355 500 произведений, 25 200 авторов.

Электронная библиотека книг » Автор Неизвестен » Η Καινή Διαθήκη (Φιλος) » Текст книги (страница 18)
Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)
  • Текст добавлен: 4 октября 2016, 23:23

Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)"


Автор книги: Автор Неизвестен


Жанры:

   

Религия

,

сообщить о нарушении

Текущая страница: 18 (всего у книги 46 страниц)

Κεφάλαιον 7

1 ΚΑΙ ύστερα απ' αυτά, ο Ιησούς περπατούσε στη Γαλιλαία· επειδή, δεν ήθελε να περπατάει στην Ιουδαία, για τον λόγο ότι οι Ιουδαίοι ζητούσαν να τον θανατώσουν. 2 Και πλησίαζε η γιορτή των Ιουδαίων, η σκηνοπηγία. 3 Του είπαν, λοιπόν, οι αδελφοί του: Μετακινήσου από εδώ, και πήγαινε στην Ιουδαία, για να δουν και οι μαθητές σου τα έργα σου τα οποία κάνεις· 4 επειδή, κανένας δεν κάνει κάτι κρυφά, και ζητάει αυτός να είναι φανερός. Αν τα κάνεις αυτά, φανέρωσε τον εαυτό σου στον κόσμο. 5 Επειδή, ούτε οι αδελφοί του δεν πίστευαν σ' αυτόν. 6 Τους λέει, λοιπόν, ο Ιησούς: Ο δικός μου καιρός δεν ήρθε ακόμα, ενώ ο δικός σας καιρός είναι πάντοτε έτοιμος. 7 Δεν μπορεί ο κόσμος να μισεί εσάς· εμένα, όμως, με μισεί, επειδή εγώ δίνω μαρτυρία γι' αυτόν, ότι τα έργα του είναι πονηρά. 8 Εσείς ανεβείτε σ' αυτή τη γιορτή· εγώ δεν ανεβαίνω ακόμα σ' αυτή τη γιορτή, επειδή ο καιρός μου δεν εκπληρώθηκε ακόμα. 9 Και όταν τούς είπε αυτά, έμεινε στη Γαλιλαία.

10 Και αφού οι αδελφοί του ανέβηκαν, τότε ανέβηκε κι αυτός στη γιορτή, όχι φανερά, αλλά κάπως κρυφά. 11 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, τον ζητούσαν στη γιορτή, και έλεγαν: Πού είναι εκείνος; 12 Και υπήρχε γι' αυτόν μεγάλος γογγυσμός ανάμεσα στα πλήθη· άλλοι μεν έλεγαν, ότι: Είναι καλός· και άλλοι έλεγαν: Όχι· αλλά, πλανάει το πλήθος. 13 Κανένας, όμως, δεν μιλούσε ανοιχτά γι' αυτόν, εξαιτίας τού φόβου των Ιουδαίων. 14 Και ενώ η γιορτή ήταν ήδη στα μισά της, ο Ιησούς ανέβηκε στο ιερό, και δίδασκε. 15 Και οι Ιουδαίοι θαύμαζαν, λέγοντας: Πώς αυτός ξέρει γράμματα, ενώ δεν έχει μάθει; 16 Ο Ιησούς αποκρίθηκε σ' αυτούς και είπε: Η δική μου διδασακαλία δεν είναι δική μου, αλλά εκείνου που με απέστειλε. 17 Αν κάποιος θέλει να κάνει το θέλημά του, θα γνωρίσει για τη διδασκαλία, αν είναι από τον Θεό ή αν εγώ μιλάω από τον εαυτό μου. 18 Όποιος μιλάει από τον εαυτό του, ζητάει τη δική του δόξα· όποιος, όμως, ζητάει τη δόξα εκείνου που τον απέστειλε, αυτός είναι αληθινός, και αδικία δεν υπάρχει σ' αυτόν. 19 Ο Μωυσής δεν σας έδωσε τον νόμο; Και κανένας από σας δεν εκπληρώνει τον νόμο. Γιατί ζητάτε να με θανατώσετε; 20 Το πλήθος αποκρίθηκε και είπε: Έχεις δαιμόνιο. Ποιος ζητάει να σε θανατώσει; 21 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και τους είπε: Ένα έργο έκανα, και όλοι θαυμάζετε. 22 Γι' αυτό ο Μωυσής έδωσε σε σας την περιτομή, (όχι ότι είναι από τον Μωυσή, αλλά από τους πατέρες), και κατά το σάββατο περιτέμνετε άνθρωπο. 23 Αν ένας άνθρωπος παίρνει περιτομή κατά το σάββατο, για να μη παραβιαστεί ο νόμος τού Μωυσή, οργίζεστε εναντίον μου, επειδή έκανα έναν ολόκληρο άνθρωπο υγιή κατά το σάββατο; 24 Μη κρίνετε επιφανειακά, αλλά τη δίκαιη κρίση να κρίνετε.

25 Μερικοί, λοιπόν, από τους Ιεροσολυμίτες έλεγαν: Δεν είναι αυτός, τον οποίο ζητούν να θανατώσουν; 26 Και δέστε, μιλάει ανοιχτά, και δεν του λένε τίποτε. Μήπως οι άρχοντες γνώρισαν πραγματικά ότι αυτός είναι αληθινά ο Χριστός; 27 Αλλά, τούτον ξέρουμε από πού είναι· ενώ ο Χριστός όταν έρχεται, κανένας δεν γνωρίζει από πού είναι. 28 Ο Ιησούς, λοιπόν, φώναξε, διδάσκοντας μέσα στο ιερό, και είπε: Και εμένα ξέρετε, και από πού είμαι ξέρετε· και από μόνος μου δενήρθα, αλλά είναι αληθινός αυτός που με απέστειλε, τον οποίο εσείς δεν τον ξέρετε· 29 εγώ, όμως, τον ξέρω, επειδή απ' αυτόν είμαι, και εκείνος με απέστειλε. 30 Ζητούσαν, λοιπόν, να τον πιάσουν, και κανένας δεν έβαλε επάνω του το χέρι, επειδή δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του. 31 Και πολλοί από το πλήθος πίστεψαν σ' αυτόν, και έλεγαν ότι: Όταν έρθει ο Χριστός, μήπως θα κάνει περισσότερα από τούτα τα θαύματα, που αυτός έκανε;

32 Και οι Φαρισαίοι άκουσαν ότι το πλήθος γόγγυζε γι' αυτόν σχετικά με τα πράγματα αυτά, και έστειλαν υπηρέτες οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς, για να τον πιάσουν. 33 Ο Ιησούς, λοιπόν, τους είπε: Ακόμα λίγο καιρό είμαι μαζί σας, και πηγαίνω σ' εκείνον που με απέστειλε. 34 Θα με ζητήσετε, και δεν θα με βρείτε· και όπου είμαι εγώ, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε. 35 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, είπαν αναμεταξύ τους: Πού πρόκειται να πάει αυτός, ώστε εμείς δεν θα τον βρούμε; Μήπως θα πάει στους διασπαρμένους ανάμεσα στους Έλληνες, και να διδάσκει τούς Έλληνες; 36 Ποιος είναι αυτός ο λόγος που είπε: Θα με ζητήσετε, και δεν θα με βρείτε; Και: Όπου είμαι εγώ, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε;

37 Και κατά τη μεγάλη τελευταία ημέρα τής γιορτής, ο Ιησούς στεκόταν, και έκραξε λέγοντας: Αν κάποιος διψάει, ας έρχεται σε μένα, και ας πίνει· 38 όποιος πιστεύει σε μένα, όπως είπε η γραφή, ποτάμια από ζωντανό νερό θα ρεύσουν από την κοιλιά του. 39 (Αυτό το έλεγε για το Πνεύμα, που επρόκειτο να παίρνουν αυτοί που πιστεύουν σ' αυτόν· επειδή, δεν ήταν ακόμα δοσμένο το Άγιο Πνεύμα· για τον λόγο ότι, ο Ιησούς δεν είχε ακόμα δοξαστεί).

40 Πολλοί, λοιπόν, από το πλήθος, όταν άκουσαν τα λόγια, έλεγαν: Αυτός είναι αληθινά ο προφήτης. 41 Άλλοι έλεγαν: Αυτός είναι ο Χριστός. Άλλοι, όμως, έλεγαν: Μήπως από τη Γαλιλαία έρχεται ο Χριστός; 42 Δεν είπε η γραφή ότι, από το σπέρμα τού Δαβίδ, και από την κωμόπολη Βηθλεέμ, όπου ήταν ο Δαβίδ, έρχεται ο Χριστός; 43 Έγινε, λοιπόν, σχίσμα γι' αυτόν ανάμεσα στο πλήθος. 44 Μερικοί μάλιστα απ' αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν· αλλά κανένας δεν έβαλε επάνω του τα χέρια.

45 Οι υπηρέτες, λοιπόν, ήρθαν στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους, και εκείνοι είπαν σ' αυτούς: Γιατί δεν τον φέρατε; 46 Οι υπηρέτες αποκρίθηκαν: Ουδέποτε άνθρωπος μίλησε με τέτοιον τρόπο, όπως αυτός ο άνθρωπος. 47 Τους αποκρίθηκαν, λοιπόν, οι Φαρισαίοι: Μήπως πλανηθήκατε κι εσείς; 48 Μήπως κάποιος από τους άρχοντες πίστεψε σ' αυτόν ή κάποιος από τους Φαρισαίους; 49 Ο όχλος αυτός, όμως, που δεν γνωρίζει τον νόμο, είναι επικατάρατοι. 50 Ο Νικόδημος λέει σ' αυτούς, (εκείνος που είχε έρθει σ' αυτόν μέσα στη νύχτα, και ήταν ένας απ' αυτούς): 51 Μήπως ο νόμος μας κρίνει τον άνθρωπο, αν πρώτα δεν ακούσει απ' αυτόν, και μάθει τι κάνει; 52 Του αποκρίθηκαν και του είπαν: Μήπως κι εσύ είσαι από τη Γαλιλαία; Ερεύνησε και δες ότι, προφήτης από τη Γαλιλαία δεν έχει σηκωθεί.

53 Και κάθε ένας πήγε στο σπίτι του,

Κεφάλαιον 8

1 ο δε Ιησούς πήγε στο βουνό των Ελαιών. 2 Και την αυγή ήρθε πάλι στο ιερό, και ολόκληρος ο λαός ερχόταν σ' αυτόν· και αφού κάθησε, τους δίδασκε. 3 Οι δε γραμματείς και οι Φαρισαίοι φέρνουν προς αυτόν μια γυναίκα που συνελήφθη να διαπράττει μοιχεία, και, αφού την έστησαν στο μέσον, 4 του λένε: Δάσκαλε, αυτή η γυναίκα συνελήφθη επ' αυτοφώρω διαπράττοντας μοιχεία. 5 Και στον νόμο ο Μωυσής πρόσταξε σε μας, οι γυναίκες αυτού τού είδους να λιθοβολούνται· εσύ, λοιπόν, τι λες; 6 Και το έλεγαν αυτό δοκιμάζοντάς τον, για να έχουν να τον κατηγορούν. Ο δε Ιησούς, σκύβοντας κάτω, έγραφε με το δάχτυλό του στη γη. 7 Και επειδή επέμεναν ρωτώντας τον, σηκώνοντας το κεφάλι, είπε σ' αυτούς: Όποιος από σας είναι αναμάρτητος, ας ρίξει πρώτος την πέτρα εναντίον της. 8 Και πάλι, σκύβοντας κάτω, έγραφε στη γη. 9 Και εκείνοι, όταν το άκουσαν, και ελεγχόμενοι από τη συνείδηση, έβγαινε ένας-ένας, αρχίζοντας από τους πρεσβύτερους μέχρι τους τελευταίους· και ο Ιησούς έμεινε μόνος, και η γυναίκα που στεκόταν στο μέσον. 10 Και όταν ο Ιησούς σήκωσε το κεφάλι, και μη βλέποντας κανέναν, εκτός από τη γυναίκα, της είπε: Γυναίκα, πού είναι εκείνοι οι κατήγοροί σου; Δεν σε καταδίκασε κανένας; 11 Και εκείνη είπε: Κανένας, Κύριε. Και ο Ιησούς είπε σ' αυτήν: Ούτε εγώ σε καταδικάζω· πήγαινε, και στο εξής μη αμάρτανε.

12 Ο Ιησούς, λοιπόν, μίλησε πάλι προς αυτούς, λέγοντας: Εγώ είμαι το φως τού κόσμου· όποιος ακολουθεί εμένα, δεν θα περπατήσει στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως τής ζωής. 13 Του είπαν, λοιπόν, οι Φαρισαίοι: Εσύ δίνεις μαρτυρία για τον εαυτό σου· η μαρτυρία σου δεν είναι αληθινή. 14 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και τους είπε: Και αν εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου είναι αληθινή· επειδή, ξέρω από πού ήρθα, και πού πηγαίνω· εσείς, όμως, δεν ξέρετε από πού έρχομαι και πού πηγαίνω. 15 Εσείς κρίνετε κατά σάρκα· εγώ δεν κρίνω κανέναν. 16 Αλλά, και αν εγώ κρίνω, η δική μου κρίση είναι αληθινή· επειδή, δεν είμαι μόνος, αλλά εγώ και ο Πατέρας, που με απέστειλε. 17 Αλλά και μέσα στον νόμο σας είναι γραμμένο, ότι: Η μαρτυρία δύο ανθρώπων είναι αληθινή. 18 Εγώ είμαι που δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, και ο Πατέρας, που με απέστειλε, δίνει μαρτυρία για μένα. 19 Του έλεγαν, λοιπόν: Πού είναι ο Πατέρας σου; Ο Ιησούς αποκρίθηκε: Ούτε εμένα ξέρετε ούτε τον Πατέρα μου· αν ξέρατε εμένα, θα ξέρατε και τον Πατέρα μου. 20 Αυτά τα λόγια τα μίλησε ο Ιησούς στο θησαυροφυλάκιο, διδάσκοντας μέσα στο ιερό· και κανένας δεν τον έπιασε, επειδή δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του.

21 Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε πάλι προς αυτούς: Εγώ πηγαίνω, και θα με ζητήσετε, και θα πεθάνετε μέσα στην αμαρτία σας. Όπου εγώ πηγαίνω, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε. 22 Έλεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι: Μήπως θέλει να θανατώσει τον εαυτό του, και γι' αυτό λέει: Όπου εγώ πηγαίνω, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε; 23 Και τους είπε: Εσείς είστε εκ των κάτω, εγώ είμαι εκ των άνω. Εσείς είστε από τούτο τον κόσμο, εγώ δεν είμαι από τούτο τον κόσμο. 24 Σας είπα, λοιπόν, ότι θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας· επειδή, αν δεν πιστέψετε ότι εγώ είμαι, θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας. 25 Του έλεγαν, λοιπόν: Εσύ ποιος είσαι; Και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Ό,τι σας λέω εξαρχής. 26 Πολλά έχω να λέω και να κρίνω για σας· αλλά, αυτός που με απέστειλε είναι αληθής· και εγώ, όσα άκουσα απ' αυτόν, αυτά λέω στον κόσμο. 27 Δεν κατάλαβαν ότι τους έλεγε για τον Πατέρα. 28 Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε προς αυτούς: Όταν υψώσετε τον Υιό τού ανθρώπου, τότε θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι, και από τον εαυτό μου δεν κάνω τίποτε, αλλά καθώς με δίδαξε ο Πατέρας μου, αυτά μιλάω. 29 Και εκείνος που με απέστειλε είναι μαζί μου· ο Πατέρας δεν με άφησε μόνον· επειδή, εγώ κάνω πάντοτε τα αρεστά σ' αυτόν. 30 Και ενώ μιλούσε αυτά, πολλοί πίστεψαν σ' αυτόν.

31 Ο Ιησούς, λοιπόν, έλεγε στους Ιουδαίους, που είχαν πιστέψει σ' αυτόν: Αν εσείς μείνετε στον δικό μου λόγο, είστε αληθινά μαθητές μου· 32 και θα γνωρίσετε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει. 33 Του αποκρίθηκαν: Σπέρμα τού Αβραάμ είμαστε, και ποτέ δεν γίναμε δούλοι σε κανέναν· πώς εσύ λες ότι: Θα γίνετε ελεύθεροι; 34 Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, ότι: Καθένας που πράττει την αμαρτία, είναι δούλος της αμαρτίας. 35 Και ο δούλος δεν μένει πάντοτε μέσα στο σπίτι· ο γιος μένει πάντοτε. 36 Αν, λοιπόν, ο Υιός σάς ελευθερώσει, θα είστε πραγματικά ελεύθεροι. 37 Ξέρω ότι είστε σπέρμα τού Αβραάμ· αλλά, ζητάτε να με θανατώσετε, επειδή ο δικός μου λόγος δεν χωράει μέσα σας. 38 Εγώ μιλάω ό,τι είδα κοντά στον Πατέρα μου· και εσείς, παρόμοια, κάνετε ό,τι είδατε κοντά στον πατέρα σας.

39 Αποκρίθηκαν και του είπαν: Ο πατέρας μας είναι ο Αβραάμ. Ο Ιησούς λέει σ' αυτούς: Αν ήσασταν παιδιά τού Αβραάμ, θα κάνατε τα έργα τού Αβραάμ. 40 Τώρα, όμως, ζητάτε να με θανατώσετε, έναν άνθρωπο που σας μίλησα την αλήθεια, την οποία άκουσα από τον Θεό· αυτό ο Αβραάμ δεν το έκανε. 41 Εσείς κάνετε τα έργα τού πατέρα σας. Του είπαν, λοιπόν: Εμείς δεν γεννηθήκαμε από πορνεία· έναν πατέρα έχουμε, τον Θεό. 42 Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε σ' αυτούς: Αν ο Θεός ήταν πατέρας σας, θα αγαπούσατε εμένα· επειδή, εγώ από τον Θεό βγήκα, και έρχομαι· δεδομένου ότι, δεν ήρθα από τον εαυτό μου, αλλά με απέστειλε εκείνος. 43 Γιατί δεν γνωρίζετε τη λαλιά μου; Επειδή, δεν μπορείτε να ακούτε τον λόγο μου. 44 Εσείς είστε από τον πατέρα τον διάβολο, και θέλετε να κάνετε τις επιθυμίες τού πατέρα σας. Εκείνος ήταν εξαρχής ανθρωποκτόνος, και δεν μένει στην αλήθεια· επειδή, αλήθεια δεν υπάρχει σ' αυτόν. Όταν μιλάει το ψέμα, μιλάει από τα δικά του· επειδή, είναι ψεύτης, και ο πατέρας τού ίδιου τού ψεύδους. 45 Και εγώ, επειδή λέω την αλήθεια, δεν με πιστεύετε. 46 Ποιος από σας με ελέγχει για αμαρτία; Αν, όμως, σας λέω αλήθεια, γιατί εσείς δεν με πιστεύετε; 47 Όποιος είναι από τον Θεό, ακούει τα λόγια τού Θεού· γι' αυτό εσείς δεν ακούτε, επειδή δεν είστε από τον Θεό.

48 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, αποκρίθηκαν και του είπαν: Καλά δεν λέμε εμείς ότι, εσύ είσαι Σαμαρείτης και έχεις δαιμόνιο; 49 Ο Ιησούς αποκρίθηκε: Εγώ δεν έχω δαιμόνιο, αλλά τιμάω τον Πατέρα μου, κι εσείς με ατιμάζετε. 50 Και εγώ δεν ζητάω τη δόξα μου· υπάρχει αυτός που ζητάει και κρίνει. 51 Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Αν κάποιος φυλάξει τον λόγο μου, δεν θα δει θάνατο στον αιώνα. 52 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, είπαν σ' αυτόν: Τώρα καταλάβαμε ότι έχεις δαιμόνιο. Ο Αβραάμ πέθανε και οι προφήτες, κι εσύ λες: Αν κάποιος φυλάξει τον λόγο μου, δεν θα γευθεί θάνατο στον αιώνα. 53 Μήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας τον Αβραάμ, που πέθανε; Και οι προφήτες πέθαναν· εσύ για ποιον κάνεις τον εαυτό σου; 54 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και είπε: Αν εγώ δοξάζω τον εαυτό μου, η δόξα μου δεν είναι τίποτε· ο Πατέρας μου είναι αυτός που με δοξάζει, τον οποίο εσείς λέτε ότι είναι Θεός σας· 55 και δεν τον γνωρίσατε, εγώ όμως τον γνωρίζω· και αν πω ότι δεν τον γνωρίζω, θα είμαι όμοιος με σας, ψεύτης· αλλά, τον γνωρίζω, και τηρώ τον λόγο του. 56 Ο Αβραάμ, ο πατέρας σας, είχε αγαλλίαση να δει τη δική μου ημέρα· και είδε, και χάρηκε. 57 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, είπαν σ' αυτόν: Ακόμα 50 χρόνια δεν έχεις, και είδες τον Αβραάμ; 58 Ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Πριν γίνει ο Αβραάμ εγώ είμαι. 59 Σήκωσαν, λοιπόν, πέτρες για να ρίξουν εναντίον του· ο δε Ιησούς κρύφτηκε, και βγήκε από το ιερό, περνώντας από ανάμεσά τους· και μ' αυτόν τον τρόπο αναχώρησε.

Κεφάλαιον 9

1 ΚΑΙ ενώ αναχωρούσε, είδε έναν άνθρωπο τυφλόν εκ γενετής. 2 Και οι μαθητές του τον ρώτησαν, λέγοντας: Ραββί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός; 3 Ο Ιησούς αποκρίθηκε: Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του· αλλά, για να φανερωθούν τα έργα τού Θεού σ' αυτόν. 4 Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα εκείνου που με απέστειλε, όσο είναι ημέρα· έρχεται νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. 5 Ενόσω είμαι μέσα στον κόσμο, είμαι το φως τού κόσμου. 6 Αφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω, και από το φτύσιμο έκανε πηλό, και άλειψε τον πηλό επάνω στα μάτια τού τυφλού· 7 και του είπε: Πήγαινε, νίψου στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, (που μεταφράζεται: Αποσταλμένος). Πήγε, λοιπόν, και νίφτηκε, και γύρισε βλέποντας. 8 Και οι γείτονες, και όσοι τον έβλεπαν πρωτύτερα ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητιάνευε; 9 Άλλοι έλεγαν, ότι: Αυτός είναι· και άλλοι ότι: Είναι ένας που του μοιάζει· εκείνος έλεγε, ότι: Εγώ είμαι. 10 Του έλεγαν, λοιπόν: Πώς άνοιξαν τα μάτια σου; 11 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: Ένας άνθρωπος, που λέγεται Ιησούς, έκανε πηλό, και άλειψε τα μάτια μου, και μου είπε: Πήγαινε στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, και νίψου. Και αφού πήγα και πλύθηκα, ανέκτησα την όρασή μου. 12 Του είπαν, λοιπόν: Πού είναι εκείνος; Λέει: Δεν ξέρω.

13 Τον φέρνουν στους Φαρισαίους, αυτόν τον άλλοτε τυφλό. 14 Και ήταν σάββατο, όταν ο Ιησούς έκανε τον πηλό, και άνοιξε τα μάτια του. 15 Τον ρωτούσαν, λοιπόν, ξανά και οι Φαρισαίοι, πώς είδε το φως του. Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Έβαλε πηλό επάνω στα μάτια μου, και νίφτηκα και βλέπω. 16 Μερικοί από τους Φαρισαίους, λοιπόν, έλεγαν: Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεό, επειδή δεν τηρεί το σάββατο. Άλλοι έλεγαν: Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια θαύματα; Και υπήρχε σχίσμα αναμεταξύ τους. 17 Λένε ξανά στον τυφλό: Εσύ τι λες γι' αυτόν, επειδή άνοιξε τα μάτια σου; Κι εκείνος είπε, ότι: Είναι προφήτης. 18 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, δεν πίστεψαν γι' αυτόν ότι ήταν τυφλός και ότι είδε το φως του, μέχρις ότου φώναξαν τους γονείς εκείνου που είδε το φως του· 19 και τους ρώτησαν, λέγοντας: Είναι αυτός ο γιος σας, που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει; 20 Οι γονείς του αποκρίθηκαν σ' αυτούς, και είπαν: Ξέρουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας, και ότι γεννήθηκε τυφλός· 21 πώς, όμως, τώρα βλέπει δεν ξέρουμε· ή, ποιος άνοιξε τα μάτια του, εμείς δεν ξέρουμε· αυτός έχει ηλικία, ρωτήστε τον ίδιο· αυτός θα μιλήσει για τον εαυτό του. 22 Αυτά είπαν οι γονείς του, επειδή φοβόνταν τούς Ιουδαίους· για το ότι οι Ιουδαίοι είχαν ήδη συμφωνήσει, αν κάποιος τον ομολογήσει ως Χριστό, να γίνει αποσυνάγωγος. 23 Γι' αυτό, οι γονείς του είπαν, ότι: Έχει ηλικία, ρωτήστε τον ίδιο. 24 Φώναξαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός, και του είπαν: Δόξασε τον Θεό· εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός. 25 Εκείνος, λοιπόν, αποκρίθηκε και είπε: Αν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω· ένα ξέρω, ότι ήμουν τυφλός, και τώρα βλέπω. 26 Του είπαν δε ξανά: Τι σου έκανε; Πώς άνοιξε τα μάτια σου; 27 Τους αποκρίθηκε: Σας είπα ήδη, και δεν ακούσατε· γιατί πάλι θέλετε να το ακούτε; Μήπως κι εσείς θέλετε να γίνετε μαθητές του; 28 Τον χλεύασαν, λοιπόν, και είπαν: Εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς, όμως, είμαστε μαθητές τού Μωυσή· 29 εμείς ξέρουμε ότι ο Θεός μίλησε στον Μωυσή· τούτον, όμως, δεν ξέρουμε από πού είναι. 30 Ο άνθρωπος αποκρίθηκε και τους είπε: Κατά τούτο, μάλιστα, είναι το θαυμαστό, ότι εσείς δεν ξέρετε από πού είναι, και μου άνοιξε τα μάτια. 31 Και ξέρουμε ότι ο Θεός αμαρτωλούς δεν ακούει· αλλά, αν κάποιος είναι θεοσεβής, και κάνει το θέλημά του, αυτόν ακούει. 32 Από τον αιώνα δεν έχει ακουστεί, ότι κάποιος έχει ανοίξει τα μάτια ενός που γεννήθηκε τυφλός. 33 Αν αυτός δεν ήταν από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε. 34 Αποκρίθηκαν και του είπαν: Εσύ γεννήθηκες ολόκληρος μέσα σε αμαρτίες, και εσύ διδάσκεις εμάς; Και τον έβγαλαν έξω.

35 Ο Ιησούς άκουσε ότι τον έβγαλαν έξω, και όταν τον βρήκε, του είπε: Εσύ πιστεύεις στον Υιό τού Θεού; 36 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: Ποιος είναι, Κύριε, για να πιστέψω σ' αυτόν; 37 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Και τον είδες, κι αυτός που μιλάει μαζί σου, εκείνος είναι. 38 Κι εκείνος είπε: Κύριε, πιστεύω. Και τον προσκύνησε. 39 Και ο Ιησούς είπε: Εγώ για κρίση ήρθα σε τούτο τον κόσμο, για να βλέπουν αυτοί που δεν βλέπουν, και για να γίνουν τυφλοί αυτοί που βλέπουν. 40 Και τα άκουσαν αυτά, όσοι από τους Φαρισαίους ήσαν μαζί του, και του είπαν: Μήπως κι εμείς είμαστε τυφλοί; 41 Ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Αν ήσασταν τυφλοί, δεν θα είχατε αμαρτία· τώρα, όμως, λέτε ότι: Βλέπουμε· η αμαρτία σας, λοιπόν, μένει.

Κεφάλαιον 10

1 Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, όποιος δεν μπαίνει διαμέσου τής θύρας στην αυλή των προβάτων, αλλά ανεβαίνει από αλλού, εκείνος είναι κλέφτης και ληστής. 2 Όποιος, όμως, μπαίνει διαμέσου τής θύρας, είναι ο ποιμένας των προβάτων. 3 Σε τούτον ο θυρωρός ανοίγει· και τα πρόβατα ακούν τη φωνή του· και τα δικά του πρόβατα τα φωνάζει με το όνομά τους, και τα βγάζει έξω. 4 Και όταν βγάλει έξω τα δικά του πρόβατα, πηγαίνει μπροστά τους· και τα πρόβατα τον ακολουθούν, επειδή γνωρίζουν τη φωνή του. 5 Ξένον, όμως, δεν θα ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν απ' αυτόν· επειδή, δεν γνωρίζουν τη φωνή των ξένων. 6 Ο Ιησούς είπε προς αυτούς τούτη την παραβολή· εκείνοι, όμως, δεν κατάλαβαν τι ήσαν αυτά που τους μιλούσε.

7 Ο Ιησούς, λοιπόν, τους είπε ξανά: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα ότι εγώ είμαι η θύρα των προβάτων. 8 Όλοι όσοι ήρθαν πριν από μένα, είναι κλέφτες και ληστές· αλλά, τα πρόβατα δεν τους άκουσαν. 9 Εγώ είμαι η θύρα· όποιος μπει μέσα διαμέσου εμού, θα σωθεί, και θα μπει μέσα, και θα βγει έξω, και θα βρει βοσκή. 10 Ο κλέφτης δεν έρχεται, παρά για να κλέψει, να σφάξει και να εξολοθρεύσει· εγώ ήρθα για να έχουν ζωή, και να την έχουν με αφθονία.

11 Εγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός· ο ποιμένας ο καλός την ψυχή του βάζει για χάρη των προβάτων. 12 Αλλά, ο μισθωτός, και ο οποίος δεν είναι ποιμένας, του οποίου τα πρόβατα δεν είναι δικά του, βλέπει τον λύκο να έρχεται, και αφήνει τα πρόβατα, και φεύγει· και ο λύκος τα αρπάζει, και σκορπίζει τα πρόβατα. 13 Και ο μισθωτός φεύγει, επειδή είναι μισθωτός, και δεν τον μέλει για τα πρόβατα. 14 Εγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός, και γνωρίζω τα δικά μου, και γνωρίζομαι από τα δικά μου, 15 καθώς ο Πατέρας γνωρίζει εμένα, και εγώ γνωρίζω τον Πατέρα· και την ψυχή μου βάζω για χάρη των προβάτων. 16 Και άλλα πρόβατα έχω, που δεν είναι απ' αυτή την αυλή· πρέπει να συγκεντρώσω και εκείνα· και θα ακούσουν τη φωνή μου· και θα γίνει ένα ποίμνιο, ένας ποιμένας. 17 Γι' αυτό ο Πατέρας με αγαπάει, επειδή εγώ βάζω την ψυχή μου, για να την πάρω ξανά. 18 Κανένας δεν την αφαιρεί από μένα, αλλά εγώ τη βάζω από μόνος μου· εξουσία έχω να τη βάλω, και εξουσία έχω να την πάρω ξανά. Αυτή την εντολή πήρα από τον Πατέρα μου. 19 Έγινε, λοιπόν, ξανά σχίσμα ανάμεσα στους Ιουδαίους γι' αυτά τα λόγια. 20 Και πολλοί απ' αυτούς έλεγαν: Έχει δαιμόνιο, και παραφρονεί· τι τον ακούτε; 21 Άλλοι έλεγαν: Αυτά δεν είναι λόγια δαιμονιζόμενου· μήπως ένα δαιμόνιο μπορεί να ανοίγει τα μάτια των τυφλών;

22 Έγιναν δε τα εγκαίνια στα Ιεροσόλυμα, και ήταν χειμώνας. 23 Και ο Ιησούς περπατούσε μέσα στο ιερό, μέσα στη στοά τού Σολομώντα. 24 Τον περικύκλωσαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι και του έλεγαν: Μέχρι πότε κρατάς την ψυχή μας σε αμφιβολία; Αν εσύ είσαι ο Χριστός, πες το μας ανοιχτά. 25 Ο Ιησούς αποκρίθηκε σ' αυτούς: Σας είπα, και δεν πιστεύετε. Τα έργα που εγώ κάνω στο όνομα του Πατέρα μου, αυτά δίνουν μαρτυρία για μένα. 26 Αλλά, εσείς δεν πιστεύετε· επειδή, δεν είστε από τα δικά μου πρόβατα. 27 Όπως σας είπα, τα δικά μου πρόβατα ακούν τη φωνή μου, και εγώ τα γνωρίζω· και με ακολουθούν. 28 Και εγώ δίνω σ' αυτά αιώνια ζωή· και δεν θα χαθούν στον αιώνα, και κανένας δεν θα τα αρπάξει από το χέρι μου. 29 Ο Πατέρας μου, ο οποίος μου τα έδωσε, είναι μεγαλύτερος από όλους· και κανένας δεν μπορεί να τα αρπάξει από το χέρι τού Πατέρα μου. 30 Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα. 31 Οι Ιουδαίοι έπιασαν, πάλι, πέτρες, για να τον λιθοβολήσουν. 32 Ο Ιησούς αποκρίθηκε σ' αυτούς: Πολλά καλά έργα από τον Πατέρα μου έδειξα σε σας· για ποιο έργο απ' αυτά με λιθοβολείτε; 33 Οι Ιουδαίοι αποκρίθηκαν σ' αυτόν, λέγοντας: Για καλό έργο δεν σε λιθοβολούμε, αλλά για βλασφημία, και επειδή εσύ, ενώ είσαι άνθρωπος, κάνεις τον εαυτό σου Θεό. 34 Ο Ιησούς αποκρίθηκε σ' αυτούς: Δεν είναι γραμμένο μέσα στον νόμο σας, «εγώ είπα, είστε θεοί»; 35 Αν εκείνους είπε θεούς, προς τους οποίους έγινε ο λόγος τού Θεού, και η γραφή δεν μπορεί να αναιρεθεί· 36 εκείνον, τον οποίο ο Πατέρας αγίασε, και απέστειλε στον κόσμο, εσείς λέτε, ότι: Βλασφημείς, επειδή είπα, είμαι Υιός τού Θεού; 37 Αν δεν κάνω τα έργα τού Πατέρα μου, μη πιστεύετε σε μένα· 38 αν, όμως, τα κάνω, και αν σε μένα δεν πιστεύετε, πιστέψτε στα έργα· για να γνωρίσετε και να πιστέψετε ότι, ο Πατέρας είναι σε ενότητα με μένα, και εγώ σε ενότητα μ' αυτόν. 39 Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, ζητούσαν ξανά να τον πιάσουν· και ξέφυγε από το χέρι τους. 40 Και πήγε πάλι πέρα από τον Ιορδάνη, στον τόπο όπου βάπτιζε ο Ιωάννης, αρχικά· και έμεινε εκεί. 41 Και πολλοί ήρθαν σ' αυτόν, και έλεγαν, ότι: Ο μεν Ιωάννης δεν έκανε κανένα θαύμα· όλα, όμως, όσα ο Ιωάννης είπε γι' αυτόν, ήσαν αληθινά. 42 Και εκεί πολλοί πίστεψαν σ' αυτόν.


    Ваша оценка произведения:

Популярные книги за неделю