Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)"
Автор книги: Автор Неизвестен
сообщить о нарушении
Текущая страница: 7 (всего у книги 46 страниц)
Κεφάλαιον 2
1 Και ύστερα από ημέρες, ξαναμπήκε μέσα στην Καπερναούμ· και ακούστηκε ότι βρίσκεται σε ένα σπίτι. 2 Κι αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ώστε δεν τους χωρούσαν πλέον ούτε οι χώροι κοντά στην πόρτα· και τους κήρυττε τον λόγο. 3 Και έρχονται σ' αυτόν, φέρνοντας έναν παράλυτο, που βασταζόταν από τέσσερις ανθρώπους. 4 Και επειδή δεν μπορούσαν να τον πλησιάσουν, εξαιτίας τού πλήθους, χάλασαν τη στέγη όπου ήταν, και κάνοντας ένα άνοιγμα, κατεβάζουν το κρεβάτι επάνω στο οποίο ήταν ο παράλυτος. 5 Βλέποντας δε ο Ιησούς την πίστη τους, λέει στον παράλυτο: Παιδί μου, οι αμαρτίες σου είναι σε σένα συγχωρεμένες. 6 Κάθονταν, όμως, εκεί και μερικοί από τους γραμματείς, και συλλογίζονταν μέσα στις καρδιές τους: 7 Γιατί αυτός μιλάει τέτοιες βλασφημίες; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες παρά μονάχα ένας, ο Θεός; 8 Κι αμέσως, επειδή ο Ιησούς κατάλαβε με το πνεύμα του ότι έτσι συλλογίζονται μέσα τους, τους είπε: Γιατί συλλογίζεστε αυτά μέσα στις καρδιές σας; 9 Τι είναι ευκολότερο να πω στον παράλυτο: Οι αμαρτίες σου είναι σε σένα συγχωρεμένες ή να πω: Σήκω, και πάρε επάνω σου το κρεβάτι σου, και περπάτα; 10 Αλλά, για να γνωρίσετε ότι ο Υιός τού ανθρώπου έχει εξουσία επάνω στη γη να συγχωρεί αμαρτίες, (λέει στον παράλυτο): 11 Σε σένα λέω: Σήκω, και πάρε επάνω σου το κρεβάτι σου, και πήγαινε στο σπίτι σου. 12 Κι αμέσως σηκώθηκε, και αφού πήρε το κρεβάτι, βγήκε έξω μπροστά σε όλους· ώστε όλοι εκπλήττονταν και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας, ότι: Ποτέ δεν είδαμε τέτοια πράγματα.
13 Και βγήκε πάλι έξω κοντά στη θάλασσα· και ολόκληρο το πλήθος ερχόταν σ' αυτόν, και τους δίδασκε. 14 Και διαβαίνοντας είδε τον Λευί, εκείνον τού Αλφαίου, να κάθεται στο τελωνείο· και του λέει: Ακολούθα με. Και αφού σηκώθηκε, τον ακολούθησε. 15 Και ενώ καθόταν στο τραπέζι στο σπίτι του, συγκάθονταν και πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί μαζί με τον Ιησού και τους μαθητές του· επειδή, ήσαν πολλοί, και τον ακολούθησαν. 16 Οι γραμματείς, όμως, και οι Φαρισαίοι, βλέποντάς τον ότι έτρωγε μαζί με τους τελώνες και αμαρτωλούς, έλεγαν στους μαθητές του: Γιατί τρώει και πίνει μαζί με τους τελώνες και αμαρτωλούς; 17 Και ο Ιησούς, ακούγοντας, λέει σ' αυτούς: Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό αυτοί που υγιαίνουν, αλλά αυτοί που πάσχουν· δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια δικαίους, αλλά αμαρτωλούς.
18 Οι μαθητές τού Ιωάννη, όμως, κι εκείνοι των Φαρισαίων, νήστευαν· και έρχονται και του λένε: Γιατί οι μαθητές τού Ιωάννη και εκείνοι των Φαρισαίων νηστεύουν, ενώ οι μαθητές σου δεν νηστεύουν; 19 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Μήπως μπορούν οι γιοι τού νυμφώνα να νηστεύουν, ενόσω ο νυμφίος είναι μαζί τους; Όσον καιρό έχουν τον νυμφίο μαζί τους, δεν μπορούν να νηστεύουν, 20 θάρθουν, όμως, ημέρες, όταν θα αρπαχτεί απ' αυτούς ο γαμπρός, και τότε, κατά τις ημέρες εκείνες, θα νηστεύσουν. 21 Και κανένας δεν βάζει μπάλωμα από καινούργιο ύφασμα επάνω σε παλιό ιμάτιο· ειδεμή, το καινούργιο αναπλήρωμά του τραβάει από το παλιό, και γίνεται χειρότερο σχίσιμο. 22 Και κανένας δεν βάζει νέο κρασί μέσα σε παλιά ασκιά· ειδάλλως, το νέο κρασί θα σχίσει τα ασκιά, και το κρασί χύνεται, και τα ασκιά χαλάνε· αλλά, το νέο κρασί πρέπει να μπαίνει σε καινούργια ασκιά.
23 ΚΑΙ όταν ένα σάββατο διάβαινε μέσα από τα σπαρτά, οι μαθητές του, ενώ περπατούσαν, άρχισαν να αποσπούν στάχυα. 24 Και οι Φαρισαίοι έλεγαν σ' αυτόν: Δες, γιατί κατά τα σάββατα κάνουν εκείνο που δεν επιτρέπεται; 25 Κι αυτός τούς έλεγε: Ποτέ δεν διαβάσατε τι έκανε ο Δαβίδ, όταν είχε ανάγκη, και πείνασε, αυτός και εκείνοι που ήσαν μαζί του; 26 Πώς μπήκε μέσα στον οίκο τού Θεού, όταν αρχιερέας ήταν ο Αβιάθαρ, και έφαγε τους άρτους τής πρόθεσης, που δεν επιτρέπεται να φάνε, παρά μονάχα οι ιερείς, και έδωσε και σ' εκείνους που ήσαν μαζί του; 27 Και τους έλεγε: Το σάββατο έγινε για τον άνθρωπο, όχι ο άνθρωπος για το σάββατο. 28 Ώστε, ο Υιός τού ανθρώπου είναι κύριος και του σαββάτου.
Κεφάλαιον 3
1 ΚΑΙ μπήκε ξανά μέσα στη συναγωγή· και εκεί ήταν ένας άνθρωπος που είχε το ένα του χέρι παράλυτο. 2 Και τον παρατηρούσαν, αν θα τον θεραπεύσει κατά το σάββατο, για να τον κατηγορήσουν. 3 Και λέει στον άνθρωπο, που είχε παράλυτο το χέρι: Σήκω, στο μέσον. 4 Και τους λέει: Είναι επιτρεπτό κατά το σάββατο κάποιος να κάνει καλό ή να κάνει κακό; Να σώσει μια ψυχή ή να τη θανατώσει; Και εκείνοι σιωπούσαν. 5 Και αφού τους κοίταξε ολόγυρα με οργή, λυπούμενος για την πώρωση της καρδιάς τους, λέει στον άνθρωπο: Τέντωσε το χέρι σου. Και το τέντωσε· και αποκαταστάθηκε το χέρι του υγιές, όπως και το άλλο. 6 Και καθώς οι Φαρισαίοι βγήκαν έξω, έκαναν αμέσως συμβούλιο εναντίον του, μαζί με τους Ηρωδιανούς, για να τον εξολοθρεύσουν.
7 Και ο Ιησούς, μαζί με τους μαθητές του, αναχώρησε προς τη θάλασσα· και τον ακολούθησαν ένα μεγάλο πλήθος από τη Γαλιλαία, και από την Ιουδαία, 8 και από τα Ιεροσόλυμα, και από την Ιδουμαία, και από την πλευρά πέρα από τον Ιορδάνη· και εκείνοι από την Τύρο και τη Σιδώνα, ένα μεγάλο πλήθος ήρθε σ' αυτόν, ακούγοντας όσα έκανε. 9 Και είπε στους μαθητές του να περιμένει ένα μικρό πλοίο κοντά του εξαιτίας τού πλήθους, για να μη τον συνθλίβουν. 10 Επειδή, θεράπευσε πολλούς, ώστε, όσοι είχαν αρρώστιες, έπεφταν επάνω του, για να τον αγγίξουν. 11 Και τα ακάθαρτα πνεύματα, όταν τον έβλεπαν, έπεφταν επάνω του, και έκραζαν, λέγοντας, ότι: Εσύ είσαι ο Υιός τού Θεού. 12 Και τα επιτιμούσε έντονα, για να μη τον φανερώσουν.
13 Και ανεβαίνει στο βουνό, και προσκαλεί όσους αυτός ήθελε· και πήγαν σ' αυτόν. 14 Και έκλεξε δώδεκα, για να είναι μαζί του, και για να τους αποστέλλει να κηρύττουν, 15 και για να έχουν εξουσία να θεραπεύουν τις αρρώστιες, και να βγάζουν τα δαιμόνια: 16 Τον Σίμωνα, που τον επονόμασε Πέτρο· 17 και τον Ιάκωβο, αυτόν τού Ζεβεδαίου, και τον Ιωάννη τον αδελφό τού Ιακώβου· και τους επονόμασε Βοανεργές, που σημαίνει: Γιοι τής βροντής· 18 και τον Ανδρέα και τον Φίλιππο, και τον Βαρθολομαίο, και τον Ματθαίο, και τον Θωμά, και τον Ιάκωβο, εκείνον τού Αλφαίου, και τον Θαδδαίο, και τον Σίμωνα τον Κανανίτη, 19 και τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, ο οποίος και τον παρέδωσε.
20 Και έρχονται σε κάποιο σπίτι· και συγκεντρώνεται πάλι ένα πλήθος, ώστε αυτοί δεν μπορούσαν ούτε ψωμί να φάνε. 21 Και όταν οι συγγενείς του το άκουσαν, βγήκαν για να τον πιάσουν· επειδή, έλεγαν ότι: Είναι εκτός εαυτού. 22 Και οι γραμματείς, που κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα, έλεγαν ότι: Έχει τον Βεελζεβούλ, και ότι διαμέσου τού άρχοντα των δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια. 23 Και αφού τους προσκάλεσε, τους έλεγε με παραβολές: Πώς είναι δυνατόν ο σατανάς να βγάζει τον σατανά; 24 Και αν μια βασιλεία διαιρεθεί σε αντιμαχόμενα μέρη, η βασιλεία εκείνη δεν μπορεί να σταθεί · 25 και αν ένα σπίτι διαιρεθεί σε αντιμαχόμενα μέρη, το σπίτι εκείνο δεν μπορεί να σταθεί. 26 Και αν ο σατανάς ξεσηκώθηκε ενάντια στον εαυτό του, και διαιρέθηκε, δεν μπορεί να σταθεί, αλλά θα έχει ένα τέλος. 27 Κανένας δεν μπορεί να αρπάξει τα σκεύη τού δυνατού, μπαίνοντας μέσα στο σπίτι του, αν πρώτα δεν δέσει τον δυνατό· και τότε θα αρπάξει το σπίτι του. 28 Σας διαβεβαιώνω ότι, όλα τα αμαρτήματα θα συγχωρηθούν στους γιους των ανθρώπων, και οι βλασφημίες όσες βλασφημήσουν· 29 όποιος, όμως, βλασφημήσει στο Πνεύμα το Άγιο, δεν έχει συγχώρηση στον αιώνα, αλλά είναι ένοχος αιώνιας καταδίκης· 30 επειδή, έλεγαν: Έχει ακάθαρτο πνεύμα.
31 Έρχονται, λοιπόν, οι αδελφοί και η μητέρα του, και αφού στάθηκαν έξω, έστειλαν σ' αυτόν κάποιους και τον φώναζαν· 32 και ένα πλήθος καθόταν ολόγυρά του· και του είπαν: Δες, η μητέρα σου και οι αδελφοί σου έξω σε ζητούν. 33 Και τους απάντησε, λέγοντας: Ποια είναι η μητέρα μου ή οι αδελφοί μου; 34 Και κοιτάζοντας ολόγυρα στους καθισμένους γύρω του, λέει: Δέστε! η μητέρα μου και οι αδελφοί μου· 35 επειδή, όποιος κάνει το θέλημα του Θεού, αυτός είναι αδελφός μου, και αδελφή μου, και μητέρα μου.
Κεφάλαιον 4
1 ΚΑΙ άρχισε πάλι να διδάσκει κοντά στη θάλασσα· και συγκεντρώθηκε κοντά του ένα μεγάλο πλήθος, ώστε, αφού μπήκε μέσα στο πλοίο, καθόταν από το μέρος τής θάλασσας· και ολόκληρο το πλήθος ήταν στην ξηρά, κοντά στη θάλασσα. 2 Και τους δίδασκε πολλά με παραβολές, και στη διδασκαλία του έλεγε σ' αυτούς: 3 Ακούτε· να! βγήκε αυτός που σπέρνει για να σπείρει· 4 και ενώ έσπερνε, άλλο μεν έπεσε κοντά στον δρόμο, και ήρθαν τα πουλιά τού ουρανού και το κατέφαγαν. 5 Άλλο, όμως, έπεσε επάνω στο πετρώδες έδαφος, όπου δεν είχε πολύ χώμα, κι αμέσως βλάστησε, για τον λόγο ότι δεν είχε βάθος γης· 6 και όταν ανέτειλε ο ήλιος, κατακάηκε, και επειδή δεν είχε ρίζα, ξεράθηκε. 7 Και άλλο έπεσε στα αγκάθια· και ανέβηκαν τα αγκάθια και το συνέπνιξαν, και δεν έδωσε καρπό. 8 Και άλλο έπεσε στην καλή γη· και έδινε καρπό, καθώς ανέβαινε και αύξανε, και έδωσε άλλο 30, και άλλο 60, και άλλο 100. 9 Και τους έλεγε: Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.
10 Και όταν έμεινε μόνος, τον ρώτησαν εκείνοι που ήσαν γύρω του, μαζί με τους δώδεκα, για την παραβολή. 11 Και τους έλεγε: Σε σας δόθηκε να γνωρίσετε το μυστήριο της βασιλείας τού Θεού· σ' εκείνους, όμως, τους έξω τα πάντα γίνονται με παραβολές· 12 για να βλέπουν, βλέποντας, και να μη δουν· και να ακούν, ακούγοντας, και να μη καταλάβουν· μήπως και επιστρέψουν, και τους συγχωρηθούν τα αμαρτήματα.
13 Και τους λέει: Δεν ξέρετε αυτή την παραβολή; Και πώς θα γνωρίσετε όλες τις παραβολές; 14 Εκείνος που σπέρνει τον λόγο, σπέρνει. 15 Και εκείνοι κοντά στον δρόμο είναι αυτοί, προς τους οποίους σπέρνεται ο λόγος· και όταν ακούσουν, έρχεται αμέσως ο σατανάς, και αφαιρεί τον λόγο, που ήταν σπαρμένος μέσα στις καρδιές τους. 16 Και παρόμοια εκείνοι που σπέρνονται επάνω σε πετρώδη εδάφη, είναι αυτοί, που, όταν ακούσουν τον λόγο, τον δέχονται αμέσως με χαρά· 17 όμως, δεν έχουν μέσα τους ρίζα, αλλά είναι πρόσκαιροι· έπειτα, όταν γίνει θλίψη ή διωγμός, εξαιτίας τού λόγου, σκανδαλίζονται αμέσως. 18 Και εκείνοι που σπέρνονται στα αγκάθια, είναι αυτοί, που ακούν τον λόγο· 19 αλλά, οι μέριμνες αυτού τού αιώνα, και η απάτη τού πλούτου, και οι επιθυμίες των άλλων πραγμάτων, αφού μπουν μέσα τους, συμπνίγουν τον λόγο, και γίνεται άκαρπος. 20 Και εκείνοι που σπάρθηκαν στην καλή γη είναι αυτοί, που ακούν τον λόγο, και παραδέχονται, και καρποφορούν, ο ένας 30, ο άλλος 60, και ο άλλος 100.
21 Και τους έλεγε: Μήπως το λυχνάρι έρχεται για να μπει κάτω από το μόδι ή κάτω από το κρεβάτι; Όχι για να μπει επάνω στον λυχνοστάτη; 22 Επειδή, δεν υπάρχει κάτι κρυφό, που δεν θα φανερωθεί· ούτε έγινε κάτι στα κρυφά, που δεν θάρθει στο φανερό. 23 Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει. 24 Και τους έλεγε: Προσέχετε τι ακούτε· με όποιο μέτρο μετράτε, θα μετρηθεί σε σας, και σε σας που ακούτε θα γίνει προσθήκη. 25 Επειδή, όποιος έχει, θα του δοθεί· και όποιος δεν έχει, και εκείνο που έχει, θα αφαιρεθεί απ' αυτόν.
26 Και έλεγε: Έτσι είναι η βασιλεία τού Θεού, ωσάν ένας άνθρωπος να έχει ρίξει τον σπόρο επάνω στη γη, 27 και κοιμάται και σηκώνεται νύχτα και ημέρα· και ο σπόρος βλαστάνει, και αυξάνει, με τρόπο που αυτός δεν ξέρει. 28 Επειδή, η γη από μόνη της καρποφορεί, πρώτα χορτάρι, έπειτα στάχυ, έπειτα πλήρες σιτάρι μέσα στο στάχυ. 29 Και όταν ο καρπός ωριμάσει, αμέσως στέλνει το δρεπάνι, επειδή ήρθε ο θερισμός.
30 Έλεγε ακόμα: Με τι να παρομοιάσουμε τη βασιλεία τού Θεού; Ή, με ποια παραβολή να την παραβάλουμε; 31 Είναι όμοια με έναν κόκκο σιναπιού, που, όταν σπαρεί επάνω στη γη, είναι μικρότερος από όλα τα σπέρματα που υπάρχουν επάνω στη γη· 32 όταν, όμως, σπαρεί, ανεβαίνει, και γίνεται μεγαλύτερος από όλα τα λαχανικά, και κάνει μεγάλα κλαδιά, ώστε κάτω από τη σκιά του μπορούν να κάνουν φωλιές τα πουλιά τού ουρανού.
33 Και με πολλές τέτοιες παραβολές μιλούσε τον λόγο, όπως μπορούσαν να ακούν. 34 Αλλά, χωρίς παραβολή δεν τους μιλούσε· όμως, ιδιαίτερα εξηγούσε στους μαθητές του τα πάντα.
35 Και κατά την ημέρα εκείνη, όταν έγινε βράδυ, τους λέει: Ας περάσουμε αντίπερα. 36 Και αφού άφησαν το πλήθος, τον παίρνουν μαζί τους στο πλοίο όπως ήταν· ήσαν μάλιστα και άλλα μικρά πλοία μαζί του. 37 Και γίνεται ένας μεγάλος ανεμοστρόβιλος· και τα κύματα μπήκαν μέσα στο πλοίο, ώστε αυτό ήδη γέμιζε. 38 Κι αυτός, ήταν στην πρύμη, όπου κοιμόταν επάνω στο προσκεφάλι· και τον ξυπνούν, και του λένε: Δάσκαλε, δεν σε νοιάζει ότι χανόμαστε; 39 Και αφού σηκώθηκε, επιτίμησε τον άνεμο· και είπε στη θάλασσα: Σώπα, ησύχασε. Και σταμάτησε ο άνεμος, και έγινε μεγάλη γαλήνη. 40 Και τους είπε: Γιατί είστε έτσι δειλοί; Πώς δεν έχετε πίστη; 41 Και φοβήθηκαν με μεγάλον φόβο, και έλεγαν αναμεταξύ τους: Ποιος, λοιπόν, είναι αυτός, που και ο άνεμος και η θάλασσα τον υπακούν;
Κεφάλαιον 5
1 ΚΑΙ ήρθαν στην αντίπερα όχθη της θάλασσας, στη χώρα των Γαδαρηνών. 2 Και καθώς βγήκε από το πλοίο, τον συνάντησε αμέσως ένας άνθρωπος από μέσα από τα μνήματα, που είχε ακάθαρτο πνεύμα, 3 αυτός είχε την κατοικία του μέσα στα μνήματα, και κανένας δεν μπορούσε να τον δέσει ούτε με αλυσίδες· 4 επειδή, πολλές φορές είχε δεθεί με ποδόδεσμα και με αλυσίδες, αλλ' αυτός είχε σπάσει τις αλυσίδες, και είχε συντρίψει τα ποδόδεσμα· και κανένας δεν μπορούσε να τον δαμάσει· 5 και βρισκόταν πάντοτε, ημέρα και νύχτα, στα βουνά και στα μνήματα, κράζοντας και κατακόβοντας τον εαυτό του με πέτρες. 6 Βλέποντας, όμως, από μακρυά τον Ιησού, έτρεξε, και τον προσκύνησε· 7 και κράζοντας με δυνατή φωνή, είπε: Τι υπάρχει ανάμεσα σε σένα και σε μένα, Ιησού, Υιέ τού Ύψιστου Θεού; Σε ορκίζω στον Θεό, μη με βασανίσεις. 8 Επειδή, του έλεγε: Εσύ, το ακάθαρτο πνεύμα, βγες από τον άνθρωπο. 9 Και τον ρώτησε: Ποιο είναι το όνομά σου; Και απάντησε, λέγοντας: Το όνομά μου είναι λεγεώνα· επειδή, είμαστε πολλοί. 10 Και τον παρακαλούσε πολύ, να μη τους στείλει έξω από τη χώρα. 11 Ήταν μάλιστα εκεί, κοντά στα βουνά, μια μεγάλη αγέλη από γουρούνια, που έβοσκε· 12 και όλοι οι δαίμονες τον παρακάλεσαν, λέγοντας: Στείλε μας στα γουρούνια, για να μπούμε μέσα σ' αυτά. 13 Και ο Ιησούς αμέσως τους το επέτρεψε. Και αφού τα ακάθαρτα πνεύματα βγήκαν, μπήκαν μέσα στα γουρούνια· και η αγέλη όρμησε προς τον γκρεμό στη θάλασσα (ήσαν δε μέχρι 2.000), και πνίγονταν μέσα στη θάλασσα. 14 Και εκείνοι που έβοσκαν τα γουρούνια έφυγαν, και το ανήγγειλαν στην πόλη και στα χωράφια. Και βγήκαν για να δουν τι είναι αυτό που έγινε. 15 Και έρχονται στον Ιησού, και βλέπουν τον δαιμονιζόμενο, που είχε τη λεγεώνα, να κάθεται, και να είναι ντυμένος, και λογικευμένος· και φοβήθηκαν · 16 και εκείνοι που είδαν τα γεγονότα, τους διηγήθηκαν πώς έγινε το πράγμα στον δαιμονιζόμενο, και για τα γουρούνια. 17 Και άρχισαν να τον παρακαλούν να αναχωρήσει από τα όριά τους. 18 Και όταν μπήκε μέσα στο πλοίο, ο άλλοτε δαιμονιζόμενος τον παρακαλούσε να είναι μαζί του. 19 Όμως, ο Ιησούς δεν τον άφησε, αλλά του λέει: Πήγαινε στο σπίτι σου και στους οικιακούς σου, και ανάγγειλε σ' αυτούς όσα ο Κύριος έκανε σε σένα, και σε ελέησε. 20 Και αναχώρησε, και άρχισε να κηρύττει στη Δεκάπολη όσα ο Ιησούς έκανε σ' αυτόν· και όλοι θαύμαζαν.
21 Και αφού ο Ιησούς διαπέρασε ξανά με το πλοίο στην αντίπερα όχθη, συγκεντρώθηκε ένα μεγάλο πλήθος· και ήταν κοντά στη θάλασσα. 22 Και ξάφνου, έρχεται ένας από τους αρχισυνάγωγους, με το όνομα Ιάειρος· και βλέποντάς τον, πέφτει κοντά στα πόδια του· 23 και τον παρακαλούσε πολύ, λέγοντας, ότι: Το κοριτσάκι μου πνέει τα λοίσθια· νάρθεις και να βάλεις τα χέρια σου επάνω της, για να σωθεί· και θα ζήσει. 24 Και πήγε μαζί του· και τον ακολουθούσε ένα μεγάλο πλήθος, και τον συνέθλιβαν. 25 Και μια γυναίκα, που για δώδεκα χρόνια βρισκόταν με αιμορραγία, 26 και η οποία πολλά έπαθε από πολλούς γιατρούς, και είχε δαπανήσει ολόκληρη την περιουσία της, και δεν είχε ωφεληθεί σε τίποτε, αλλά μάλλον είχε γίνει χειρότερα, 27 καθώς άκουσε για τον Ιησού, ήρθε ανάμεσα στο πλήθος, από πίσω, και άγγιξε το ιμάτιό του· 28 επειδή, έλεγε ότι: Και αν ακόμα αγγίξω τα ιμάτιά του, θα σωθώ. 29 Κι αμέσως ξεράθηκε η πηγή τού αίματός της· και αισθάνθηκε στο σώμα της ότι γιατρεύτηκε από τη μάστιγα. 30 Κι αμέσως, ο Ιησούς, όταν κατάλαβε μέσα του τη δύναμη που είχε βγει απ' αυτόν, αφού στράφηκε μέσα στο πλήθος, έλεγε: Ποιος άγγιξε τα ιμάτιά μου; 31 Και οι μαθητές του έλεγαν σ' αυτόν: Βλέπεις το πλήθος που σε συνθλίβει, και λες: Ποιος με άγγιξε; 32 Και κοίταζε ολόγυρα για να δει εκείνη που το είχε κάνει. 33 Και η γυναίκα, η οποία φοβήθηκε και έτρεμε, επειδή γνώριζε τι είχε γίνει επάνω της, ήρθε και έπεσε μπροστά του, και του είπε όλη την αλήθεια. 34 Και εκείνος της είπε: Κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε σε ειρήνη, και να είσαι υγιής από τη μάστιγά σου. 35 Ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, έρχονται από τον αρχισυνάγωγο, λέγοντας, ότι: Η θυγατέρα σου πέθανε· γιατί ενοχλείς ακόμα τον δάσκαλο; 36 Ο Ιησούς, όμως, αμέσως μόλις άκουσε τον λόγο που μιλούσαν, λέει στον αρχισυνάγωγο: Μη φοβάσαι, μόνον πίστευε. 37 Και δεν άφησε κανέναν να τον ακολουθήσει, παρά μονάχα τον Πέτρο, και τον Ιάκωβο, και τον Ιωάννη, τον αδελφό τού Ιακώβου. 38 Και έρχεται στο σπίτι τού αρχισυναγώγου, και βλέπει θόρυβο, και να κλαίνε και να αλαζάζουν ποικιλότροπα. 39 Και μπαίνοντας μέσα, τους λέει: Γιατί κάνετε θόρυβο και κλαίτε; Το παιδί δεν πέθανε, αλλά κοιμάται. 40 Και γελούσαν γι' αυτόν ειρωνικά. Εκείνος, όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, παίρνει τον πατέρα τού παιδιού και τη μητέρα, κι αυτούς που ήσαν μαζί του, και μπαίνει μέσα, όπου ήταν ξαπλωμένο το παιδί. 41 Και πιάνοντας το χέρι τού παιδιού, της λέει: Ταλιθά, κούμι, που ερμηνευόμενο σημαίνει: Κοριτσάκι, σε σένα λέω, σήκω επάνω. 42 Κι αμέσως το κοριτσάκι σηκώθηκε επάνω, και περπατούσε· επειδή, ήταν δώδεκα χρόνων· και εκπλάγηκαν με μεγάλη έκπληξη. 43 Και παρήγγειλε σ' αυτούς με πολλούς τρόπους να μη το μάθει αυτό κανένας· και είπε να της δοθεί να φάει.
Κεφάλαιον 6
1 ΚΑΙ από εκεί βγήκε έξω, και ήρθε στην πατρίδα του· και τον ακολουθούσαν οι μαθητές του. 2 Και όταν ήρθε το σάββατο, άρχισε να διδάσκει στη συναγωγή· και πολλοί, ακούγοντας, εκπλήττονταν, και έλεγαν: Από πού προέρχονται σ' αυτόν όλα αυτά; Και ποια είναι η σοφία που του δόθηκε, ώστε και τέτοια θαύματα γίνονται με τα χέρια του; 3 Δεν είναι αυτός ο μαραγκός, ο γιος τής Μαρίας, και ο αδελφός τού Ιακώβου και του Ιωσή και του Ιούδα και του Σίμωνα; Και δεν είναι εδώ, ανάμεσά μας, οι αδελφές του; Και σκανδαλίζονταν μ' αυτόν. 4 Και ο Ιησούς έλεγε σ' αυτούς, ότι: Δεν υπάρχει προφήτης χωρίς τιμή, παρά μονάχα στην πατρίδα του, κι ανάμεσα στους συγγενείς του, και μέσα στο σπίτι του. 5 Και δεν μπορούσε να κάνει εκεί κανένα θαύμα, παρά μονάχα βάζοντας τα χέρια του επάνω σε λίγους αρρώστους, τους θεράπευσε. 6 Και θαύμαζε για την απιστία τους.
Και περιερχόταν ολόγυρα τις κωμοπόλεις, διδάσκοντας. 7 ΚΑΙ αφού προσκάλεσε τους δώδεκα, άρχισε να τους στέλνει δύο-δύο· και τους έδινε εξουσία ενάντια στα ακάθαρτα πνεύματα. 8 Και τους παρήγγειλε να μη κρατούν τίποτε στον δρόμο, παρά μονάχα μια ράβδο· ούτε ταγάρι ούτε ψωμί ούτε χάλκινα νομίσματα στη ζώνη· 9 αλλά να είναι υποδεμένοι με σαντάλια· και να μη ντύνονται με δύο χιτώνες. 10 Και τους έλεγε: Όπου αν μπείτε μέσα σε σπίτι, εκεί να μένετε μέχρι να φύγετε από εκεί. 11 Και όσοι δεν σας δεχθούν ούτε σας ακούσουν, βγαίνοντας από εκεί, τινάξτε και τη σκόνη που είναι κάτω από τα πόδια σας, ως μαρτυρία σ' αυτούς· σας διαβεβαιώνω, ελαφρότερη θα είναι η τιμωρία στα Σόδομα ή τα Γόμορρα κατά την ημέρα της κρίσης, παρά σ' εκείνη την πόλη. 12 Και αφού βγήκαν έξω, κήρυτταν να μετανοήσουν· 13 και έβγαζαν πολλά δαιμόνια· και άλειφαν με λάδι πολλούς αρρώστους, και τους θεράπευαν.
14 Και ο βασιλιάς Ηρώδης άκουσε, (επειδή, το όνομά του είχε γίνει φανερό), και έλεγε, ότι: Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής αναστήθηκε από τους νεκρούς, και γι' αυτό οι δυνάμεις ενεργούν μέσα σ' αυτόν. 15 Άλλοι έλεγαν, ότι: Είναι ο Ηλίας. Και άλλοι έλεγαν, ότι: Είναι προφήτης ή σαν ένας από τους προφήτες. 16 Και ακούγοντάς το ο Ηρώδης, είπε, ότι: Αυτός είναι ο Ιωάννης, που εγώ αποκεφάλισα· αυτός αναστήθηκε από τους νεκρούς. 17 Επειδή, ο ίδιος ο Ηρώδης είχε στείλει και έπιασε τον Ιωάννη, και τον έδεσε στη φυλακή, εξαιτίας τής Ηρωδιάδας, της γυναίκας τού αδελφού του, του Φιλίππου, επειδή την είχε πάρει για γυναίκα. 18 Για τον λόγο ότι, ο Ιωάννης έλεγε στον Ηρώδη, ότι: Δεν σου επιτρέπεται να έχεις τη γυναίκα τού αδελφού σου. 19 Η Ηρωδιάδα, όμως, τον μισούσε, και ήθελε να τον θανατώσει· και δεν μπορούσε. 20 Επειδή, ο Ηρώδης φοβόταν τον Ιωάννη, δεδομένου ότι τον γνώριζε ως άνδρα δίκαιο και άγιο· και τον προστάτευε· και έκανε πολλά, καθώς τον άκουγε, και τον άκουγε με ευχαρίστηση. 21 Και όταν ήρθε η κατάλληλη ημέρα, κατά την οποία ο Ηρώδης, στα γενέθλιά του, έκανε δείπνο στους μεγιστάνες του και στους χιλίαρχους και στους πρώτους τής Γαλιλαίας, 22 και μπήκε μέσα η θυγατέρα αυτής τής Ηρωδιάδας, και χόρεψε, και άρεσε στον Ηρώδη και στους συγκαθήμενους, ο βασιλιάς είπε στο κοριτσάκι: Ζήτησέ μου ό,τι και αν θέλεις, και θα σου το δώσω. 23 Και της ορκίστηκε ότι: Θα σου δώσω ό,τι μου ζητήσεις, μέχρι το μισό τού βασιλείου μου. 24 Και εκείνη, βγαίνοντας έξω, είπε στη μητέρα της: Τι να ζητήσω; Και εκείνη είπε: Το κεφάλι τού Ιωάννη τού Βαπτιστή. 25 Κι αμέσως, μπαίνοντας με βιασύνη μέσα στον βασιλιά, ζήτησε, λέγοντας: Θέλω να μου δώσεις αμέσως, επάνω σε πιάτο, το κεφάλι τού Ιωάννη τού Βαπτιστή. 26 Και ο βασιλιάς, αν και λυπήθηκε πολύ, εξαιτίας όμως των όρκων και των συγκαθήμενων, δεν θέλησε να απορρίψει το αίτημά της. 27 Κι αμέσως, ο βασιλιάς στέλνοντας έναν δήμιο, πρόσταξε να φερθεί το κεφάλι του. 28 Και εκείνος, αφού αναχώρησε, τον αποκεφάλισε μέσα στη φυλακή· και έφερε το κεφάλι του επάνω σε πιάτο, και το έδωσε στο κοριτσάκι· και το κοριτσάκι το έδωσε στη μητέρα του. 29 Και ακούγοντας αυτό οι μαθητές του, ήρθαν και σήκωσαν το πτώμα του, και το έβαλαν μέσα σε μνήμα.
30 Και συγκεντρώνονται οι απόστολοι κοντά στον Ιησού, και του ανήγγειλαν τα πάντα, και όσα έπραξαν και όσα δίδαξαν. 31 Και τους είπε: Ελάτε εσείς οι ίδιοι ιδιαιτέρως σε έναν ερημικό τόπο, και αναπαύεστε λίγο· επειδή, ήσαν πολλοί εκείνοι που έρχονταν και έφευγαν, και δεν ευκαιρούσαν ούτε να φάνε. 32 Και πήγαν με το πλοίο σε έναν ερημικό τόπο, μόνοι τους. 33 Και καθώς πήγαιναν, τους είδαν τα πλήθη, και πολλοί τον αναγνώρισαν· και πεζοπορώντας έτρεξαν εκεί μαζί, από όλες τις πόλεις, και, φτάνοντας πριν απ' αυτούς, συγκεντρώθηκαν κοντά του. 34 Και βγαίνοντας ο Ιησούς έξω, είδε ένα μεγάλο πλήθος, και σπλαχνίστηκε γι' αυτούς, επειδή ήσαν σαν πρόβατα που δεν είχαν ποιμένα· και άρχισε να τους διδάσκει πολλά. 35 Και επειδή είχε ήδη περάσει πολλή ώρα, πλησιάζοντάς τον οι μαθητές του, λένε, ότι: Ο τόπος είναι ερημικός, και έχει περάσει ήδη πολλή ώρα· 36 απόλυσέ τους, για να πάνε στα γύρω χωράφια και τις κωμοπόλεις, και να αγοράσουν για τον εαυτό τους ψωμιά· επειδή, δεν έχουν τι να φάνε. 37 Και εκείνος, απαντώντας σ' αυτούς, είπε: Δώστε τους εσείς να φάνε. Και του λένε: Να πάμε να αγοράσουμε ψωμιά για 200 δηνάρια, και να τους δώσουμε να φάνε; 38 Και εκείνος λέει σ' αυτούς: Πόσα ψωμιά έχετε; Πηγαίνετε και δείτε. Και αφού είδαν, λένε: Πέντε, και δύο ψάρια. 39 Και τους πρόσταξε όλους να καθήσουν επάνω στο χλωρό χορτάρι συντροφιές-συντροφιές. 40 Και κάθησαν κατά ομάδες, ανά 100 και ανά 50. 41 Και παίρνοντας τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, αφού κοίταξε στον ουρανό, ευλόγησε και έκοψε τα ψωμιά σε κομμάτια, και έδινε στους μαθητές του, για να βάλουν μπροστά τους· και μοίρασαν σε όλους τα δύο ψάρια. 42 Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν. 43 Και σήκωσαν από τα κομμάτια δώδεκα κοφίνια γεμάτα, και από τα ψάρια. 44 Και εκείνοι που έφαγαν τα ψωμιά ήσαν 5.000 άνδρες.
45 Κι αμέσως ανάγκασε τους μαθητές του να μπουν μέσα στο πλοίο, και να προηγηθούν στην αντίπερα όχθη κοντά στη Βηθσαϊδά, μέχρις ότου αυτός απολύσει το πλήθος. 46 Και όταν τους απέλυσε, πήγε στο βουνό να προσευχηθεί. 47 Και όταν έγινε βράδυ, το πλοίο βρισκόταν στο μέσον τής θάλασσας, κι αυτός ήταν μόνος επάνω στη γη. 48 Και τους είδε να βασανίζονται στο να κωπηλατούν· επειδή, ο άνεμος ήταν ενάντια σ' αυτούς· και κατά την τέταρτη φυλακή τής νύχτας έρχεται προς αυτούς, περπατώντας επάνω στη θάλασσα· και ήθελε να τους προσπεράσει. 49 Και εκείνοι, όταν τον είδαν να περπατάει επάνω στη θάλασσα, νόμισαν ότι είναι φάντασμα, και έβγαλαν δυνατές κραυγές. 50 Επειδή, όλοι τον είδαν και ταράχτηκαν. Κι αμέσως μίλησε μαζί τους, και τους λέει: Έχετε θάρρος· εγώ είμαι, μη φοβάστε. 51 Και ανέβηκε προς αυτούς στο πλοίο· και σταμάτησε ο άνεμος. Και εκπλήττονταν μέσα τους σε αρκετά μεγάλο βαθμό, και θαύμαζαν. 52 Επειδή, από τα ψωμιά δεν κατάλαβαν, για τον λόγο ότι η καρδιά τους ήταν πωρωμένη.
53 Και διαπέρασαν και ήρθαν στη γη Γεννησαρέτ, και αγκυροβόλησαν. 54 Και καθώς βγήκαν από το πλοίο, αμέσως μόλις τον αναγνώρισαν, 55 έτρεξαν σε όλα τα περίχωρα εκείνα, και άρχισαν να κουβαλούν τούς αρρώστους επάνω στα κρεβάτια, όπου άκουγαν ότι είναι εκεί. 56 Και όπου έμπαινε μέσα στις κωμοπόλεις ή τις πόλεις ή τα χωράφια, έβαζαν όσους ασθενούσαν στις αγορές, και τον παρακαλούσαν να αγγίξουν έστω το κράσπεδο του ιματίου του· και όσοι το άγγιζαν, θεραπεύονταν.