355 500 произведений, 25 200 авторов.

Электронная библиотека книг » Автор Неизвестен » Η Καινή Διαθήκη (Φιλος) » Текст книги (страница 26)
Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)
  • Текст добавлен: 4 октября 2016, 23:23

Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)"


Автор книги: Автор Неизвестен


Жанры:

   

Религия

,

сообщить о нарушении

Текущая страница: 26 (всего у книги 46 страниц)

Κεφάλαιον 22

1 Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούστε την απολογία μου, που αυτή τη στιγμή κάνω προς εσάς. 2 Και ακούγοντας ότι τους μιλούσε στην Εβραϊκή διάλεκτο, έδειξαν περισσότερη ησυχία· και είπε: 3 Εγώ μεν είμαι άνθρωπος Ιουδαίος, γεννημένος στην Ταρσό τής Κιλικίας, έχω δε ανατραφεί σε τούτη την πόλη, κοντά στα πόδια τού Γαμαλιήλ, πήρα την παιδεία σύμφωνα με την ακρίβεια του πατροπαράδοτου νόμου, ήμουν ζηλωτής τού Θεού, όπως όλοι εσείς είστε σήμερα· 4 ο οποίος κατέτρεξα τούτη την οδό μέχρι θανάτου, δένοντας με αλυσίδες και παραδίνοντας σε φυλακές και άνδρες και γυναίκες· 5 καθώς και ο αρχιερέας δίνει μαρτυρία για μένα, και ολόκληρο το πρεσβυτέριο· από τους οποίους παίρνοντας και επιστολές προς τους αδελφούς, πορευόμουν στη Δαμασκό, για να φέρω δεμένους στην Ιερουσαλήμ και εκείνους που ήσαν εκεί, για να τιμωρηθούν.

6 Και οδοιπορώντας, ενώ πλησίαζα στη Δαμασκό, κατά το μεσημέρι, άστραψε ξαφνικά γύρω μου πολύ φως από τον ουρανό· 7 και έπεσα στο έδαφος, και άκουσα μια φωνή, που μου έλεγε: Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; 8 Και εγώ αποκρίθηκα: Ποιος είσαι, Κύριε; Και μου είπε: Εγώ είμαι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, που εσύ καταδιώκεις. 9 Αυτοί που ήσαν μαζί μου είδαν μεν το φως, και φοβήθηκαν υπερβολικά· τη φωνή, όμως, εκείνου που μου μιλούσε, δεν άκουσαν. 10 Και είπα: Τι να κάνω, Κύριε; Και ο Κύριος μου είπε: Αφού σηκωθείς, πήγαινε στη Δαμασκό· και εκεί θα σου λαληθεί για όλα όσα είναι διορισμένα να κάνεις. 11 Και επειδή, από τη λαμπρότητα εκείνου τού φωτός, δεν έβλεπα, χειραγωγούμενος από εκείνους που ήσαν μαζί μου, ήρθα στη Δαμασκό. 12 Και κάποιος Ανανίας, ένας ευσεβής άνθρωπος σύμφωνα με τον νόμο, έχοντας τη μαρτυρία από όλους τούς Ιουδαίους που κατοικούν εκεί, 13 ήρθε σε μένα, και, καθώς στάθηκε από πάνω μου, μου είπε: Σαούλ, αδελφέ, δες ξανά το φως σου· και εγώ, κατά την ίδια εκείνη ώρα, ξαναείδα το φως μου μπροστά σ' αυτόν. 14 Και εκείνος είπε: Ο Θεός των πατέρων μας σε διόρισε να γνωρίσεις το θέλημά του, και να δεις τον Δίκαιο, και να ακούσεις φωνή από το στόμα του· 15 επειδή, θα είσαι μάρτυρας γι' αυτό προς όλους τούς ανθρώπους, για όσα είδες και άκουσες. 16 Και, τώρα, γιατί βραδύνεις; Αφού σηκωθείς, βαπτίσου και καθαρίσου από τις αμαρτίες σου, με το να επικαλεστείς το όνομα του Κυρίου.

17 Και όταν επέστρεψα στην Ιερουσαλήμ, ενώ προσευχόμουν μέσα στο ιερό, ήρθα σε έκσταση, 18 και τον είδα να μου λέει: Βιάσου και βγες γρήγορα από την Ιερουσαλήμ· επειδή, δεν θα παραδεχθούν τη μαρτυρία σου για μένα. 19 Και εγώ είπα: Κύριε, αυτοί ξέρουν ότι εγώ φυλάκιζα και έδερνα μέσα στις συναγωγές αυτούς που πίστευαν σε σένα· 20 και όταν χυνόταν το αίμα τού μάρτυρά σου, του Στεφάνου, ήμουν και εγώ παρών, και συμφωνούσα στον φόνο του, και φύλαγα τα ιμάτια εκείνων που τον φόνευαν. 21 Και μου είπε: Πήγαινε· επειδή, εγώ θα σε στείλω σε έθνη, μακριά.

22 Και μέχρι αυτό το σημείο τού λόγου, τον άκουγαν· τότε, όμως, ύψωσαν τη φωνή τους, λέγοντας: Σήκωσε από τη γη έναν τέτοιον άνθρωπο· επειδή, δεν πρέπει να ζει. 23 Και επειδή αυτοί φώναζαν δυνατά, και τίναζαν τα ιμάτια, και έρριχναν σκόνη στον αέρα, 24 ο χιλίαρχος πρόσταξε να φερθεί στο φρούριο, παραγγέλλοντας να εξεταστεί, μαστιγώνοντάς τον, ώστε να γνωρίσει για ποια αιτία φώναζαν έτσι εναντίον του. 25 Και καθώς τον ξάπλωσαν δεμένον με τα λουριά, ο Παύλος είπε στον εκατόνταρχο, που παραστεκόταν: Είναι τάχα νόμιμο σε σας να μαστιγώνετε έναν άνθρωπο, που είναι Ρωμαίος και ακατάκριτος; 26 Και όταν το άκουσε ο εκατόνταρχος, πήγε και το ανήγγειλε στον χιλίαρχο, λέγοντας: Πρόσεχε τι πρόκειται να κάνεις· επειδή, ο άνθρωπος αυτός είναι Ρωμαίος. 27 Αφού δε ήρθε κοντά του ο χιλίαρχος, είπε σ' αυτόν: Πες μου, Ρωμαίος είσαι εσύ; Και εκείνος είπε: Ναι. 28 Και ο χιλίαρχος αποκρίθηκε: Εγώ με πολλά χρήματα απέκτησα αυτή την πολιτογράφηση. Και ο Παύλος είπε: Εγώ, όμως, και γεννήθηκα Ρωμαίος. 29 Αμέσως, λοιπόν, αποσύρθηκαν απ' αυτόν εκείνοι που επρόκειτο να τον βασανίσουν. Και φοβήθηκε, μάλιστα, ο χιλίαρχος, όταν γνώρισε ότι είναι Ρωμαίος, και ότι τον είχε δέσει.

30 Την δε επόμενη ημέρα, θέλοντας να μάθει το βέβαιο, για ποιο ζήτημα κατηγορείται από τους Ιουδαίους, τον έλυσε από τα δεσμά, και πρόσταξε νάρθουν οι αρχιερείς και ολόκληρο το συνέδριό τους· και αφού κατέβασε τον Παύλο, τον έστησε μπροστά τους.

Κεφάλαιον 23

1 Και ο Παύλος, ατενίζοντας στο συνέδριο, είπε: Άνδρες αδελφοί, εγώ έζησα μπροστά στον Θεό με κάθε καλή συνείδηση μέχρι τούτη την ημέρα. 2 Και ο αρχιερέας Ανανίας πρόσταξε εκείνους που παραστέκονταν κοντά του να χτυπήσουν το στόμα του. 3 Τότε, ο Παύλος είπε σ' αυτόν: Ο Θεός πρόκειται να σε χτυπήσει, τοίχε ασβεστωμένε· κι εσύ κάθεσαι να με κρίνεις σύμφωνα με τον νόμο, και παρανομώντας προστάζεις να με χτυπούν; 4 Και εκείνοι που παραστέκονταν είπαν: Τον αρχιερέα τού Θεού εξυβρίζεις; 5 Και ο Παύλος είπε: Δεν ήξερα, αδελφοί, ότι είναι αρχιερέας· επειδή, είναι γραμμένο: «Άρχοντα του λαού σου δεν θα κακολογήσεις». 6 Και όταν ο Παύλος κατάλαβε ότι το ένα μέρος είναι από Σαδδουκαίους, και το άλλο από Φαρισαίους, φώναξε δυνατά μέσα στο συνέδριο: Άνδρες αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, γιος Φαρισαίου· και κρίνομαι για ελπίδα και ανάσταση των νεκρών. 7 Και όταν το είπε αυτό, έγινε σχίσμα ανάμεσα στους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους· και το πλήθος διχάστηκε. 8 Επειδή, οι μεν Σαδδουκαίοι λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση, ούτε άγγελος ούτε πνεύμα· ενώ οι Φαρισαίοι ομολογούν και τα δύο. 9 Και έγινε μεγάλος θόρυβος· και καθώς οι γραμματείς σηκώθηκαν από το μέρος των Φαρισαίων, συζητούσαν θυμωμένα, λέγοντας: Δεν βρίσκουμε κανένα κακό σε τούτο τον άνθρωπο· αν, όμως, του μίλησε πνεύμα ή άγγελος, ας μη θεομαχούμε. 10 Και επειδή έγινε μεγάλη διαμάχη, ο χιλίαρχος φοβούμενος μήπως ο Παύλος διασπαραχθεί απ' αυτούς, πρόσταξε να κατέβει το στράτευμα και να τον αρπάξει από ανάμεσά τους, και να τον φέρει στο φρούριο. 11 Και την ερχόμενη νύχτα, ο Κύριος, αφού φάνηκε σ' αυτόν ξαφνικά, είπε: Έχε θάρρος, Παύλο, επειδή, όπως έδωσες για μένα μαρτυρία στην Ιερουσαλήμ, έτσι πρέπει να δώσεις μαρτυρία και στη Ρώμη.

12 Και όταν έγινε ημέρα, μερικοί από τους Ιουδαίους, αφού συνωμότησαν, παρέδωσαν τον εαυτό τους σε ανάθεμα, λέγοντας ούτε να φάνε ούτε να πιουν, μέχρις ότου φονεύσουν τον Παύλο. 13 Και ήσαν περισσότεροι από 40 αυτοί που έκαναν τούτη τη συνωμοσία· 14 οι οποίοι, καθώς ήρθαν στους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους, είπαν: Αναθεματίσαμε τον εαυτό μας με ανάθεμα, να μη γευθούμε τίποτε, μέχρις ότου φονεύσουμε τον Παύλο. 15 Τώρα, λοιπόν, εσείς μαζί με το συνέδριο διαμηνύστε στον χιλίαρχο, να τον κατεβάσει αύριο σε σας, σαν να θέλετε να μάθετε με περισσότερη ακρίβεια τα όσα σχετίζονται μ' αυτόν· κι εμείς, πριν αυτός πλησιάσει, είμαστε έτοιμοι να τον φονεύσουμε. 16 Ακούγοντας, όμως, την ενέδρα ο γιος τής αδελφής τού Παύλου, πήγε, και μπαίνοντας στο φρούριο, το ανήγγειλε στον Παύλο. 17 Και ο Παύλος, αφού προσκάλεσε έναν εκατόνταρχο, είπε: Φέρε τούτον τον νέο στον χιλίαρχο· επειδή, έχει κάτι να του αναγγείλει. 18 Εκείνος, λοιπόν, παίρνοντάς τον, τον έφερε στον χιλίαρχο, και λέει: Ο δέσμιος Παύλος με φώναξε, και με παρακάλεσε να φέρω τούτον τον νέο, επειδή έχει κάτι να σου μιλήσει. 19 Και ο χιλίαρχος, αφού τον έπιασε από το χέρι, και αποσύρθηκε ιδιαιτέρως, ρώτησε: Τι είναι εκείνο που έχεις να μου αναγγείλεις; 20 Και εκείνος είπε ότι: Οι Ιουδαίοι συμφώνησαν να σε παρακαλέσουν να κατεβάσεις αύριο τον Παύλο στο συνέδριο, σαν να θέλουν να μάθουν κάτι με περισσότερη ακρίβεια γι' αυτόν· 21 εσύ, λοιπόν, μη πειστείς σ' αυτούς, επειδή περισσότεροι από 40 άνδρες απ' αυτούς τον ενεδρεύουν, οι οποίοι παρέδωσαν τον εαυτό τους σε ανάθεμα, ούτε να φάνε ούτε να πιουν, μέχρις ότου τον φονεύσουν· και τώρα είναι έτοιμοι, προσμένοντας την υπόσχεση από σένα. 22 Ο χιλίαρχος, λοιπόν, απέλυσε τον νέο, αφού του παρήγγειλε: Μη πεις σε κανέναν ότι αυτά τα φανέρωσες σε μένα.

23 Και αφού προσκάλεσε δύο από κάποιους εκατόνταρχους, είπε: Ετοιμάστε 200 στρατιώτες, για να πάνε μέχρι την Καισάρεια, και 70 καβαλάρηδες, και 200 λογχοφόρους, από την τρίτη ώρα τής νύχτας. 24 Ετοιμάστε και ζώα, για να καθίσουν επάνω τους τον Παύλο, και να τον φέρουν με ασφάλεια στον Φήλικα τον ηγεμόνα. 25 Και έγραψε μια επιστολή, που περιείχε τούτο τον τύπο: 26 «Ο Κλαύδιος Λυσίας προς τον εξοχότατο ηγεμόνα Φήλικα, χαίρε. 27 Τούτο τον άνθρωπο, που συνελήφθη από τους Ιουδαίους, και που επρόκειτο να φονευθεί απ' αυτούς, αφού επενέβηκα μαζί με το στράτευμα, τον έσωσα, μαθαίνοντας ότι είναι Ρωμαίος. 28 Θέλοντας, όμως, να μάθω την αιτία για την οποία τον κατηγορούσαν, τον κατέβασα στο συνέδριό τους· 29 και τον βρήκα να κατηγορείται για ζητήματα του νόμου τους, χωρίς όμως να έχει κανένα έγκλημα άξιο θανάτου ή δεσμών. 30 Και επειδή μου διαμηνύθηκε ότι επρόκειτο να γίνει επιβουλή στον άνθρωπο από τους Ιουδαίους, τον έστειλα αμέσως σε σένα, παραγγέλλοντας και στους κατηγόρους να πουν μπροστά σου τα όσα έχουν εναντίον του· υγίαινε». 31 Οι μεν στρατιώτες, λοιπόν, σύμφωνα με την προσταγή που τους δόθηκε, παίρνοντας τον Παύλο, τον έφεραν μέσα στη νύχτα στην Αντιπατρίδα. 32 Και την επόμενη ημέρα, αφού άφησαν τους καβαλάρηδες να πάνε μαζί του, επέστρεψαν στο φρούριο· 33 οι οποίοι, καθώς μπήκαν μέσα στην Καισάρεια, και εγχείρισαν την επιστολή στον ηγεμόνα, του παρουσίασαν και τον Παύλο. 34 Και ο ηγεμόνας, αφού διάβασε την επιστολή, και ρώτησε από ποια επαρχία είναι, και άκουσε ότι είναι από την Κιλικία: 35 Θα σε ακούσω, είπε, όταν έρθουν και οι κατήγοροί σου. Και πρόσταξε να φυλάγεται στο πραιτώριο του Ηρώδη.

Κεφάλαιον 24

1 ΥΣΤΕΡΑ από πέντε ημέρες κατέβηκε ο αρχιερέας Ανανίας μαζί με τους πρεσβύτερους, και μαζί με κάποιον ρήτορα Τέρτυλλο, οι οποίοι εμφανίστηκαν στον ηγεμόνα εναντίον τού Παύλου. 2 Καθώς δε προσκλήθηκε αυτός, άρχισε ο Τέρτυλλος να κατηγορεί, λέγοντας: 3 Επειδή, απολαμβάνουμε με σένα πολλή ησυχία, και στο έθνος τούτο γίνονται λαμπρά πράγματα με την πρόνοιά σου σε όλα και παντού, ευγνωμονούμε, εξοχότατε Φήλικα, με κάθε ευχαριστία. 4 Αλλά, για να μη σε απασχολώ περισσότερο, παρακαλώ να μας ακούσεις σύντομα με την επιείκειά σου. 5 Επειδή, βρήκαμε τούτο τον άνθρωπο ότι είναι φθοροποιός, και διεγείρει στάσεις ανάμεσα σε όλους τούς Ιουδαίους ανά την οικουμένη, και είναι πρωτοστάτης τής αίρεσης των Ναζωραίων, 6 ο οποίος δοκίμασε να βεβηλώσει και τον ναό· τον οποίο και συλλάβαμε, και σύμφωνα με τον δικό μας νόμο θελήσαμε να τον κρίνουμε. 7 Όμως, σαν ήρθε ο χιλίαρχος Λυσίας, τον απέσπασε με πολλή βία από τα χέρια μας, 8 προστάζοντας τους κατηγόρους του νάρθουν μπροστά σου· από τον οποίο θα μπορέσεις, αφού ο ίδιος τον εξετάσεις, να μάθεις για όλα τούτα, για τα οποία εμείς τον κατηγορούμε. 9 Συμφώνησαν, μάλιστα, και οι Ιουδαίοι, λέγοντας, ότι αυτά έτσι έχουν.

10 Τότε, αφού ο ηγεμόνας ένευσε σ' αυτόν να μιλήσει, ο Παύλος αποκρίθηκε: Επειδή σε γνωρίζω ότι από πολλά χρόνια είσαι κριτής σε τούτο το έθνος, απολογούμαι για τον εαυτό μου με περισσότερη ευχαρίστηση· 11 δεδομένου ότι, μπορείς να πληροφορηθείς πως δεν είναι περισσότερες από δώδεκα ημέρες, αφότου εγώ ανέβηκα για να προσκυνήσω στην Ιερουσαλήμ. 12 Και ούτε μέσα στο ιερό με βρήκαν να συζητώ με κάποιον ή να οχλαγωγώ ούτε και μέσα στις συναγωγές ούτε και μέσα στην πόλη· 13 ούτε μπορούν να φέρουν αποδείξεις για όσα τώρα με κατηγορούν. 14 Ομολογώ, μάλιστα, τούτο σε σένα, ότι σύμφωνα με τον δρόμο που αυτοί λένε αίρεση, έτσι λατρεύω τον Θεό των πατέρων μου, πιστεύοντας σε όλα τα γραμμένα μέσα στον νόμο και στους προφήτες· 15 έχοντας ελπίδα στον Θεό, την οποία κι αυτοί οι ίδιοι προσμένουν, ότι πρόκειται να γίνει ανάσταση των νεκρών, και δικαίων και αδίκων. 16 Μάλιστα, φροντίζω κατά τούτο, στο να έχω πάντοτε άπταιστη συνείδηση προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους. 17 Ύστερα δε από πολλά χρόνια ήρθα να κάνω στο έθνος μου ελεημοσύνες και προσφορές. 18 Ανάμεσα δε σε τούτους, μερικοί Ιουδαίοι από την Ασία με βρήκαν εξαγνισμένον μέσα στο ιερό, όχι με όχλο ούτε με θόρυβο· 19 οι οποίοι έπρεπε να παρασταθούν μπροστά σου, και να με κατηγορήσουν, αν είχαν κάτι εναντίον μου. 20 Ή, αυτοί οι ίδιοι, ας πουν, αν βρήκαν σε μένα κάποιο αδίκημα, όταν παραστάθηκα μπροστά στο συνέδριο· 21 εκτός αν είναι γι' αυτή τη μία φωνή, που φώναξα, καθώς στεκόμουν ανάμεσά τους, ότι: Για ανάσταση νεκρών εγώ κρίνομαι σήμερα από σας. 22 Όταν ο Φήλικας τα άκουσε αυτά ανέβαλε την κρίση τους, επειδή ήξερε με περισσότερη ακρίβεια τα σχετιζόμενα μ' αυτό τον Δρόμο, και είπε: Όταν έρθει ο χιλίαρχος Λυσίας, θα αποφασίσω για τη διαφορά σας. 23 Και διέταξε τον εκατόνταρχο να φυλάσσεται ο Παύλος, και να έχει άνεση, και να μη εμποδίζουν κανέναν από τους οικείους του να τον υπηρετεί ή να έρχεται σ' αυτόν.

24 Και ύστερα από μερικές ημέρες, ο Φήλικας, αφού ήρθε μαζί με τη γυναίκα του, τη Δρουσίλλα, που ήταν Ιουδαία, ξανακάλεσε τον Παύλο, και άκουσε απ' αυτόν για την πίστη στον Χριστό. 25 Και ενώ αυτός μιλούσε για δικαιοσύνη και εγκράτεια και για τη μέλλουσα κρίση, ο Φήλικας, επειδή έγινε έντρομος, απάντησε: Προς το παρόν, πήγαινε, και όταν βρω χρόνο, θα σε ξανακαλέσω. 26 Ταυτόχρονα, όμως, ελπίζοντας ότι θα του δοθούν χρήματα από τον Παύλο, για να τον απολύσει· γι' αυτό και, μετακαλώντας τον συχνότερα, μιλούσε μαζί του. 27 Ύστερα δε από τη συμπλήρωση δύο χρόνων, τον Φήλικα διαδέχθηκε ο Πόρκιος Φήστος, και ο Φήλικας, θέλοντας να κάνει χάρη στους Ιουδαίους, άφησε τον Παύλο φυλακισμένον.

Κεφάλαιον 25

1 Ο ΦΗΣΤΟΣ, λοιπόν, όταν ήρθε στην επαρχία, ύστερα από τρεις ημέρες ανέβηκε από την Καισάρεια στα Ιεροσόλυμα. 2 Και εμφανίστηκαν σ' αυτόν ο αρχιερέας και οι πρώτοι από τους Ιουδαίους ενάντια στον Παύλο, και τον παρακαλούσαν, 3 ζητώντας χάρη εναντίον του, να τον μεταφέρει στην Ιερουσαλήμ, ενεδρεύοντας στον δρόμο να τον φονεύσουν. 4 Ο δε Φήστος αποκρίθηκε ότι, ο Παύλος είναι φυλακισμένος στην Καισάρεια, και ότι εκείνος πρόκειται να αναχωρήσει προς τα εκεί. 5 Γι' αυτό, οι δυνατοί ανάμεσά σας, είπε, ας κατέβουν μαζί μου, και αν υπάρχει κάτι σ' αυτόν τον άνθρωπο, ας τον κατηγορήσουν. 6 Και αφού διέμεινε ανάμεσά τους περισσότερο από δέκα ημέρες, κατέβηκε στην Καισάρεια, και την επόμενη ημέρα, αφού κάθησε επάνω στο βήμα, πρόσταξε να φερθεί ο Παύλος. 7 Και όταν ήρθε, στάθηκαν ολόγυρά του οι Ιουδαίοι εκείνοι που είχαν κατέβει από τα Ιεροσόλυμα, επιρρίπτοντας ενάντια στον Παύλο πολλές και βαριές κατηγορίες, που δεν μπορούσαν να αποδείξουν, 8 καθώς εκείνος απολογείτο, ότι: Ούτε στον νόμο των Ιουδαίων ούτε στο ιερό ούτε στον Καίσαρα έπραξα κάποιο αμάρτημα. 9 Ο δε Φήστος, θέλοντας να κάνει χάρη στους Ιουδαίους, αποκρινόμενος στον Παύλο, είπε: Θέλεις να ανέβεις στα Ιεροσόλυμα και να κριθείς εκεί γι' αυτά μπροστά μου; 10 Και ο Παύλος είπε: Στο βήμα τού Καίσαρα στέκομαι, όπου πρέπει να κριθώ. Δεν αδίκησα σε τίποτε τους Ιουδαίους, καθώς κι εσύ κάλλιστα το γνωρίζεις· 11 επειδή, αν αδικώ ή έπραξα κάτι άξιο θανάτου, δεν αποφεύγω τον θάνατο· αλλά, αν δεν υπάρχει τίποτε από όσα αυτοί με κατηγορούν, κανένας δεν μπορεί να με χαρίσει σ' αυτούς· τον Καίσαρα επικαλούμαι. 12 Τότε, ο Φήστος, αφού μίλησε με το συμβούλιο, αποκρίθηκε: Τον Καίσαρα επικαλείσαι; Στον Καίσαρα θα πας.

13 Και αφού πέρασαν μερικές ημέρες, ο βασιλιάς Αγρίππας και η Βερνίκη ήρθαν στην Καισάρεια, για να χαιρετήσουν τον Φήστο. 14 Και ενώ έμεναν εκεί πολλές ημέρες, ο Φήστος ανέφερε στον βασιλιά τα σχετιζόμενα με τον Παύλο, λέγοντας: Υπάρχει κάποιος άνθρωπος, που αφέθηκε εδώ φυλακισμένος από τον Φήλικα, 15 για τον οποίο, όταν πήγα στα Ιεροσόλυμα, οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων εμφανίστηκαν σε μένα, ζητώντας καταδίκη εναντίον του· 16 στους οποίους αποκρίθηκα ότι, δεν είναι συνήθεια στους Ρωμαίους να παραδίνουν χαριστικά σε θάνατο κανέναν άνθρωπο, πριν ο κατηγορούμενος έχει κατά πρόσωπον τους κατηγόρους του, και λάβει καιρό απολογίας για το έγκλημα· 17 όταν, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν εδώ, χωρίς να κάνω καμιά αναβολή, την ακόλουθη ημέρα, αφού κάθησα επάνω στο βήμα, πρόσταξα να φερθεί ο άνθρωπος. 18 Για τον οποίο οι κατήγοροι, όταν παραστάθηκαν, δεν έφεραν εναντίον του καμιά κατηγορία από όσα εγώ υπονοούσα· 19 αλλά, είχαν εναντίον του μερικά ζητήματα, για τη δική τους δεισιδαιμονία, και για κάποιον Ιησού, που είχε πεθάνει, τον οποίο ο Παύλος έλεγε ότι ζει. 20 Αλλά, καθώς εγώ βρέθηκα σε αμηχανία γι' αυτό στη συζήτηση, έλεγα, αν θέλει να πάει στην Ιερουσαλήμ, και εκεί να κριθεί γι' αυτά. 21 Επειδή, όμως, ο Παύλος επικαλέστηκε να φυλαχθεί στην κρίση τού Σεβαστού, πρόσταξα να φυλάσσεται μέχρις ότου τον στείλω προς τον Καίσαρα. 22 Και ο Αγρίππας είπε στον Φήστο: Θα ήθελα και εγώ να ακούσω τον άνθρωπο. Και εκείνος είπε: Αύριο θα τον ακούσεις. 23 Την επόμενη ημέρα, λοιπόν, όταν ήρθε ο Αγρίππας και η Βερνίκη με μεγάλη πομπή, και μπήκαν στο ακροατήριο μαζί με τους χιλίαρχους και τους επιφανείς άνδρες τής πόλης, ο Φήστος πρόσταξε και φέρθηκε ο Παύλος. 24 Τότε, ο Φήστος λέει: Βασιλιά Αγρίππα, και όλοι όσοι είστε παρόντες μαζί μας, βλέπετε τούτον, για τον οποίο μού μίλησαν ολόκληρο το πλήθος των Ιουδαίων και στα Ιεροσόλυμα και εδώ, καταβοώντας ότι, αυτός ο άνθρωπος δεν πρέπει πλέον να ζει. 25 Και εγώ, επειδή βρήκα ότι δεν έπραξε τίποτε άξιο θανάτου, κι αυτός ο ίδιος επικαλέστηκε τον Σεβαστό, αποφάσισα να τον στείλω. 26 Για τον οποίο δεν έχω τίποτε βέβαιο για να γράψω στον κύριό μου· γι' αυτό, τον έφερα μπροστά σας, και μάλιστα μπροστά σου, βασιλιά Αγρίππα, για να έχω κάτι να γράψω, αφού γίνει η ανάκριση· 27 επειδή, μου φαίνεται ακατανόητο, στέλνοντας έναν φυλακισμένο, να μη επισημάνω και τα εναντίον του εγκλήματα.

Κεφάλαιον 26

1 Και ο Αγρίππας είπε στον Παύλο: Έχεις την άδεια να μιλήσεις για τον εαυτό σου. Τότε, ο Παύλος, αφού άπλωσε το χέρι, άρχισε να απολογείται: 2 Θεωρώ μακάριο τον εαυτό μου, βασιλιά Αγρίππα, επειδή πρόκειται να απολογηθώ μπροστά σου σήμερα για όλα όσα κατηγορούμαι από τους Ιουδαίους, 3 μάλιστα, επειδή γνωρίζεις όλα τα έθιμα και τα ζητήματα ανάμεσα στους Ιουδαίους· γι' αυτό, σε παρακαλώ, να με ακούσεις με μακροθυμία. 4 Τη ζωή μου, λοιπόν, από τα νεανικά χρόνια, που εξαρχής έζησα ανάμεσα στο έθνος μου στα Ιεροσόλυμα, την ξέρουν όλοι οι Ιουδαίοι, 5 επειδή, με γνωρίζουν απαρχής, (αν θέλουν να δώσουν μαρτυρία) ότι, σύμφωνα με την ακριβέστατη αίρεση της θρησκείας μας, έζησα ως Φαρισαίος. 6 Και, τώρα, παραστέκομαι να κριθώ για την ελπίδα τής υπόσχεσης, που έγινε από τον Θεό προς τους πατέρες μας· 7 στην οποία ελπίζει να φτάσει το δωδεκάφυλο γένος μας, το οποίο ακατάπαυστα λατρεύει τον Θεό νύχτα και ημέρα· γι' αυτή την ελπίδα κατηγορούμαι από τους Ιουδαίους, βασιλιά Αγρίππα. 8 Τι; Κρίνεται από σας απίστευτο, ότι ο Θεός ανασταίνει νεκρούς; 9 Εγώ μεν στοχάστηκα μέσα μου ότι, έπρεπε να πράξω πολλά ενάντια στο όνομα του Ιησού τού Ναζωραίου. 10 Το οποίο και έπραξα στα Ιεροσόλυμα· και πολλούς από τους αγίους εγώ έκλεισα μέσα σε φυλακές, παίρνοντας εξουσία από τους αρχιερείς· και όταν φονεύονταν έδωσα ψήφο εναντίον τους. 11 Και σε όλες τις συναγωγές, πολλές φορές, καθώς τους τιμωρούσα, τους ανάγκαζα να βλασφημούν· και με υπερβολική μανία παραφερόμουν εναντίον τους, και τους καταδίωκα μέχρι και στις έξω πόλεις.

12 Και μέσα σ' αυτά, καθώς ερχόμουν στη Δαμασκό με εξουσία και άδεια, που είχα από τους αρχιερείς, 13 είδα, στο μέσον της ημέρας, καθ' οδόν, βασιλιά, ένα φως από τον ουρανό, που υπερέβαινε τη λαμπρότητα του ήλιου, το οποίο έλαμψε γύρω μου και γύρω σ' εκείνους που οδοιπορούσαν μαζί μου. 14 Και ενώ όλοι πέσαμε στη γη, άκουσα μια φωνή να μου μιλάει, και να λέει στην Εβραϊκή διάλεκτο: Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; Είναι σκληρό σε σένα να κλοτσάς σε καρφιά. 15 Και εγώ είπα: Ποιος είσαι, Κύριε; Και εκείνος είπε: Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίο εσύ καταδιώκεις. 16 Αλλά, σήκω επάνω, και στάσου στα πόδια σου· επειδή, γι' αυτό φάνηκα σε σένα, για να σε κάνω υπηρέτη και μάρτυρα και για όσα είδες, και για όσα θα φανερωθώ σε σένα, 17 καθώς σε διάλεξα από τον λαό και τα έθνη, στα οποία τώρα σε στέλνω, 18 για να ανοίξεις τα μάτια τους, ώστε να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο φως, και από την εξουσία τού σατανά στον Θεό, για να πάρουν άφεση αμαρτιών, και κληρονομιά ανάμεσα στους αγιασμένους, διαμέσου τής πίστης σε μένα.

19 Γι' αυτό, βασιλιά Αγρίππα, δεν έγινα απειθής στην ουράνια οπτασία, 20 αλλά, πρώτα σ' αυτούς που ήσαν στη Δαμασκό και στα Ιεροσόλυμα, και σε ολόκληρη τη γη τής Ιουδαίας, και έπειτα στα έθνη, κήρυττα να μετανοούν, και να επιστρέφουν στον Θεό, κάνοντας έργα άξια της μετάνοιας. 21 Γι' αυτά, οι Ιουδαίοι, αφού με συνέλαβαν στο ιερό, επιχειρούσαν να με φονεύσουν. 22 Έχοντας, όμως, αξιωθεί τής βοήθειας από τον Θεό, στέκομαι μέχρι τούτη την ημέρα, δίνοντας μαρτυρία και προς μικρόν και προς μεγάλον, μη λέγοντας τίποτε εκτός των όσων μίλησαν οι προφήτες και ο Μωυσής ότι επρόκειτο να γίνουν· 23 ότι ο Χριστός επρόκειτο να πάθει, ότι, αφού αναστήθηκε πρώτος από τους νεκρούς, πρόκειται να κηρύξει φως στον λαό και στα έθνη.

24 Και ενώ αυτός απολογείτο αυτά, ο Φήστος με μεγάλη φωνή είπε: Παραφρονείς, Παύλο· τα πολλά γράμματα σε παρασύρουν σε παραφροσύνη. 25 Και εκείνος είπε: Δεν παραφρονώ, εξοχότατε Φήστο, αλλά προφέρω λόγια αλήθειας και νου υγιαίνοντα. 26 Ο βασιλιάς, βέβαια, στον οποίο και μιλάω με παρρησία, γνωρίζει καλά γι' αυτά· επειδή, είμαι πεπεισμένος ότι τίποτε απ' αυτά δεν του διαφεύγει· για τον λόγο ότι, αυτό δεν έχει γίνει σε μια γωνιά. 27 Βασιλιά Αγρίππα, πιστεύεις στους Προφήτες; Ξέρω ότι πιστεύεις. 28 Και ο Αγρίππας είπε στον Παύλο: Παρά λίγο με πείθεις να γίνω Χριστιανός. 29 Και ο Παύλος είπε: Θα το ευχόμουν στον Θεό, όχι μονάχα εσύ, αλλά και όλοι αυτοί που με ακούν σήμερα να γίνουν, και παρά λίγο και παρά πολύ, τέτοιοι, όπως είμαι και εγώ, εκτός βέβαια από τούτα τα δεσμά. 30 Και όταν αυτός τα είπε αυτά, σηκώθηκε ο βασιλιάς και ο ηγεμόνας, και η Βερνίκη, και εκείνοι που συγκάθονταν μαζί τους. 31 Και καθώς αναχωρούσαν μιλούσαν αναμεταξύ τους, λέγοντας ότι: Τίποτε άξιο δεσμών ή θανάτου δεν κάνει αυτός ο άνθρωπος. 32 Και ο Αγρίππας είπε στον Φήστο: Ο άνθρωπος αυτός μπορούσε να έχει απολυθεί, αν δεν είχε επικαλεστεί τον Καίσαρα.


    Ваша оценка произведения:

Популярные книги за неделю