Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)"
Автор книги: Автор Неизвестен
сообщить о нарушении
Текущая страница: 24 (всего у книги 46 страниц)
Κεφάλαιον 12
1 ΚΑΙ κατά τον καιρό εκείνο, ο βασιλιάς Ηρώδης επιχείρησε να κακοποιήσει μερικούς από την εκκλησία. 2 Φόνευσε δε με μάχαιρα τον Ιάκωβο, τον αδελφό τού Ιωάννη. 3 Και βλέποντας ότι ήταν αρεστό στους Ιουδαίους, πρόσθεσε να συλλάβει και τον Πέτρο· (ήσαν, μάλιστα, οι ημέρες των αζύμων)· 4 τον οποίο και, αφού τον έπιασε, τον έβαλε σε φυλακή, παραδίνοντάς τον σε τέσσερις τετράδες στρατιωτών για να τον φυλάττουν, θέλοντας μετά το Πάσχα να τον παραστήσει στον λαό. 5 Ο μεν Πέτρος φυλασσόταν, λοιπόν, μέσα στη φυλακή· όμως, από την εκκλησία γινόταν γι' αυτόν ακατάπαυστη προσευχή προς τον Θεό.
6 Και όταν ο Ηρώδης επρόκειτο να τον παραστήσει, τη νύχτα εκείνη ο Πέτρος κοιμόταν ανάμεσα σε δύο στρατιώτες, δεμένος με δύο αλυσίδες, και φύλακες, μπροστά από τη θύρα, φύλαγαν το δεσμωτήριο. 7 Και τότε! ένας άγγελος του Κυρίου ήρθε ξαφνικά, και μέσα στο οίκημα έλαμψε φως· και αφού χτύπησε το πλευρό τού Πέτρου, τον ξύπνησε, λέγοντας: Σήκω γρήγορα. Και οι αλυσίδες του έπεσαν από τα χέρια του. 8 Και ο άγγελος του είπε: Ζώσου, και βάλε τα σανδάλια σου· και έκανε έτσι. Και του λέει: Φόρεσε το ιμάτιό σου, και ακολούθα με. 9 Και αφού βγήκε έξω, τον ακολουθούσε, και δεν ήξερε ότι αυτό που γίνεται διαμέσου τού αγγέλου ήταν αληθινό, αλλά νόμιζε ότι βλέπει όραμα. 10 Και αφού πέρασαν την πρώτη και τη δεύτερη φρουρά, ήρθαν στη σιδερένια πύλη, που οδηγεί στην πόλη, η οποία ανοίχτηκε σ' αυτούς από μόνη της· και όταν βγήκαν, πέρασαν έναν δρόμο· και ο άγγελος αναχώρησε απ' αυτόν αμέσως. 11 Και ο Πέτρος, όταν ήρθε στον εαυτό του, είπε: Τώρα γνωρίζω, πραγματικά, ότι, ο Κύριος εξαπέστειλε τον άγγελό του, και με ελευθέρωσε από το χέρι τού Ηρώδη, και όλη την ελπίδα τού λαού των Ιουδαίων. 12 Και αφού σκέφθηκε, ήρθε στο σπίτι τής Μαρίας, της μητέρας τού Ιωάννη, που αποκαλείται Μάρκος, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι αρκετοί και προσεύχονταν. 13 Και όταν ο Πέτρος χτύπησε δυνατά τη θύρα τού προαυλίου, μια υπηρέτρια, που ονομαζόταν Ρόδη, πλησίασε κοντά για να ακούσει· 14 και επειδή γνώρισε τη φωνή τού Πέτρου, από τη χαρά της, δεν άνοιξε την πύλη, αλλά έτρεξε και ανήγγειλε, ότι: Ο Πέτρος στέκεται μπροστά από την πύλη. 15 Και εκείνοι είπαν σ' αυτήν: Παραφρονείς· εκείνη, όμως, ισχυριζόταν επίμονα ότι έτσι έχει το πράγμα. Και εκείνοι έλεγαν: Είναι ο άγγελός του. 16 Ο Πέτρος, όμως, επέμενε χτυπώντας δυνατά· και όταν άνοιξαν, τον είδαν και εκπλάγηκαν. 17 Και αφού έσεισε το χέρι του για να σιωπήσουν, τους διηγήθηκε πώς ο Κύριος τον έβγαλε από τη φυλακή· και είπε: Αναγγείλτε τα αυτά στον Ιάκωβο και στους αδελφούς. Και βγαίνοντας έξω, πήγε σε έναν άλλο τόπο. 18 Αφού δε ξημέρωσε, υπήρξε όχι λίγη ταραχή ανάμεσα στους στρατιώτες, τι άραγε να έγινε ο Πέτρος. 19 Και ο Ηρώδης, όταν τον ζήτησε, και δεν τον βρήκε, αφού ανέκρινε τους φύλακες, πρόσταξε να θανατωθούν· και κατεβαίνοντας από την Ιουδαία στην Καισάρεια διέμενε εκεί.
20 Ο δε Ηρώδης ήταν υπερβολικά οργισμένος ενάντια στους Τυρίους και τους Σιδωνίους· εκείνοι, όμως, ήρθαν σ' αυτόν με μια γνώμη, και αφού έπεισαν τον Βλάστο, που ήταν υπεύθυνος για το θησαυροφυλάκιο του βασιλιά, ζητούσαν ειρήνη· επειδή, ο τόπος τους τρεφόταν από τη χώρα τού βασιλιά. 21 Και σε μια ορισμένη ημέρα, αφού ο Ηρώδης ντύθηκε με βασιλική στολή, και κάθησε επάνω στον θρόνο, αγόρευε προς αυτούς δημόσια. 22 Και ο λαός συνηγορούσε φωνάζοντας: Φωνή Θεού, και όχι ανθρώπου. 23 Κι αμέσως, ένας άγγελος του Κυρίου τον πάταξε, επειδή δεν έδωσε τη δόξα στον Θεό· κι αφού έγινε σκωληκόβρωτος, ξεψύχησε. 24 Ο λόγος, όμως, του Θεού αύξανε και πληθυνόταν. 25 Ο δε Βαρνάβας και ο Σαύλος επέστρεψαν από την Ιερουσαλήμ, αφού εκπλήρωσαν τη διακονία τους, παίρνοντας μαζί τους και τον Ιωάννη, που αποκλήθηκε Μάρκος.
Κεφάλαιον 13
1 ΚΑΙ στην Αντιόχεια, μέσα στην υπάρχουσα εκκλησία, υπήρχαν μερικοί προφήτες και δάσκαλοι, ο Βαρνάβας και ο Συμεών, που αποκαλείτο Νίγερ, και ο Λούκιος ο Κυρηναίος, και ο Μαναήν, που συναναστράφηκε μαζί με τον τετράρχη Ηρώδη, και ο Σαύλος. 2 Και ενώ υπηρετούσαν στον Κύριο και νήστευαν, το Πνεύμα το Άγιο είπε: Ξεχωρίστε σε μένα τον Βαρνάβα και τον Σαύλο για το έργο που τους προσκάλεσα. 3 Τότε, αφού νήστεψαν και προσευχήθηκαν, και έβαλαν επάνω σ' αυτούς τα χέρια, τους απέστειλαν.
4 Αυτοί, λοιπόν, αφού στάλθηκαν από το Πνεύμα το Άγιο, κατέβηκαν στη Σελεύκεια, και από εκεί απέπλευσαν στην Κύπρο. 5 Και όταν ήρθαν στη Σαλαμίνα, κήρυτταν τον λόγο τού Θεού μέσα στις συναγωγές των Ιουδαίων· είχαν δε και τον Ιωάννη ως υπηρέτη. 6 Και αφού διαπέρασαν το νησί μέχρι την Πάφο βρήκαν κάποιον μάγο, έναν Ιουδαίο ψευδοπροφήτη, που ονομαζόταν Βαριησούς, 7 ο οποίος ήταν μαζί με τον ανθύπατο Σέργιο Παύλο, έναν συνετό άνδρα. Αυτός, αφού προσκάλεσε τον Βαρνάβα και τον Σαύλο, ζήτησε να ακούσει τον λόγο τού Θεού. 8 Όμως, αντιστεκόταν σ' αυτούς ο Ελύμας ο μάγος (επειδή, έτσι ερμηνεύεται το όνομά του), ζητώντας να αποτρέψει τον ανθύπατο από την πίστη. 9 Όμως, ο Σαύλος, που αποκλήθηκε και Παύλος, αφού έγινε πλήρης από το Πνεύμα το Άγιο, και ατενίζοντας σ' αυτόν, 10 είπε: Ω, εσύ, που είσαι γεμάτος από κάθε δόλο και κάθε ραδιουργία, γιε τού διαβόλου, εχθρέ κάθε δικαιοσύνης, δεν θα παύσεις να διαστρέφεις τούς ίσιους δρόμους τού Κυρίου; 11 Και τώρα, δες, το χέρι τού Κυρίου είναι εναντίον σου· και θα είσαι τυφλός, χωρίς να βλέπεις τον ήλιο, μέχρι ορισμένον καιρό. Κι αμέσως, έπεσε επάνω του αμαύρωση και σκοτάδι· και γυρίζοντας ολόγυρα ζητούσε χειραγωγούς. 12 Τότε, βλέποντας ο ανθύπατος το γεγονός, πίστεψε, μένοντας έκπληκτος με τη διδασκαλία τού Κυρίου.
13 Όταν δε ο Παύλος και εκείνοι που ήσαν γύρω του, απέπλευσαν από την Πάφο, ήρθαν στην Πέργη τής Παμφυλίας· και ο Ιωάννης, καθότι αποχωρίστηκε απ' αυτούς, επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα. 14 Κι αυτοί, αφού πέρασαν από την Πέργη, έφτασαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας, και μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή κατά την ημέρα τού σαββάτου, κάθησαν. 15 Και μετά την ανάγνωση του νόμου και των προφητών, έστειλαν σ' αυτούς οι αρχισυνάγωγοι, λέγοντας: Άνδρες αδελφοί, αν έχετε κάποιον λόγο προτροπής προς τον λαό, μιλήστε. 16 Και καθώς ο Παύλος σηκώθηκε και έσεισε το χέρι του, είπε: Άνδρες Ισραηλίτες, και εκείνοι που φοβάστε τον Θεό, ακούστε. 17 Ο Θεός τούτου τού λαού Ισραήλ διάλεξε τους Πατέρες μας, και ύψωσε τον λαό που παροικούσε στην Αίγυπτο, και με υψωμένον βραχίονα τους έβγαλε απ' αυτή. 18 Και για σχεδόν 40 χρόνια υπέφερε τους τρόπους τους μέσα στην έρημο· 19 και αφού κατέστρεψε επτά έθνη μέσα στη γη Χαναάν, τους διαμοίρασε τη γη τους με κλήρο. 20 Και ύστερα απ' αυτά, για περίπου 450 χρόνια, τους έδωσε κριτές μέχρι τον προφήτη Σαμουήλ. 21 Και έπειτα ζήτησαν βασιλιά, και ο Θεός έδωσε σ' αυτούς τον Σαούλ, τον γιο τού Κις, έναν άνδρα από τη φυλή Βενιαμίν, για 40 χρόνια. 22 Και όταν ο Θεός τον καθαίρεσε, σήκωσε σ' αυτούς βασιλιά τον Δαβίδ, για τον οποίο και είπε, δίνοντας τη μαρτυρία: «Βρήκα τον Δαβίδ, τον γιο τού Ιεσσαί, άνδρα σύμφωνα με την καρδιά μου, που θα κάνει όλα τα θελήματά μου». 23 Από το σπέρμα του, ο Θεός, σύμφωνα με την επαγγελία, σήκωσε στον Ισραήλ σωτήρα, τον Ιησού. 24 Αφού ο Ιωάννης, πριν από την έλευσή του, κήρυξε από πριν βάπτισμα μετάνοιας σε ολόκληρο τον λαό Ισραήλ· 25 και ενώ ο Ιωάννης τελείωνε τον δρόμο του, έλεγε: Για ποιον με στοχάζεστε ότι είμαι; Δεν είμαι εγώ· αλλά, δέστε, ύστερα από μένα έρχεται εκείνος, του οποίου δεν είμαι άξιος να λύσω το υπόδημα των ποδιών του. 26 Άνδρες αδελφοί, γιοι τού γένους τού Αβραάμ, και εκείνοι ανάμεσά σας που φοβούνται τον Θεό, σε σας στάλθηκε ο λόγος αυτής τής σωτηρίας. 27 Επειδή, αυτοί που κατοικούν στην Ιερουσαλήμ, και οι άρχοντές τους, αφού δεν γνώρισαν αυτόν μήτε τα λόγια των προφητών, που διαβάζονται κάθε σάββατο, τα εκπλήρωσαν, όταν τον κατέκριναν· 28 και ενώ δεν βρήκαν καμιά αιτία θανάτου, ζήτησαν από τον Πιλάτο να θανατωθεί. 29 Και όταν τελείωσαν όλα τα γραμμένα γι' αυτόν, αφού τον κατέβασαν από το ξύλο, τον έβαλαν σε μνήμα. 30 Ο Θεός, όμως, τον ανέστησε από τους νεκρούς· 31 ο οποίος, για πολλές ημέρες, φάνηκε σ' αυτούς, που είχαν ανέβει μαζί του από τη Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ, οι οποίοι είναι μάρτυρές του προς τον λαό. 32 Κι εμείς ευαγγελιζόμαστε σε σας την υπόσχεση που έγινε στους Πατέρες, ότι ο Θεός την εκπλήρωσε αυτή σε μας, τα παιδιά τους, ανασταίνοντας τον Ιησού. 33 Καθώς είναι γραμμένο και στον δεύτερο Ψαλμό: «Υιός μου είσαι εσύ· εγώ σήμερα σε γέννησα». 34 Μάλιστα, ότι τον ανέστησε από τους νεκρούς, χωρίς να πρόκειται πλέον να επιστρέψει στη φθορά, λέει ως εξής, ότι: «Θα σας δώσω τα πιστά ελέη τού Δαβίδ». 35 Γι' αυτό, σε έναν άλλον Ψαλμό λέει: «Δεν θα αφήσεις τον όσιό σου να δει φθορά». 36 Επειδή, ο μεν Δαβίδ, αφού υπηρέτησε τη βουλή τού Θεού μέσα στη γενεά του, κοιμήθηκε, και προστέθηκε στους πατέρες του, και είδε φθορά. 37 Εκείνος, όμως, τον οποίο ο Θεός ανέστησε, δεν είδε φθορά. 38 Ας είναι, λοιπόν, γνωστό σε σας, άνδρες αδελφοί, ότι διαμέσου αυτού κηρύττεται προς εσάς άφεση αμαρτιών· 39 και από όλα, από όσα δεν μπορέσατε διαμέσου τού νόμου τού Μωυσή να δικαιωθείτε, διαμέσου τούτου, καθένας που πιστεύει, ανακηρύσσεται δίκαιος. 40 Προσέχετε, λοιπόν, να μη συμβεί σε σας αυτό που ειπώθηκε από τους προφήτες: 41 «Δέστε, καταφρονητές, και θαυμάστε, κι αφανιστείτε· επειδή, εγώ εργάζομαι ένα έργο στις ημέρες σας, έργο που δεν θα πιστέψετε, αν κάποιος το διηγηθεί σε σας». 42 Κι ενώ έβγαιναν από τη συναγωγή των Ιουδαίων, τα έθνη παρακαλούσαν να κηρυχθούν σ' αυτούς αυτά τα λόγια το επόμενο σάββατο. 43 Και όταν η συναγωγή διαλύθηκε, πολλοί από τους Ιουδαίους και τους ευσεβείς προσήλυτους ακολούθησαν τον Παύλο και τον Βαρνάβα· οι οποίοι μιλώντας σ' αυτούς, τους έπειθαν να μένουν με σταθερότητα στη χάρη τού Θεού. 44 Και το ερχόμενο σάββατο όλη σχεδόν η πόλη συγκεντρώθηκε για να ακούσουν τον λόγο τού Θεού. 45 Βλέποντας, όμως, οι Ιουδαίοι τα πλήθη γέμισαν από φθόνο και εναντιώνονταν σ' αυτά που έλεγε ο Παύλος, αντιλέγοντας και κακολογώντας. 46 Ο δε Παύλος και ο Βαρνάβας μιλώντας με θάρρος, είπαν: Ήταν αναγκαίο πρώτα σε σας να λαληθεί ο λόγος τού Θεού· αλλά, επειδή τον απορρίπτετε, και δεν κρίνετε τον εαυτό σας άξιο της αιώνιας ζωής, δέστε, στρεφόμαστε στα έθνη· 47 δεδομένου ότι, έτσι μας πρόσταξε ο Κύριος, λέγοντας: «Σε έχω θέσει ως φως των εθνών, για να είσαι προς σωτηρία μέχρι το τελευταίο άκρο τής γης». 48 Και ακούγοντας οι εθνικοί χαίρονταν και δόξαζαν τον λόγο τού Κυρίου· και πίστεψαν όσοι είχαν τάξει τον εαυτό τους για την αιώνια ζωή. 49 Και ο λόγος τού Κυρίου διαδιδόταν διαμέσου ολόκληρης της χώρας. 50 Οι δε Ιουδαίοι παρακίνησαν τις ευλαβείς και επίσημες γυναίκες, και τους πρώτους τής πόλης, και διέγειραν διωγμό ενάντια στον Παύλο και τον Βαρνάβα, και τους έβγαλαν έξω από τα όριά τους. 51 Εκείνοι, όμως, αφού ξετίναξαν μπροστά τους τη σκόνη των ποδιών τους, ήρθαν στο Ικόνιο. 52 Και οι μαθητές γίνονταν πλήρεις από χαρά και Πνεύμα Άγιο.
Κεφάλαιον 14
1 ΚΑΙ στο Ικόνιο, αφού μπήκαν μαζί μέσα στη συναγωγή των Ιουδαίων, μίλησαν με τον ίδιο τρόπο, ώστε ένα μεγάλο πλήθος, και από Ιουδαίους και από Έλληνες, πίστεψε. 2 Όσοι Ιουδαίοι, μάλιστα, δεν πείθονταν, παρόξυναν, και διέστρεψαν τις ψυχές των εθνικών ενάντια στους αδελφούς. 3 Αρκετό καιρό, λοιπόν, διέμειναν μιλώντας με παρρησία για τον Κύριο, ο οποίος έδινε μαρτυρία στον λόγο τής χάρης του, και έδινε να γίνονται σημεία και τέρατα διαμέσου των χεριών τους. 4 Και το πλήθος τής πόλης διχάστηκε· και οι μεν ήσαν με το μέρος των Ιουδαίων, οι δε με το μέρος των αποστόλων. 5 Και όταν οι εθνικοί και οι Ιουδαίοι, μαζί με τους δικούς τους άρχοντες, όρμησαν στο να τους βρίσουν και να τους λιθοβολήσουν, 6 μόλις το κατάλαβαν, κατέφυγαν στις πόλεις τής Λυκαονίας, τη Λύστρα και τη Δέρβη, και τα περίχωρα, 7 κι εκεί κήρυτταν το ευαγγέλιο.
8 Και στα Λύστρα καθόταν κάποιος άνδρας αδύνατος στα πόδια, που ήταν χωλός από την κοιλιά τής μητέρας του, ο οποίος ποτέ δεν είχε περπατήσει. 9 Αυτός άκουγε τον Παύλο να μιλάει· ο οποίος, καθώς τον ατένισε, και βλέποντας ότι έχει πίστη για να σωθεί, 10 είπε με δυνατή φωνή: Σήκω επάνω στα πόδια σου όρθιος. Και πηδούσε και περπατούσε. 11 Και τα πλήθη, όταν είδαν αυτό που έκανε ο Παύλος, ύψωσαν τη φωνή τους, λέγοντας στη Λυκαονική γλώσσα: Οι θεοί, που ομοιώθηκαν με ανθρώπους, κατέβηκαν σε μας. 12 Και ονόμαζαν τον μεν Βαρνάβα, Δία· τον δε Παύλο, Ερμή, επειδή αυτός ήταν ο αρχηγός τού λόγου. 13 Και ο ιερέας τού Δία, που ήταν μπροστά από την πόλη τους, έφερε ταύρους και στέμματα στις πύλες μαζί με το πλήθος, και ήθελε να προσφέρει θυσία. 14 Όταν, όμως το άκουσαν οι απόστολοι, ο Βαρνάβας και ο Παύλος, έσχισαν τα ιμάτιά τους, και πήδησαν στο μέσον τού πλήθους, κράζοντας, 15 και λέγοντας: Άνδρες, γιατί τα κάνετε αυτά; Κι εμείς άνθρωποι είμαστε, ομοιοπαθείς με σας, κηρύττοντας σε σας, να επιστρέψετε απ' αυτά τα μάταια στον ζωντανό Θεό, ο οποίος δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα, και όλα όσα είναι μέσα σ' αυτά· 16 που στις περασμένες γενεές άφησε όλα τα έθνη να περπατούν στους δρόμους τους· 17 παρόλο που δεν άφησε τον εαυτό του χωρίς μαρτυρία, αγαθοποιώντας, δίνοντάς μας από τον ουρανό βροχές και καρποφόρες εποχές, γεμίζοντας με τροφή και ευφροσύνη τις καρδιές μας. 18 Και λέγοντας αυτά, μόλις και εμπόδισαν τα πλήθη, ώστε να μη προσφέρουν σ' αυτούς θυσία. 19 Κι επάνω σ' αυτό, ήρθαν οι Ιουδαίοι από την Αντιόχεια και το Ικόνιο, και αφού έπεισαν τα πλήθη, και λιθοβόλησαν τον Παύλο, τον έσυραν έξω από την πόλη, νομίζοντας ότι πέθανε. 20 Όταν, όμως, οι μαθητές τον περικύκλωσαν, αφού σηκώθηκε, μπήκε μέσα στην πόλη· και την επόμενη ημέρα βγήκε έξω στη Δέρβη μαζί με τον Βαρνάβα.
21 Και αφού κήρυξαν το ευαγγέλιο στην πόλη εκείνη και έκαναν αρκετούς μαθητές, επέστρεψαν στη Λύστρα και στο Ικόνιο και στην Αντιόχεια, 22 επιστηρίζοντας τις ψυχές των μαθητών, προτρέποντας να μένουν με σταθερότητα στην πίστη, και διδάσκοντας ότι διαμέσου πολλών θλίψεων πρέπει να μπούμε μέσα στη βασιλεία τού Θεού. 23 Και ενώ χειροτόνησαν σ' αυτούς πρεσβύτερους σε κάθε εκκλησία, αφού προσευχήθηκαν με νηστείες, τους αφιέρωσαν στον Κύριο, στον οποίο είχαν πιστέψει. 24 Και περνώντας μέσα από την Πισιδία, ήρθαν στην Παμφυλία· 25 και αφού κήρυξαν τον λόγο στην Πέργη, κατέβηκαν στην Αττάλεια. 26 Και από εκεί απέπλευσαν στην Αντιόχεια, απ' όπου είχαν παραδοθεί στη χάρη τού Θεού για το έργο που εκτέλεσαν. 27 Όταν δε ήρθαν και συγκέντρωσαν την εκκλησία, ανήγγειλαν όσα ο Θεός έκανε διαμέσου αυτών, και ότι άνοιξε στα έθνη θύρα πίστης. 28 Και διέμεναν εκεί όχι λίγο καιρό, μαζί με τους μαθητές.
Κεφάλαιον 15
1 ΚΑΙ όταν κατέβηκαν μερικοί από την Ιουδαία δίδασκαν τους αδελφούς ότι: Αν δεν κάνετε την περιτομή, σύμφωνα με τη συνήθεια του Μωυσή, δεν μπορείτε να σωθείτε. 2 Αφού, λοιπόν, έγινε αντίσταση και συζήτηση όχι λίγη από τον Παύλο και τον Βαρνάβα προς αυτούς, ενέκριναν να ανέβει ο Παύλος και ο Βαρνάβας και μερικοί άλλοι απ' αυτούς προς τους αποστόλους και πρεσβύτερους στην Ιερουσαλήμ, για το ζήτημα αυτό. 3 Εκείνοι, λοιπόν, αφού τους κατευόδωσε η εκκλησία, περνούσαν μέσα από τη Φοινίκη και τη Σαμάρεια, αφηγούμενοι την επιστροφή των εθνών· και προξενούσαν μεγάλη χαρά σε όλους τούς αδελφούς. 4 Και όταν ήρθαν στην Ιερουσαλήμ, τους υποδέχθηκε η εκκλησία και οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι, και ανήγγειλαν όσα ο Θεός έκανε διαμέσου αυτών. 5 Και σηκώθηκαν μερικοί, εκείνοι από την παράταξη των Φαρισαίων, οι οποίοι είχαν πιστέψει, και έλεγαν, ότι: Πρέπει να τους κάνουμε την περιτομή, και να τους παραγγέλλουμε να τηρούν τον νόμο τού Μωυσή. 6 Και συγκεντρώθηκαν οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι για να σκεφθούν για τούτο το πράγμα. 7 Ύστερα από πολλή συζήτηση, αφού ο Πέτρος σηκώθηκε, τους είπε: Άνδρες αδελφοί, εσείς ξέρετε ότι ο Θεός διάλεξε μεταξύ μας, εξαρχής, διαμέσου τού στόματός μου τα έθνη να ακούσουν τον λόγο τού ευαγγελίου, και να πιστέψουν. 8 Και ο καρδιογνώστης Θεός έδωσε σ' αυτούς μαρτυρία, χαρίζοντας σ' αυτούς το Πνεύμα το Άγιο όπως και σ' εμάς. 9 Και δεν έκανε καμιά διάκριση ανάμεσα σ' εμάς και σ' αυτούς, καθαρίζοντας τις καρδιές τους διαμέσου τής πίστης. 10 Τώρα, λοιπόν, γιατί πειράζετε τον Θεό, επιβάλλοντας ζυγό στον τράχηλο των μαθητών, που ούτε οι πατέρες μας ούτε εμείς δεν μπορέσαμε να βαστάξουμε; 11 Αλλά, διαμέσου τής χάρης τού Κυρίου Ιησού Χριστού πιστεύουμε ότι θα σωθούμε, όπως ακριβώς και εκείνοι. 12 Και ολόκληρο το πλήθος σιώπησε, και άκουγαν τον Βαρνάβα και τον Παύλο να εξιστορούν όσα σημεία και τέρατα ο Θεός έκανε διαμέσου αυτών ανάμεσα στα έθνη. 13 Και αφού αυτοί σιώπησαν, αποκρίθηκε ο Ιάκωβος, λέγοντας: Άνδρες αδελφοί, ακούστε με: 14 Ο Συμεών φανέρωσε με ποιον τρόπο ο Θεός επισκέφθηκε κατ' αρχάς τα έθνη, ώστε να πάρει απ' αυτά λαό για το όνομά του. 15 Και με τούτο συμφωνούν τα λόγια των προφητών, όπως είναι γραμμένο: 16 «Και ύστερα απ' αυτά θα επιστρέψω και θα ανοικοδομήσω τη σκηνή τού Δαβίδ, που έχει πέσει· και τα κατεδαφισμένα της θα τα ανοικοδομήσω, και θα την ανορθώσω· 17 για να εκζητήσουν τον Κύριο οι υπόλοιποι των ανθρώπων, και όλα τα έθνη, επάνω στα οποία καλείται το όνομά μου, λέει ο Κύριος, ο οποίος κάνει όλα αυτά». 18 Από τον αιώνα είναι γνωστά στον Θεό όλα τα έργα του. 19 Γι' αυτό, εγώ κρίνω να μη παρενοχλούμε αυτούς οι οποίοι από τα έθνη επιστρέφουν στον Θεό· 20 αλλά, να τους γράψουμε μία επιστολή να απέχουν από τα μολύσματα των ειδώλων, και από την πορνεία, και το πνικτό, και το αίμα. 21 Επειδή, ο Μωυσής, από τις αρχαίες γενεές, έχει σε κάθε πόλη αυτούς που τον κηρύττουν μέσα στις συναγωγές, μια που διαβάζεται κάθε σάββατο.
22 Τότε, φάνηκε εύλογο στους αποστόλους και στους πρεσβύτερους, μαζί με ολόκληρη την εκκλησία, να εκλέξουν από ανάμεσά τους κάποιους άνδρες, και να στείλουν στην Αντιόχεια, μαζί με τον Παύλο και τον Βαρνάβα, τον Ιούδα, που αποκαλείται Βαρσαβάς, και τον Σίλα, άνδρες προεστώτες ανάμεσα στους αδελφούς· 23 και διαμέσου αυτών έγραψαν τα εξής: Οι απόστολοι, και οι πρεσβύτεροι και οι αδελφοί, προς τους αδελφούς από τα έθνη, που βρίσκονται στην Αντιόχεια και τη Συρία και την Κιλικία, χαίρετε. 24 Επειδή ακούσαμε ότι μερικοί, που βγήκαν από μας, σας τάραξαν με λόγια, και διαστρέφουν τις ψυχές σας, λέγοντας να κάνετε την περιτομή, και να τηρείτε τον νόμο, στους οποίους εμείς αυτό δεν το παραγγείλαμε· 25 φάνηκε εύλογο σε μας, αφού συγκεντρωθήκαμε με την ίδια γνώμη, να εκλέξουμε κάποιους άνδρες, και να τους στείλουμε σε σας, μαζί με τους αγαπητούς μας Βαρνάβα και Παύλο, 26 ανθρώπους που παρέδωσαν τις ψυχές τους υπέρ του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. 27 Στείλαμε, λοιπόν, τον Ιούδα και τον Σίλα, για να σας αναγγείλουν προφορικά κι αυτοί τα ίδια. 28 Επειδή, φάνηκε εύλογο στο Άγιο Πνεύμα και σε μας, να μη επιβάλουμε σε σας κανένα βάρος περισσότερο, εκτός από τούτα τα αναγκαία, 29 να απέχετε από ειδωλόθυτα, και από αίμα, και πνικτό, και πορνεία· από τα οποία φυλάγοντας τον εαυτό σας, θα πράξετε καλά· υγιαίνετε. 30 Αυτοί μεν, λοιπόν, όταν αφέθηκαν, ήρθαν στην Αντιόχεια· και αφού συγκέντρωσαν το πλήθος, επέδωσαν την επιστολή. 31 Και όταν τη διάβασαν, χάρηκαν για την παρηγορία που περιείχε. 32 Ο δε Ιούδας και ο Σίλας, που κι αυτοί ήσαν προφήτες, παρηγόρησαν τους αδελφούς με πολλά λόγια, και τους στήριξαν. 33 Και αφού διέμειναν εκεί κάποιο χρονικό διάστημα, στάλθηκαν με ειρήνη από τους αδελφούς προς τους αποστόλους. 34 Στον Σίλα, όμως, φάνηκε εύλογο να μείνει ακόμα εκεί. 35 Ο δε Παύλος και ο Βαρνάβας διέμεναν στην Αντιόχεια, διδάσκοντας και κηρύττοντας, μαζί και με άλλους πολλούς, τον λόγο τού Κυρίου.
36 ΚΑΙ μετά από μερικές ημέρες, ο Παύλος είπε στον Βαρνάβα: Ας επιστρέψουμε τώρα και ας επισκεφθούμε τούς αδελφούς μας σε κάθε πόλη, στις οποίες κηρύξαμε τον λόγο τού Κυρίου, πώς έχουν. 37 Και ο μεν Βαρνάβας στοχάστηκε να πάρει μαζί τον Ιωάννη, που λεγόταν Μάρκος· 38 ο Παύλος, όμως, αξίωνε, αυτόν που αποχωρίστηκε απ' αυτούς από την Παμφυλία, και δεν τους ακολούθησε μαζί στο έργο· τούτον να μη τον πάρουν μαζί. 39 Συνέβηκε, λοιπόν, ερεθισμός, ώστε χώρισαν ο ένας από τον άλλον· και ο μεν Βαρνάβας, παίρνοντας τον Μάρκο, εξέπλευσε για την Κύπρο. 40 Ο δε Παύλος, διαλέγοντας τον Σίλα, αναχώρησε, αφού παραδόθηκε από τους αδελφούς στη χάρη τού Θεού. 41 Και περνούσε μέσα από τη Συρία και την Κιλικία, επιστηρίζοντας τις εκκλησίες.
Κεφάλαιον 16
1 Και έφτασε στη Δέρβη και τη Λύστρα· και να! εκεί ήταν κάποιος μαθητής, με το όνομα Τιμόθεος, γιος κάποιας γυναίκας Ιουδαίας πιστής, από πατέρα δε Έλληνα· 2 ο οποίος είχε καλή μαρτυρία από τους αδελφούς των Λύστρων και του Ικονίου. 3 Αυτόν ο Παύλος θέλησε να βγει μαζί του· και αφού τον πήρε, έκανε σ' αυτόν την περιτομή, εξαιτίας των Ιουδαίων, που ήσαν σ' εκείνους τούς τόπους· επειδή, όλοι γνώριζαν τον πατέρα του ότι ήταν Έλληνας. 4 Και καθώς περνούσαν μέσα από τις πόλεις, τους παρέδιναν παραγγέλματα να φυλάττουν τα δόγματα, που είχαν εγκριθεί από τους αποστόλους και τους πρεσβύτερους που ήσαν στην Ιερουσαλήμ. 5 Οι μεν εκκλησίες, λοιπόν, στερεώνονταν στην πίστη, και αύξαναν σε αριθμό καθημερινά.
6 Και αφού πέρασαν διαμέσου τής Φρυγίας και της γης τής Γαλατίας, επειδή εμποδίστηκαν από το Άγιο Πνεύμα να κηρύξουν τον λόγο στην Ασία, 7 ήρθαν προς τη Μυσία, και προσπαθούσαν να πάνε προς τη Βιθυνία· όμως, δεν τους άφησε το Πνεύμα. 8 Και αφού πέρασαν τη Μυσία, κατέβηκαν στην Τρωάδα. 9 Και στον Παύλο φάνηκε κατά τη νύχτα ένα όραμα: Ένας άνδρας Μακεδόνας στεκόταν όρθιος, παρακαλώντας τον και λέγοντας: Διάβα στη Μακεδονία, και βοήθησέ μας. 10 Και μόλις είδε το όραμα, ζητήσαμε αμέσως να πάμε στη Μακεδονία, συμπεραίνοντας ότι ο Κύριος μας προσκαλεί να κηρύξουμε σ' αυτούς το Ευαγγέλιο.
11 Αφού, λοιπόν, αποπλεύσαμε από την Τρωάδα, περάσαμε κατευθείαν στη Σαμοθράκη, και την ακόλουθη ημέρα στη Νεάπολη, 12 και από εκεί στους Φιλίππους, που είναι η πρώτη πόλη εκείνου τού μέρους τής Μακεδονίας, Ρωμαϊκή αποικία· και διαμέναμε σ' αυτή την πόλη μερικές ημέρες. 13 Και κατά την ημέρα τού σαββάτου βγήκαμε έξω από την πόλη κοντά στον ποταμό, όπου συνηθιζόταν να γίνεται προσευχή, και αφού καθήσαμε, μιλούσαμε στις γυναίκες που είχαν συγκεντρωθεί. 14 Και κάποια γυναίκα, που ονομαζόταν Λυδία, πωλήτρια πορφύρας, από την πόλη των Θυατείρων, η οποία σεβόταν τον Θεό, άκουγε· της οποίας ο Κύριος διάνοιξε την καρδιά για να προσέχει σ' εκείνα που μιλούσε ο Παύλος. 15 Και αφού βαπτίστηκε αυτή και ολόκληρη η οικογένειά της, παρακάλεσε λέγοντας: Αν με κρίνατε ότι είμαι πιστή στον Κύριο, περάστε μέσα στο σπίτι μου, και μείνετε· και μας βίασε.
16 Και ενώ πορευόμασταν στην προσευχή, μας συνάντησε κάποια δούλη, που είχε πνεύμα πύθωνα, η οποία έδινε πολύ κέρδος στους κυρίους της, ασκώντας μαντεία. 17 Αυτή, ακολουθώντας τον Παύλο κι εμάς, έκραζε λέγοντας: Οι άνθρωποι αυτοί είναι δούλοι τού ύψιστου Θεού, οι οποίοι κηρύττουν σ' εμάς δρόμο σωτηρίας. 18 Κι αυτό το έκανε για πολλές ημέρες. Ο δε Παύλος, επειδή το θεώρησε βάρος, και καθώς στράφηκε προς τα πίσω, είπε στο πνεύμα: Σε προστάζω στο όνομα του Ιησού Χριστού να βγεις έξω απ' αυτή. Και βγήκε έξω την ίδια εκείνη ώρα. 19 Και όταν οι κύριοί της είδαν ότι βγήκε η ελπίδα τού κέρδους τους, πιάνοντας τον Παύλο και τον Σίλα, τους έσυραν στην αγορά προς τους άρχοντες· 20 και φέρνοντάς τους προς τους στρατηγούς, είπαν: Αυτοί οι άνθρωποι, που είναι Ιουδαίοι, αναταράζουν την πόλη μας· 21 και διδάσκουν έθιμα, που δεν μας είναι επιτρεπτό να παραδεχόμαστε, ούτε να τα πράττουμε, επειδή εμείς είμαστε Ρωμαίοι. 22 Και ο όχλος, όρμησε μαζί εναντίον τους, και οι στρατηγοί, αφού έσχισαν τα ιμάτιά τους, πρόσταζαν να τους ραβδίζουν. 23 Και αφού τούς έδωσαν πολλούς ραβδισμούς, τους έβαλαν σε φυλακή, δίνοντας παραγγελία στον δεσμοφύλακα να τους φυλάττει με ασφάλεια· 24 ο οποίος, μια και πήρε τέτοια παραγγελία, τους έβαλε στην εσώτερη φυλακή, και έκλεισε τα πόδια τους στο ξύλο. 25 Και κατά τα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας καθώς προσεύχονταν υμνούσαν τον Θεό· και τους άκουγαν με προσοχή οι φυλακισμένοι. 26 Και ξαφνικά έγινε μεγάλος σεισμός, ώστε σαλεύτηκαν τα θεμέλια του δεσμωτηρίου· κι αμέσως άνοιξαν όλες οι θύρες, και λύθηκαν απ' όλους τα δεσμά. 27 Και όταν ο δεσμοφύλακας ξύπνησε, και είδε ανοιγμένες τις θύρες τής φυλακής, έσυρε μια μάχαιρα, και επρόκειτο να αυτοθανατωθεί, νομίζοντας ότι οι δέσμιοι είχαν φύγει. 28 Όμως, ο Παύλος έκραξε με δυνατή φωνή, λέγοντας: Μη πράξεις τίποτε κακό στον εαυτό σου· επειδή, όλοι είμαστε εδώ. 29 Και αφού ζήτησε φώτα, πήδησε μέσα, και κατατρομαγμένος, έπεσε μπροστά στον Παύλο και στον Σίλα· 30 και αφού τους έβγαλε έξω, είπε: Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ; 31 Και εκείνοι είπαν: Πίστεψε στον Κύριο Ιησού Χριστό, και θα σωθείς, εσύ και η οικογένειά σου. 32 Και του μίλησαν τον λόγο τού Κυρίου, και σε όλους, αυτούς που ήσαν μέσα στο σπίτι του. 33 Και παίρνοντάς τους κατά την ώρα εκείνη τής νύχτας, έλουσε τις πληγές τους· και βαπτίστηκε αμέσως αυτός και όλοι εκείνοι που ήσαν μαζί του· 34 και όταν τούς ανέβασε στο σπίτι του, τους παρέθεσε τραπέζι, και ευφράνθηκε με ολόκληρη την οικογένειά του, καθώς πίστεψε στον Θεό. 35 Και όταν έγινε ημέρα, οι στρατηγοί έστειλαν τους ραβδούχους, λέγοντας: Απόλυσε τους ανθρώπους εκείνους. 36 Και ο δεσμοφύλακας ανήγγειλε αυτά τα λόγια στον Παύλο, λέγοντας ότι: Οι στρατηγοί έστειλαν για να απολυθείτε· τώρα, λοιπόν, βγείτε έξω, και πηγαίνετε με ειρήνη· 37 ο Παύλος, όμως, τους είπε: Ενώ μας έδειραν δημόσια, χωρίς να καταδικαστούμε, αν και είμαστε Ρωμαίοι πολίτες, μας έβαλαν σε φυλακή, και τώρα μας βγάζουν έξω κρυφά; Όχι, βέβαια· αλλά, ας έρθουν αυτοί και ας μας βγάλουν. 38 Οι ραβδούχοι ανήγγειλαν τα λόγια αυτά στους στρατηγούς· και φοβήθηκαν, όταν άκουσαν ότι είναι Ρωμαίοι· 39 και καθώς ήρθαν, τους παρακάλεσαν, και αφού τους έβγαλαν έξω, τους παρακαλούσαν να αναχωρήσουν από την πόλη. 40 Και εκείνοι, όταν βγήκαν από τη φυλακή, πήγαν στο σπίτι τής Λυδίας· και αφού είδαν τούς αδελφούς, τους παρηγόρησαν, και αναχώρησαν.