355 500 произведений, 25 200 авторов.

Электронная библиотека книг » Автор Неизвестен » Η Καινή Διαθήκη (Φιλος) » Текст книги (страница 6)
Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)
  • Текст добавлен: 4 октября 2016, 23:23

Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)"


Автор книги: Автор Неизвестен


Жанры:

   

Религия

,

сообщить о нарушении

Текущая страница: 6 (всего у книги 46 страниц)

Κεφάλαιον 26

1 ΚΑΙ όταν ο Ιησούς τελείωσε όλα αυτά τα λόγια, είπε στους μαθητές του: 2 Ξέρετε ότι ύστερα από δύο ημέρες γίνεται το Πάσχα, και ο Υιός του ανθρώπου παραδίνεται για να σταυρωθεί. 3 Τότε, συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι του λαού στην αυλή τού αρχιερέα, που λεγόταν Καϊάφας· 4 και έκαναν συμβούλιο για να συλλάβουν τον Ιησού με δόλο, και να τον θανατώσουν. 5 Έλεγαν, μάλιστα: Όχι στη γιορτή, για να μη γίνει θόρυβος μέσα στον λαό.

6 Και όταν ο Ιησούς βρισκόταν στη Βηθανία, στο σπίτι τού λεπρού Σίμωνα, 7 ήρθε κοντά του μια γυναίκα, που είχε ένα αλάβαστρο από πολύτιμο μύρο, και το έχυνε ολόκληρο επάνω στο κεφάλι του, ενώ καθόταν στο τραπέζι. 8 Και οι μαθητές του, βλέποντάς το, αγανάκτησαν, λέγοντας: Προς τι αυτή η σπατάλη; 9 Επειδή, αυτό το μύρο μπορούσε να πουληθεί σε μια μεγάλη τιμή, και να δοθεί στους φτωχούς. 10 Καθώς δε ο Ιησούς το κατάλαβε, τους είπε: Γιατί ενοχλείτε τη γυναίκα; Επειδή, έκανε σε μένα ένα καλό έργο. 11 Επειδή, τους φτωχούς τούς έχετε πάντοτε μαζί σας· εμένα, όμως, δεν με έχετε πάντοτε. 12 Άλλωστε, αυτή, χύνοντας τούτο το μύρο επάνω στο σώμα μου, το έκανε για τον ενταφιασμό μου. 13 Σας διαβεβαιώνω, όπου αν κηρυχθεί τούτο το ευαγγέλιο, σε όλο τον κόσμο, θα γίνει λόγος και γι' αυτό που αυτή έπραξε, σε ανάμνησή της.

14 Τότε, ένας από τους δώδεκα, αυτός που λεγόταν Ιούδας ο Ισκαριώτης, πήγε προς τους αρχιερείς, 15 και είπε: Τι θέλετε να μου δώσετε, και εγώ θα σας τον παραδώσω; Και εκείνοι έδωσαν σ' αυτόν 30 αργύρια. 16 Και από τότε ζητούσε ευκαιρία για να τον παραδώσει.

17 Και την πρώτη ημέρα των Αζύμων ήρθαν οι μαθητές κοντά στον Ιησού, λέγοντάς του: Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε για να φας το Πάσχα; 18 Και εκείνος είπε: Πηγαίνετε στην πόλη στον τάδε, και πείτε του: Ο δάσκαλος λέει: Πλησίασε ο καιρός μου· στο σπίτι σου θα κάνω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου. 19 Και οι μαθητές του έκαναν όπως τους παρήγγειλε ο Ιησούς· και ετοίμασαν το Πάσχα. 20 Και όταν έγινε βράδυ, καθόταν στο τραπέζι μαζί με τους δώδεκα· 21 και ενώ έτρωγαν, είπε: Σας διαβεβαιώνω ότι, ένας από σας θα με παραδώσει. 22 Και λυπούμενοι υπερβολικά, άρχισαν να του λένε, κάθε ένας απ' αυτούς: Μήπως εγώ είμαι, Κύριε; 23 Και εκείνος απαντώντας, είπε: Αυτός που βούτηξε το χέρι του μαζί μου στο πιάτο, αυτός θα με παραδώσει. 24 Ο Υιός τού ανθρώπου πηγαίνει μεν, όπως είναι γραμμένο γι' αυτόν· αλλοίμονο, όμως, στον άνθρωπο εκείνον, διαμέσου τού οποίου ο Υιός τού ανθρώπου παραδίνεται· καλό ήταν σ' εκείνον τον άνθρωπο, αν δεν είχε γεννηθεί. 25 Και απαντώντας ο Ιούδας, που τον παρέδινε, είπε: Μήπως εγώ είμαι, Ραββί; Του λέει: Εσύ το είπες.

26 Και ενώ έτρωγαν, παίρνοντας ο Ιησούς τον άρτο, και αφού τον ευλόγησε, έκοψε, και έδινε στους μαθητές, και είπε: Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου. 27 Και παίρνοντας το ποτήρι, κι αφού ευχαρίστησε, τους έδωσε, λέγοντας: Πιείτε απ' αυτό όλοι· 28 επειδή, τούτο είναι το αίμα μου, αυτό τής καινούργιας διαθήκης, που χύνεται χάρη πολλών για άφεση αμαρτιών. 29 Και σας λέω ότι, δεν θα πιω στο εξής από τούτο το γέννημα της αμπέλου, μέχρι εκείνη την ημέρα, όταν θα το πίνω καινούργιο μαζί σας στη βασιλεία τού Πατέρα μου. 30 Και αφού ύμνησαν, βγήκαν έξω στο όρος των ελαιών.

31 Τότε, ο Ιησούς τούς λέει: Όλοι εσείς θα σκανδαλιστείτε με μένα αυτή τη νύχτα· επειδή, είναι γραμμένο: «Θα χτυπήσω τον ποιμένα, και τα πρόβατα του ποιμνίου θα διασκορπιστούν»· 32 και αφού αναστηθώ, θα πάω πριν από σας στη Γαλιλαία. 33 Και απαντώντας ο Πέτρος, του είπε: Και αν όλοι σκανδαλιστούν με σένα, εγώ ποτέ δεν θα σκανδαλιστώ. 34 Ο Ιησούς τού είπε: Σε διαβεβαιώνω ότι, αυτή τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει, θα με απαρνηθείς τρεις φορές. 35 Ο Πέτρος λέει σ' αυτόν: Και αν χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου, δεν θα σε απαρνηθώ. Το ίδιο είπαν και όλοι οι μαθητές.

36 Τότε, έρχεται μαζί τους ο Ιησούς σε ένα χωριό, που λέγεται Γεθσημανή· και λέει στους μαθητές: Καθήστε αυτού, μέχρις ότου πάω και προσευχηθώ εκεί. 37 Και αφού παρέλαβε τον Πέτρο και τους δύο γιους τού Ζεβεδαίου, άρχισε να λυπάται και να αδημονεί. 38 Τότε, τους λέει: Η ψυχή μου είναι περίλυπη μέχρι θανάτου· μείνετε εδώ και αγρυπνείτε μαζί μου. 39 Και αφού προχώρησε λίγο, έπεσε με το πρόσωπό του στη γη, προσευχόμενος και λέγοντας: Πατέρα μου, αν είναι δυνατόν, ας παρέλθει από μένα αυτό το ποτήρι· όμως, όχι όπως εγώ θέλω, αλλ' όπως εσύ. 40 Και έρχεται προς τους μαθητές, και τους βρίσκει να κοιμούνται, και λέει προς τον Πέτρο: Έτσι δεν μπορέσατε να αγρυπνήσετε μία ώρα μαζί μου; 41 Αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μη μπείτε σε πειρασμό· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως είναι αδύναμη. 42 Ξανά, για δεύτερη φορά πήγε και προσευχήθηκε, λέγοντας: Πατέρα μου, αν δεν είναι δυνατόν να παρέλθει από μένα τούτο το ποτήρι, χωρίς να το πιω, ας γίνει το θέλημά σου. 43 Και όταν ήρθε τούς βρίσκει πάλι να κοιμούνται· επειδή, τα μάτια τους ήσαν βαριά. 44 Και αφού τους άφησε, πήγε ξανά και προσευχήθηκε για τρίτη φορά, λέγοντας τον ίδιο λόγο. 45 Τότε, έρχεται στους μαθητές, και τους λέει: Κοιμάστε, λοιπόν, και αναπαύεστε· να! πλησίασε η ώρα, και ο Υιός τού ανθρώπου παραδίνεται σε χέρια αμαρτωλών· 46 σηκωθείτε, ας πάμε· δέστε, πλησίασε αυτός που με παραδίνει.

47 Και ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ξάφνου, ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, ήρθε· και μαζί του ένα μεγάλο πλήθος με μάχαιρες και ξύλα, από τους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους του λαού. 48 Και εκείνος που τον παρέδινε, τους έδωσε ένα σημάδι, λέγοντας: Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον. 49 Κι αμέσως, αφού πλησίασε τον Ιησού, είπε: Χαίρε, Ραββί· και τον καταφίλησε. 50 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Φίλε, γιατί ήρθες; Τότε, αφού ήρθαν κοντά, έβαλαν τα χέρια επάνω στον Ιησού, και τον έπιασαν. 51 Και ξάφνου, ένας, από εκείνους που ήσαν μαζί με τον Ιησού, απλώνοντας το χέρι, τράβηξε τη μάχαιρά του, και χτυπώντας τον δούλο τού αρχιερέα, του απέκοψε το αυτί του. 52 Τότε, ο Ιησούς λέει σ' αυτόν: Ξαναβάλε τη μάχαιρά σου στη θέση της· επειδή, όλοι όσοι πιάσουν μάχαιρα, με μάχαιρα θα πεθάνουν· 53 ή νομίζεις ότι δεν μπορώ να παρακαλέσω τώρα κιόλας τον Πατέρα μου, και θα στήσει κοντά μου περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων; 54 Πώς, λοιπόν, θα εκπληρωθούν οι γραφές, ότι έτσι πρέπει να γίνει; 55 Κατά την ώρα εκείνη ο Ιησούς είπε προς τα πλήθη: Βγήκατε σαν σε ληστή, με μάχαιρες και ξύλα, για να με συλλάβετε; Καθημερινά καθόμουν κοντά σας, διδάσκοντας μέσα στο ιερό, και δεν με πιάσατε. 56 Και όλο αυτό έγινε, για να εκπληρωθούν οι γραφές των προφητών. Τότε, όλοι οι μαθητές, αφού τον εγκατέλειψαν, έφυγαν.

57 Και εκείνοι που είχαν πιάσει τον Ιησού, τον έφεραν στον αρχιερέα Καϊάφα, όπου συγκεντρώθηκαν οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι. 58 Ο δε Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά, μέχρι την αυλή τού αρχιερέα· και αφού μπήκε μέσα, καθόταν μαζί με τους υπηρέτες, για να δει το τέλος. 59 Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και ολόκληρο το συνέδριο ζητούσαν ψευδομαρτυρία ενάντια στον Ιησού, για να τον θανατώσουν· 60 και δεν βρήκαν· και παρόλο που ήρθαν πολλοί ψευδομάρτυρες, δεν βρήκαν. Ύστερα, όμως, καθώς προσήλθαν δύο ψευδομάρτυρες, 61 είπαν: Αυτός είπε: Μπορώ να γκρεμίσω τον ναό τού Θεού, και μέσα σε τρεις ημέρες να τον κτίσω. 62 Και αφού σηκώθηκε ο αρχιερέας, του είπε: Δεν απαντάς; Τι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου; 63 Και ο Ιησούς σιωπούσε. Και απαντώντας ο αρχιερέας, του είπε: Σε ορκίζω στον ζωντανό Θεό, να μας πεις, αν εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός τού Θεού. 64 Ο Ιησούς λέει σ' αυτόν: Εσύ το είπες· όμως, σας λέω: Στο εξής, θα δείτε τον Υιό τού ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά τής δύναμης, και να έρχεται επάνω στα σύννεφα του ουρανού. 65 Τότε, ο αρχιερέας ξέσχισε τα ιμάτιά του, λέγοντας ότι: Βλασφήμησε· τι ανάγκη έχουμε πλέον από μάρτυρες. Να, τώρα ακούσατε τη βλασφημία του· 66 τι σας φαίνεται; Και εκείνοι, απαντώντας, είπαν: Είναι ένοχος θανάτου. 67 Τότε, έφτυσαν στο πρόσωπό του, και τον γρονθοκόπησαν· άλλοι, μάλιστα, τον χαστούκισαν, 68 λέγοντας: Προφήτευσε σε μας, Χριστέ, ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε;

69 Ο δε Πέτρος καθόταν έξω στην αυλή· και ήρθε κοντά του μία δούλη, λέγοντας: Κι εσύ ήσουν μαζί με τον Ιησού, τον Γαλιλαίο. 70 Και εκείνος αρνήθηκε μπροστά σε όλους, λέγοντας: Δεν ξέρω τι λες. 71 Και όταν βγήκε έξω στον πυλώνα, τον είδε μια άλλη, και λέει σ' αυτούς που ήσαν εκεί: Κι αυτός ήταν μαζί με τον Ιησού, τον Ναζωραίο. 72 Αρνήθηκε και πάλι, με όρκο, ότι: Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο. 73 Και ύστερα από λίγο, καθώς ήρθαν κοντά αυτοί που στέκονταν τριγύρω, είπαν στον Πέτρο: Στ' αλήθεια, κι εσύ είσαι απ' αυτούς· επειδή, και η ομιλία σου σε κάνει φανερόν. 74 Τότε, άρχισε να αναθεματίζει και να ορκίζεται ότι: Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο. Κι αμέσως λάλησε ο πετεινός. 75 Και ο Πέτρος θυμήθηκε τον λόγο του Ιησού, που του είχε πει ότι: Πριν ο πετεινός λαλήσει, θα με απαρνηθείς τρεις φορές. Και βγαίνοντας έξω, έκλαψε πικρά.

Κεφάλαιον 27

1 ΚΑΙ όταν έγινε πρωί, όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού έκαναν συμβούλιο εναντίον του Ιησού για να τον θανατώσουν. 2 Και αφού τον έδεσαν, τον έφεραν και τον παρέδωσαν στον Πόντιο Πιλάτο, τον ηγεμόνα.

3 Τότε, ο Ιούδας, αυτός που τον παρέδωσε, βλέποντας ότι καταδικάστηκε, αφού μεταμελήθηκε επέστρεψε στους πρεσβύτερους τα 30 αργύρια, 4 λέγοντας: Αμάρτησα, επειδή παρέδωσα αθώο αίμα. Και εκείνοι είπαν: Και σε μας, τι; Αφορά εσένα. 5 Και ρίχνοντας τα αργύρια μέσα στον ναό, αναχώρησε· και φεύγοντας κρεμάστηκε. 6 Και οι ιερείς, παίρνοντας τα αργύρια, είπαν: Δεν επιτρέπεται να τα βάλουμε στο θησαυροφυλάκιο· επειδή, είναι τιμή αίματος. 7 Και αφού έκαναν συμβούλιο, αγόρασαν μ' αυτά το χωράφι τού κεραμέα, για να θάβονται εκεί οι ξένοι. 8 Γι' αυτό, το χωράφι εκείνο ονομάστηκε: Χωράφι αίματος, μέχρι τη σημερινή ημέρα. 9 Τότε, εκπληρώθηκε εκείνο που ειπώθηκε διαμέσου τού Ιερεμία τού προφήτη, που είπε: «Και πήραν τα 30 αργύρια, την τιμή που εκτιμήθηκε, τον οποίο εκτίμησαν οι γιοι Ισραήλ, 10 και τα έδωσαν στο χωράφι τού κεραμέα, καθώς ο Κύριος παρήγγειλε σε μένα».

11 Και ο Ιησούς στάθηκε μπροστά στον ηγεμόνα· και ο ηγεμόνας τον ρώτησε, λέγοντας: Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων; Και ο Ιησούς τού είπε: Εσύ το λες. 12 Και ενώ οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι τον κατηγορούσαν, δεν απάντησε καθόλου. 13 Τότε, ο Πιλάτος λέει σ' αυτόν: Δεν ακούς πόσα μαρτυρούν εναντίον σου; 14 Και δεν του απάντησε ούτε σε έναν λόγο· ώστε ο ηγεμόνας θαύμαζε πολύ.

15 Και κατά τη γιορτή, ο ηγεμόνας συνήθιζε να απολύει στο πλήθος έναν φυλακισμένο, όποιον ήθελαν. 16 Και είχαν τότε έναν περιβόητο φυλακισμένο, που λεγόταν Βαραββάς. 17 Ενώ, λοιπόν, ήσαν συγκεντρωμένοι, ο Πιλάτος είπε σ' αυτούς: Ποιον θέλετε να σας απολύσω; Τον Βαραββά ή τον Ιησού, που λέγεται Χριστός; 18 Επειδή, ήξερε ότι από φθόνο τον παρέδωσαν. 19 Και ενώ καθόταν επάνω στο βήμα, η γυναίκα του έστειλε κάποιον προς αυτόν, λέγοντας: Άπεχε από εκείνον τον δίκαιο· επειδή, πολλά έπαθα γι' αυτόν σήμερα σε όνειρο. 20 Οι αρχιερείς, όμως, και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τα πλήθη να ζητήσουν τον Βαραββά, και να θανατώσουν τον Ιησού. 21 Και απαντώντας ο ηγεμόνας, τους είπε: Ποιον από τους δύο θέλετε να σας απολύσω; Και εκείνοι είπαν: Τον Βαραββά. 22 Και ο Πιλάτος λέει σ' αυτούς: Τι, λοιπόν, να κάνω τον Ιησού, που λέγεται Χριστός; Και όλοι λένε σ' αυτόν: Να σταυρωθεί. 23 Και ο ηγεμόνας είπε: Και τι κακό έπραξε; Εκείνοι, όμως, έκραζαν περισσότερο, λέγοντας: Να σταυρωθεί. 24 Και βλέποντας ο Πιλάτος ότι δεν ωφελεί σε τίποτε, αλλά μάλλον γίνεται θόρυβος, παίρνοντας νερό, ένιψε τα χέρια του μπροστά από το πλήθος, λέγοντας: Είμαι αθώος από το αίμα αυτού τού δικαίου· αφορά εσάς. 25 Και απαντώντας ολόκληρος ο λαός, είπε: Το αίμα του ας είναι επάνω μας, και επάνω στα παιδιά μας. 26 Τότε, τους απέλυσε τον Βαραββά· τον δε Ιησού, αφού τον μαστίγωσε, τον παρέδωσε για να σταυρωθεί.

27 Τότε, οι στρατιώτες τού ηγεμόνα, παίρνοντας τον Ιησού στο πραιτώριο, συγκέντρωσαν εναντίον του ολόκληρο το τάγμα των στρατιωτών. 28 Και αφού τον ξέντυσαν, τον έντυσαν με μια κόκκινη χλαμύδα. 29 Και πλέκοντας ένα στεφάνι από αγκάθια, το έβαλαν επάνω στο κεφάλι του, και του έδωσαν ένα καλάμι στο δεξί του χέρι· και καθώς γονάτισαν μπροστά του, τον ενέπαιζαν, λέγοντας: Χαίρε, ο βασιλιάς των Ιουδαίων. 30 Και, φτύνοντάς τον, πήραν το καλάμι, και χτυπούσαν στο κεφάλι του. 31 Και αφού τον ενέπαιξαν, τον ξέντυσαν από τη χλαμύδα, και τον έντυσαν με τα ιμάτιά του· και τον έφεραν για να τον σταυρώσουν.

32 Και ενώ έβγαιναν έξω, βρήκαν έναν άνθρωπο Κυρηναίο, που τον έλεγαν Σίμωνα· αυτόν αγγάρευσαν για να σηκώσει τον σταυρό του. 33 Και όταν ήρθαν στον τόπο, ο οποίος λεγόταν Γολγοθάς, που σημαίνει τόπος Κρανίου, 34 του έδωσαν να πιει ξίδι ανακατεμένο με χολή· και καθώς το γεύθηκε δεν ήθελε να πιει. 35 Και αφού τον σταύρωσαν, μοιράστηκαν τα ιμάτιά του, βάζοντας κλήρο· για να εκπληρωθεί εκείνο που ειπώθηκε διαμέσου τού προφήτη: «Μοιράστηκαν αναμεταξύ τους τα ιμάτιά μου, και στον ιματισμό μου έβαλαν κλήρο». 36 Και καθισμένοι, τον φύλαγαν εκεί. 37 Και πάνω από το κεφάλι του έβαλαν γραμμένη την κατηγορία του: ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΗΣΟΥΣ, Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ. 38 Τότε, σταυρώθηκαν μαζί του δύο ληστές, ο ένας από δεξιά και ο άλλος από αριστερά. 39 Και όσοι διάβαιναν, τον βλασφημούσαν, κουνώντας τα κεφάλιατους, 40 και λέγοντας: Αυτός που γκρεμίζει τον ναό, και που σε τρεις ημέρες τον κτίζει, σώσε τον εαυτό σου· αν είσαι Υιός τού Θεού, κατέβα από τον σταυρό. 41 Το ίδιο και οι αρχιερείς, μαζί με τους γραμματείς και τους πρεσβύτερους, εμπαίζοντας έλεγαν: 42 Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει· αν είναι βασιλιάς τού Ισραήλ, ας κατέβει τώρα από τον σταυρό, και θα πιστέψουμε σ' αυτόν· 43 εμπιστεύθηκε στον Θεό· ας τον σώσει τώρα, αν τον θέλει· επειδή, είπε: Είμαι Υιός τού Θεού. 44 Το ίδιο μάλιστα και οι δύο ληστές που είχαν συσταυρωθεί μαζί του, τον ονείδιζαν.

45 Και από την έκτη ώρα έγινε σκοτάδι επάνω σε ολόκληρη τη γη μέχρι την ένατη ώρα. 46 Και γύρω στην ένατη ώρα, ο Ιησούς αναβόησε με δυνατή φωνή, λέγοντας: «Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;», δηλαδή, «Θεέ μου, Θεέ μου, για ποιον σκοπό με εγκατέλειψες;». 47 Και μερικοί από εκείνους που έστεκαν εκεί, όταν το άκουσαν, έλεγαν ότι: Αυτός φωνάζει τον Ηλία. 48 Κι αμέσως, ένας απ' αυτούς έτρεξε, και παίρνοντας ένα σφουγγάρι, και γεμίζοντάς το με ξίδι, και βάζοντάς το σε ένα καλάμι, τον πότιζε. 49 Ενώ οι υπόλοιποι έλεγαν: Άφησε, να δούμε αν θάρθει ο Ηλίας για να τον σώσει. 50 Και ο Ιησούς, αφού έκραξε ξανά με δυνατή φωνή, άφησε το πνεύμα. 51 Και ξάφνου, το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο, από επάνω μέχρι κάτω· και η γη σείστηκε, και οι πέτρες σχίστηκαν, 52 και τα μνήματα άνοιξαν, και πολλά σώματα αγίων που είχαν πεθάνει αναστήθηκαν· 53 κι αφού βγήκαν από τα μνήματα ύστερα από την ανάστασή του, μπήκαν μέσα στην άγια πόλη, και εμφανίστηκαν σε πολλούς. 54 Και ο εκατόνταρχος και εκείνοι που μαζί του φύλαγαν τον Ιησού, όταν είδαν τον σεισμό και όσα έγιναν, φοβήθηκαν υπερβολικά, λέγοντας: Πραγματικά, Υιός τού Θεού ήταν αυτός. 55 Ήσαν μάλιστα εκεί πολλές γυναίκες που κοίταζαν από μακριά· οι οποίες ακολούθησαν τον Ιησού από τη Γαλιλαία, και οι οποίες τον υπηρετούσαν· 56 ανάμεσα στις οποίες ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, και η Μαρία η μητέρα τού Ιακώβου και του Ιωσή, και η μητέρα των γιων τού Ζεβεδαίου.

57 Και όταν έγινε βράδυ, ήρθε ένας πλούσιος άνθρωπος από την Αριμαθαία, με το όνομα Ιωσήφ, που κι αυτός μαθήτευσε στον Ιησού. 58 Αυτός, αφού ήρθε στον Πιλάτο, ζήτησε το σώμα τού Ιησού. Τότε, ο Πιλάτος πρόσταξε να αποδοθεί το σώμα. 59 Και ο Ιωσήφ, παίρνοντας το σώμα, το τύλιξε με καθαρό σεντόνι, 60 και το έβαλε στο καινούργιο του μνήμα, που είχε λατομήσει μέσα στην πέτρα· κι αφού κύλισε μια μεγάλη πέτρα προς τη θύρα τού μνήματος, αναχώρησε. 61 Ήταν δε εκεί η Μαρία η Μαγδαληνή, και η άλλη Μαρία, καθισμένες απέναντι από τον τάφο.

62 Και την επόμενη ημέρα, που είναι μετά την Παρασκευή, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συγκεντρώθηκαν στον Πιλάτο, 63 λέγοντας: Κύριε, θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνος όταν ακόμα ζούσε είχε πει: Ύστερα από τρεις ημέρες θα αναστηθώ. 64 Πρόσταξε, λοιπόν, να ασφαλιστεί ο τάφος μέχρι την τρίτη ημέρα, μήπως οι μαθητές του, ερχόμενοι μέσα στη νύχτα, τον κλέψουν, και πουν στον λαό: Αναστήθηκε από τους νεκρούς· και η τελευταία πλάνη θα είναι χειρότερη από την πρώτη. 65 Και ο Πιλάτος είπε σ' αυτούς: Έχετε φύλακες· πηγαίνετε, ασφαλίστε όπως ξέρετε. 66 Και εκείνοι πήγαν, και ασφάλισαν τον τάφο, σφραγίζοντας την πέτρα, και βάζοντας τους φύλακες.

Κεφάλαιον 28

1 ΚΑΙ ΑΦΟΥ πέρασε το σάββατο, κατά τα χαράματα της πρώτης ημέρας τής εβδομάδας, ήρθε η Μαρία η Μαγδαληνή, και η άλλη Μαρία, για να δουν τον τάφο. 2 Και ξάφνου, έγινε μεγάλος σεισμός· επειδή, ένας άγγελος του Κυρίου κατεβαίνοντας από τον ουρανό, ήρθε και αποκύλισε την πέτρα από τη θύρα, και καθόταν επάνω σ' αυτή. 3 Η δε όψη του ήταν σαν αστραπή, και το ένδυμά του λευκό σαν χιόνι. 4 Και από τον φόβο του οι φύλακες ταράχτηκαν, και έγιναν σαν νεκροί. 5 Και αποκρινόμενος ο άγγελος, είπε στις γυναίκες: Εσείς, μη φοβάστε· επειδή, ξέρω, ότι ζητάτε τον Ιησού τον σταυρωμένο· 6 δεν είναι εδώ· επειδή, αναστήθηκε, όπως το είχε πει· ελάτε, δείτε τον τόπο όπου ήταν τοποθετημένος ο Κύριος· 7 και πηγαίνετε γρήγορα, και πείτε στους μαθητές του ότι, αναστήθηκε από τους νεκρούς· και δέστε, πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία· εκεί θα τον δείτε· προσέξτε, σας το είπα. 8 Και αφού βγήκαν γρήγορα από το μνήμα, με φόβο και μεγάλη χαρά, έτρεξαν να το αναγγείλουν στους μαθητές του. 9 Και ενώ έρχονταν να το αναγγείλουν στους μαθητές του, ξάφνου, ο Ιησούς τις συνάντησε, λέγοντας: Χαίρετε. Και εκείνες, αφού πλησίασαν, έπιασαν τα πόδια του, και τον προσκύνησαν. 10 Τότε, ο Ιησούς λέει σ' αυτές: Μη φοβάστε· πηγαίνετε, αναγγείλατε προς τους αδελφούς μου, για να πάνε στη Γαλιλαία· και εκεί θα με δουν.

11 Και ενώ αυτές αναχωρούσαν, ξάφνου, μερικοί από τους φύλακες, καθώς ήρθαν στην πόλη, ανήγγειλαν στους αρχιερείς όλα όσα έγιναν. 12 Και αφού συγκεντρώθηκαν μαζί με τους πρεσβύτερους, και έκαναν συμβούλιο, έδωσαν στους στρατιώτες αρκετά αργύρια, 13 λέγοντας: Πείτε ότι: Οι μαθητές του, που ήρθαν μέσα στη νύχτα, τον έκλεψαν, ενώ εμείς κοιμόμασταν· 14 και αν αυτό ακουστεί μπροστά στον ηγεμόνα, εμείς θα τον πείσουμε, και εσάς θα σας απαλλάξουμε από την ευθύνη. 15 Και εκείνοι, αφού πήραν τα αργύρια, έκαναν όπως τους δίδαξαν. Και η διάδοση αυτή απλώθηκε ανάμεσα στους Ιουδαίους μέχρι τη σημερινή ημέρα.

16 Και οι έντεκα μαθητές πήγαν στη Γαλιλαία, στο βουνό, όπου τους είχε παραγγείλει ο Ιησούς. 17 Και αφού τον είδαν, τον προσκύνησαν· μερικοί, όμως, δίστασαν. 18 Και καθώς ο Ιησούς τους πλησίασε, τους μίλησε, λέγοντας: Δόθηκε σε μένα κάθε εξουσία στον ουρανό και επάνω στη γη. 19 Αφού, λοιπόν, πορευτείτε, κάντε μαθητές όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, 20 διδάσκοντάς τους να τηρούν όλα όσα παρήγγειλα σε σας· και δέστε, εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες, μέχρι τη συντέλεια του αιώνα. Αμήν.

ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Κεφάλαιον 1

1 Η ΑΡΧΗ τού ευαγγελίου τού Ιησού Χριστού, του Υιού τού Θεού· 2 καθώς είναι γραμμένο στους προφήτες: «Δες, εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από την προσωπική σου παρουσία, που θα ετοιμάσει τον δρόμο σου μπροστά σου». 3 «Φωνή κάποιου που φωνάζει δυνατά μέσα στην έρημο: Ετοιμάστε τον δρόμο τού Κυρίου, κάντε ίσια τα μονοπάτια του». 4 Ο Ιωάννης εμφανίστηκε βαπτίζοντας στην έρημο, και κηρύττοντας βάπτισμα μετάνοιας προς άφεση αμαρτιών. 5 Και έβγαιναν προς αυτόν ολόκληρη η περιοχή τής Ιουδαίας, και οι Ιεροσολυμίτες, και όλοι βαπτίζονταν απ' αυτόν μέσα στον ποταμό Ιορδάνη, αφού ομολογούσαν έκφωνα τις αμαρτίες τους. 6 Και ο Ιωάννης ήταν ντυμένος με τρίχες από καμήλα, και είχε ζώνη δερμάτινη γύρω από τη μέση του, τρώγοντας δε ακρίδες και μέλι από άγριες μέλισσες. 7 Και κήρυττε, λέγοντας: Πίσω από μένα έρχεται ο ισχυρότερός μου, του οποίου δεν είμαι άξιος, σκύβοντας, να λύσω το λουρί από τα υποδήματά του· 8 εγώ μεν σας βάπτισα με νερό· αυτός, όμως, θα σας βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο.

9 Και κατά τις ημέρες εκείνες ήρθε ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ τής Γαλιλαίας, και βαπτίστηκε από τον Ιωάννη μέσα στον Ιορδάνη. 10 Κι αμέσως, καθώς ανέβαινε από το νερό, είδε τούς ουρανούς να σχίζονται, και το Πνεύμα να κατεβαίνει επάνω του σαν περιστέρι. 11 Και φωνή ακούστηκε από τους ουρανούς: Εσύ είσαι ο Υιός μου ο αγαπητός, στον οποίο ευαρεστήθηκα.

12 Κι αμέσως, το Πνεύμα τον βγάζει έξω στην έρημο. 13 Και βρισκόταν εκεί μέσα στην έρημο 40 ημέρες πειραζόμενος από τον σατανά· και ήταν μαζί με τα θηρία· και οι άγγελοι τον υπηρετούσαν.

14 ΚΑΙ αφού παρέδωσαν τον Ιωάννη, ο Ιησούς ήρθε στη Γαλιλαία, κηρύττοντας το ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού, 15 και λέγοντας, ότι: Ο καιρός συμπληρώθηκε και η βασιλεία τού Θεού πλησίασε· μετανοείτε και πιστεύετε στο ευαγγέλιο.

16 Και περπατώντας κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε τον Σίμωνα και τον αδελφό του τον Ανδρέα, να ρίχνουν το δίχτυ στη θάλασσα· επειδή, ήσαν ψαράδες· 17 και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Ελάτε πίσω μου, και θα σας κάνω να γίνετε ψαράδες ανθρώπων. 18 Κι αμέσως, αφήνοντας τα δίχτυα τους, τον ακολούθησαν. 19 Και αφού προχώρησε λίγο πιο πέρα, είδε τον Ιάκωβο, αυτόν τού Ζεβεδαίου, και τον αδελφό του, τον Ιωάννη, κι αυτούς μέσα στο πλοίο επισκευάζοντας τα δίχτυα τους. 20 Κι αμέσως τους κάλεσε· και αφήνοντας στο πλοίο τον πατέρα τους, τον Ζεβεδαίο, μαζί με τους μισθωτούς, πήγαν πίσω του.

21 Και μπαίνουν μέσα στην Καπερναούμ· κι αμέσως κατά το σάββατο, ο Ιησούς μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή δίδασκε. 22 Και εκπλήττονταν για τη διδασκαλία του· επειδή, τους δίδασκε ως κάτοχος εξουσίας, και όχι όπως οι γραμματείς. 23 Και μέσα στη συναγωγή τους ήταν ένας άνθρωπος που είχε ακάθαρτο πνεύμα, και κραύγασε, 24 λέγοντας: Αλλοίμονο! Τι είναι ανάμεσα σε μας και σε σένα, Ιησού Ναζαρηνέ; Ήρθες για να μας απολέσεις; Σε γνωρίζω ποιος είσαι, ο Άγιος του Θεού. 25 Και ο Ιησούς το επιτίμησε, λέγοντας: Σώπα, και βγες έξω απ' αυτόν. 26 Και το ακάθαρτο πνεύμα, αφού τον συντάραξε και έκραξε με δυνατή φωνή, βγήκε απ' αυτόν. 27 Και όλοι έμειναν έκθαμβοι, ώστε συζητούσαν αναμεταξύ τους, λέγοντας: Τι είναι αυτό; Ποια είναι αυτή η νέα διδασκαλία; Επειδή, με εξουσία προστάζει και τα ακάθαρτα πνεύματα, και τον υπακούν. 28 Κι αμέσως βγήκε η φήμη του σε ολόκληρη την περίχωρο της Γαλιλαίας.

29 Κι αμέσως, αφού βγήκαν από τη συναγωγή, ήρθαν στο σπίτι τού Σίμωνα και του Ανδρέα, μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. 30 Η δε πεθερά τού Σίμωνα ήταν κατάκοιτη υποφέροντας από πυρετό· κι αμέσως τού μίλησαν γι' αυτήν. 31 Και καθώς πλησίασε, τη σήκωσε, πιάνοντας το χέρι της· και ο πυρετός τήν άφησε αμέσως, και τους υπηρετούσε. 32 Και αφού έγινε βράδυ, όταν έδυσε ο ήλιος, έφεραν σ' αυτόν όλους εκείνους που έπασχαν, και τους δαιμονιζόμενους· 33 και ολόκληρη η πόλη ήταν συγκεντρωμένη μπροστά από την πόρτα. 34 Και θεράπευσε πολλούς που έπασχαν από διάφορες αρρώστιες· και έβγαλε πολλά δαιμόνια, και δεν άφηνε τα δαιμόνια να μιλούν, επειδή τον γνώριζαν.

35 Και το πρωί, ενώ ήταν πολύ σκοτάδι, αφού σηκώθηκε, βγήκε έξω, και πήγε σε έναν ερημικό τόπο, και εκεί προσευχόταν. 36 Και έτρεξαν πίσω του ο Σίμωνας κι αυτοί που ήσαν μαζί του. 37 Και μόλις τον βρήκαν, του λένε, ότι: Όλοι σε ζητούν. 38 Και τους λέει: Ας πάμε στις κωμοπόλεις που είναι κοντά, για να κηρύξω και εκεί· επειδή, γι' αυτό εξήλθα. 39 Και κήρυττε στις συναγωγές τους, σε ολόκληρη τη Γαλιλαία, και έβγαζε τα δαιμόνια.

40 Και έρχεται σ' αυτόν ένας λεπρός, παρακαλώντας τον, και γονατίζοντας μπροστά του, και λέγοντάς του, ότι: Αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις. 41 Και ο Ιησούς, επειδή τον σπλαχνίστηκε, άπλωσε το χέρι του, και τον άγγιξε, και του λέει: Θέλω, να καθαριστείς. 42 Και καθώς το είπε αυτό, η λέπρα έφυγε αμέσως απ' αυτόν, και καθαρίστηκε. 43 Και αφού τον πρόσταξε με αυστηρότητα, αμέσως τον έβγαλε έξω, 44 και του λέει: Πρόσεξε, μη πεις τίποτε σε κανέναν· αλλά, πήγαινε, δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα, και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου όσα ο Μωυσής πρόσταξε για μαρτυρία σ' αυτούς. 45 Εκείνος, όμως, βγαίνοντας έξω, άρχισε να διακηρύττει πολλά, και να διαφημίζει τον λόγο, ώστε αυτός δεν μπορούσε να μπαίνει φανερά μέσα σε πόλη· αλλά, έμενε έξω σε έρημους τόπους, και έρχονταν σ' αυτόν από παντού.


    Ваша оценка произведения:

Популярные книги за неделю