Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)"
Автор книги: Автор Неизвестен
сообщить о нарушении
Текущая страница: 15 (всего у книги 46 страниц)
Κεφάλαιον 19
1 ΚΑΙ καθώς μπήκε μέσα, διερχόταν την Ιεριχώ. 2 Και ξάφνου, ένας άνθρωπος, που ονομαζόταν Ζακχαίος, ο οποίος ήταν αρχιτελώνης, κι αυτός ήταν πλούσιος· 3 και ζητούσε να δει τον Ιησού ποιος είναι· και δεν μπορούσε εξαιτίας τού πλήθους, επειδή ήταν κοντός στο ανάστημα. 4 Και τρέχοντας μπροστά, ανέβηκε επάνω σε μια συκομουριά για να τον δει· επειδή, από εκείνο τον δρόμο επρόκειτο να περάσει. 5 Και όταν ο Ιησούς ήρθε στον τόπο, καθώς κοίταξε ψηλά, τον είδε, και του είπε: Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα· επειδή, σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου. 6 Και κατέβηκε γρήγορα, και τον υποδέχθηκε με χαρά. 7 Και όλοι, βλέποντας αυτό, γόγγυζαν, λέγοντας ότι: Μπήκε για να μείνει μέσα σε έναν αμαρτωλό άνθρωπο. 8 Και ο Ζακχαίος, αφού σηκώθηκε όρθιος, είπε στον Κύριο: Δες, τα μισά από τα υπάρχοντά μου, Κύριε, τα δίνω στους φτωχούς· κι αν συκοφάντησα κάποιον σε κάτι, αποδίδω τετραπλάσια. 9 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν ότι: Σήμερα έγινε σωτηρία σ' αυτό το σπίτι, καθόσον κι αυτός είναι γιος τού Αβραάμ. 10 Επειδή, ο Υιός τού ανθρώπου ήρθε να ζητήσει και να σώσει το χαμένο.
11 Και ενώ αυτοί τα άκουγαν αυτά, προσθέτοντας είπε μια παραβολή, επειδή ήταν κοντά στην Ιερουσαλήμ, κι αυτοί νόμιζαν ότι η βασιλεία τού Θεού επρόκειτο να φανεί αμέσως. 12 Είπε, λοιπόν: Κάποιος ευγενής άνθρωπος πήγε σε μια μακρινή χώρα, για να πάρει για τον εαυτό του βασιλεία, και να επιστρέψει. 13 Και αφού κάλεσε δέκα από τους δικούς του δούλους, τους έδωσε δέκα μνες, και τους είπε: Πραγματευθείτε μέχρις ότου έρθω. 14 Οι συμπολίτες του, όμως, τον μισούσαν, και έστειλαν πίσω απ' αυτόν πρέσβεις, λέγοντας: Δεν θέλουμε να βασιλεύσει αυτός επάνω σε μας. 15 Και όταν γύρισε, παίρνοντας τη βασιλεία, είπε να κληθούν κοντά του οι δούλοι εκείνοι, στους οποίους έδωσε το ασήμι, για να μάθει τι κέρδησε κάθε ένας. 16 Και ήρθε ο πρώτος, λέγοντας: Κύριε, η μνα σου κέρδησε δέκα μνες. 17 Και του είπε: Εύγε, δούλε αγαθέ· επειδή στο ελάχιστο φάνηκες πιστός, έχε εξουσία επάνω σε δέκα πόλεις. 18 Και ήρθε ο δεύτερος λέγοντας: Κύριε, η μνα σου έκανε πέντε μνες. 19 Είπε δε και σε τούτον: Κι εσύ, γίνε εξουσιαστής επάνω σε πέντε πόλεις. 20 Ήρθε και άλλος, λέγοντας: Κύριε, να! η μνα σου, που είχα φυλαγμένη μέσα σε μαντήλι· 21 επειδή, σε φοβόμουν· για τον λόγο ότι, είσαι αυστηρός άνθρωπος· παίρνεις ό,τι δεν έβαλες, και θερίζεις ό,τι δεν έσπειρες. 22 Και λέει σ' αυτόν: Από το στόμα σου θα σε κρίνω, δούλε πονηρέ· ήξερες ότι εγώ είμαι άνθρωπος αυστηρός, παίρνοντας ό,τι δεν έβαλα, και θερίζοντας ό,τι δεν έσπειρα· 23 γιατί, λοιπόν, δεν έδωσες το ασήμι μου στην τράπεζα, ώστε εγώ μόλις ερχόμουν να το έπαιρνα μαζί με τον τόκο; 24 Και είπε στους παραβρισκόμενους: Αφαιρέστε του τη μνα, και δώστε την σ' αυτόν που έχει τις δέκα μνες. 25 (Και του είπαν: Κύριε, έχει δέκα μνες). 26 Επειδή, σας λέω, ότι σε καθέναν που έχει, θα δοθεί· από εκείνον, όμως, που δεν έχει, και ό,τι έχει, θα αφαιρεθεί απ' αυτόν. 27 Πλην, εκείνους τους εχθρούς μου, που δεν με θέλησαν να βασιλεύσω επάνω τους, φέρτε τους εδώ, και κατασφάξτε τους μπροστά μου.
28 Και αφού είπε αυτά, προχωρούσε ανεβαίνοντας στα Ιεροσόλυμα. 29 Και καθώς πλησίασε στη Βηθφαγή και στη Βηθανία, κοντά στο βουνό που αποκαλείται των Ελαιών, έστειλε δύο από τους μαθητές του, 30 λέγοντας: Πηγαίνετε στην απέναντι κωμόπολη· στην οποία μπαίνοντας θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, επάνω στο οποίο δεν κάθησε ποτέ κανένας άνθρωπος· λύστε το και φέρτε το. 31 Και αν κάποιος σάς ρωτήσει: Γιατί το λύνετε; Έτσι θα πείτε σ' αυτόν, ότι: Ο Κύριος το έχει ανάγκη. 32 Και οι απεσταλμένοι πήγαν, και βρήκαν όπως τους είχε πει. 33 Και ενώ έλυναν το πουλάρι, οι ιδιοκτήτες του είπαν σ' αυτούς: Γιατί λύνετε το πουλάρι; 34 Και εκείνοι είπαν: Ο Κύριος το έχει ανάγκη. 35 Και το έφεραν στον Ιησού. Και αφού έρριξαν τα ιμάτιά τους επάνω στο πουλάρι, έβαλαν τον Ιησού και κάθησε επάνω του. 36 Και ενώ πορευόταν, έστρωναν από κάτω τα ιμάτιά τους στον δρόμο. 37 Και όταν πλησίαζε ήδη στην κατάβαση του βουνού των Ελαιών, άρχισε ολόκληρο το πλήθος των μαθητών χαίροντας να υμνούν τον Θεό μεγαλόφωνα για όλα τα θαύματα που είδαν, 38 λέγοντας: Ευλογημένος ο ερχόμενος βασιλιάς στο όνομα του Κυρίου· ειρήνη στον ουρανό, και δόξα εν υψίστοις. 39 Και μερικοί από τους Φαρισαίους, μέσα από τον όχλο, του είπαν: Δάσκαλε, επίπληξε τους μαθητές σου. 40 Και αποκρινόμενος είπε σ' αυτούς: Σας λέω ότι, αν αυτοί σωπάσουν, οι πέτρες θα φωνάξουν. 41 Και όταν πλησίασε, βλέποντας την πόλη, έκλαψε γι' αυτή, 42 λέγοντας: Είθε να γνώριζες κι εσύ, τουλάχιστον κατά την ημέρα σου τούτη, αυτά που αποβλέπουν για την ειρήνη σου· αλλά, τώρα, κρύφτηκαν από τα μάτια σου· 43 επειδή, θάρθουν ημέρες επάνω σου, και οι εχθροί σου θα κάνουν χαράκωμα γύρω από σένα, και θα σε περικυκλώσουν, και θα σε στενοχωρήσουν από παντού· 44 και θα σε κατεδαφίσουν, και τα παιδιά σου μέσα σε σένα, και δεν θα αφήσουν μέσα σε σένα πέτρα επάνω σε πέτρα· επειδή, δεν γνώρισες την ημέρα τής επίσκεψής σου.
45 Και μπαίνοντας μέσα στο ιερό, άρχισε να βγάζει έξω αυτούς που πουλούσαν μέσα σ' αυτό και αγόραζαν, 46 λέγοντάς τους: Είναι γραμμένο: «Ο οίκος μου είναι οίκος προσευχής»· εσείς, όμως, τον κάνατε «σπήλαιο ληστών». 47 Και κάθε ημέρα δίδασκε μέσα στο ιερό· οι δε αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρώτοι από τον λαό ζητούσαν να τον εξοντώσουν· 48 και δεν έβρισκαν το τι να κάνουν· επειδή, ολόκληρος ο λαός ήταν προσηλωμένος στο να τον ακούει.
Κεφάλαιον 20
1 ΚΑΙ σε μια από τις ημέρες εκείνες, ενώ αυτός δίδασκε τον λαό μέσα στο ιερό και τον ευαγγελιζόταν, ήρθαν ξαφνικά οι αρχιερείς και οι γραμματείς μαζί με τους πρεσβύτερους, 2 και του είπαν, λέγοντας: Πες μας, με ποια εξουσία τα κάνεις αυτά, και ποιος είναι που σου έδωσε αυτή την εξουσία; 3 Και αποκρινόμενος είπε σ' αυτούς: Θα σας ρωτήσω και εγώ έναν λόγο, και πείτε μου: 4 Το βάπτισμα του Ιωάννη ήταν από τον ουρανό ή από τους ανθρώπους; 5 Και εκείνοι συλλογίστηκαν μέσα τους, λέγοντας, ότι: Αν πούμε: Από τον ουρανό, θα πει: Γιατί, λοιπόν, δεν πιστέψατε σ' αυτόν; 6 Αν, όμως, πούμε: Από τους ανθρώπους, ολόκληρος ο λαός θα μας λιθοβολήσει· επειδή, είναι πεπεισμένοι ότι ο Ιωάννης είναι προφήτης. 7 Και αποκρίθηκαν ότι δεν ξέρουν από πού ήταν. 8 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Ούτε εγώ σας λέω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά.
9 Και άρχισε να λέει στον λαό τούτη την παραβολή: Κάποιος άνθρωπος φύτεψε έναν αμπελώνα, και τον μίσθωσε σε γεωργούς, και αποδήμησε για πολύν καιρό. 10 Και κατά τον καιρό των καρπών έστειλε στους γεωργούς έναν δούλο, για να του δώσουν από τον καρπό τού αμπελώνα· οι γεωργοί, όμως, αφού τον έδειραν τον εξαπέστειλαν αδειανόν. 11 Έστειλε και πάλι έναν άλλον δούλο· πλην, αυτοί, αφού έδειραν και εκείνον και τον ατίμασαν, τον εξαπέστειλαν αδειανόν. 12 Και έστειλε ξανά έναν τρίτον· εκείνοι, όμως, αφού πλήγωσαν κι αυτόν, τον έδιωξαν. 13 Και ο κύριος του αμπελώνα είπε: Τι να κάνω; Ας στείλω τον αγαπητό μου γιο· ίσως, αφού τον δουν οι γεωργοί, θα ντραπούν. 14 Όμως, όταν οι γεωργοί τον είδαν, συλλογίζονταν μέσα τους, λέγοντας: Αυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε, ας τον φονεύσουμε, για να γίνει δική μας η κληρονομιά. 15 Και αφού τον έβγαλαν έξω από τον αμπελώνα, τον φόνευσαν. Τι θα τους κάνει, λοιπόν, ο κύριος του αμπελώνα; 16 Θάρθει και θα εξοντώσει αυτούς τούς γεωργούς, και θα δώσει τον αμπελώνα σε άλλους. Και όταν το άκουσαν, είπαν: Μη γένοιτο! 17 Και εκείνος, αφού τους κοίταξε καλά, είπε σ' αυτούς: Τι, λοιπόν, είναι τούτο το γραμμένο: «Η πέτρα, που αποδοκίμασαν αυτοί που οικοδομούν, αυτή έγινε ακρογωνιαία πέτρα; 18 Καθένας που θα πέσει επάνω σ' αυτή την πέτρα, θα συντριφτεί· επάνω δε σε όποιον πέσει, θα τον κατασυντρίψει. 19 Και οι αρχιερείς και οι γραμματείς ζήτησαν να βάλουν τα χέρια επάνω του κατά την ίδια εκείνη ώρα· όμως, φοβήθηκαν τον λαό· επειδή, κατάλαβαν ότι προς αυτούς είπε τούτη την παραβολή.
20 Και αφού παραφύλαξαν, έστειλαν εγκάθετους, που υποκρίνονταν ότι είναι δίκαιοι, με σκοπό να τον πιάσουν από κάποιον λόγο, για να τον παραδώσουν στην αρχή, και στην εξουσία τού ηγεμόνα. 21 Και τον ρώτησαν, λέγοντας: Δάσκαλε, ξέρουμε ότι ορθά μιλάς και διδάσκεις, και δεν βλέπεις σε πρόσωπο ανθρώπου, αλλά αληθινά διδάσκεις τον δρόμο τού Θεού. 22 Επιτρέπεται σε μας να δώσουμε φόρο στον Καίσαρα ή όχι; 23 Και καταλαβαίνοντας την πανουργία τους, είπε σ' αυτούς: Γιατί με πειράζετε; 24 Δείξτε μου ένα δηνάριο· τίνος έχει την εικόνα και την επιγραφή; Και εκείνοι, αποκρινόμενοι, είπαν: Του Καίσαρα. 25 Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Αποδώστε, λοιπόν, στον Καίσαρα εκείνα που ανήκουν στον Καίσαρα, και στον Θεό εκείνα που ανήκουν στον Θεό. 26 Και, εξαιτίας κάποιου λόγου, δεν μπόρεσαν να τον πιάσουν μπροστά στον λαό· και θαυμάζοντας για την απάντησή του, σιώπησαν.
27 Και μερικοί από τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι αρνούνται ότι υπάρχει ανάσταση, καθώς πλησίασαν, τον ρώτησαν, 28 λέγοντας: Δάσκαλε, ο Μωυσής έγραψε σε μας: Αν πεθάνει ο αδελφός κάποιου που έχει γυναίκα, κι αυτός πεθάνει άτεκνος, ο αδελφός του να πάρει τη γυναίκα, και να αναστήσει απογόνους στον αδελφό του. 29 Υπήρχαν, λοιπόν, επτά αδελφοί· και ο πρώτος παίρνοντας μια γυναίκα, πέθανε άτεκνος. 30 Και ο δεύτερος πήρε τη γυναίκα, κι αυτός πέθανε άτεκνος. 31 Και την πήρε ο τρίτος· το ίδιο μάλιστα και οι επτά· και δεν άφησαν παιδιά, και πέθαναν. 32 Και ύστερα από όλους πέθανε και η γυναίκα. 33 Κατά την ανάσταση, λοιπόν, σε ποιον απ' αυτούς γίνεται γυναίκα; Επειδή, την είχαν πάρει και οι επτά. 34 Και ο Ιησούς, απαντώντας, είπε σ' αυτούς: Οι γιοι τούτου τού αιώνα νυμφεύουν και νυμφεύονται· 35 ενώ αυτοί που καταξιώθηκαν να απολαύσουν εκείνον τον αιώνα, και την ανάσταση από τους νεκρούς, ούτε νυμφεύουν ούτε νυμφεύονται· 36 επειδή, ούτε να πεθάνουν πλέον μπορούν· δεδομένου ότι, είναι ισάγγελοι· και είναι γιοι τού Θεού, επειδή είναι γιοι τής ανάστασης. 37 Το ότι, όμως, ανασταίνονται οι νεκροί, το φανέρωσε και ο Μωυσής στο περιστατικό τής βάτου, όταν λέει Κύριο τον Θεό τού Αβραάμ και τον Θεό τού Ισαάκ και τον Θεό τού Ιακώβ. 38 Και ο Θεός δεν είναι των νεκρών, αλλά των ζωντανών· επειδή, όλοι σ' αυτόν ζουν. 39 Και μερικοί από τους γραμματείς αποκρινόμενοι είπαν: Δάσκαλε, καλά είπες. 40 Και δεν τολμούσαν πλέον να τον ρωτήσουν τίποτε.
41 Και τους είπε: Πώς λένε για τον Χριστό ότι είναι γιος τού Δαβίδ; 42 Και ο ίδιος ο Δαβίδ λέει στο βιβλίο των Ψαλμών: «Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου: Κάθησε στα δεξιά μου, 43 μέχρις ότου βάλω τους εχθρούς σου για υποπόδιο των ποδιών σου». 44 Ο Δαβίδ, λοιπόν, τον ονομάζει Κύριο· πώς, όμως, είναι γιος του;
45 Και ενώ ολόκληρος ο λαός άκουγε, είπε στους μαθητές του: 46 Προσέχετε από τους γραμματείς, που θέλουν να περπατούν με επίσημες στολές, και αρέσκονται με τους χαιρετισμούς στις αγορές, και πρωτοκαθεδρίες στις συναγωγές, και τις πρώτες θέσεις στα δείπνα. 47 Οι οποίοι κατατρώνε τα σπίτια των χηρών, κι αυτό με την πρόφαση ότι κάνουν μεγάλες προσευχές. Αυτοί θα πάρουν μεγαλύτερη καταδίκη.
Κεφάλαιον 21
1 ΚΑΙ, καθώς σήκωσε τα μάτια του, είδε τούς πλουσίους που έβαζαν τα δώρα τους στο θησαυροφυλάκιο. 2 Είδε, μάλιστα, και μια φτωχή χήρα που έβαζε δύο λεπτά, 3 και είπε: Σας διαβεβαιώνω ότι, αυτή η χήρα έβαλε περισσότερο απ' όλους· 4 επειδή, όλοι αυτοί έβαλαν στα δώρα τού Θεού από το περίσσευμά τους· αυτή, όμως, από το υστέρημά της έβαλε ολόκληρη την περιουσία της, όση είχε.
5 Και ενώ μερικοί έλεγαν για το ιερό, ότι είναι στολισμένο με ωραίες πέτρες και αφιερώματα, είπε: 6 Αυτά που βλέπετε, θάρθουν ημέρες, κατά τις οποίες δεν θα μείνει πέτρα επάνω σε πέτρα, η οποία δεν θα γκρεμιστεί.
7 Και τον ρώτησαν, λέγοντας: Δάσκαλε, πότε, λοιπόν, θα γίνουν αυτά; Και ποιο είναι το σημείο, όταν αυτά πρόκειται να γίνουν; 8 Και εκείνος είπε: Βλέπετε, μη πλανηθείτε· επειδή, πολλοί θάρθουν στο όνομά μου, λέγοντας, ότι: Εγώ είμαι· και ο καιρός πλησίασε. Μη πάτε, λοιπόν, πίσω απ' αυτούς. 9 Και όταν ακούσετε πολέμους και ακαταστασίες, μη φοβηθείτε· επειδή, αυτά πρέπει να γίνουν πρώτα· αλλά, δεν είναι αμέσως το τέλος. 10 Τότε, έλεγε σ' αυτούς: Θα σηκωθεί έθνος ενάντια σε άλλο έθνος, και βασίλειο ενάντια σε άλλο βασίλειο. 11 Και θα γίνουν μεγάλοι σεισμοί κατά τόπους, και πείνες και μεταδοτικές αρρώστιες, και θα υπάρχουν φόβητρα και μεγάλα σημεία από τον ουρανό. 12 Πριν από όλα αυτά, θα βάλουν επάνω σας τα χέρια τους, και θα σας θέσουν υπό διωγμό, παραδίνοντάς σας σε συναγωγές και φυλακές, καθώς θα σας φέρνουν μπροστά σε βασιλιάδες και ηγεμόνες, ένεκα του ονόματός μου. 13 Και τούτο θα αποβεί σε σας για μαρτυρία. 14 Βάλτε, λοιπόν, στις καρδιές σας, να μη προμελετάτε τι να απολογηθείτε· 15 επειδή, εγώ θα σας δώσω στόμα και σοφία, στην οποία δεν θα μπορέσουν να αντιλογήσουν ούτε να αντισταθούν όλοι οι εναντίοι σας. 16 Θα παραδοθείτε, μάλιστα, και από γονείς και αδελφούς και συγγενείς και φίλους· και θα θανατώσουν μερικούς από σας· 17 και θα είστε μισούμενοι από όλους εξαιτίας τού ονόματός μου· 18 πλην, μια τρίχα από το κεφάλι σας δεν θα χαθεί. 19 Με την υπομονή σας, αποκτήστε τις ψυχές σας.
20 Και όταν δείτε την Ιερουσαλήμ περικυκλωμένη από στρατόπεδα, τότε γνωρίστε ότι πλησίασε η ερήμωσή της. 21 Τότε, αυτοί που είναι στην Ιουδαία, ας φεύγουν στα βουνά· και εκείνοι που είναι μέσα σ' αυτή, ας αναχωρούν έξω· και εκείνοι που είναι στα χωράφια, ας μη μπαίνουν μέσα σ' αυτή. 22 Επειδή, αυτές είναι ημέρες εκδίκησης, για να εκπληρωθούν όλα τα γραμμένα. 23 Και αλλοίμονο σ' εκείνες που εγκυμονούν και σ' εκείνες που θηλάζουν κατά τις ημέρες εκείνες· επειδή, θα είναι μεγάλη στενοχώρια επάνω στη γη, και οργή ενάντια σε τούτο τον λαό. 24 Και θα πέσουν με στόμα μάχαιρας, και θα φερθούν αιχμάλωτοι, σε όλα τα έθνη· και η Ιερουσαλήμ θα είναι πατούμενη από τα έθνη, μέχρις ότου εκπληρωθούν οι καιροί των εθνών.
25 Και θα υπάρχουν σημεία στον ήλιο και στο φεγγάρι και στα αστέρια· κι επάνω στη γη στενοχώρια των εθνών με απορία, και θα ηχεί η θάλασσα και τα κύματα· 26 οι άνθρωποι θα λιποψυχούν από τον φόβο και την προσδοκία των δεινών που επέρχονται στην οικουμένη· επειδή, οι δυνάμεις των ουρανών θα σαλευτούν. 27 Και τότε θα δουν τον Υιό τού ανθρώπου να έρχεται μέσα σε σύννεφο και με δύναμη και πολλή δόξα. 28 Κι όταν αυτά αρχίσουν να γίνονται, ανασηκωθείτε και σηκώστε ψηλά τα κεφάλια σας· επειδή, πλησιάζει η απολύτρωσή σας.
29 Και τους είπε μια παραβολή: Δείτε τη συκιά και όλα τα δέντρα· 30 όταν ήδη ανοίξουν, βλέποντας γνωρίζετε από μόνοι σας ότι το καλοκαίρι είναι ήδη κοντά. 31 Έτσι κι εσείς, όταν δείτε τούτα να γίνονται, να ξέρετε ότι η βασιλεία τού Θεού είναι κοντά. 32 Σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα παρέλθει αυτή η γενεά μέχρις ότου όλα αυτά γίνουν. 33 Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, τα λόγια μου όμως δεν θα παρέλθουν.
34 Προσέχετε, μάλιστα, στον εαυτό σας, μήπως και βαρύνουν οι καρδιές σας μέσα σε κραιπάλη και μεθύσι και βιοτικές μέριμνες, και έρθει επάνω σας ξαφνικά εκείνη η ημέρα· 35 επειδή, θάρθει σαν παγίδα επάνω σε όλους εκείνους που κάθονται επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης. 36 Αγρυπνείτε, λοιπόν, δεόμενοι σε κάθε καιρό, για να καταξιωθείτε να ξεφύγετε όλα τούτα που πρόκειται να γίνουν, και να σταθείτε μπροστά στον Υιό τού ανθρώπου. 37 Και τις μεν ημέρες δίδασκε στο ιερό· τις νύχτες, όμως, βγαίνοντας έξω διανυχτέρευε στο βουνό που ονομάζεται Ελαιών. 38 Και όλος ο λαός συναθροιζόταν κοντά του από πολύ πρωί στο ιερό για να τον ακούει.
Κεφάλαιον 22
1 ΚΑΙ πλησίαζε η γιορτή των αζύμων, που λεγόταν Πάσχα. 2 Και οι αρχιερείς και οι γραμματείς ζητούσαν πώς να τον θανατώσουν· επειδή, φοβόνταν τον λαό. 3 Και ο σατανάς μπήκε μέσα στον Ιούδα, που ονομαζόταν Ισκαριώτης, ο οποίος ήταν από τον αριθμό των δώδεκα· 4 και πήγε και μίλησε μαζί με τους αρχιερείς και τους στρατηγούς για το πώς να τον παραδώσει σ' αυτούς. 5 Και χάρηκαν, και συμφώνησαν να του δώσουν ασήμι. 6 Και έδωσε υπόσχεση· και ζητούσε ευκαιρία να τον παραδώσει σ' αυτούς, χωρίς θόρυβο.
7 Και ήρθε η ημέρα των αζύμων, κατά την οποία έπρεπε να θυσιάσουν το Πάσχα· 8 και έστειλε τον Πέτρο και τον Ιωάννη, λέγοντας: Πηγαίνετε να μας ετοιμάσετε το Πάσχα, για να φάμε. 9 Και εκείνοι είπαν σ' αυτόν: Πού θέλεις να ετοιμάσουμε; 10 Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Δέστε, όταν μπείτε μέσα στην πόλη θα σας συναντήσει ένας άνθρωπος βαστάζοντας ένα σταμνί με νερό· ακολουθήστε τον μέσα στο σπίτι όπου μπαίνει· 11 και θα πείτε στον οικοδεσπότη τού σπιτιού: Ο δάσκαλος λέει σε σένα: Πού είναι το κατάλυμα, όπου θα φάω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου; 12 Και εκείνος θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγειο στρωμένο· εκεί ετοιμάστε. 13 Και όταν πήγαν, βρήκαν όπως τους είχε πει· και ετοίμασαν το Πάσχα.
14 Και όταν ήρθε η ώρα, κάθησε στο τραπέζι, και οι δώδεκα απόστολοι μαζί του. 15 Και τους είπε: Πολύ επιθύμησα να φάω με σας αυτό το Πάσχα, προτού να πάθω· 16 επειδή, σας λέω ότι δεν θα φάω πλέον απ' αυτό μέχρις ότου εκπληρωθεί στη βασιλεία τού Θεού. 17 Και αφού πήρε το ποτήρι, ευχαρίστησε και είπε: Λάβετε τούτο και διαμοιράστε ο ένας στον άλλον· 18 επειδή, σας λέω, ότι δεν θα πιω από το γέννημα της αμπέλου, μέχρις ότου έρθει η βασιλεία τού Θεού. 19 Και παίρνοντας άρτον, αφού ευχαρίστησε, έκοψε, και έδωσε σ' αυτούς, λέγοντας: Τούτο είναι το σώμα μου, που δίνεται για σας· αυτό να το κάνετε στη δική μου ανάμνηση. 20 Παρόμοια και το ποτήρι, αφού δείπνησαν, λέγοντας: Τούτο το ποτήρι είναι η καινούργια διαθήκη με βάση το αίμα μου, που χύνεται για σας. 21 Πλην, δέστε, το χέρι εκείνου που με παραδίνει είναι μαζί μου επάνω στο τραπέζι. 22 Και ο μεν Υιός τού ανθρώπου πηγαίνει σύμφωνα με το ορισμένο· όμως, αλλοίμονο σ' εκείνον τον άνθρωπο, διαμέσου του οποίου παραδίνεται. 23 Κι αυτοί άρχισαν να συζητούν ο ένας με τον άλλον, το ποιος τάχα απ' αυτούς ήταν που επρόκειτο να το κάνει αυτό.
24 Έγινε και φιλονικία αναμεταξύ τους για το ποιος απ' αυτούς θεωρείται ότι είναι ο μεγαλύτερος. 25 Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Οι βασιλιάδες των εθνών τα κυριεύουν· κι αυτοί που τα εξουσιάζουν ονομάζονται ευεργέτες. 26 Εσείς, όμως, όχι έτσι· αλλά, ο μεγαλύτερος μεταξύ σας, ας γίνει όπως ο μικρότερος· και ο προϊστάμενος όπως αυτός που υπηρετεί. 27 Επειδή, ποιος είναι μεγαλύτερος, αυτός που κάθεται στο τραπέζι ή αυτός που υπηρετεί; Όχι αυτός που κάθεται; Εγώ, όμως, είμαι ανάμεσά σας όπως αυτός που υπηρετεί. 28 Κι εσείς είστε αυτοί που διαμείνατε μαζί μου στους πειρασμούς μου· 29 γι' αυτό, εγώ σας ετοιμάζω βασιλεία, όπως ο πατέρας μου ετοίμασε σε μένα, 30 για να τρώτε και να πίνετε επάνω στο τραπέζι μου μέσα στη βασιλεία μου· και να καθήσετε επάνω σε θρόνους, κρίνοντας τις δώδεκα φυλές τού Ισραήλ.
31 Και ο Κύριος είπε: Σίμωνα, Σίμωνα, δες, ο σατανάς σάς ζήτησε, για να σας κοσκινίσει σαν το σιτάρι. 32 Πλην, εγώ δεήθηκα για σένα για να μη εκλείψει η πίστη σου· κι εσύ, όταν κάποτε επιστρέψεις, στήριξε τους αδελφούς σου. 33 Και εκείνος είπε σ' αυτόν: Κύριε, είμαι έτοιμος να πάω μαζί σου και στη φυλακή και στον θάνατο. 34 Και εκείνος είπε: Σε σένα λέω, Πέτρο, σήμερα ο πετεινός δεν θα λαλήσει, πριν με απαρνηθείς τρεις φορές ότι δεν με γνωρίζεις.
35 Και τους είπε: Όταν σας έστειλα χωρίς βαλάντιο και ταγάρι και υποδήματα, μήπως στερηθήκατε κάτι; Και εκείνοι είπαν: Τίποτε. 36 Τους είπε, λοιπόν: Τώρα, όμως, όποιος έχει βαλάντιο, ας το πάρει μαζί του· παρόμοια και ταγάρι· και όποιος δεν έχει, ας πουλήσει το ιμάτιό του, και ας αγοράσει μάχαιρα. 37 Επειδή, σας λέω ότι ακόμα και τούτο το γραμμένο, πρέπει να γίνει σε μένα, το: «Και λογαριάστηκε μαζί με ανόμους»· επειδή, τα γραμμένα για μένα παίρνουν τέλος. 38 Και εκείνοι είπαν: Κύριε, δες, δύο μάχαιρες εδώ. Και εκείνος τούς είπε: Είναι αρκετό.
39 Και καθώς βγήκε έξω, πήγε, σύμφωνα με τη συνήθειά του, στο βουνό των Ελαιών· τον ακολούθησαν δε και οι μαθητές του. 40 Και όταν ήρθε στον τόπο, είπε σ' αυτούς: Προσεύχεστε για να μη μπείτε σε πειρασμό. 41 Κι αυτός χωρίστηκε απ' αυτούς σε απόσταση περίπου βολής μιας πέτρας, και αφού γονάτισε, προσευχόταν, 42 λέγοντας: Πατέρα, αν θέλεις, να απομακρύνεις από μένα τούτο το ποτήρι· όμως, όχι το δικό μου θέλημα, αλλά το δικό σου ας γίνει. 43 Και φάνηκε σ' αυτόν ένας άγγελος από τον ουρανό ενισχύοντάς τον. 44 Και καθώς ήρθε σε αγωνία, προσευχόταν πιο θερμά. Έγινε, μάλιστα, ο ιδρώτας του σαν θρόμβοι αίματος που κατέβαιναν στη γη. 45 Και όταν σηκώθηκε από την προσευχή, ήρθε στους μαθητές του, και τους βρήκε να κοιμούνται από τη λύπη. 46 Και τους είπε: Τι κοιμάστε; Σηκωθείτε και προσεύχεστε, για να μη μπείτε σε πειρασμό.
47 Και ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ξάφνου, ένα πλήθος από ανθρώπους, και ο ονομαζόμενος Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, ερχόταν μπροστά απ' αυτούς, και πλησίασε στον Ιησού για να τον φιλήσει. 48 Ο δε Ιησούς είπε σ' αυτόν: Ιούδα, με φίλημα παραδίνεις τον Υιό τού ανθρώπου; 49 Και εκείνοι που ήσαν γύρω του βλέποντας τι επρόκειτο να γίνει, είπαν σ' αυτόν: Κύριε, να χτυπήσουμε με τη μάχαιρα; 50 Και ένας απ' αυτούς χτύπησε τον δούλο τού Αρχιερέα, και του απέκοψε το δεξί αυτί. 51 Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, είπε: Αφήστε μέχρις εδώ· και πιάνοντας το αυτί του, τον γιάτρεψε. 52 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς που ήρθαν εναντίον του, στους αρχιερείς και στους στρατηγούς τού ιερού και στους πρεσβύτερους: Βγήκατε σαν ενάντια σε έναν ληστή με μάχαιρες και ξύλα; 53 Καθημερινά ήμουν μαζί σας μέσα στο ιερό, και δεν απλώσατε τα χέρια σας επάνω μου· αλλά, αυτή είναι η ώρα σας, και η εξουσία τού σκότους.
54 Και αφού τον συνέλαβαν, τον έφεραν και τον έβαλαν μέσα στον οίκο τού αρχιερέα. Και ο Πέτρος ακολουθούσε από μακριά. 55 Και καθώς άναψαν φωτιά στο μέσον τής αυλής, κάθησαν όλοι μαζί, καθόταν δε και ο Πέτρος ανάμεσά τους. 56 Βλέποντάς τον, όμως, μία δούλη να κάθεται κοντά στο φως, κι αφού τον κοίταξε προσεκτικά, είπε: Και αυτός ήταν μαζί του. 57 Και εκείνος τον αρνήθηκε, λέγοντας: Γυναίκα δεν τον γνωρίζω. 58 Και ύστερα από λίγο ένας άλλος βλέποντάς τον, είπε: Κι εσύ είσαι απ' αυτούς. Και ο Πέτρος είπε: Άνθρωπε, δεν είμαι. 59 Και αφού πέρασε περίπου μία ώρα, ένας άλλος ισχυριζόταν, λέγοντας: Στ' αλήθεια, κι αυτός ήταν μαζί του· επειδή, είναι Γαλιλαίος. 60 Και ο Πέτρος είπε: Άνθρωπε, δεν ξέρω τι λες. Κι αμέσως, ενώ αυτός μιλούσε ακόμα, λάλησε ο πετεινός. 61 Και ο Κύριος, καθώς στράφηκε, κοίταξε τον Πέτρο στα μάτια· και ο Πέτρος θυμήθηκε τον λόγο τού Κυρίου, όταν του είχε πει ότι: Πριν λαλήσει ο πετεινός, θα με απαρνηθείς τρεις φορές. 62 Και ο Πέτρος, βγαίνοντας έξω, έκλαψε πικρά. Ο Ιησούς εμπαίζεται, δέρνεται, χαστουκίζεται, βλασφημείται
63 Και οι άνδρες που κρατούσαν τον Ιησού, τον ενέπαιζαν δέρνοντάς τον· 64 και αφού τον σκέπασαν ολόγυρα με ένα κάλυμμα, τον χαστούκιζαν στο πρόσωπό του, και τον ρωτούσαν, λέγοντας: Προφήτευσε, ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε; 65 Και άλλα πολλά έλεγαν σ' αυτόν, βλασφημώντας.
66 Και καθώς έγινε ημέρα, συγκεντρώθηκε το πρεσβυτέριο του λαού, και αρχιερείς και γραμματείς, και τον ανέβασαν στο συνέδριό τους, λέγοντας: 67 Εσύ είσαι ο Χριστός; Πες μας. Και τους είπε: Αν σας πω, δεν θα με πιστέψετε· 68 και αν σας ρωτήσω, δεν θα μου απαντήσετε ούτε θα με απολύσετε. 69 Από τώρα ο Υιός τού ανθρώπου θα είναι καθισμένος στα δεξιά τής δύναμης του Θεού. 70 Και όλοι είπαν: Εσύ, λοιπόν, είσαι ο Υιός τού Θεού; Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Εσείς λέτε ότι εγώ είμαι. 71 Και εκείνοι είπαν: Τι ανάγκη έχουμε πλέον από μαρτυρία; Επειδή, εμείς οι ίδιοι το ακούσαμε από το στόμα του.