Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)"
Автор книги: Автор Неизвестен
сообщить о нарушении
Текущая страница: 25 (всего у книги 46 страниц)
Κεφάλαιον 17
1 ΚΑΙ αφού πέρασαν διαμέσου τής Αμφίπολης και της Απολλωνίας, ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, όπου ήταν η συναγωγή των Ιουδαίων. 2 Και ο Παύλος, κατά τη συνήθειά του, μπήκε μέσα προς αυτούς, και τρία σάββατα συζητούσε μαζί τους από τις γραφές, 3 εξηγώντας και αποδεικνύοντας, ότι ο Χριστός έπρεπε να πάθει, και να αναστηθεί από τους νεκρούς, και ότι αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός, που εγώ σας κηρύττω. 4 Και μερικοί απ' αυτούς πείστηκαν, και ενώθηκαν μαζί με τον Παύλο και τον Σίλα, και από τους θεοσεβείς Έλληνες ένα μεγάλο πλήθος, και από τις πρώτες γυναίκες όχι λίγες. 5 Όμως, επειδή οι Ιουδαίοι, που δεν πείθονταν, τους φθόνησαν, και παίρνοντας μαζί τους μερικούς κακούς ανθρώπους, από τους χυδαίους, και δημιουργώντας οχλαγωγία, προκαλούσαν θόρυβο στην πόλη· και αφού όρμησαν ενάντια στο σπίτι τού Ιάσονα, τους ζητούσαν για να τους φέρουν στον δήμο. 6 Επειδή, όμως, δεν τους βρήκαν, έσυραν τον Ιάσονα και μερικούς αδελφούς προς τους πολιτάρχες, φωνάζοντας δυνατά, ότι: Εκείνοι που αναστάτωσαν την οικουμένη, αυτοί ήρθαν και εδώ, 7 τους οποίους υποδέχθηκε ο Ιάσονας· και όλοι αυτοί πράττουν ενάντια στα προστάγματα του Καίσαρα, λέγοντας, ότι: Υπάρχει ένας άλλος βασιλιάς, ο Ιησούς. 8 Τάραξαν δε το πλήθος και τους πολιτάρχες καθώς τα άκουγαν αυτά. 9 Και παίρνοντας εγγύηση από τον Ιάσονα και τους υπόλοιπους, τους απέλυσαν.
10 Οι δε αδελφοί, αμέσως μέσα στη νύχτα, έστειλαν και τον Παύλο και τον Σίλα στη Βέροια· οι οποίοι, όταν ήρθαν, πήγαν στη συναγωγή των Ιουδαίων. 11 Αυτοί, όμως, ήσαν ευγενέστεροι από εκείνους στη Θεσσαλονίκη, επειδή δέχθηκαν τον λόγο με κάθε προθυμία, εξετάζοντας καθημερινά τις γραφές, αν έτσι έχουν αυτά. 12 Πολλοί μεν, λοιπόν, απ' αυτούς πίστεψαν, και από τις επίσημες Ελληνίδες γυναίκες, και από τους άνδρες όχι λίγοι. 13 Και καθώς οι Ιουδαίοι από τη Θεσσαλονίκη έμαθαν ότι και στη Βέροια κηρύχθηκε ο λόγος τού Θεού από τον Παύλο, ήρθαν και εκεί, και αναστάτωναν τα πλήθη. 14 Και οι αδελφοί, τότε, έστειλαν αμέσως τον Παύλο να πάει μέχρι τη θάλασσα· ο Σίλας, όμως, και ο Τιμόθεος έμειναν εκεί. 15 Κι αυτοί που συνόδευαν τον Παύλο, τον έφεραν μέχρι την Αθήνα· και αφού πήραν παραγγελία για τον Σίλα και τον Τιμόθεο, νάρθουν σ' αυτόν το συντομότερο, αναχώρησαν.
16 Και ενώ ο Παύλος τούς περίμενε στην Αθήνα, το πνεύμα του παροξυνόταν μέσα του, επειδή έβλεπε την πόλη να είναι γεμάτη από είδωλα. 17 Συνομιλούσε, λοιπόν, στη συναγωγή μαζί με τους Ιουδαίους, και μαζί με τους θεοσεβείς, και στην αγορά κάθε ημέρα με εκείνους που τύχαιναν εκεί. 18 Μερικοί δε από τους Επικούρειους και τους Στωικούς φιλοσόφους λογομαχούσαν μαζί του· και οι μεν έλεγαν: Τι θέλει τάχα να πει αυτός ο σπερμολόγος; Οι δε άλλοι: Φαίνεται ότι είναι κήρυκας ξένων θεών· επειδή, τους κήρυττε τον Ιησού και την ανάσταση. 19 Και πιάνοντάς τον από το χέρι, τον έφεραν στον Άρειο Πάγο, λέγοντας: Μπορούμε να μάθουμε, ποια είναι αυτή η νέα διδασκαλία, που κηρύττεται από σένα; 20 Επειδή, φέρνεις στις ακοές μας μερικά παράδοξα πράγματα· θέλουμε, λοιπόν, να μάθουμε, τι σημαίνουν αυτά. 21 Όλοι δε οι Αθηναίοι, και οι ξένοι που έμεναν εκεί, σε τίποτε άλλο δεν ευκαιρούσαν, παρά στο να λένε και να ακούν κάτι νεότερο. 22 Και ο Παύλος, αφού στάθηκε όρθιος, στο μέσον τού Αρείου Πάγου, είπε: Άνδρες Αθηναίοι, σας βλέπω, από κάθε πλευρά, στο έπακρον θεολάτρες. 23 Επειδή, ενώ περνούσα, και πρόσεχα τα σεβάσματά σας, βρήκα και έναν βωμό, στον οποίο υπάρχει η επιγραφή: ΣΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΘΕΟ. Εκείνον, λοιπόν, που αγνοώντας λατρεύετε, αυτόν εγώ σας κηρύττω. 24 Ο Θεός, που έκανε τον κόσμο και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ' αυτόν, αυτός που είναι Κύριος του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς, 25 ούτε λατρεύεται από χέρια ανθρώπων, ωσάν να έχει ανάγκη από κάτι, επειδή αυτός δίνει σε όλους ζωή και πνοή και τα πάντα. 26 Και από ένα αίμα έκανε κάθε έθνος ανθρώπων, για να κατοικούν επάνω στο πρόσωπο της γης, και διόρισε τους προδιαταγμένους καιρούς, και τα οροθέσια της κατοικίας τους· 27 για να ζητούν τον Κύριο, ίσως μπορέσουν να τον ψηλαφήσουν και να τον βρουν· αν και δεν είναι μακριά από κάθε έναν από μας ξεχωριστά· 28 για τον λόγο ότι, μέσα σ' αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχομε· όπως και μερικοί από τους ποιητές σας είπαν: «Επειδή, και δικό του γένος είμαστε». 29 Αφού, λοιπόν, είμαστε γένος τού Θεού, δεν πρέπει να νομίζουμε τον Θεό ότι είναι όμοιος με χρυσάφι ή ασήμι ή πέτρα, χαραγμένα με τέχνη και επινόηση ανθρώπου. 30 Παραβλέποντας, λοιπόν, ο Θεός τούς καιρούς τής άγνοιας, παραγγέλλει τώρα σε όλους τούς ανθρώπους, οπουδήποτε και αν είναι, να μετανοούν· 31 επειδή, προσδιόρισε ημέρα, κατά την οποία πρόκειται να κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη, διαμέσου ενός άνδρα, που τον διόρισε, και έδωσε γι' αυτό βεβαίωση σε όλους, ανασταίνοντάς τον από τους νεκρούς. 32 Μόλις, όμως, άκουσαν για ανάσταση νεκρών, άλλοι μεν χλεύαζαν, άλλοι δε είπαν: Για το θέμα αυτό, θα σε ακούσουμε ξανά. 33 Και έτσι ο Παύλος βγήκε από ανάμεσά τους. 34 Όμως, μερικοί άνδρες προσκολλήθηκαν σ' αυτόν, και πίστεψαν· ανάμεσα στους οποίους και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, και μία γυναίκα, με το όνομα Δάμαρη, και άλλοι μαζί μ' αυτούς.
Κεφάλαιον 18
1 ΥΣΤΕΡΑ δε απ' αυτά, ο Παύλος, αναχωρώντας από την Αθήνα, ήρθε στην Κόρινθο· 2 και βρίσκοντας κάποιον Ιουδαίο, που λεγόταν Ακύλας, γεννημένον στον Πόντο, ο οποίος πρόσφατα είχε έρθει από την Ιταλία, και τη γυναίκα του, την Πρίσκιλλα, (επειδή, ο Κλαύδιος είχε διατάξει να αναχωρήσουν όλοι οι Ιουδαίοι από τη Ρώμη), ήρθε σ' αυτούς· 3 και δεδομένου ότι ήταν ομότεχνος, έμενε κοντά τους και εργαζόταν· επειδή, ήσαν σκηνοποιοί στην τέχνη. 4 Και ερχόταν σε συζήτηση στη συναγωγή κάθε σάββατο, και έπειθε τους Ιουδαίους και τους Έλληνες. 5 Όταν δε και ο Σίλας και ο Τιμόθεος κατέβηκαν από τη Μακεδονία, ο Παύλος συσφιγγόταν στο πνεύμα του, διαμαρτυρόμενος προς τους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός. 6 Και επειδή αυτοί εναντιώνονταν και κακολογούσαν, αφού ξετίναξε τα ιμάτιά του, τους είπε: Το αίμα σας επάνω στο κεφάλι σας· εγώ είμαι καθαρός· από τώρα και στο εξής θα πάω στα έθνη. 7 Και όταν έφυγε από εκεί, ήρθε στο σπίτι κάποιου που ονομαζόταν Ιούστος, ο οποίος σεβόταν τον Θεό, του οποίου το σπίτι συνόρευε με τη συναγωγή. 8 Και ο αρχισυνάγωγος Κρίσπος πίστεψε στον Κύριο μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του· και πολλοί από τους Κορινθίους, ακούγοντας, πίστευαν και βαπτίζονταν. 9 Και ο Κύριος, διαμέσου οράματος, τη νύχτα, είπε στον Παύλο: Μη φοβάσαι, αλλά μίλα και μη σιωπήσεις· 10 επειδή, εγώ είμαι μαζί σου, και κανένας δεν θα βάλει χέρι επάνω σου για να σε κακοποιήσει· δεδομένου ότι, έχω πολύ λαό μέσα σ' αυτή την πόλη. 11 Και εκεί κάθησε έναν χρόνο και έξι μήνες, διδάσκοντας ανάμεσα σ' αυτούς τον λόγο τού Θεού. 12 Και όταν ανθύπατος της Αχαϊας ήταν ο Γαλλίωνας, οι Ιουδαίοι ξεσηκώθηκαν με μία γνώμη ενάντια στον Παύλο, και τον έφεραν στο δικαστήριο, 13 λέγοντας, ότι: Αυτός πείθει τούς ανθρώπους να λατρεύουν τον Θεό αντίθετα προς τον νόμο. 14 Και όταν ο Παύλος επρόκειτο να ανοίξει το στόμα, ο Γαλλίωνας είπε στους Ιουδαίους: Αν μεν ήταν κάποιο αδίκημα ή πονηρό ραδιούργημα, ω Ιουδαίοι, εύλογα θα σας ανεχόμουν· 15 αν, όμως, είναι ζήτημα για λέξεις και ονόματα και τον νόμο σας, δείτε τα εσείς οι ίδιοι· επειδή, κριτής γι' αυτά εγώ δεν θέλω να γίνω. 16 Και τους έδιωξε από το δικαστήριο. 17 Και όλοι οι Έλληνες, αφού έπιασαν τον αρχισυνάγωγο Σωσθένη, τον χτυπούσαν μπροστά στο δικαστήριο· και τον Γαλλίωνα δεν τον ένοιαζε καθόλου γι' αυτά.
18 Και ο Παύλος, αφού έμεινε ακόμα αρκετές ημέρες εκεί, έπειτα αποχαιρετώντας τούς αδελφούς, εξέπλευσε στη Συρία· και μαζί του η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας, αφού ξύρισε το κεφάλι στις Κεχρεές· επειδή, είχε ευχή. 19 Και έφτασε στην Έφεσο, και άφησε εκείνους εκεί, αυτός όμως μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή, ήρθε σε συζήτηση με τους Ιουδαίους. 20 Και ενώ τον παρακαλούσαν να μείνει περισσότερο καιρό κοντά τους, δεν συγκατένευσε· 21 αλλά, τους αποχαιρέτησε, λέγοντας: Πρέπει οπωσδήποτε να κάνω την ερχόμενη γιορτή στα Ιεροσόλυμα, θα επιστρέψω όμως πάλι σε σας, του Θεού θέλοντος. Και απέπλευσε από την Έφεσο. 22 Και όταν αποβιβάστηκε στην Καισάρεια, ανέβηκε στην Ιερουσαλήμ και αφού χαιρέτησε την εκκλησία, κατέβηκε στην Αντιόχεια. 23 Και αφού διέμεινε λίγο καιρό, βγήκε έξω, και διερχόταν διαδοχικά τη γη τής Γαλατίας και τη Φρυγία, επιστηρίζοντας όλους τούς μαθητές.
24 Και κάποιος Ιουδαίος, με το όνομα Απολλώς, καταγόμενος από την Αλεξάνδρεια, άνδρας λόγιος, έφτασε στην Έφεσο, ο οποίος ήταν δυνατός στις γραφές. 25 Αυτός ήταν κατηχημένος στον δρόμο τού Κυρίου, και παλλόμενος από ζέση στο πνεύμα του, μιλούσε και δίδασκε με ακρίβεια αυτά που είχαν σχέση με τον Κύριο, γνωρίζοντας μονάχα το βάπτισμα του Ιωάννη. 26 Κι αυτός άρχισε να μιλάει με παρρησία μέσα στη συναγωγή· όταν δε τον άκουσαν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα, τον πήραν, και του εξέθεσαν με μεγαλύτερη ακρίβεια τον δρόμο τού Θεού. 27 Και επειδή ήθελε να περάσει στην Αχαϊα, οι αδελφοί έγραψαν προς τους μαθητές, προτρέποντας να τον δεχθούν· ο οποίος, όταν ήρθε, ωφέλησε πολύ εκείνους που με τη χάρη είχαν πιστέψει. 28 Επειδή, έλεγχε δημόσια τους Ιουδαίους με έντονο τρόπο, αποδεικνύοντας διαμέσου των γραφών ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός.
Κεφάλαιον 19
1 ΚΑΙ ενώ ο Απολλώς ήταν στην Κόρινθο, ο Παύλος, αφού πέρασε στα ανωτερικά μέρη, ήρθε στην Έφεσο· και βρίσκοντας μερικούς μαθητές, 2 είπε σ' αυτούς: Λάβατε Πνεύμα Άγιο όταν πιστέψατε; Και εκείνοι είπαν σ' αυτόν: Μα, ούτε αν υπάρχει Πνεύμα Άγιο ακούσαμε. 3 Και τους είπε: Σε τι βαπτιστήκατε, λοιπόν; Και εκείνοι είπαν: Στο βάπτισμα του Ιωάννη. 4 Και ο Παύλος είπε: Ο Ιωάννης μεν βάπτισε βάπτισμα μετάνοιας, λέγοντας στον λαό να πιστέψουν σ' εκείνον που θα ερχόταν ύστερα απ' αυτόν, δηλαδή, στον Ιησού Χριστό. 5 Και όταν το άκουσαν, βαπτίστηκαν στο όνομα του Κυρίου Ιησού. 6 Και αφού ο Παύλος έβαλε επάνω τους τα χέρια, ήρθε το Πνεύμα το Άγιο επάνω σ' αυτούς, και μιλούσαν γλώσσες και προφήτευαν. 7 Και όλοι αυτοί οι άνδρες ήσαν περίπου δώδεκα. 8 Και μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή μιλούσε με παρρησία, συζητώντας τρεις μήνες, και πείθοντας για τα ζητήματα της βασιλείας τού Θεού. 9 Επειδή, όμως, μερικοί σκληρύνονταν και δεν πείθονταν, κακολογώντας τόν δρόμο τού Κυρίου μπροστά στο πλήθος, αφού απομακρύνθηκε απ' αυτούς, αποχώρισε τους μαθητές, συζητώντας καθημερινά στη σχολή κάποιου που λεγόταν Τύραννος. 10 Κι αυτό έγινε για δύο χρόνια· ώστε, όλοι εκείνοι που κατοικούσαν στην Ασία άκουσαν τον λόγο τού Κυρίου Ιησού, και οι Ιουδαίοι και οι Έλληνες.
11 Και ο Θεός, διαμέσου τού Παύλου, έκανε μεγάλα θαύματα· 12 ώστε και επάνω στους ασθενείς φέρνονταν από το σώμα του μαντήλια ή περιζώματα, και έφευγαν απ' αυτούς οι ασθένειες, και τα πονηρά πνεύματα έβγαιναν απ' αυτούς. 13 Και μερικοί από τους περιερχόμενους εξορκιστές των Ιουδαίων επιχείρησαν να προφέρουν το όνομα του Κυρίου Ιησού επάνω σ' αυτούς που είχαν τα πονηρά πνεύματα, λέγοντας: Σας ορκίζουμε στον Ιησού, που ο Παύλος κηρύττει. 14 Και εκείνοι που το έκαναν αυτό ήσαν επτά γιοι κάποιου Ιουδαίου αρχιερέα, που ονομαζόταν Σκευάς. 15 Και το πονηρό πνεύμα, απαντώντας είπε: Τον Ιησού τον γνωρίζω, και τον Παύλο τον ξέρω· εσείς, όμως, ποιοι είστε; 16 Και πηδώντας επάνω τους ο άνθρωπος, στον οποίο ήταν το πονηρό πνεύμα, και αφού τους κατανίκησε, υπερίσχυσε εναντίον τους, ώστε γυμνοί και τραυματισμένοι έφυγαν από το σπίτι εκείνο. 17 Κι αυτό έγινε γνωστό σε όλους, και στους Ιουδαίους και στους Έλληνες, αυτούς που κατοικούσαν στην Έφεσο· και έπεσε φόβος επάνω σε όλους, και το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού μεγαλυνόταν. 18 Και έρχονταν πολλοί απ' αυτούς που πίστεψαν ομολογώντας δημόσια και φανερώνοντας τις πράξεις τους. 19 Πολλοί, μάλιστα, και από εκείνους που έκαναν μαγείες, φέρνοντας τα βιβλία τους, τα κατέκαιγαν μπροστά σε όλους· και απαριθμώντας την αξία τους, βρήκαν ότι ήταν ίση με 50.000 ασημένια νομίσματα. 20 Έτσι ισχυρά αύξανε και δυνάμωνε ο λόγος τού Κυρίου.
21 Και καθώς εκπληρώθηκαν αυτά, ο Παύλος έβαλε ως σκοπό στο πνεύμα του, αφού περάσει τη Μακεδονία και την Αχαϊα, να πάει στην Ιερουσαλήμ, λέγοντας ότι: Αφού πάω εκεί, πρέπει να δω και τη Ρώμη. 22 Και αφού έστειλε στη Μακεδονία δύο από εκείνους που τον υπηρετούσαν, τον Τιμόθεο και τον Έραστο, αυτός έμεινε για λίγο χρόνο στην Ασία. 23 Και κατά τον καιρό εκείνο έγινε όχι λίγη αναταραχή γι' αυτόν τον δρόμο· 24 επειδή, κάποιος αργυροποιός, με το όνομα Δημήτριος, που κατασκεύαζε ασημένιους ναούς τής Άρτεμης, προξενούσε στους τεχνίτες όχι λίγο κέρδος· 25 τους οποίους, αφού τους συγκέντρωσε, και εκείνους που εργάζονταν τα παρόμοια, είπε: Άνδρες, ξέρετε ότι απ' αυτή την εργασία προέρχεται η ευπορία μας· 26 και βλέπετε κι ακούτε, ότι αυτός ο Παύλος έπεισε και μετέβαλε πολύν λαό, όχι μονάχα τής Εφέσου, αλλά σχεδόν ολόκληρης της Ασίας, λέγοντας ότι δεν είναι θεοί αυτοί που κατασκευάζονται με τα χέρια. 27 Και όχι μονάχα η τέχνη μας κινδυνεύει να εξουθενωθεί, αλλά και το ιερό τής μεγάλης θεάς Άρτεμης να θεωρηθεί ως τίποτε, και πρόκειται μάλιστα να καταστραφεί η μεγαλειότητά της, που τη σέβεται ολόκληρη η Ασία και η οικουμένη. 28 Όταν δε τα άκουσαν αυτά, και γέμισαν από θυμό, έκραζαν λέγοντας: Μεγάλη η Άρτεμη των Εφεσίων. 29 Και ολόκληρη η πόλη γέμισε από αναταραχή· και όρμησαν με μια γνώμη στο θέατρο, αφού άρπαξαν μαζί τον Γάιο και τον Αρίσταρχο, τους Μακεδόνες, συνοδοιπόρους τού Παύλου. 30 Και ενώ ο Παύλος ήθελε να μπει μέσα στον δήμο, οι μαθητές δεν τον άφηναν. 31 Μερικοί, μάλιστα, από τους Ασιάρχες, που ήσαν φίλοι του, έστειλαν σ' αυτόν, και τον παρακαλούσαν να μη εκθέσει τον εαυτό του στο θέατρο. 32 Άλλοι μεν, λοιπόν, έκραζαν κάτι άλλο και άλλοι άλλο· επειδή, η σύναξη ήταν συγκεχυμένη, και οι περισσότεροι δεν ήξεραν για ποιον λόγο συγκεντρώθηκαν. 33 Από δε το πλήθος έβαλαν μπροστά τον Αλέξανδρο για να μιλήσει, επειδή τον πρόβαλαν οι Ιουδαίοι· και ο Αλέξανδρος, αφού έσεισε το χέρι, ήθελε να απολογηθεί στον δήμο. 34 Όταν, όμως, γνώρισαν ότι είναι Ιουδαίος, έγινε μια φωνή, από όλους εκείνους που έκραζαν, μέχρι δύο ώρες: Μεγάλη η Άρτεμη των Εφεσίων. 35 Ο δε Γραμματέας, όταν καθησύχασε το πλήθος, λέει: Άνδρες Εφέσιοι, και ποιος άνθρωπος είναι που δεν γνωρίζει ότι η πόλη των Εφεσίων είναι λάτρισσα της μεγάλης θεάς Άρτεμης, και του Διοπετούς αγάλματος; 36 Επειδή, λοιπόν, αυτά είναι αναντίρρητα, εσείς πρέπει να ησυχάζετε, και να μη κάνετε τίποτε το απερίσκεπτο. 37 Δεδομένου ότι, φέρατε αυτούς τούς άνδρες, που ούτε ιερόσυλοι είναι ούτε τη θεά σας κακολογούν. 38 Αν μεν, λοιπόν, ο Δημήτριος και οι συντεχνίτες του έχουν μια διαφορά με κάποιον, υπάρχουν ημέρες δικάσιμες, και υπάρχουν ανθύπατοι· ας καταγγείλουν ο ένας τον άλλον. 39 Αν, όμως, ζητάτε κάτι για άλλα πράγματα, κατά τη νόμιμη συνέλευση θα επιλυθεί. 40 Επειδή, για τη σημερινή αναταραχή, κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε ως στασιαστές, χωρίς να υπάρχει καμιά αιτία, με την οποία θα μπορέσουμε να δικαιολογήσουμε τούτο τον θόρυβο. 41 Και όταν τα είπε αυτά, απέλυσε τη συνέλευση.
Κεφάλαιον 20
1 ΚΑΙ όταν έπαυσε ο θόρυβος, ο Παύλος, αφού προσκάλεσε τους μαθητές, και τους ασπάστηκε, βγήκε έξω για να πάει στη Μακεδονία. 2 Και αφού διαπέρασε εκείνα τα μέρη, και και τους προέτρψεε με πολλά λόγια, ήρθε στην Ελλάδα. 3 Και αφού έμεινε τρεις μήνες, επειδή έγινε εναντίον του συνωμοσία από τους Ιουδαίους, ενώ επρόκειτο να αποπλεύσει προς τη Συρία, αποφασίστηκε να επιστρέψει διαμέσου της Μακεδονίας. 4 Μαζί του, μάλιστα, ακολουθούσε μέχρι την Ασία και ο Βεροιαίος ο Σώπατρος· και από τους Θεσσαλονικείς ο Αρίσταρχος και ο Σεκούνδος, και ο Γάιος, αυτός από τη Δέρβη, και ο Τιμόθεος· από την Ασία δε, ο Τυχικός και ο Τρόφιμος. 5 Αυτοί, επειδή ήρθαν πρωτύτερα, μας περίμεναν στην Τρωάδα. 6 Εμείς, όμως, αποπλεύσαμε από τους Φιλίππους, ύστερα από τις ημέρες των αζύμων, και σε πέντε ημέρες ήρθαμε σ' αυτούς στην Τρωάδα, όπου διαμείναμε επτά ημέρες.
7 Και κατά την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, ενώ οι μαθητές ήσαν συγκεντρωμένοι για την κοπή τού άρτου, ο Παύλος συνδιαλεγόταν μαζί τους, καθώς επρόκειτο την επόμενη ημέρα να αναχωρήσει· και παρέτεινε τον λόγο μέχρι τα μεσάνυχτα. 8 Και υπήρχαν αρκετές λαμπάδες στο ανώγειο, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι. 9 Και κάποιος νεανίας, με το όνομα Εύτυχος, καθισμένος επάνω στο παράθυρο, περιήλθε σε βαθύ ύπνο, ενώ ο Παύλος συζητούσε εκτεταμένα, και καθώς κυριεύθηκε από τον ύπνο, έπεσε κάτω από το τρίτο πάτωμα· και τον σήκωσαν νεκρόν. 10 Και όταν ο Παύλος κατέβηκε, έπεσε επάνω του, και καθώς τον αγκάλιασε είπε: Μη ταράζεστε· επειδή, η ψυχή του είναι μέσα του. 11 Και αφού ανέβηκε έκοψε άρτον και γεύτηκε, και μίλησε αρκετά μέχρι την αυγή, ύστερα αναχώρησε. 12 Το δε παιδί το έφεραν ζωντανό, και παρηγορήθηκαν υπερβολικά.
13 Κι εμείς, επειδή κατεβήκαμε πρωτύτερα στο πλοίο, αποπλεύσαμε στην Άσσο, δεδομένου ότι επρόκειτο από εκεί να πάρουμε τον Παύλο· επειδή, έτσι είχε διατάξει, καθώς αυτός επρόκειτο να πάει πεζός. 14 Και όταν μας συνάντησε στην Άσσο, αφού τον πήραμε, ήρθαμε στη Μυτιλήνη· 15 και καθώς αποπλεύσαμε από εκεί, φτάσαμε την επόμενη ημέρα αντικρυνά τής Χίου· και την άλλη ημέρα φτάσαμε στη Σάμο· και αφού μείναμε στο Τρωγύλλιο, την ακόλουθη ημέρα ήρθαμε στη Μίλητο. 16 Επειδή, ο Παύλος έκρινε να παραπλεύσει την Έφεσο, για να μη του συμβεί να χρονοτριβήσει στην Ασία· για τον λόγο ότι, έσπευδε, αν του ήταν δυνατόν, να βρεθεί την ημέρα τής Πεντηκοστής στα Ιεροσόλυμα.
17 Και από τη Μίλητο, αφού έστειλε στην Έφεσο, προσκάλεσε τους πρεσβύτερους της εκκλησίας. 18 Και όταν ήρθαν σ' αυτόν, τους είπε: Εσείς ξέρετε, από την πρώτη ημέρα κατά την οποία πάτησα το πόδι μου στην Ασία, πώς πέρασα μαζί σας ολόκληρο τον καιρό· 19 δουλεύοντας τον Κύριο με κάθε ταπεινοφροσύνη, και με πολλά δάκρυα και πειρασμούς, που μου συνέβησαν από τις επιβουλές των Ιουδαίων· 20 ότι δεν απέκρυψα τίποτε από εκείνα που σας συνέφεραν, ώστε να μη σας το αναγγείλω, και να σας διδάξω δημόσια και κατ' οίκους, 21 προτρέποντας έντονα και τους Ιουδαίους και τους Έλληνες για τη μετάνοια προς τον Θεό, και την πίστη, αυτή προς τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. 22 Και τώρα, δέστε, εγώ δεμένος στο πνεύμα μου πηγαίνω στην Ιερουσαλήμ, μη γνωρίζοντας τα όσα πρόκειται να μου συμβούν μέσα σ' αυτήν· 23 παρά μόνον ότι το Άγιο Πνεύμα δίνει μαρτυρία σε κάθε πόλη, λέγοντας ότι: Δεσμά και θλίψεις με περιμένουν· 24 όμως, δεν φροντίζω για κανένα απ' αυτά ούτε έχω πολύτιμη τη ζωή μου, παρά το να τελειώσω τον δρόμο μου με χαρά, και τη διακονία, που πήρα από τον Κύριο Ιησού, να διακηρύξω το ευαγγέλιο τής χάρης τού Θεού. 25 Και τώρα, προσέξτε, εγώ ξέρω ότι στο εξής δεν θα δείτε το πρόσωπό μου όλοι εσείς, ανάμεσα στους οποίους πέρασα κηρύττοντας τη βασιλεία τού Θεού. 26 Γι' αυτό, κατά τη σημερινή ημέρα, δίνω σε σας την επίσημη μαρτυρία, ότι εγώ είμαι καθαρός από το αίμα όλων· 27 επειδή, δεν απέκρυψα να σας αναγγείλω ολόκληρη τη βουλή τού Θεού. 28 Προσέχετε, λοιπόν, στον εαυτό σας, και σε ολόκληρο το ποίμνιο, στο οποίο το Πνεύμα το Άγιο σάς έβαλε επισκόπους, για να ποιμαίνετε την εκκλησία τού Θεού, που απέκτησε με το ίδιο του το αίμα. 29 Επειδή, εγώ ξέρω τούτο ότι, ύστερα από την αναχώρησή μου, θα μπουν μέσα σε σας λύκοι βαρείς, που δεν θα λυπούνται το ποίμνιο· 30 και από σας τους ίδιους θα σηκωθούν άνθρωποι, που θα μιλούν διεστραμμένα, για να αποσπούν τούς μαθητές πίσω από τον εαυτό τους. 31 Γι' αυτό, αγρυπνείτε, φέρνοντας στη μνήμη σας ότι τρία χρόνια, νύχτα και ημέρα, δεν έπαυσα να νουθετώ με δάκρυα κάθε έναν ξεχωριστά. 32 Και τώρα, αδελφοί, σας αφιερώνω στον Θεό και στον λόγο τής χάρης του, ο οποίος μπορεί να εποικοδομήσει και να δώσει σε σας κληρονομιά ανάμεσα σε όλους τούς αγιασμένους. 33 Ασήμι ή χρυσάφι ή ιμάτιο δεν επιθύμησα από κανέναν. 34 Κι εσείς οι ίδιοι ξέρετε ότι στις ανάγκες μου και σ' εκείνους που ήσαν μαζί μου υπηρέτησαν αυτά τα χέρια. 35 Σε όλα υπέδειξα σε σας ότι, κοπιάζοντας κατ' αυτό τον τρόπο, πρέπει να βοηθάτε τούς ασθενείς, και να θυμάστε τα λόγια τού Κυρίου Ιησού, ότι αυτός είπε: Μακάριο είναι το να δίνει κάποιος, μάλλον, παρά να παίρνει. 36 Και όταν τα είπε αυτά, αφού γονάτισε, προσευχήθηκε μαζί με όλους αυτούς. 37 Έγινε δε μεγάλος κλαυθμός από όλους· και πέφτοντας επάνω στον τράχηλο του Παύλου, τον καταφιλούσαν· 38 λυπούμενοι, μάλιστα, υπερβολικά για τον λόγο που είπε, ότι: Δεν θα δουν πλέον το πρόσωπό του. Και τον προέπεμπαν στο πλοίο.
Κεφάλαιον 21
1 ΚΑΙ όταν αποχωριστήκαμε απ' αυτούς, αποπλεύσαμε, ήρθαμε δε κατευθείαν στην Κω, και την ακόλουθη ημέρα στη Ρόδο, και από εκεί στα Πάταρα. 2 Και βρίσκοντας ένα πλοίο, που επρόκειτο να περάσει στη Φοινίκη, ανεβήκαμε σ' αυτό και αποπλεύσαμε. 3 Και αφού διακρίναμε από μακριά την Κύπρο, και την αφήσαμε αριστερά, πλέαμε προς τη Συρία, και κατεβήκαμε στην Τύρο· επειδή, εκεί επρόκειτο το πλοίο να ξεφορτώσει το φορτίο του. 4 Και βρίσκοντας τους μαθητές, μείναμε εκεί επτά ημέρες· οι οποίοι έλεγαν στον Παύλο διαμέσου τού Πνεύματος, να μη ανέβει στην Ιερουσαλήμ. 5 Και όταν τελειώσαμε εκείνες τις ημέρες, αφού βγήκαμε έξω, πορευόμασταν, και μας προέπεμπαν όλοι μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά μέχρι έξω από την πόλη· και γονατίζοντας επάνω στον γιαλό προσευχηθήκαμε. 6 Και αφού χαιρετήσαμε ο ένας τον άλλον, ανεβήκαμε στο πλοίο, ενώ εκείνοι επέστρεψαν στα ίδια. 7 Κι εμείς, καθώς τελειώσαμε το θαλάσσιο ταξίδι, από την Τύρο φτάσαμε στην Πτολεμαϊδα, και αφού χαιρετήσαμε τους αδελφούς, μείναμε κοντά τους μία ημέρα. 8 Και την επόμενη ημέρα, ο Παύλος και εκείνοι που ήσαν γύρω του, αναχωρώντας ήρθαμε στην Καισάρεια· και μπαίνοντας στο σπίτι τού Ευαγγελιστή Φιλίππου, που ήταν ένας από τους επτά, μείναμε κοντά του. 9 Αυτός, μάλιστα, είχε τέσσερις θυγατέρες παρθένες, που προφήτευαν. 10 Και ενώ μέναμε εκεί πολλές ημέρες, κατέβηκε από την Ιουδαία κάποιος προφήτης με το όνομα Άγαβος· 11 και όταν ήρθε σε μας, πήρε τη ζώνη τού Παύλου, και αφού έδεσε τα δικά του χέρια και τα πόδια, είπε: Αυτά λέει το Πνεύμα το Άγιο: Τον άνδρα, του οποίου είναι αυτή η ζώνη, έτσι θα τον δέσουν οι Ιουδαίοι στην Ιερουσαλήμ, και θα τον παραδώσουν στα χέρια τών εθνών. 12 Και καθώς τα ακούσαμε αυτά, τον παρακαλούσαμε κι εμείς και οι ντόπιοι να μη ανέβει στην Ιερουσαλήμ. 13 Ο Παύλος, όμως, αποκρίθηκε: Τι κάνετε κλαίοντας και καταθλίβοντας την καρδιά μου; Επειδή, εγώ όχι μονάχα να δεθώ, αλλά και να πεθάνω στην Ιερουσαλήμ είμαι έτοιμος για χάρη τού ονόματος του Κυρίου Ιησού. 14 Και επειδή δεν πειθόταν, ησυχάσαμε, λέγοντας: Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου. 15 Ύστερα δε από τις ημέρες αυτές, αφού ετοιμάσαμε την αποσκευή μας, ανεβαίναμε στην Ιερουσαλήμ. 16 Μαζί μας, μάλιστα, ήρθαν και μερικοί μαθητές από την Καισάρεια, φέρνοντας κάποιον Μνάσωνα, Κύπριον, παλιόν μαθητή, στον οποίο επρόκειτο να φιλοξενηθούμε.
17 Και όταν ήρθαμε στα Ιεροσόλυμα, οι αδελφοί μάς δέχθηκαν με χαρά. 18 Και την ακόλουθη ημέρα, ο Παύλος πήγε μαζί με μας στον Ιάκωβο, και ήρθαν όλοι οι πρεσβύτεροι. 19 Και αφού τους χαιρέτησε, διηγείτο ένα προς ένα ξεχωριστά τα όσα ο Θεός έκανε ανάμεσα στα έθνη με τη διακονία του. 20 Και εκείνοι, όταν τα άκουσαν, δόξαζαν τον Κύριο· και του είπαν: Βλέπεις, αδελφέ, πόσες μυριάδες είναι από τους Ιουδαίους, που πίστεψαν· και όλοι αυτοί είναι ζηλωτές τού νόμου. 21 Έμαθαν, μάλιστα, για σένα, ότι διδάσκεις όλους τούς Ιουδαίους ανάμεσα στα έθνη να αποστατήσουν από τον Μωυσή, λέγοντας, να μη κάνουν περιτομή στα παιδιά τους ούτε να περπατούν σύμφωνα με τα έθιμα. 22 Τι είναι, λοιπόν; Πρόκειται, σίγουρα, να συγκεντρωθεί πλήθος, επειδή θα ακούσουν ότι ήρθες. 23 Κάνε, λοιπόν, τούτο που σου λέμε: Βρίσκονται κοντά μας τέσσερις άνδρες, που έχουν επάνω τους ευχή· 24 πάρτ' τους, καθαρίσου μαζί τους, και δαπάνησε γι' αυτούς, για να ξυριστούν στο κεφάλι, και να γνωρίσουν όλοι ότι δεν υπάρχει τίποτε από όσα έμαθαν για σένα, αλλ' ακολουθείς κι εσύ φυλάττοντας τον νόμο. 25 Όσο για τα έθνη που πίστεψαν, εμείς γράψαμε, καθώς αποφασίσαμε να μη φυλάττουν τίποτε τέτοιο, παρά μονάχα να απέχουν από το ειδωλόθυτο, και το αίμα, και πνικτό ζώο, και πορνεία. 26 Τότε, ο Παύλος, παίρνοντας τους άνδρες, την ακόλουθη ημέρα, αφού καθαρίστηκε μαζί τους, μπήκε μέσα στο ιερό, εξαγγέλλοντας πότε εκπληρώνονται οι ημέρες τού καθαρισμού, οπότε θα γίνει προσφορά για κάθε έναν απ' αυτούς.
27 Και καθώς επρόκειτο να συμπληρωθούν οι επτά ημέρες, οι Ιουδαίοι από την Ασία, μόλις τον είδαν μέσα στο ιερό, τάραξαν ολόκληρο το πλήθος, και έβαλαν τα χέρια τους επάνω του, 28 κράζοντας: Άνδρες Ισραηλίτες, βοηθάτε· αυτός είναι ο άνθρωπος που διδάσκει όλους παντού ενάντια στον λαό και στον νόμο και σε τούτο τον τόπο· κι ακόμα, έφερε και Έλληνες μέσα στο ιερό, και βεβήλωσε τούτο τον άγιο τόπο. 29 (Επειδή, είχαν δει προηγουμένως τον Τρόφιμο από την Έφεσο μαζί του στην πόλη, τον οποίο, νόμιζαν, ότι ο Παύλος είχε φέρει μέσα στο ιερό). 30 Και τέθηκε σε αναταραχή ολόκληρη η πόλη, και έγινε συρροή τού λαού· και πιάνοντας τον Παύλο, τον έσυραν έξω από το ιερό· κι αμέσως κλείστηκαν οι θύρες. 31 Και ενώ ζητούσαν να τον θανατώσουν, ανέβηκε η φήμη στον χιλίαρχο του τάγματος ότι, ολόκληρη η Ιερουσαλήμ είναι αναστατωμένη· 32 ο οποίος, αφού παρέλαβε αμέσως στρατιώτες και εκατόνταρχους, έτρεξε κάτω σ' αυτούς. Και εκείνοι, όταν είδαν τον χιλίαρχο και τους στρατιώτες, σταμάτησαν να χτυπούν τον Παύλο. 33 Τότε, καθώς πλησίασε ο χιλίαρχος, τον έπιασε, και πρόσταξε να δεθεί με δύο αλυσίδες, και ρωτούσε, ποιος ήταν, και τι είχε κάνει. 34 Κι ανάμεσα στον όχλο, άλλοι φώναζαν κάτι άλλο, και άλλοι άλλο· και μη μπορώντας εξαιτίας τού θορύβου να μάθει το βέβαιο, πρόσταξε να φερθεί στο φρούριο. 35 Και όταν έφτασε στα σκαλοπάτια, συνέβηκε να βαστάζεται από τους στρατιώτες εξαιτίας τής βίας τού όχλου. 36 Επειδή, το πλήθος τού λαού ακολουθούσε κράζοντας: Σήκωσέ τον.
37 Και ενώ επρόκειτο να φερθεί μέσα στο φρούριο, λέει στον χιλίαρχο: Μου είναι επιτρεπτό να σου πω κάτι; Και εκείνος είπε: Ξέρεις Ελληνικά; 38 Δεν είσαι τάχα εσύ ο Αιγύπτιος, που πριν από τούτες τις ημέρες διέγειρες σε αποστασία και έβγαλες έξω στην έρημο τους 4.000 φονιάδες άνδρες; 39 Και ο Παύλος είπε: Εγώ είμαι άνθρωπος Ιουδαίος από την Ταρσό, πολίτης επίσημης πόλης τής Κιλικίας· και, σε παρακαλώ, δώσε μου την άδεια να μιλήσω προς τον λαό. 40 Και όταν τού έδωσε την άδεια, ο Παύλος, αφού στάθηκε στα σκαλοπάτια, έσεισε το χέρι στον λαό· και καθώς έγινε μεγάλη σιωπή, μίλησε στην Εβραϊκή διάλεκτο, λέγοντας: