355 500 произведений, 25 200 авторов.

Электронная библиотека книг » Автор Неизвестен » Η Καινή Διαθήκη (Φιλος) » Текст книги (страница 16)
Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)
  • Текст добавлен: 4 октября 2016, 23:23

Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)"


Автор книги: Автор Неизвестен


Жанры:

   

Религия

,

сообщить о нарушении

Текущая страница: 16 (всего у книги 46 страниц)

Κεφάλαιον 23

1 ΤΟΤΕ, σηκώθηκε ολόκληρο το πλήθος τους, και τον έφεραν στον Πιλάτο. 2 Και άρχισαν να τον κατηγορούν, λέγοντας: Αυτόν, τον βρήκαμε να διαστρέφει το έθνος, και να εμποδίζει να δίνουν φόρους στον Καίσαρα, λέγοντας για τον εαυτό του ότι είναι Χριστός, βασιλιάς. 3 Και ο Πιλάτος τον ρώτησε, λέγοντας: Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων; Και εκείνος, απαντώντας σ' αυτόν, είπε: Εσύ το λες. 4 Και ο Πιλάτος είπε στους αρχιερείς και στα πλήθη: Δεν βρίσκω κανένα έγκλημα σε τούτο τον άνθρωπο. 5 Και εκείνοι επέμεναν, λέγοντας, ότι: Αναστατώνει τον λαό, διδάσκοντας σε ολόκληρη την Ιουδαία, αρχίζοντας από τη Γαλιλαία μέχρις εδώ.

6 Και ο Πιλάτος, όταν άκουσε Γαλιλαία, ρώτησε αν ο άνθρωπος είναι Γαλιλαίος. 7 Και μαθαίνοντας ότι είναι από την επικράτεια του Ηρώδη, τον έστειλε στον Ηρώδη, που κι αυτός ήταν στα Ιεροσόλυμα κατά τις ημέρες αυτές. 8 Και ο Ηρώδης, βλέποντας τον Ιησού, χάρηκε πολύ· επειδή, ήθελε πριν από πολύ καιρό να τον δει, για τον λόγο ότι, άκουγε γι' αυτόν πολλά· και έλπιζε να δει κάποιο θαύμα να γίνεται απ' αυτόν. 9 Τον ρωτούσε μάλιστα με πολλά λόγια· όμως, αυτός δεν του αποκρίθηκε τίποτε. 10 Στέκονταν μάλιστα εκεί οι αρχιερείς και οι γραμματείς κατηγορώντας τον έντονα. 11 Και αφού ο Ηρώδης μαζί με τα στρατεύματά του τον εξουθένωσε, και τον ενέπαιξε, τον έντυσε με ένα λαμπρό ιμάτιο, και τον έστειλε ξανά στον Πιλάτο. 12 Και κατά την ημέρα εκείνη ο Πιλάτος και ο Ηρώδης έγιναν μεταξύ τους φίλοι· επειδή, πρωτύτερα ήσαν σε έχθρα ο ένας προς τον άλλον.

13 Και ο Πιλάτος, αφού συγκάλεσε τους αρχιερείς και τους άρχοντες και τον λαό, 14 τους είπε: Μου φέρατε τούτον τον άνθρωπο, σαν έναν που ξεσηκώνει τον λαό σε στάση· και δέστε, εγώ μπροστά σας, αφού τον ανέκρινα, δεν βρήκα σε τούτον τον άνθρωπο κανένα έγκλημα από όσα φέρνετε ως κατηγορίες εναντίον του· 15 αλλά, ούτε και ο Ηρώδης· επειδή, σας έστειλα σ' αυτόν· και δέστε, τίποτε άξιο θανάτου δεν έχει διαπραχθεί απ' αυτόν. 16 Αφού, λοιπόν, τον βασανίσω, θα τον απολύσω. 17 Έπρεπε, μάλιστα, κατ' ανάγκη να τους απολύει έναν κατά τη γιορτή. 18 Όλοι, όμως, μαζί ανέκραξαν, λέγοντας: Σήκωσε τούτον, και απόλυσέ μας τον Βαραββά· 19 ο οποίος, για κάποια στάση, που είχε γίνει στην πόλη, και για φόνο, είχε ριχτεί στη φυλακή. 20 Ξανά, λοιπόν, ο Πιλάτος μίλησε σ' αυτούς, θέλοντας να απολύσει τον Ιησού. 21 Εκείνοι, όμως, φώναζαν, λέγοντας: Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον. 22 Αλλ' εκείνος και μια τρίτη φορά είπε σ' αυτούς: Και τι κακό έκανε αυτός; Δεν βρήκα καμιά αφορμή θανάτου σ' αυτόν· αφού, λοιπόν, τον βασανίσω, θα τον απολύσω. 23 Εκείνοι, όμως, επέμεναν με δυνατές φωνές, ζητώντας να σταυρωθεί. Και οι φωνές τους και των αρχιερέων υπερίσχυαν. 24 Και ο Πιλάτος αποφάσισε να γίνει το αίτημά τους. 25 Και τους απέλυσε αυτόν, που για στάση και φόνο ήταν ριγμένος στη φυλακή, αυτόν που ζητούσαν, ενώ τον Ιησού τον παρέδωσε στο θέλημά τους.

26 Και καθώς τον έφεραν έξω, έπιασαν κάποιον Σίμωνα Κυρηναίο, που ερχόταν από το χωράφι, και έβαλαν επάνω του τον σταυρό, για να τον φέρει πίσω από τον Ιησού. 27 Και τον ακολουθούσε ένα μεγάλο πλήθος τού λαού, και από τις γυναίκες, που οδύρονταν και τον θρηνούσαν. 28 Και αφού ο Ιησούς στράφηκε σ' αυτές είπε: Θυγατέρες τής Ιερουσαλήμ, μη κλαίτε για μένα, αλλά για τον εαυτό σας να κλαίτε, και για τα παιδιά σας. 29 Επειδή, δέστε, έρχονται ημέρες, κατά τις οποίες θα πουν: Μακάριες οι στείρες, και οι κοιλιές που δεν γέννησαν, και οι μαστοί που δεν θήλασαν. 30 Τότε, θα αρχίσουν να λένε στα βουνά: Πέστε επάνω μας· και στους λόφους: Σκεπάστε μας. 31 Επειδή, αν στο υγρό ξύλο τα κάνουν αυτά, τι θα γίνει στο ξηρό; 32 Φέρνονταν, μάλιστα, και άλλοι δύο μαζί του, που ήσαν κακούργοι, για να θανατωθούν. 33 Και όταν ήρθαν στον τόπο, που ονομάζεται Κρανίο, εκεί τον σταύρωσαν, και τους κακούργους, τον έναν μεν από τα δεξιά, τον άλλον δε από τα αριστερά. 34 Και ο Ιησούς έλεγε: Πατέρα, συγχώρεσέ τους· επειδή, δεν ξέρουν τι κάνουν. Και καθώς διαμοιράζονταν τα ιμάτιά του, έβαλαν κλήρο. 35 Και όλος ο λαός στεκόταν βλέποντας. Μάλιστα, τον ενέπαιζαν και οι άρχοντες μαζί τους, λέγοντας: Άλλους έσωσε· ας σώσει τον εαυτό του, αν αυτός είναι ο Χριστός, ο εκλεκτός τού Θεού. 36 Τον ενέπαιζαν μάλιστα και οι στρατιώτες, πλησιάζοντας και προσφέροντάς του ξίδι, 37 λέγοντας: Αν εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτό σου. 38 Ήταν δε από πάνω του και μια επιγραφή γραμμένη με γράμματα Ελληνικά και Ρωμαϊκά και Εβραϊκά: ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ. 39 Ένας, μάλιστα, από τους κακούργους που κρεμάστηκαν, τον βλασφημούσε, λέγοντας: Αν εσύ είσαι ο Χριστός, σώσε τον εαυτό σου κι εμάς. 40 Αποκρινόμενος, όμως, ο άλλος τον επέπληττε, λέγοντας: Ούτε τον Θεό δεν φοβάσαι εσύ, που είσαι μέσα στην ίδια καταδίκη; 41 Κι εμείς μεν δίκαια· επειδή, απολαμβάνουμε άξια των όσων πράξαμε· αυτός, όμως, δεν έπραξε τίποτε το άτοπο. 42 Και έλεγε στον Ιησού: Κύριε, θυμήσου με, όταν έρθεις στη βασιλεία σου. 43 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Σε διαβεβαιώνω, σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο.

44 Ήταν δε περίπου η έκτη ώρα, και έγινε σκοτάδι επάνω σε όλη τη γη μέχρι την έκτη ώρα. 45 Και σκοτίστηκε ο ήλιος· και το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στο μέσον. 46 Και ο Ιησούς, αφού φώναξε με δυνατή φωνή, είπε: Πατέρα, στα χέρια σου παραδίνω το πνεύμα μου. Και, όταν τα είπε αυτά, εξέπνευσε. 47 Και βλέποντας ο εκατόνταρχος αυτό που έγινε δόξασε τον Θεό, λέγοντας: Ο άνθρωπος αυτός ήταν πραγματικά δίκαιος. 48 Και όλα τα πλήθη που είχαν συγκεντρωθεί σ' αυτό το θέαμα, βλέποντας τα όσα έγιναν, επέστρεφαν χτυπώντας τα στήθη τους. 49 Από μακριά, μάλιστα, στέκονταν όλοι οι γνωστοί του, και οι γυναίκες, που τον είχαν ακολουθήσει μαζί από τη Γαλιλαία, και τα έβλεπαν αυτά. 50 Και τότε, ένας άνδρας, με το όνομα Ιωσήφ, που ήταν βουλευτής, άνδρας αγαθός και δίκαιος, 51 (αυτός δεν ήταν σύμφωνος με τη βουλή και την πράξη τους), από την Αριμαθαία, πόλη των Ιουδαίων, ο οποίος περίμενε κι αυτός τη βασιλεία τού Θεού· 52 αυτός, αφού ήρθε στον Πιλάτο, ζήτησε το σώμα τού Ιησού. 53 Και όταν το κατέβασε, το τύλιξε με σεντόνι, και το έβαλε σε μνήμα, λαξεμένο σε βράχο, όπου δεν είχε ακόμα ενταφιαστεί κανένας. 54 Και ήταν ημέρα Παρασκευή, και ξημέρωνε σάββατο. 55 Ακολούθησαν, μάλιστα, και γυναίκες, που είχαν έρθει μαζί του από τη Γαλιλαία και είδαν το μνήμα, και πώς τέθηκε το σώμα του. 56 Και αφού επέστρεψαν, ετοίμασαν αρώματα και μύρα·

και το μεν σάββατο ησύχασαν, σύμφωνα με την εντολή.

Κεφάλαιον 24

1 ΚΑΙ την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, ενώ ακόμα ήταν βαθιά χαράματα, ήρθαν στο μνήμα, φέρνοντας τα αρώματα που ετοίμασαν· και μερικές άλλες γυναίκες ήσαν μαζί τους. 2 Βρήκαν, όμως, την πέτρα αποκυλισμένη από το μνήμα. 3 Και όταν μπήκαν μέσα δεν βρήκαν το σώμα τού Κυρίου Ιησού. 4 Και ενώ ήσαν σε απορία για τούτο, ξάφνου, δύο άνδρες με ιμάτια αστραφτερά στάθηκαν μπροστά τους. 5 Και καθώς εκείνες φοβήθηκαν, και έσκυψαν το πρόσωπο στη γη, είπαν σ' αυτές: Γιατί ζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; 6 Δεν είναι εδώ, αλλά αναστήθηκε. Θυμηθείτε πώς σας είχε μιλήσει, ενώ βρισκόταν ακόμα στη Γαλιλαία, 7 λέγοντας, ότι: Ο Υιός τού ανθρώπου πρέπει να παραδοθεί σε χέρια αμαρτωλών ανθρώπων, και να σταυρωθεί, και την τρίτη ημέρα να αναστηθεί. 8 Και θυμήθηκαν τα λόγια του. 9 Και αφού επέστρεψαν από το μνήμα, ανήγγειλαν όλα αυτά στους έντεκα και σε όλους τους υπόλοιπους. 10 Κι αυτές ήσαν η Μαρία Μαγδαληνή και η Ιωάννα και η Μαρία, η μητέρα τού Ιακώβου, και οι υπόλοιπες μαζί μ' αυτές, που έλεγαν αυτά στους αποστόλους. 11 Και τα λόγια τους φάνηκαν μπροστά τους σαν φλυαρία, και δεν τις πίστευαν. 12 Ο Πέτρος, όμως, έτρεξε στο μνήμα, και, καθώς έσκυψε μέσα, βλέπει τα σάβανα να κείτονται μόνα τους· και αναχώρησε θαυμάζοντας από μέσα του για το γεγονός.

13 Και να! δύο απ' αυτούς πορεύονταν κατά την ίδια ημέρα στην κωμόπολη, που ονομαζόταν Εμμαούς, που απείχε 60 στάδια από την Ιερουσαλήμ· 14 κι αυτοί συνομιλούσαν αναμεταξύ τους για όλα αυτά που είχαν συμβεί. 15 Και ενώ μιλούσαν και συζητούσαν, καθώς πλησίασε και ο ίδιος ο Ιησούς, πορευόταν μαζί τους. 16 Αλλά, τα μάτια τους κρατιόνταν, για να μη τον γνωρίσουν. 17 Και τους είπε: Ποια είναι αυτά τα λόγια, που συνομιλείτε αναμεταξύ σας, καθώς περπατάτε, και είστε σκυθρωποί; 18 Και αποκρινόμενος ο ένας, που ονομαζόταν Κλεόπας, του είπε: Εσύ μονάχος παροικείς στην Ιερουσαλήμ, και δεν έμαθες τα όσα έγιναν σ' αυτή κατά τις ημέρες αυτές; 19 Και τους είπε: Ποια; Και εκείνοι είπαν σ' αυτόν: Αυτά για τον Ιησού τον Ναζωραίο, που στάθηκε ένας άνδρας προφήτης, δυνατός σε έργο και λόγο μπροστά στον Θεό και σε ολόκληρο τον λαό· 20 και πώς οι αρχιερείς και οι άρχοντές μας τον παρέδωσαν σε καταδίκη θανάτου, και τον σταύρωσαν· 21 εμείς, όμως, ελπίζαμε ότι αυτός είναι εκείνος που επρόκειτο να λυτρώσει τον Ισραήλ. Αλλά, και σε όλα τούτα, σήμερα αυτή είναι η τρίτη ημέρα, αφότου έγιναν αυτά· 22 εκτός δε αυτών, μερικές γυναίκες από μας, μας εξέπληξαν, οι οποίες είχαν πάει πολύ πρωί στο μνήμα· 23 και καθώς δεν βρήκαν το σώμα του, ήρθαν, λέγοντας ότι είδαν και οπτασία αγγέλων, οι οποίοι λένε ότι αυτός ζει· 24 και μερικοί από τους δικούς μας πήγαν στο μνήμα, και τα βρήκαν έτσι, όπως μας είχαν πει οι γυναίκες· αυτόν, όμως, δεν τον είδαν. 25 Κι αυτός είπε σ' αυτούς: Ω, ανόητοι και βραδείς στην καρδιά στο να πιστεύετε σε όλα όσα μίλησαν οι προφήτες· 26 δεν έπρεπε ο Χριστός να τα πάθει αυτά, και να μπει μέσα στη δόξα του; 27 Και αφού άρχισε από τον Μωυσή και από όλους τούς προφήτες, τους εξηγούσε τα γραμμένα για τον εαυτό του σε όλες τις γραφές. 28 Και πλησίασαν στην κωμόπολη, όπου πορεύονταν· κι αυτός προσποιόταν ότι πηγαίνει πιο μακριά. 29 Και τον παρακάλεσαν επίμονα, λέγοντας: Μείνε μαζί μας, επειδή πλησιάζει το βράδυ, και έκλινε η ημέρα. Και μπήκε μέσα για να μείνει μαζί τους. 30 Και όταν κάθησε μαζί τους στο τραπέζι, παίρνοντας το ψωμί, ευλόγησε, και αφού έκοψε, έδινε σ' αυτούς. 31 Και διανοίχτηκαν σ' εκείνους τα μάτια, και τον γνώρισαν· κι αυτός έγινε άφαντος απ' αυτούς. 32 Και είπαν αναμεταξύ τους: Δεν καιγόταν μέσα μας η καρδιά μας, όταν μας μιλούσε στον δρόμο, και μας εξηγούσε τις γραφές; 33 Και αφού σηκώθηκαν την ίδια εκείνη ώρα, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, και βρήκαν τούς έντεκα, και εκείνους που ήσαν μαζί τους, συγκεντρωμένους, 34 οι οποίοι έλεγαν, ότι: Πραγματικά, ο Κύριος αναστήθηκε, και φάνηκε στον Σίμωνα. 35 Κι αυτοί διηγούνταν τα όσα συνέβηκαν καθ' οδόν, και πώς γνωρίστηκε σ' αυτούς ενώ έκοβε το ψωμί.

36 Και ενώ μιλούσαν γι' αυτά, ο ίδιος ο Ιησούς στάθηκε στο μέσον τους, και λέει σ' αυτούς: Ειρήνη σ' εσάς. 37 Και εκείνοι, ενώ εκπλάγηκαν και έγιναν έντρομοι, νόμιζαν ότι έβλεπαν πνεύμα. 38 Και τους είπε: Γιατί είστε ταραγμένοι; Και γιατί ανεβαίνουν συλλογισμοί στις καρδιές σας; 39 Δείτε τα χέρια μου και τα πόδια μου, ότι εγώ ο ίδιος είμαι· ψηλαφήστε με και δείτε· επειδή, ένα πνεύμα δεν έχει σάρκα και κόκαλα, όπως βλέπετε εμένα ότι έχω. 40 Και αφού το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και τα πόδια. 41 Και ενώ αυτοί, από τη χαρά, ακόμα απιστούσαν και θαύμαζαν, είπε σ' αυτούς: Έχετε εδώ κάτι φαγώσιμο; 42 Και εκείνοι έδωσαν σ' αυτόν ένα μέρος από ψημένο ψάρι, και ένα μέρος κηρήθρας από μέλι. 43 Και καθώς τα πήρε, έφαγε μπροστά τους. 44 Και τους είπε: Αυτά είναι τα λόγια, που σας είχα μιλήσει, όταν ακόμα ήμουν μαζί σας, ότι πρέπει να εκπληρωθούν όλα τα γραμμένα μέσα στον νόμο τού Μωυσή και στους προφήτες και στους ψαλμούς για μένα. 45 Τότε, διάνοιξε τον νου τους, για να καταλάβουν τις γραφές. 46 Και τους είπε: Έτσι είναι γραμμένο, και έτσι έπρεπε να πάθει ο Χριστός, και να αναστηθεί από τους νεκρούς την τρίτη ημέρα, 47 και να κηρυχθεί στο όνομά του μετάνοια και άφεση αμαρτιών σε όλα τα έθνη, ξεκινώντας από την Ιερουσαλήμ. 48 Κι εσείς είστε μάρτυρες γι' αυτά. 49 Και δέστε, εγώ στέλνω την υπόσχεση του Πατέρα μου επάνω σας· κι εσείς καθήστε στην πόλη, την Ιερουσαλήμ, μέχρις ότου ντυθείτε δύναμη από ψηλά.

50 Και τους έφερε έξω, μέχρι τη Βηθανία· και καθώς σήκωσε τα χέρια του ψηλά, τους ευλόγησε. 51 Και ενώ τους ευλογούσε, αποχωρίστηκε απ' αυτούς, και ανυψωνόταν προς τον ουρανό. 52 Κι αυτοί, αφού τον προσκύνησαν, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ με μεγάλη χαρά. 53 Και βρίσκονταν διαρκώς μέσα στο ιερό, δοξάζοντας και ευλογώντας τον Θεό. Αμήν.

ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Κεφάλαιον 1

1 ΣΤΗΝ αρχή ήταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν προς τον Θεό, και Θεός ήταν ο Λόγος. 2 Αυτός ήταν στην αρχή προς τον Θεό. 3 Όλα έγιναν διαμέσου αυτού· και χωρίς αυτόν δεν έγινε ούτε ένα το οποίο έχει γίνει. 4 Μέσα σ' αυτόν ήταν ζωή, και η ζωή ήταν το φως των ανθρώπων. 5 Και το φως μέσα στο σκοτάδι φέγγει, και το σκοτάδι δεν το κατέλαβε. 6 Υπήρξε ένας άνθρωπος αποσταλμένος από τον Θεό, που ονομαζόταν Ιωάννης. 7 Αυτός ήρθε προς μαρτυρία, για να δώσει μαρτυρία σχετικά με το φως, για να πιστέψουν όλοι διαμέσου αυτού. 8 Δεν ήταν εκείνος το φως, αλλά για να δώσει μαρτυρία σχετικά με το φως. 9 Ήταν το φως το αληθινό, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. 10 Ήταν μέσα στον κόσμο, και ο κόσμος έγινε διαμέσου αυτού· και ο κόσμος δεν τον γνώρισε. 11 Στα δικά του ήρθε, και οι δικοί του δεν τον δέχθηκαν. 12 Όσοι, όμως, τον δέχθηκαν, σ' αυτούς έδωσε εξουσία να γίνουν παιδιά τού Θεού, σ' αυτούς που πιστεύουν στο όνομά του· 13 οι οποίοι, όχι από αίματα ούτε από θέλημα σάρκας ούτε από θέλημα άνδρα, αλλά από τον Θεό γεννήθηκαν. 14 Και ο Λόγος έγινε σάρκα, και κατοίκησε ανάμεσά μας, (και είδαμε τη δόξα του, δόξαν ως μονογενή από τον Πατέρα), γεμάτος χάρη και αλήθεια. 15 Ο Ιωάννης δίνει μαρτυρία γι' αυτόν, και φώναξε, λέγοντας: Αυτός ήταν για τον οποίο είπα: Εκείνος που έρχεται πίσω από μένα είναι ανώτερός μου, επειδή ήταν πριν από μένα. 16 Και όλοι εμείς λάβαμε από το πλήρωμά του, και χάρη επάνω σε χάρη. 17 Επειδή, και ο νόμος δόθηκε διαμέσου τού Μωυσή· η χάρη, όμως, και η αλήθεια έγινε διαμέσου τού Ιησού Χριστού. 18 Κανένας δεν είδε ποτέ τον Θεό· ο Μονογενής Υιός, που είναι στην αγκαλιά τού Πατέρα, εκείνος τον φανέρωσε.

19 Κι αυτή είναι η μαρτυρία τού Ιωάννη, όταν οι Ιουδαίοι από τα Ιεροσόλυμα έστειλαν ιερείς και Λευίτες, για να τον ρωτήσουν: Εσύ ποιος είσαι; 20 Και ομολόγησε και δεν αρνήθηκε· και ομολόγησε ότι: Δεν είμαι εγώ ο Χριστός. 21 Και τον ρώτησαν: Τι, λοιπόν; Είσαι εσύ ο Ηλίας; Και λέει: Δεν είμαι. Είσαι εσύ ο προφήτης; Και απάντησε: Όχι. 22 Του είπαν, λοιπόν: Ποιος είσαι; Για να δώσουμε απάντηση σ' αυτούς που μας έστειλαν· τι λες για τον εαυτό σου; 23 Αποκρίθηκε: Εγώ είμαι «φωνή κάποιου που φωνάζει δυνατά μέσα στην έρημο. Κάντε ίσιο τον δρόμο τού Κυρίου», όπως είπε ο προφήτης Ησαϊας. 24 Και οι αποσταλμένοι ήσαν από τους Φαρισαίους· 25 και τον ρώτησαν, και του είπαν: Γιατί, λοιπόν, βαπτίζεις, αν εσύ δεν είσαι ο Χριστός ούτε ο Ηλίας ούτε ο προφήτης; 26 Ο Ιωάννης απάντησε σ' αυτούς, λέγοντας: Εγώ βαπτίζω με νερό· ανάμεσά σας, όμως, στέκεται εκείνος, που εσείς δεν γνωρίζετε· 27 αυτός είναι εκείνος που έρχεται πίσω από μένα, ο οποίος είναι ανώτερός μου· του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το λουρί από το υπόδημά του. 28 Αυτά έγιναν στη Βηθαβαρά, πέρα από τον Ιορδάνη, όπου βάπτιζε ο Ιωάννης.

29 Κατά την επόμενη ημέρα, ο Ιωάννης βλέπει τον Ιησού να έρχεται προς αυτόν, και λέει: Δέστε, ο Αμνός τού Θεού, που σηκώνει την αμαρτία τού κόσμου. 30 Αυτός είναι για τον οποίο εγώ είπα: Πίσω από μένα έρχεται ένας άνδρας, που είναι ανώτερός μου, επειδή ήταν πριν από μένα. 31 Και εγώ δεν τον γνώριζα· αλλά, για να φανερωθεί στον Ισραήλ, γι' αυτό ήρθα εγώ βαπτίζοντας μέσα στο νερό. 32 Και ο Ιωάννης έδωσε μαρτυρία, λέγοντας ότι: Είδα το Πνεύμα να κατεβαίνει από τον ουρανό σαν περιστέρι, και έμεινε επάνω του. 33 Και εγώ δεν τον γνώριζα· αλλά, εκείνος που με έστειλε να βαπτίζω με νερό, εκείνος μου είπε: Σε όποιον δεις το Πνεύμα να κατεβαίνει και να μένει επάνω του, αυτός είναι που βαπτίζει με Πνεύμα Άγιο. 34 Και εγώ είδα και έδωσα μαρτυρία, ότι αυτός είναι ο Υιός τού Θεού.

35 Κατά την επόμενη ημέρα, στεκόταν πάλι ο Ιωάννης, και δύο από τους μαθητές του· 36 και αφού προσήλωσε το βλέμμα του στον Ιησού που περπατούσε, λέει: Δέστε, ο Αμνός τού Θεού. 37 Και τον άκουσαν οι δύο μαθητές να μιλάει, και ακολούθησαν τον Ιησού. 38 Και καθώς ο Ιησούς στράφηκε και τους είδε να ακολουθούν, τους λέει: Τι ζητάτε; Και εκείνοι είπαν σ' αυτόν: Ραββί, (που μεταφραζόμενο λέγεται, Δάσκαλε), πού μένεις; 39 Τους λέει: Ελάτε και δείτε. Ήρθαν και είδαν πού μένει· και έμειναν μαζί του εκείνη την ημέρα· και η ώρα ήταν περίπου δέκα. 40 ΗΤΑΝ ο Ανδρέας, ο αδελφός τού Σίμωνα Πέτρου, ο ένας από τους δύο, που άκουσαν γι' αυτόν από τον Ιωάννη, και τον ακολούθησαν. 41 Αυτός βρίσκει πρώτος τον δικό του αδελφό, τον Σίμωνα, και του λέει: Βρήκαμε τον Μεσσία, που μεταφραζόμενο σημαίνει ο Χριστός. 42 Και τον έφερεστον Ιησού. Και ο Ιησούς, κοιτάζοντάς τον καλά, είπε: Εσύ είσαι ο Σίμωνας, ο γιος τού Ιωνά· εσύ θα ονομαστείς Κηφάς, που μεταφράζεται Πέτρος.

43 Και την επόμενη ημέρα, ο Ιησούς θέλησε να βγει στη Γαλιλαία· και βρίσκει τον Φίλιππο, και του λέει: Ακολούθα με. 44 Και ο Φίλιππος ήταν από τη Βηθσαϊδά, από την πόλη τού Ανδρέα και του Πέτρου. 45 Ο Φίλιππος βρίσκει τον Ναθαναήλ, και του λέει: Βρήκαμε εκείνον τον οποίο ο Μωυσής έγραψε μέσα στον νόμο και οι προφήτες, τον Ιησού, τον γιο τού Ιωσήφ, αυτόν από τη Ναζαρέτ. 46 Και ο Ναθαναήλ είπε σ' αυτόν: Μπορεί να προέλθει κάτι καλό από τη Ναζαρέτ; Ο Φίλιππος λέει σ' αυτόν: Έλα και δες. 47 Ο Ιησούς είδε τον Ναθαναήλ να έρχεται σ' αυτόν, και λέει γι' αυτόν: Δέστε, ένας αληθινά Ισραηλίτης, στον οποίο δεν υπάρχει δόλος. 48 Λέει σ' αυτόν ο Ναθαναήλ: Από πού με γνωρίζεις; Αποκρίθηκε ο Ιησούς, και του είπε: Πριν ο Φίλιππος σε φωνάξει, σε είδα όταν ήσουν κάτω από τη συκιά. 49 Αποκρίθηκε ο Ναθαναήλ και του λέει: Ραββί, εσύ είσαι ο Υιός τού Θεού, εσύ είσαι ο βασιλιάς τού Ισραήλ. 50 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και του είπε: Επειδή σου είπα: Σε είδα κάτω από τη συκιά, πιστεύεις; Μεγαλύτερα απ' αυτά θα δεις. 51 Και του λέει: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, από τώρα θα δείτε τον ουρανό ανοιγμένο, και τους αγγέλους τού Θεού να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν επάνω στον Υιό τού ανθρώπου.

Κεφάλαιον 2

1 ΚΑΙ την τρίτη ημέρα έγινε γάμος στην Κανά τής Γαλιλαίας· και εκεί ήταν η μητέρα τού Ιησού. 2 Προσκλήθηκε, μάλιστα, στον γάμο και ο Ιησούς και οι μαθητές του. 3 Και επειδή έλειψε το κρασί, η μητέρα τού Ιησού λέει σ' αυτόν: Δεν έχουν κρασί. 4 Ο Ιησούς λέει σ' αυτή: Τι κοινό υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σένα, γυναίκα; Δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου. 5 Η μητέρα του λέει στους υπηρέτες: Κάντε ό,τι σας λέει. 6 Και υπήρχαν εκεί έξι υδρίες πέτρινες, οι οποίες κείτονταν σύμφωνα με τη συνήθεια του καθαρισμού των Ιουδαίων, που η κάθε μία χωρούσε δύο ή τρία μέτρα. 7 Ο Ιησούς λέει σ' αυτούς: Γεμίστε τις υδρίες με νερό. Και τις γέμισαν μέχρι επάνω. 8 Και τους λέει: Αντλήστε τώρα και φέρτε στον αρχιτρίκλινο. Και έφεραν. 9 Και καθώς ο αρχιτρίκλινος γεύτηκε το νερό, που είχε μεταβληθεί σε κρασί, και δεν ήξερε από πού είναι, (οι υπηρέτες, όμως, που είχαν αντλήσει το νερό, ήξεραν), ο αρχιτρίκλινος φωνάζει τον νυμφίο, 10 και του λέει: Κάθε άνθρωπος βάζει πρώτα το καλό κρασί, και αφού πιουν πολύ, τότε το κατώτερο· εσύ φύλαξες το καλό κρασί μέχρι τώρα. 11 Αυτή την αρχή των θαυμάτων έκανε ο Ιησούς στην Κανά τής Γαλιλαίας, και φανέρωσε τη δόξα του, και πίστεψαν σ' αυτόν οι μαθητές του. 12 Ύστερα απ' αυτό, κατέβηκε στην Καπερναούμ, αυτός και η μητέρα του, και οι αδελφοί του, και οι μαθητές του· και έμειναν εκεί όχι πολλές ημέρες.

13 Και πλησίαζε το Πάσχα των Ιουδαίων, και ο Ιησούς ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα. 14 Και μέσα στο ιερό βρήκε αυτούς που πουλούσαν βόδια και πρόβατα και περιστέρια, και τους αργυραμοιβούς, να κάθονται. 15 Και αφού έφτιαξε ένα μαστίγιο από σχοινιά, τους έδιωξε όλους από το ιερό, και τα πρόβατα και τα βόδια· και τα νομίσματα των αργυραμοιβών τα σκόρπισε, και αναποδογύρισε τα τραπέζια· 16 και είπε σ' αυτούς που πουλούσαν τα περιστέρια: Σηκώστε τα από εδώ· μη κάνετε τον οίκο τού Πατέρα μου οίκον εμπορίου. 17 Τότε, οι μαθητές του θυμήθηκαν ότι είναι γραμμένο: «Ο ζήλος τού οίκου σου με κατέφαγε». 18 Αποκρίθηκαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι και του είπαν: Ποιο σημείο δείχνεις σε μας, επειδή κάνεις αυτά; 19 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε: Γκρεμίστε τούτο τον ναό, και σε τρεις ημέρες θα τον στήσω όρθιον. 20 Και οι Ιουδαίοι είπαν: Ο ναός αυτός οικοδομήθηκε σε 46 χρόνια, κι εσύ θα τον στήσεις όρθιον σε τρεις ημέρες; 21 Εκείνος, όμως, έλεγε για τον ναό τού σώματός του. 22 Όταν, λοιπόν, αναστήθηκε από τους νεκρούς, οι μαθητές του θυμήθηκαν ότι αυτό τούς το έλεγε· και πίστεψαν στη γραφή, και στον λόγο, που είχε πει ο Ιησούς.

23 Και ενώ ήταν στα Ιεροσόλυμα κατά τη γιορτή τού Πάσχα, πολλοί πίστεψαν στο όνομά του, βλέποντας τα θαύματά του, που έκανε. 24 Ο ίδιος ο Ιησούς, όμως, δεν τους εμπιστευόταν, επειδή τους γνώριζε όλους· 25 και επειδή δεν είχε ανάγκη να δώσει κάποιος μαρτυρία για τον άνθρωπο· δεδομένου ότι, αυτός γνώριζε τι ήταν μέσα στον άνθρωπο.


    Ваша оценка произведения:

Популярные книги за неделю