ, και αγρυπνείτε. 35 Και αφού προχώρησε λίγο, έπεσε επάνω στη γη, και προσευχόταν, να περάσει απ' αυτόν, αν είναι δυνατόν, εκείνη η ώρα. 36 Και έλεγε: Αββά, Πατέρα, όλα είναι δυνατά σε σένα· απομάκρυνε από μένα τούτο το ποτήρι· όχι, όμως, ό,τι εγώ θέλω, αλλά ό,τι εσύ. 37 Και έρχεται, και τους βρίσκει να κοιμούνται· και λέει στον Πέτρο: Σίμωνα, κοιμάσαι; Δεν μπόρεσες μία ώρα να αγρυπνήσεις; 38 Αγρυπνείτε, και προσεύχεστε, για να μη μπείτε σε πειρασμό· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως είναι ασθενής. 39 Και πήγε πάλι και προσευχήθηκε, λέγοντας τον ίδιο λόγο. 40 Και όταν επέστρεψε, τους βρήκε πάλι να κοιμούνται, επειδή τα μάτια τους είχαν βαρύνει, και δεν ήξεραν τι να του απαντήσουν. 41 Και έρχεται την τρίτη φορά και τους λέει: Κοιμάστε το λοιπόν, και αναπαύεστε· αρκεί· ήρθε η ώρα· προσέξτε, ο Υιός τού ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια των αμαρτωλών· 42 σηκωθείτε, ας πάμε· δέστε, πλησίασε αυτός που με παραδίνει.
43 Κι αμέσως, ενώ ακόμα μιλούσε, έρχεται ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του ένα μεγάλο πλήθος με μάχαιρες και ξύλα, εκ μέρους των αρχιερέων και των γραμματέων και των πρεσβυτέρων. 44 Κι αυτός που τον παρέδινε τους είχε δώσει ένα σημάδι, λέγοντας: Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον και φέρτε τον με σιγουριά. 45 Και όταν ήρθε, αμέσως καθώς τον πλησίασε, λέει: Ραββί, Ραββί· και τον καταφίλησε. 46 Και εκείνοι έβαλαν επάνω του τα χέρια τους, και τον έπιασαν. 47 Και ένας, κάποιος απ' αυτούς που παραστέκονταν, τραβώντας τη μάχαιρα, χτύπησε τον δούλο τού αρχιερέα, και του απέκοψε το αυτί του. 48 Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, είπε σ' αυτούς: Βγήκατε σαν ενάντια σε ληστή, με μάχαιρες και ξύλα για να με συλλάβετε; 49 Κάθε ημέρα ήμουν κοντά σας διδάσκοντας μέσα στο ιερό, και δεν με πιάσατε· όμως, αυτό έγινε για να εκπληρωθούν οι γραφές. 50 Και αφού όλοι τον άφησαν, έφυγαν.
51 Και ένας, κάποιος νεαρός, τον ακολουθούσε, περιτυλιγμένος με σεντόνι στο γυμνό του σώμα· και τον πιάνουν οι άλλοι νεαροί. 52 Εκείνος, όμως, αφήνοντας το σεντόνι, έφυγε απ' αυτούς γυμνός.
53 Και έφεραν τον Ιησού στον αρχιερέα· και συγκεντρώνονται σ' αυτόν όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς. 54 Και ο Πέτρος τον ακολουθούσε από μακρυά μέχρι μέσα στην αυλή τού αρχιερέα· και καθόταν μαζί με τους υπηρέτες, και ζεσταινόταν στη φωτιά. 55 Οι δε οι αρχιερείς και ολόκληρο το συνέδριο ζητούσαν μια μαρτυρία ενάντια στον Ιησού για να τον θανατώσουν, και δεν έβρισκαν. 56 Επειδή, πολλοί ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του· αλλά, οι μαρτυρίες τους δεν ήσαν σύμφωνες. 57 Και μερικοί, αφού σηκώθηκαν, ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του, λέγοντας 58 ότι: Εμείς τον ακούσαμε να λέει ότι ότι: Εγώ θα χαλάσω αυτό τον χειροποίητο ναό, και μέσα σε τρεις ημέρες θα ανοικοδομήσω άλλον, αχειροποίητον. 59 Εντούτοις, ούτε έτσι ήταν σύμφωνη η μαρτυρία τους. 60 Και καθώς ο αρχιερέας σηκώθηκε στο μέσον, ρώτησε τον Ιησού, λέγοντας: Δεν απαντάς τίποτε; Τι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου; 61 Και εκείνος σιωπούσε, και δεν απαντούσε τίποτε. Ο αρχιερέας τον ρωτούσε ξανά, λέγοντάς του: Είσαι εσύ ο Χριστός, ο Υιός τού Ευλογητού; 62 Και ο Ιησούς είπε: Εγώ είμαι· και θα δείτε τον Υιό τού ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά τής δύναμης, και να έρχεται μαζί με τα σύννεφα του ουρανού. 63 Και ο αρχιερέας, ξεσχίζοντας τα ιμάτιά του, λέει: Τι ανάγκη έχουμε πλέον από μάρτυρες; 64 Ακούσατε τη βλασφημία· τι σας φαίνεται; Και εκείνοι όλοι τον κατέκριναν, ότι είναι ένοχος θανάτου. 65 Και μερικοί άρχισαν να τον φτύνουν, και να σκεπάζουν το πρόσωπό του, και να τον γρονθοκοπούν, και να του λένε: Προφήτευσε! Και οι υπηρέτες τον χτυπούσαν με χαστουκίσματα στο πρόσωπο.
66 Και ενώ ο Πέτρος ήταν στην αυλή κάτω, έρχεται μία από τις υπηρέτριες του αρχιερέα· 67 και όταν είδε τον Πέτρο να ζεσταίνεται, καθώς τον κοίταξε καλά, λέει: Κι εσύ ήσουν μαζί με τον Ναζαρηνό Ιησού. 68 Και εκείνος αρνήθηκε, λέγοντας: Δεν ξέρω ούτε καταλαβαίνω τι λες εσύ. Και βγήκε έξω στο προαύλιο· και λάλησε ο πετεινός. 69 Και η υπηρέτρια βλέποντάς τον ξανά, άρχισε να λέει σ' αυτούς που παραστέκονταν ότι: Αυτός είναι απ' αυτούς. 70 Και εκείνος πάλι αρνιόταν. Και ύστερα από λίγο, ξανά, αυτοί που παραστέκονταν, έλεγαν στον Πέτρο: Στ' αλήθεια, είσαι απ' αυτούς· επειδή, είσαι Γαλιλαίος, και η ομιλία σου μοιάζει. 71 Εκείνος, όμως, άρχισε να αναθεματίζει και να ορκίζεται ότι: Δεν ξέρω αυτό τον άνθρωπο, που λέτε. 72 Και ο πετεινός λάλησε για δεύτερη φορά. Και ο Πέτρος θυμήθηκε τον λόγο, που του είχε πει ο Ιησούς: Ότι πριν ο πετεινός δυο φορές λαλήσει, τρεις φορές θα με αρνηθείς. Και άρχισε να κλαίει πικρά.