355 500 произведений, 25 200 авторов.

Электронная библиотека книг » Автор Неизвестен » Η Καινή Διαθήκη (Φιλος) » Текст книги (страница 4)
Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)
  • Текст добавлен: 4 октября 2016, 23:23

Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)"


Автор книги: Автор Неизвестен


Жанры:

   

Религия

,

сообщить о нарушении

Текущая страница: 4 (всего у книги 46 страниц)

Κεφάλαιον 16

1 Και καθώς ήρθαν κοντά του οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι, πειράζοντάς τον, ζήτησαν να τους δείξει ένα σημείο από τον ουρανό. 2 Και εκείνος, αποκρινόμενος σ' αυτούς, είπε: Όταν γίνει βράδυ, λέτε: Καλός ο καιρός· επειδή, ο ουρανός κοκκινίζει. 3 Και το πρωί: Σήμερα είναι χειμώνας· επειδή, ο ουρανός κοκκινίζει σκοτεινιάζοντας. Υποκριτές, το μεν πρόσωπο του ουρανού ξέρετε να το διακρίνετε, τα σημεία των καιρών, όμως, δεν μπορείτε; 4 Γενεά πονηρή και μοιχαλίδα ζητάει σημείο· όμως, σημείο δεν θα δοθεί σ' αυτήν, παρά μονάχα το σημείο τού προφήτη Ιωνά. Και αφήνοντάς τους αναχώρησε.

5 Και όταν οι μαθητές ήρθαν στην αντίπερα όχθη, λησμόνησαν να πάρουν ψωμιά. 6 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Βλέπετε και προσέχετε από τη ζύμη των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων. 7 Και εκείνοι συλλογίζονταν μέσα τους, λέγοντας ότι: Ψωμιά δεν πήραμε. 8 Και καθώς ο Ιησούς κατάλαβε, είπε σ' αυτούς: Τι σκέψεις κάνετε μέσα σας, ότι δεν πήρατε ψωμιά, ολιγόπιστοι; 9 Ακόμα δεν καταλαβαίνετε ούτε θυμάστε τα πέντε ψωμιά των 5.000, και πόσα κοφίνια πήρατε; 10 Ούτε τα επτά ψωμιά των 4.000, και πόσα ψαροκόφινα πήρατε; 11 Πώς δεν καταλαβαίνετε ότι δεν σας είπα για ψωμί, όταν είπα να προσέχετε από τη ζύμη των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων; 12 Τότε, κατάλαβαν ότι δεν είπε να προσέχουν από τη ζύμη του ψωμιού, αλλά από τη διδασκαλία των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων.

13 Και όταν ο Ιησούς ήρθε στα μέρη τής Καισάρειας του Φιλίππου, ρωτούσε τους μαθητές του, λέγοντας: Για ποιον με λένε οι άνθρωποι ότι είμαι εγώ ο Υιός τού ανθρώπου; 14 Και εκείνοι είπαν: Άλλοι μεν για τον Βαπτιστή Ιωάννη· άλλοι δε για τον Ηλία, και άλλοι για τον Ιερεμία ή για έναν από τους Προφήτες. 15 Λέει σ' αυτούς: Εσείς, όμως, για ποιον με λέτε ότι είμαι; 16 Και αποκρινόμενος ο Σίμωνας Πέτρος, είπε: Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός τού ζωντανού Θεού. 17 Και αποκρινόμενος ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Μακάριος είσαι, Σίμωνα, γιε τού Ιωνά, επειδή αυτό δεν σου το αποκάλυψε σάρκα και αίμα, αλλά ο Πατέρας μου, που είναι στους ουρανούς. 18 Και εγώ, μάλιστα, σου λέω ότι: Εσύ είσαι ο Πέτρος, και επάνω σ' αυτή την πέτρα θα κτίσω την εκκλησία μου· και πύλες άδη δεν θα υπερισχύσουν εναντίον της. 19 Και θα σου δώσω τα κλειδιά τής βασιλείας των ουρανών· και ό,τι αν δέσεις επάνω στη γη, θα είναι δεμένο στους ουρανούς· και ό,τι αν λύσεις επάνω στη γη, θα είναι λυμένο στους ουρανούς. 20 Τότε, παρήγγειλε στους μαθητές του να μη πουν σε κανέναν, ότι αυτός είναι ο Ιησούς, ο Χριστός.

21 Από τότε ο Ιησούς άρχισε να δείχνει στους μαθητές του, ότι πρέπει να πάει στα Ιεροσόλυμα, και να πάθει πολλά από τους πρεσβύτερους και τους αρχιερείς και τους γραμματείς, και να θανατωθεί, και την τρίτη ημέρα να αναστηθεί. 22 Και ο Πέτρος, παίρνοντάς τον κατά μέρος, άρχισε να τον επιτιμάει, λέγοντας: Κύριε, γίνε ευμενής στον εαυτό σου· δεν θα γίνει αυτό σε σένα. 23 Και εκείνος, αφού στράφηκε, είπε στον Πέτρο: Πήγαινε πίσω μου, σατανά, μου είσαι σκάνδαλο· επειδή, δεν φρονείς τα πράγματα του Θεού, αλλά εκείνα των ανθρώπων. 24 Τότε, ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: Αν κάποιος θέλει νάρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, κι ας σηκώσει τον σταυρό του, κι ας με ακολουθεί. 25 Επειδή, όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος χάσει τη ζωή του, εξαιτίας μου, θα τη βρει. 26 Επειδή, τι ωφελείται ο άνθρωπος, αν κερδήσει ολόκληρο τον κόσμο, ζημιωθεί όμως την ψυχή του; Ή, τι θα δώσει ο άνθρωπος σε ανταλλαγή τής ψυχής του; 27 Επειδή, ο Υιός τού ανθρώπου πρόκειται νάρθει μέσα στη δόξα τού Πατέρα του μαζί με τους αγγέλους του· και τότε θα αποδώσει στον καθέναν σύμφωνα με την πράξη του. 28 Σας διαβεβαιώνω, υπάρχουν μερικοί απ' αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευτούν θάνατο, μέχρις ότου δουν τον Υιό τού ανθρώπου να έρχεται μέσα στη βασιλεία του.

Κεφάλαιον 17

1 ΚΑΙ ύστερα από έξι ημέρες, ο Ιησούς παίρνει τον Πέτρο, και τον Ιάκωβο, και τον αδελφό του, τον Ιωάννη, και τους ανεβάζει σε ένα ψηλό βουνό, κατ' ιδίαν. 2 Και μεταμορφώθηκε μπροστά τους· και το πρόσωπό του έλαμψε σαν τον ήλιο, και τα ιμάτιά του έγιναν άσπρα σαν το φως. 3 Και ξάφνου, φάνηκαν σ' αυτούς ο Μωυσής και ο Ηλίας να συνομιλούν μαζί του. 4 Και αποκρινόμενος ο Πέτρος, είπε στον Ιησού: Κύριε, είναι καλό να είμαστε εδώ· αν θέλεις, ας κάνουμε εδώ τρεις σκηνές, μία για σένα, μία για τον Μωυσή, και μία για τον Ηλία. 5 Ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ξάφνου, μια φωτεινή νεφέλη τούς επισκίασε· και ξάφνου, μια φωνή από τη νεφέλη, που έλεγε: Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, στον οποίο ευαρεστήθηκα· αυτόν να ακούτε. 6 Και ακούγοντας οι μαθητές έπεσαν με το πρόσωπό τους στη γη, και φοβήθηκαν υπερβολικά. 7 Και καθώς ο Ιησούς ήρθε κοντά τους, τους έπιασε, και είπε: Σηκωθείτε, και μη φοβάστε. 8 Και εκείνοι υψώνοντας τα μάτια τους, δεν είδαν κανέναν, παρά τον Ιησού, μόνον. 9 Κι ενώ κατέβαιναν από το βουνό, ο Ιησούς παρήγγειλε σ' αυτούς, λέγοντας: Μη πείτε σε κανέναν το όραμα, μέχρις ότου ο Υιός τού ανθρώπου αναστηθεί από τους νεκρούς. 10 Και οι μαθητές του τον ρώτησαν, λέγοντας: Γιατί οι γραμματείς λένε ότι πρέπει πρώτα νάρθει ο Ηλίας; 11 Και αποκρινόμενος ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Ο Ηλίας έρχεται μεν πρώτα, και θα τα αποκαταστήσει όλα· 12 σας λέω, όμως, ότι ο Ηλίας ήρθε ήδη, και δεν τον γνώρισαν, αλλά έπραξαν σ' αυτόν όσα θέλησαν· έτσι πρόκειται να πάθει απ' αυτούς και ο Υιός τού ανθρώπου. 13 Τότε, οι μαθητές κατάλαβαν ότι τους είπε για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή.

14 Και όταν ήρθαν προς το πλήθος, τον πλησίασε κάποιος άνθρωπος γονατίζοντας σ' αυτόν, 15 και λέγοντας: Κύριε, ελέησέ μου τον γιο, επειδή παθαίνει σεληνιασμό, και υποφέρει φοβερά· με αποτέλεσμα να πέφτει στη φωτιά, και πολλές φορές στο νερό· 16 και τον έφερα στους μαθητές σου, αλλά δεν μπόρεσαν να τον θεραπεύσουν. 17 Και αποκρινόμενος ο Ιησούς, είπε: Ω, γενεά άπιστη και διεστραμμένη, μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας; Μέχρι πότε θα σας υποφέρω; Φέρτε τον εδώ σε μένα. 18 Και ο Ιησούς τον επιτίμησε, και το δαιμόνιο βγήκε απ' αυτόν, και το παιδί θεραπεύθηκε από εκείνη την ώρα. 19 Τότε, καθώς οι μαθητές πλησίασαν ιδιαιτέρως τον Ιησού, είπαν: Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλουμε; 20 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Εξαιτίας της απιστίας σας· επειδή, σας διαβεβαιώνω: Αν έχετε πίστη σαν κόκκον σιναπιού, θα πείτε σ' αυτό το βουνό: Πήγαινε από εδώ εκεί, και θα πάει, και δεν θα είναι σε σας τίποτε αδύνατο· 21 τούτο, μάλιστα, το γένος δεν βγαίνει, παρά μονάχα με προσευχή και νηστεία.

22 Και ενώ διέμεναν στη Γαλιλαία, ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Ο Υιός του ανθρώπου πρόκειται να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων· 23 και θα τον θανατώσουν, και την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. Και λυπήθηκαν υπερβολικά.

24 Και καθώς ήρθαν στην Καπερναούμ, πλησίασαν τον Πέτρο αυτοί που έπαιρναν τα δίδραχμα, και είπαν: Ο δάσκαλός σας δεν πληρώνει τα δίδραχμα; 25 Λέει: Ναι. Και όταν μπήκε στο σπίτι, ο Ιησούς τον πρόλαβε, λέγοντας: Σίμωνα, τι νομίζεις; Οι βασιλιάδες τής γης από ποιους παίρνουν φόρους ή δασμό; Από τους γιους τους ή από τους ξένους; 26 Ο Πέτρος λέει σ' αυτόν: Από τους ξένους. Ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Επομένως, οι γιοι είναι ελεύθεροι. 27 Όμως, για να μη τους σκανδαλίσουμε, πήγαινε στη θάλασσα, και ρίξε ένα αγκίστρι, και πάρε το πρώτο ψάρι που θα ανέβει, κι ανοίγοντας το στόμα του, θα βρεις έναν στατήρα· εκείνον, αφού τον πάρεις, δώσ' τον σ' αυτούς για μένα και για σένα.

Κεφάλαιον 18

1 ΚΑΤΑ την ώρα εκείνη ήρθαν οι μαθητές στον Ιησού, λέγοντας: Ποιος είναι, άραγε, μεγαλύτερος στη βασιλεία των ουρανών; 2 Και ο Ιησούς, προσκαλώντας ένα παιδάκι, το έστησε στο μέσον τους, 3 και είπε: Σας διαβεβαιώνω, αν δεν επιστρέψετε, και γίνετε σαν τα παιδάκια, δεν θα μπείτε μέσα στη βασιλεία των ουρανών. 4 Όποιος, λοιπόν, ταπεινώσει τον εαυτό του σαν αυτό το παιδάκι, αυτός είναι ο μεγαλύτερος στη βασιλεία των ουρανών· 5 και όποιος δεχθεί ένα τέτοιο παιδάκι στο όνομά μου, δέχεται εμένα.

6 Όποιος, όμως, σκανδαλίσει ένα απ' αυτά τα μικρά, που πιστεύουν σε μένα, τον συμφέρει να κρεμάσει στο λαιμό του μια μυλόπετρα, και να καταποντιστεί στο πέλαγος της θάλασσας. 7 Αλλοίμονο στον κόσμο για τα σκάνδαλα· επειδή, τα σκάνδαλα είναι ανάγκη νάρθουν· όμως, αλλοίμονο στον άνθρωπο εκείνον, διαμέσου του οποίου έρχεται το σκάνδαλο. 8 Και αν το χέρι σου ή το πόδι σου σε σκανδαλίζει, κόψ' τα, και πέταξέ τα από πάνω σου· είναι καλύτερο σε σένα να μπεις μέσα στη ζωή χωλός ή κουλός, παρά έχοντας δύο χέρια ή δύο πόδια να ριχτείς στην αιώνια φωτιά. 9 Και αν το μάτι σου σε σκανδαλίζει, βγάλ' το, και πέταξέ το από πάνω σου· είναι καλύτερο σε σένα να μπεις μέσα στη ζωή μονόφθαλμος, παρά έχοντας δύο μάτια να ριχτείς στη γέεννα της φωτιάς.

10 Προσέχετε, μη καταφρονήσετε ένα από τούτα τα μικρά· επειδή, σας λέω, ότι οι άγγελοί τους στους ουρανούς βλέπουν ακατάπαυστα το πρόσωπο του Πατέρα μου, που είναι στους ουρανούς. 11 Επειδή, ο Υιός τού ανθρώπου ήρθε για να σώσει το χαμένο. 12 Τι νομίζετε; Αν κάποιος άνθρωπος έχει 100 πρόβατα, και ένα απ' αυτά πλανηθεί, δεν αφήνει τα 99, και, πηγαίνοντας επάνω στα βουνά, αναζητάει αυτό που πλανιέται; 13 Και αν συμβεί να το βρει, σας διαβεβαιώνω ότι, χαίρεται γι' αυτό περισσότερο παρά για τα 99, που δεν είχαν πλανηθεί. 14 Έτσι, δεν είναι θέλημα μπροστά στον Πατέρα σας, που είναι στους ουρανούς, να χαθεί ένας απ' αυτούς τους μικρούς.

15 Και αν ο αδελφός σου αμαρτήσει σε σένα, πήγαινε, και έλεγξέ τον, ανάμεσα σε σένα και σ' αυτόν, μόνον· αν σε ακούσει, κέρδησες τον αδελφό σου· 16 αν, όμως, δεν ακούσει, πάρε μαζί σου ακόμα έναν ή δύο, για να επιβεβαιωθεί κάθε λόγος από το στόμα δύο ή τριών μαρτύρων. 17 Και αν τους παρακούσει, πες το στην εκκλησία· αλλά, αν και την εκκλησία παρακούσει, ας είναι σε σένα σαν τον εθνικό ή τον τελώνη. 18 Σας διαβεβαιώνω: Όσα αν δέσετε επάνω στη γη, θα είναι δεμένα στον ουρανό· και όσα αν λύσετε επάνω στη γη, θα είναι λυμένα στον ουρανό. 19 Σας λέω ξανά ότι, αν δύο από σας συμφωνήσουν επάνω στη γη, για κάθε πράγμα, για το οποίο θα έκαναν αίτηση, θα γίνει σ' αυτούς από τον Πατέρα μου, που είναι στους ουρανούς. 20 Επειδή, όπου είναι δύο ή τρεις συγκεντρωμένοι στο όνομά μου, εκεί είμαι εγώ ανάμεσά τους.

21 Τότε, αφού τον πλησίασε ο Πέτρος, είπε: Κύριε, πόσες φορές αν ο αδελφός μου αμαρτήσει σε μένα, θα τον συγχωρήσω; Μέχρι επτά φορές; 22 Ο Ιησούς λέει σ' αυτόν: Δεν σου λέω μέχρι επτά φορές, αλλά μέχρι 70 φορές επτά. 23 Γι' αυτό, η βασιλεία των ουρανών ομοιώθηκε με έναν άνθρωπο βασιλιά, που θέλησε να εξετάσει τους λογαριασμούς του με τους δούλους του. 24 Και όταν άρχισε να εξετάζει, φέρθηκε σ' αυτόν ένας οφειλέτης 10.000 ταλάντων. 25 Και επειδή δεν είχε να τα αποδώσει, ο κύριός του πρόσταξε να πουληθεί αυτός, και η γυναίκα του, και τα παιδιά του, και όλα όσα είχε, και να αποδοθεί αυτό που χρωστούσε. 26 Καθώς, λοιπόν, ο δούλος, έπεσε στα πόδια του, τον προσκυνούσε, λέγοντας: Κύριε, μακροθύμησε σε μένα, και θα σου τα αποδώσω όλα. 27 Και επειδή ο κύριος εκείνου τού δούλου τον σπλαχνίστηκε, τον άφησε ελεύθερο, του χάρισε μάλιστα και το δάνειο. 28 Όταν, όμως, εκείνος ο δούλος βγήκε έξω, βρήκε έναν από τους συνδούλους του, που του χρωστούσε 100 δηνάρια· και αφού τον έπιασε τον έπνιγε, λέγοντας: Απόδωσέ μου ό,τι χρωστάς. 29 Πέφτοντας, λοιπόν, ο σύνδουλός του στα πόδια του, τον παρακαλούσε, λέγοντας: Μακροθύμησε σε μένα, και θα σου τα αποδώσω όλα. 30 Εκείνος, όμως, δεν ήθελε, αλλά φεύγοντας, τον έβαλε σε φυλακή, μέχρις ότου αποδώσει εκείνο που χρωστούσε. 31 Βλέποντας, όμως, οι σύνδουλοί του αυτά που έγιναν, λυπήθηκαν υπερβολικά· και καθώς ήρθαν, φανέρωσαν στον κύριό τους όλα όσα έγιναν. 32 Τότε, αφού τον προσκάλεσε ο κύριός του, του λέει: Δούλε πονηρέ, όλο εκείνο το χρέος σού το χάρισα, επειδή με παρακάλεσες· 33 δεν έπρεπε κι εσύ να ελεήσεις τον σύνδουλό σου, όπως κι εγώ σε ελέησα; 34 Και επειδή ο κύριός του οργίστηκε, τον παρέδωσε στους βασανιστές, μέχρις ότου αποδώσει σ' αυτόν ολόκληρο εκείνο που όφειλε. 35 Έτσι και ο ουράνιος Πατέρας μου θα κάνει σε σας, αν δεν συγχωρήσετε από την καρδιά σας κάθε ένας στον αδελφό του τα παραπτώματά τους.

Κεφάλαιον 19

1 ΚΑΙ όταν ο Ιησούς τελείωσε αυτά τα λόγια, αναχώρησε από τη Γαλιλαία, και ήρθε στα όρια της Ιουδαίας, πέρα από τον Ιορδάνη. 2 Και τον ακολούθησαν πολλά πλήθη· και τους θεράπευσε εκεί. 3 Και ήρθαν σ' αυτόν οι Φαρισαίοι, πειράζοντάς τον, και λέγοντάς του: Επιτρέπεται στον άνθρωπο να χωρίσει τη γυναίκα του για κάθε αιτία; 4 Και αποκρινόμενος αυτός είπε: Δεν διαβάσατε ότι εκείνος που τους έπλασε απαρχής, αρσενικό και θηλυκό τούς έπλασε; 5 Και είπε: «Εξαιτίας αυτού, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα και τη μητέρα, και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του, και θα είναι οι δύο σε μία σάρκα»; 6 Ώστε, δεν είναι πλέον δύο, αλλά μία σάρκα. Εκείνο, λοιπόν, που ο Θεός συνένωσε, άνθρωπος ας μη χωρίζει. 7 Του λένε: Γιατί, λοιπόν, ο Μωυσής πρόσταξε να δώσει έγγραφο διαζυγίου, και να τη χωρίσει; 8 Τους λέει: Επειδή, ο Μωυσής εξαιτίας τής σκληροκαρδίας σας επέτρεψε να χωρίζεστε τις γυναίκες σας· απαρχής, όμως, δεν είχε γίνει έτσι. 9 Σας λέω δε ότι, όποιος χωρίσει τη γυναίκα του, εκτός για λόγον πορνείας, και νυμφευθεί άλλη, γίνεται μοιχός· και όποιος νυμφευθεί χωρισμένη γυναίκα, γίνεται μοιχός. 10 Του λένε οι μαθητές του: Αν έτσι έχει η υποχρέωση του άνδρα απέναντι στη γυναίκα, δεν συμφέρει να νυμφευθεί. 11 Και εκείνος τούς είπε: Δεν μπορούν όλοι να δεχθούν αυτό τον λόγο, αλλά σε όσους είναι δοσμένο. 12 Επειδή, υπάρχουν ευνούχοι, που γεννήθηκαν έτσι από την κοιλιά τής μητέρας τους· και υπάρχουν ευνούχοι, που ευνουχίστηκαν από τους ανθρώπους· και υπάρχουν ευνούχοι, που ευνούχισαν τον εαυτό τους για τη βασιλεία των ουρανών. Όποιος μπορεί να το δεχθεί, ας το δεχθεί.

13 Τότε φέρθηκαν σ' αυτόν παιδάκια, για να επιθέσει τα χέρια επάνω τους και να προσευχηθεί· αλλά, οι μαθητές τά επέπληξαν. 14 Ο Ιησούς, όμως, είπε: Αφήστε τα παιδάκια, και μη τα εμποδίζετε νάρθουν σε μένα· επειδή, για τέτοιους είναι η βασιλεία των ουρανών. 15 Και αφού έβαλε επάνω τους τα χέρια, αναχώρησε.

16 Και ξάφνου, πλησιάζοντας κάποιος τού είπε: Δάσκαλε αγαθέ, τι καλό να πράξω για να έχω αιώνια ζωή; 17 Και εκείνος τού είπε: Τι με λες αγαθό; Δεν υπάρχει κανένας αγαθός, παρά μονάχα ένας, ο Θεός. Αλλά, αν θέλεις να μπεις μέσα στη ζωή, φύλαξε τις εντολές. 18 Του λέει: Ποιες; Και ο Ιησούς είπε: Το «Μη φονεύσεις· Μη μοιχεύσεις· Μη κλέψεις· Μη ψευδομαρτυρήσεις. 19 Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα»· και: «Θα αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». 20 Του λέει ο νεανίσκος: Όλα αυτά τα φύλαξα από τη νιότη μου· τι μου λείπει ακόμα; 21 Του είπε ο Ιησούς: Αν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου, και δώσ' τα στους φτωχούς· και θάχεις θησαυρό στον ουρανό· και έλα, ακολούθα με. 22 Ακούγοντας δε ο νεανίσκος τον λόγο, αναχώρησε λυπούμενος· επειδή, είχε πολλά κτήματα. 23 Και ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: Σας διαβεβαιώνω ότι, δύσκολα ένας πλούσιος θα μπει μέσα στη βασιλεία των ουρανών. 24 Και σας ξαναλέω: Ευκολότερο είναι να περάσει μια καμήλα από βελονότρυπα, παρά ένας πλούσιος να μπει μέσα στη βασιλεία τού Θεού. 25 Και όταν το άκουσαν οι μαθητές του, εκπλήττονταν υπερβολικά, λέγοντας: Ποιος μπορεί, λοιπόν, να σωθεί; 26 Και ο Ιησούς, καθώς τους κοίταξε καλά, τους είπε: Για τους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατον, για τον Θεό, όμως, όλα είναι δυνατά. 27 Τότε, αποκρινόμενος ο Πέτρος, είπε σ' αυτούς: Δες, εμείς τα αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε· τι θα είναι, λοιπόν, σε μας; 28 Και ο Ιησούς τους είπε: Σας διαβεβαιώνω, ότι εσείς που με ακολουθήσατε, κατά την παλιγγενεσία, όταν ο Υιός τού ανθρώπου καθήσει επάνω στον θρόνο τής δόξας του, θα καθήσετε κι εσείς επάνω σε δώδεκα θρόνους για να κρίνετε τις δώδεκα φυλές τού Ισραήλ. 29 Και κάθε ένας που άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή χωράφια, εξαιτίας τού ονόματός μου, θα πάρει 100 φορές περισσότερα, και θα κληρονομήσει αιώνια ζωή. 30 Πολλοί, όμως, πρώτοι θα είναι τελευταίοι, και τελευταίοι πρώτοι.

Κεφάλαιον 20

1 Επειδή, η βασιλεία των ουρανών είναι όμοια με έναν άνθρωπο οικοδεσπότη, που βγήκε έξω αμέσως το πρωί για να μισθώσει εργάτες για τον αμπελώνα του· 2 και αφού συμφώνησε με τους εργάτες για ένα δηνάριο την ημέρα, τους έστειλε στον αμπελώνα του. 3 Και βγαίνοντας έξω γύρω στις εννιά η ώρα το πρωί, είδε άλλους στην αγορά να στέκονται αργοί. 4 Και σ' εκείνους είπε: Πηγαίνετε κι εσείς στον αμπελώνα, και ό,τι είναι δίκαιο θα σας δώσω. Και εκείνοι πήγαν. 5 Όταν ξαναβγήκε γύρω στις δώδεκα και στις τρεις η ώρα έκανε το ίδιο. 6 Και βγαίνοντας έξω γύρω στις πέντε η ώρα το απόγευμα, βρήκε άλλους να στέκονται αργοί, και λέει σ' αυτούς: Γιατί στέκεστε εδώ αργοί όλη την ημέρα; 7 Του λένε: Επειδή, δεν μας μίσθωσε κανένας· λέει σ' αυτούς: Πηγαίνετε κι εσείς στον αμπελώνα, και θα πάρετε ό,τι είναι δίκαιο. 8 Και αφού έγινε βράδυ, ο κύριος του αμπελώνα λέει στον επίτροπό του: Κάλεσε τους εργάτες, και δώσ' τους τον μισθό, αρχίζοντας από τους τελευταίους μέχρι τούς πρώτους. 9 Και όταν ήρθαν εκείνοι που μισθώθηκαν γύρω στις πέντε η ώρα το απόγευμα, πήραν από ένα δηνάριο. 10 Και καθώς ήρθαν οι πρώτοι νόμισαν ότι θα πάρουν περισσότερα· πήραν, όμως, κι αυτοί από ένα δηνάριο. 11 Και παίρνοντάς το, γόγγυζαν ενάντια στον οικοδεσπότη, 12 λέγοντας ότι: Αυτοί οι τελευταίοι έκαναν μία ώρα, και τους έκανες ίσους μ' εμάς, που βαστάξαμε το βάρος τής ημέρας και τον καύσωνα. 13 Και εκείνος απαντώντας, είπε σε έναν απ' αυτούς: Φίλε, δεν σε αδικώ· δεν συμφώνησες μαζί μου ένα δηνάριο; 14 Πάρε το δικό σου, και πήγαινε· θέλω, όμως, να δώσω σε τούτον τον τελευταίο, όπως και σε σένα· 15 ή δεν έχω δικαίωμα να κάνω ό,τι θέλω με τα δικά μου; Ή το μάτι σου είναι πονηρό, επειδή εγώ είμαι αγαθός; 16 Έτσι οι τελευταίοι θα είναι πρώτοι, και οι πρώτοι τελευταίοι· επειδή, πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί.

17 Και καθώς ο Ιησούς ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα, πήρε τούς δώδεκα μαθητές ιδιαιτέρως στον δρόμο, και τους είπε: 18 Δέστε, ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα, και ο Υιός τού ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και τους γραμματείς, και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο· 19 και θα τον παραδώσουν στα έθνη για να τον εμπαίξουν και να τον μαστιγώσουν και να τον σταυρώσουν· και κατά την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί.

20 Τότε, ήρθε κοντά του η μητέρα των γιων τού Ζεβεδαίου μαζί με τους γιους της, προσκυνώντας, και ζητώντας απ' αυτόν κάτι. 21 Και εκείνος τής είπε: Τι θέλεις; Του λέει: Πες να καθήσουν αυτοί οι δύο γιοι μου, ένας από τα δεξιά σου, και ένας από τα αριστερά σου, στη βασιλεία σου. 22 Και απαντώντας ο Ιησούς, είπε: Δεν ξέρετε τι ζητάτε· μπορείτε να πιείτε το ποτήρι, που εγώ πρόκειται να πιω, και να βαπτιστείτε το βάπτισμα, που εγώ βαπτίζομαι; Του λένε: Μπορούμε. 23 Και τους λέει: Το μεν ποτήρι μου θα πιείτε, και το βάπτισμα, που εγώ βαπτίζομαι, θα βαπτιστείτε· το να καθήσετε, όμως, από τα δεξιά μου και από τα αριστερά μου, δεν είναι δικό μου να δώσω, παρά σε όσους είναι ετοιμασμένο από τον Πατέρα μου. 24 Και όταν το άκουσαν οι δέκα, αγανάκτησαν ενάντια στους δύο αδελφούς. 25 Και ο Ιησούς, αφού τους κάλεσε κοντά του, είπε: Ξέρετε ότι οι άρχοντες των εθνών τα κατακυριεύουν, και οι μεγάλοι τα κατεξουσιάζουν· 26 όμως, δεν θα είναι έτσι ανάμεσά σας· αλλά, όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας, ας είναι υπηρέτης σας· 27 και όποιος θέλει να είναι πρώτος ανάμεσά σας, ας είναι δούλος σας· 28 όπως ο Υιός τού ανθρώπου δεν ήρθε για να υπηρετηθεί, αλλά για να υπηρετήσει, και να δώσει τη ζωή του λύτρο για χάρη πολλών.

29 Και ενώ έβγαιναν από την Ιεριχώ, τον ακολούθησε ένα μεγάλο πλήθος. 30 Και ξάφνου, δύο τυφλοί καθισμένοι κοντά στον δρόμο, όταν άκουσαν ότι περνάει ο Ιησούς, έκραξαν, λέγοντας: Ελέησέ μας, Κύριε, γιε τού Δαβίδ. 31 Και το πλήθος τούς επέπληξε για να σωπάσουν· αλλά, εκείνοι έκραζαν πιο δυνατά, λέγοντας: Ελέησέ μας, Κύριε, γιε τού Δαβίδ. 32 Και καθώς ο Ιησούς στάθηκε, τους φώναξε, και είπε: Τι θέλετε να σας κάνω; 33 Του λένε: Κύριε, να ανοιχτούν τα μάτια μας. 34 Και ο Ιησούς, επειδή τους σπλαχνίστηκε, άγγιξε τα μάτια τους· κι αμέσως τα μάτια τους ξαναείδαν, και τον ακολούθησαν.

Κεφάλαιον 21

1 ΚΑΙ όταν πλησίασαν στα Ιεροσόλυμα, και ήρθαν στη Βηθφαγή, προς το όρος των ελαιών, ο Ιησούς έστειλε τότε δύο μαθητές, λέγοντάς τους: 2 Πηγαίνετε στην κωμόπολη, που είναι απέναντί σας· κι αμέσως θα βρείτε ένα θηλυκό γαϊδούρι δεμένο, και μαζί του ένα πουλαράκι· λύστε τα, και φέρτε τα σε μένα. 3 Και αν κάποιος σας πει κάτι, θα πείτε, ότι ο Κύριος τα έχει ανάγκη· και θα τα στείλει αμέσως. 4 Και όλο τούτο έγινε, για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε διαμέσου τού προφήτη, που είπε: 5 «Πείτε στη θυγατέρα Σιών»: «Δες, ο βασιλιάς σου έρχεται σε σένα πράος, και καθισμένος επάνω σε γαϊδούρι, και πουλάρι, αρσενικό γέννημα υποζυγίου». 6 Και αφού οι μαθητές πορεύτηκαν και έκαναν όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς, 7 έφεραν το γαϊδούρι και το πουλαράκι, και έβαλαν επάνω τους τα ιμάτιά τους και τον έβαλαν και κάθησε επάνω σ' αυτά. 8 Και οι περισσότεροι από το πλήθος έστρωσαν στον δρόμο τα δικά τους ιμάτια· και άλλοι έκοβαν κλαδιά από τα δέντρα, και τα έστρωναν στον δρόμο. 9 Τα δε πλήθη που προπορεύονταν και εκείνα που ακολουθούσαν έκραζαν, λέγοντας: Ωσαννά στον γιο τού Δαβίδ· ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου· ωσαννά εν τοις υψίστοις. 10 Και όταν μπήκε μέσα στα Ιεροσόλυμα σείστηκε ολόκληρη η πόλη, λέγοντας: Ποιος είν' αυτός; 11 Και τα πλήθη έλεγαν: Αυτός είναι ο Ιησούς, ο προφήτης, αυτός από τη Ναζαρέτ τής Γαλιλαίας.

12 Και ο Ιησούς μπήκε μέσα στο ιερό τού Θεού, και έβγαλε έξω όλους αυτούς που πουλούσαν και αγόραζαν μέσα στο ιερό, και αναποδογύρισε τα τραπέζια των αργυραμοιβών, και τα καθίσματα αυτών που πουλούσαν τα περιστέρια· 13 και τους λέει: Είναι γραμμένο: «Ο οίκος μου, θα ονομάζεται οίκος προσευχής»· εσείς, όμως, τον κάνατε «σπήλαιο ληστών». 14 Και ήρθαν κοντά του μέσα στο ιερό τυφλοί και χωλοί· και τους θεράπευσε. 15 Και όταν οι ιερείς και οι γραμματείς είδαν τα θαυμαστά πράγματα που έκανε, και τα παιδιά που έκραζαν μέσα στο ιερό και έλεγαν: Ωσαννά στον γιο τού Δαβίδ, αγανάκτησαν, 16 και του είπαν: Ακούς αυτοί τι λένε; Και ο Ιησούς λέει σ' αυτούς: Ναι· ποτέ δεν διαβάσατε ότι: «Από στόμα νηπίων και από θηλαζόντων ετοίμασες αίνεση»; 17 Και αφού τους άφησε, βγήκε έξω από την πόλη, στη Βηθανία, και διανυχτέρευσε εκεί.

18 Και όταν το πρωί γύριζε στην πόλη, πείνασε· 19 και βλέποντας μια συκιά επάνω στον δρόμο, ήρθε κοντά της, και δεν βρήκε τίποτε επάνω της, παρά μονάχα φύλλα· και της λέει: Να μη γίνει πλέον καρπός από σένα στον αιώνα. Κι αμέσως η συκιά ξεράθηκε. 20 Και οι μαθητές βλέποντας θαύμασαν, λέγοντας: Πώς ξεράθηκε αμέσως η συκιά! 21 Και απαντώντας ο Ιησούς, τους είπε: Σας διαβεβαιώνω, αν έχετε πίστη, και δεν διστάσετε, όχι μονάχα αυτό της συκιάς θα κάνετε, αλλά και σ' αυτό το βουνό αν πείτε: Σήκω και πέσε στη θάλασσα, θα γίνει. 22 Και όλα όσα ζητήσετε στην προσευχή, έχοντας πίστη, θα τα πάρετε.

23 Και όταν ήρθε στο ιερό, καθώς δίδασκε, ήρθαν κοντά του οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού, λέγοντας: Με ποια εξουσία τα κάνεις αυτά; Και ποιος σου έδωσε αυτή την εξουσία; 24 Και ο Ιησούς, απαντώντας, τους είπε: Θα σας ρωτήσω και εγώ έναν λόγο, που αν μου πείτε, θα σας πω και εγώ με ποια εξουσία τα κάνω αυτά· 25 το βάπτισμα του Ιωάννη από πού ήταν; Από τον ουρανό ή από τους ανθρώπους; Και εκείνοι σκέπτονταν μέσα τους, λέγοντας: Αν πούμε: Από τον ουρανό, θα μας πει: Γιατί, λοιπόν, δεν πιστέψατε σ' αυτόν; 26 Αν, όμως, πούμε: Από τους ανθρώπους, φοβόμαστε το πλήθος· επειδή, όλοι έχουν τον Ιωάννη ως προφήτη. 27 Και απαντώντας στον Ιησού, είπαν: Δεν ξέρουμε. Κι αυτός είπε σ' αυτούς: Ούτε εγώ σας λέω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά.

28 Αλλά, τι γνώμη έχετε; Ένας άνθρωπος είχε δύο γιους· και καθώς ήρθε στον πρώτο, είπε: Παιδί μου, πήγαινε σήμερα να δουλέψεις στον αμπελώνα μου. 29 Και εκείνος απαντώντας, είπε: Δεν θέλω· ύστερα, όμως, μετανιώνοντας, πήγε. 30 Και καθώς ήρθε στον δεύτερο, του μίλησε κατά παρόμοιο τρόπο. Και εκείνος απαντώντας, είπε: Εγώ, θα πάω, κύριε· και δεν πήγε. 31 Ποιος από τους δύο έκανε το θέλημα του πατέρα; Του λένε: Ο πρώτος. Λέει σ' αυτούς ο Ιησούς: Σας διαβεβαιώνω, ότι οι τελώνες και οι πόρνες πηγαίνουν πριν από σας στη βασιλεία τού Θεού· 32 επειδή, ήρθε σε σας ο Ιωάννης με δρόμο δικαιοσύνης, και δεν πιστέψατε σ' αυτόν· όμως, οι τελώνες και οι πόρνες πίστεψαν σ' αυτόν· εσείς, όμως, όταν το είδατε, δεν μεταμεληθήκατε κατόπιν, ώστε να πιστέψετε σ' αυτόν.

33 Ακούστε μια άλλη παραβολή: Υπήρχε κάποιος άνθρωπος οικοδεσπότης, ο οποίος φύτεψε έναν αμπελώνα, και έβαλε ολόγυρά του φράχτη, και έσκαψε μέσα σ' αυτόν ένα πατητήρι, και οικοδόμησε έναν πύργο· και τον μίσθωσε σε γεωργούς, και αποδήμησε. 34 Όταν δε πλησίασε ο καιρός των καρπών, έστειλε τους δούλους του προς τους γεωργούς, για να πάρουν τούς καρπούς του. 35 Και οι γεωργοί, αφού έπιασαν τους δούλους του, άλλον μεν έδειραν, και άλλον φόνευσαν, και άλλον λιθοβόλησαν. 36 Έστειλε ξανά άλλους δούλους περισσότερους από τους πρώτους· και σ' αυτούς έκαναν κατά παρόμοιο τρόπο. 37 Έπειτα, όμως, έστειλε σ' αυτούς τον γιο του, λέγοντας: Θα ντραπούν τον γιο μου. 38 Οι γεωργοί, όμως, βλέποντας τον γιο, είπαν αναμεταξύ τους: Αυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε, ας τον φονεύσουμε, και ας κατακρατήσουμε την κληρονομιά του. 39 Και αφού τον έπιασαν, τον έβγαλαν έξω από τον αμπελώνα, και τον φόνευσαν. 40 Όταν, λοιπόν, έρθει ο ιδιοκτήτης τού αμπελώνα, τι θα κάνει σ' εκείνους τους γεωργούς; 41 Του λένε: Τους κακούς θα τους απολέσει με κακό τρόπο· και τον αμπελώνα θα τον μισθώσει σε άλλους γεωργούς, που θα του αποδώσουν τους καρπούς στις εποχές τους. 42 Τους λέει ο Ιησούς: Ποτέ δεν διαβάσατε στις γραφές: «Η πέτρα που αποδοκίμασαν οι οικοδομούντες, αυτή έγινε ακρογωνιαία πέτρα· από τον Κύριο έγινε αυτή, και είναι θαυμαστή στα μάτια μας»; 43 Γι' αυτό, σας λέω ότι, η βασιλεία τού Θεού θα αφαιρεθεί από σας, και θα δοθεί σε έθνος που κάνει τούς καρπούς της. 44 Και όποιος πέσει επάνω σ' αυτή την πέτρα, θα συντριφτεί· επάνω σε όποιον, όμως, πέσει, θα τον κατασυντρίψει. 45 Και όταν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι άκουσαν τις παραβολές του, κατάλαβαν ότι μιλάει γι' αυτούς· 46 και ζητώντας να τον πιάσουν, φοβήθηκαν τα πλήθη, επειδή τον είχαν ως προφήτη.


    Ваша оценка произведения:

Популярные книги за неделю