Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)"
Автор книги: Автор Неизвестен
сообщить о нарушении
Текущая страница: 23 (всего у книги 46 страниц)
Κεφάλαιον 8
1 Ο δε Σαύλος ήταν σύμφωνος στον φόνο του.
Και κατά την ημέρα εκείνη έγινε μεγάλος διωγμός ενάντια στην εκκλησία που ήταν στα Ιεροσόλυμα· και όλοι διασπάρθηκαν στους τόπους τής Ιουδαίας και της Σαμάρειας, εκτός από τους αποστόλους. 2 Τον δε Στέφανο έφεραν στον τάφο μερικοί ευλαβείς άνδρες, και έκαναν γι' αυτόν μεγάλον θρήνο. 3 Ο δε Σαύλος κακοποιούσε την εκκλησία, μπαίνοντας σε κάθε σπίτι, και αφού έσερνε άνδρες και γυναίκες, τους παρέδινε στη φυλακή.
4 Εκείνοι μεν, λοιπόν, που διασπάρθηκαν διαπέρασαν τους τόπους, ευαγγελιζόμενοι τον λόγο. 5 Ο ΔΕ Φίλιππος, αφού κατέβηκε στην πόλη τής Σαμάρειας, τους κήρυττε τον Χριστό. 6 Και τα πλήθη ως μια ψυχή πρόσεχαν στα λεγόμενα από τον Φίλιππο, ακούγοντας και βλέποντας τα θαύματα που έκανε. 7 Επειδή, από πολλούς, που είχαν ακάθαρτα πνεύματα, αυτά έβγαιναν φωνάζοντας με δυνατή φωνή· και πολλοί παραλυτικοί και χωλοί θεραπεύθηκαν. 8 Και έγινε μεγάλη χαρά σ' εκείνη την πόλη. 9 Στην πόλη προϋπήρχε κάποιος άνθρωπος, που ονομαζόταν Σίμωνας, κάνοντας μαγείες, και εκπλήττοντας τον λαό τής Σαμάρειας, λέγοντας για τον εαυτό του ότι είναι κάποιος μεγάλος· 10 στον οποίο όλοι έδιναν προσοχή, από μικρόν μέχρι μεγάλον, λέγοντας: Αυτός είναι η μεγάλη δύναμη του Θεού. 11 Του έδιναν, μάλιστα, προσοχή επειδή, για πολύν καιρό, τους είχε καταπλήξει με τις μαγείες. 12 Όταν, όμως, πίστεψαν στον Φίλιππο, που ευαγγελιζόταν τα αναφερόμενα στη βασιλεία τού Θεού, και το όνομα του Ιησού Χριστού, βαπτίζονταν και άνδρες και γυναίκες. 13 Και ο ίδιος ο Σίμωνας, μάλιστα, πίστεψε, και αφού βαπτίστηκε έμενε πάντοτε μαζί με τον Φίλιππο, και θωρώντας σημεία και μεγάλα θαύματα που γίνονταν έμενε κατάπληκτος. 14 Και οι απόστολοι, που ήσαν στα Ιεροσόλυμα, όταν άκουσαν ότι η Σαμάρεια δέχθηκε τον λόγο τού Θεού, έστειλαν σ' αυτούς τον Πέτρο και τον Ιωάννη· 15 οι οποίοι, αφού κατέβηκαν, προσευχήθηκαν γι' αυτούς, για να λάβουν Πνεύμα Άγιο. 16 Επειδή, δεν είχε ακόμα επιπέσει σε κανέναν απ' αυτούς, αλλά ήσαν μονάχα βαπτισμένοι στο όνομα του Κυρίου Ιησού. 17 Τότε, έβαζαν επάνω τους τα χέρια, και έπαιρναν Πνεύμα Άγιο. 18 Βλέποντας δε ο Σίμωνας ότι, με επίθεση των χεριών των αποστόλων δίνεται το Πνεύμα το Άγιο, τους πρόσφερε χρήματα, 19 λέγοντας: Δώστε και σε μένα αυτή την εξουσία, ώστε σε όποιον βάλω επάνω του τα χέρια να παίρνει Πνεύμα Άγιο. 20 Και ο Πέτρος είπε σ' αυτόν: Το ασήμι σου ας είναι μαζί με σένα σε απώλεια, επειδή νόμισες ότι η δωρεά τού Θεού αποκτιέται με χρήματα. 21 Εσύ δεν έχεις μερίδα ούτε κλήρο σε τούτο τον λόγο· επειδή, η καρδιά σου δεν είναι ευθεία μπροστά στον Θεό. 22 Μετανόησε, λοιπόν, απ' αυτή την κακία σου, και δεήσου στον Θεό, ίσως συγχωρεθεί σε σένα η επινόηση της καρδιάς σου· 23 επειδή, σε βλέπω ότι είσαι σε χολή πικρίας και σε δεσμό αδικίας. 24 Και απαντώντας ο Σίμωνας είπε: Δεηθείτε εσείς στον Κύριο για μένα, για να μη έρθει επάνω μου κανένα από όσα είπατε. 25 Εκείνοι, λοιπόν, αφού έδωσαν μαρτυρία και μίλησαν τον λόγο τού Κυρίου, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, αφού κήρυξαν το ευαγγέλιο και σε πολλές κωμοπόλεις των Σαμαρειτών.
26 Και ένας άγγελος του Κυρίου μίλησε στον Φίλιππο, λέγοντας: Σήκω, και πήγαινε κατά το μεσημβρινό μέρος, στον δρόμο που κατεβαίνει από την Ιερουσαλήμ στη Γάζα· (αυτός είναι έρημος). 27 Και αφού σηκώθηκε, πήγε. Και ξάφνου, ένας άνθρωπος Αιθίοπας, ευνούχος, άρχοντας της Κανδάκης, της βασίλισσας των Αιθιόπων, που ήταν επιτηρητής σε όλους τούς θησαυρούς της· αυτός είχε έρθει για να προσκυνήσει στην Ιερουσαλήμ. 28 Και επέστρεφε, και καθισμένος επάνω στην άμαξά του, διάβαζε τον προφήτη Ησαϊα. 29 Και το Πνεύμα είπε στον Φίλιππο: Πλησίασε, και προσκολλήσου σ' αυτή την άμαξα. 30 Και ο Φίλιππος έτρεξε κοντά, και τον άκουσε να διαβάζει τον προφήτη Ησαϊα, και είπε: Άραγε, καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις; 31 Και εκείνος είπε: Και πώς θα μπορούσα, αν κάποιος δεν με οδηγήσει; Και παρακάλεσε τον Φίλιππο να ανέβει και να καθήσει μαζί του. 32 Και το χωρίο τής γραφής, που διάβαζε, ήταν τούτο: «Φέρθηκε σαν πρόβατο σε σφαγή, και σαν αρνί άφωνο μπροστά σ' αυτόν που το κουρεύει, έτσι δεν ανοίγει το στόμα του. 33 Μέσα στην ταπείνωσή του η κρίση του αφαιρέθηκε· και τη γενεά του ποιος θα τη διηγηθεί; Επειδή, η ζωή του σηκώνεται από τη γη». 34 Και ο ευνούχος, αποκρινόμενος στον Φίλιππο, είπε: Σε παρακαλώ, για ποιον το λέει αυτό ο προφήτης; Για τον εαυτό του ή για κάποιον άλλον; 35 Και ο Φίλιππος, ανοίγοντας το στόμα του, και αρχίζοντας από τούτη τη γραφή ευαγγελίστηκε σ' αυτόν τον Ιησού. 36 Και καθώς εξακολουθούσαν τον δρόμο, ήρθαν σε κάποιον τόπο με νερό· και ο ευνούχος λέει: Δες, νερό· τι με εμποδίζει να βαπτιστώ; 37 Και ο Φίλιππος είπε: Αν πιστεύεις με όλη σου την καρδιά, μπορείς. Και αποκρινόμενος είπε: Πιστεύω ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός τού Θεού. 38 Και πρόσταξε να σταθεί η άμαξα· και κατέβηκαν και οι δύο στο νερό, ο Φίλιππος και ο ευνούχος· και τον βάπτισε. 39 Και όταν ανέβηκαν από το νερό, το Πνεύμα τού Κυρίου άρπαξε τον Φίλιππο, και ο ευνούχος δεν τον είδε πλέον, αλλά πορευόταν τον δρόμο του χαίροντας. 40 Και ο Φίλιππος βρέθηκε στην Άζωτο, και καθώς περνούσε κήρυττε σε όλες τις πόλεις, μέχρις ότου ήρθε στην Καισάρεια.
Κεφάλαιον 9
1 Ο ΔΕ Σαύλος, πνέοντας ακόμα από απειλή και φόνο ενάντια στους μαθητές τού Κυρίου, ήρθε στον αρχιερέα, 2 και ζήτησε απ' αυτόν επιστολές για τις συναγωγές στη Δαμασκό, προκειμένου, αν βρει μερικούς από τούτο τον δρόμο, και άνδρες και γυναίκες, να τους φέρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ. 3 Και καθώς πορευόταν, πλησίαζε στη Δαμασκό, και ξαφνικά άστραψε γύρω του φως από τον ουρανό· 4 και πέφτοντας κάτω στη γη, άκουσε μια φωνή να του λέει: Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; 5 Και είπε: Ποιος είσαι, Κύριε; Και ο Κύριος είπε: Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίο εσύ καταδιώκεις· είναι σκληρό σε σένα να κλοτσάς σε καρφιά. 6 Εκείνος δε τρέμοντας, και ενώ έγινε έκθαμβος, είπε: Κύριε, τι θέλεις να κάνω; Και ο Κύριος του είπε: Σήκω, και μπες μέσα στην πόλη, και θα σου λαληθεί τι πρέπει να κάνεις. 7 Και οι άνδρες, που τον συνόδευαν, στέκονταν άφωνοι, ακούγοντας μεν τη φωνή, χωρίς όμως να βλέπουν κανέναν. 8 Και ο Σαύλος σηκώθηκε από τη γη· και είχε ανοιχτά τα μάτια του, όμως δεν έβλεπε κανέναν· και χειραγωγώντας τον, τον έφεραν μέσα στη Δαμασκό. 9 Και ήταν τρεις ημέρες χωρίς να βλέπει· και δεν έφαγε ούτε ήπιε. 10 Υπήρχε δε κάποιος μαθητής στη Δαμασκό, που ονομαζόταν Ανανίας, και ο Κύριος, διαμέσου ενός οράματος, του είπε: Ανανία. Και εκείνος είπε: Εδώ είμαι, Κύριε. 11 Και ο Κύριος του είπε: Αφού σηκωθείς, πήγαινε στην οδό, που λέγεται Ευθεία, και στο σπίτι τού Ιούδα ζήτησε κάποιον που λέγεται Σαύλος, από την Ταρσό· επειδή, να, προσεύχεται· 12 και διαμέσου ενός οράματος είδε έναν άνθρωπο, που λεγόταν Ανανίας, ότι μπήκε μέσα και έβαλε επάνω του το χέρι, για να ξαναδεί. 13 Και ο Ανανίας αποκρίθηκε: Κύριε, από πολλούς άκουσα γι' αυτόν τον άνδρα, όσα κακά έκανε στους αγίους σου στην Ιερουσαλήμ· 14 κι εδώ έχει εξουσία από τους αρχιερείς να δέσει όλους όσους επικαλούνται το όνομά σου. 15 Και ο Κύριος του είπε: Πήγαινε, δεδομένου ότι αυτός είναι ένα εκλεκτό σκεύος σε μένα, για να βαστάξει το όνομά μου μπροστά σε έθνη και βασιλιάδες, και τους γιους Ισραήλ· 16 επειδή, εγώ θα του δείξω όσα πρέπει να πάθει για χάρη τού ονόματός μου. 17 Και ο Ανανίας πήγε και μπήκε μέσα στο σπίτι· και αφού έβαλε επάνω του τα χέρια, είπε: Σαούλ, αδελφέ, ο Κύριος, ο Ιησούς που φάνηκε σε σένα στον δρόμο, στον οποίο ερχόσουν, με απέστειλε για να ξαναδείς, και να γίνεις πλήρης Πνεύματος Αγίου. 18 Κι αμέσως έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια, και ξαναείδε αμέσως· και καθώς σηκώθηκε, βαπτίστηκε. 19 Και αφού έλαβε τροφή, δυνάμωσε.
Και ο Σαύλος έμεινε μερικές ημέρες μαζί με τους μαθητές που ήσαν στη Δαμασκό. 20 Κι αμέσως κήρυττε τον Χριστό μέσα στις συναγωγές, ότι αυτός είναι ο Υιός τού Θεού. 21 Και όλοι όσοι άκουγαν εκπλήττονταν και έλεγαν: Δεν είναι αυτός, που στην Ιερουσαλήμ εξολόθρευσε εκείνους οι οποίοι επικαλούνταν τούτο το όνομα; Και εδώ, γι' αυτό είχε έρθει, για να τους φέρει δεμένους στους αρχιερείς; 22 Και ο Σαύλος ενδυναμωνόταν περισσότερο, και έφερνε σε σύγχυση τους Ιουδαίους που κατοικούσαν στη Δαμασκό, αποδεικνύοντας ότι αυτός είναι ο Χριστός.
23 Και αφού πέρασαν αρκετές ημέρες, οι Ιουδαίοι έκαναν συμβούλιο για να τον θανατώσουν. 24 Αλλά, η επιβουλή τους γνωστοποιήθηκε στον Σαύλο· και παραφύλαγαν τις πύλες ημέρα και νύχτα, για να τον θανατώσουν. 25 Και οι μαθητές, αφού τον πήραν μέσα στη νύχτα, τον κατέβασαν διαμέσου τού τείχους μέσα σε ένα μεγάλο κοφίνι, που χρησιμοποίησαν.
26 Και ο Σαύλος όταν ήρθε στην Ιερουσαλήμ προσπαθούσε να προσκολληθεί στους μαθητές· όμως, όλοι τον φοβόνταν, μη πιστεύοντας ότι είναι μαθητής. 27 Ο Βαρνάβας, όμως, αφού τον πήρε, τον έφερε στους αποστόλους, και τους διηγήθηκε πώς είδε τον Κύριο στον δρόμο, και ότι του μίλησε, και πώς στη Δαμασκό κήρυξε με παρρησία στο όνομα του Ιησού. 28 Και ήταν μαζί τους στην Ιερουσαλήμ, μπαίνοντας και βγαίνοντας, κηρύττοντας δε με παρρησία στο όνομα του Κυρίου Ιησού. 29 Και μιλούσε και φιλονικούσε μαζί με τους Ελληνιστές· κι εκείνοι καταγίνονταν στο πώς να τον θανατώσουν. 30 Και όταν οι αδελφοί το έμαθαν, τον κατέβασαν στην Καισάρεια, και τον έστειλαν στην Ταρσό. 31 Οι μεν εκκλησίες, λοιπόν, σε ολόκληρη την Ιουδαία και τη Γαλιλαία και τη Σαμάρεια είχαν ειρήνη, οικοδομούμενες και περπατώντας μέσα στον φόβο τού Κυρίου, και πληθύνονταν με την παρηγορία τού Αγίου Πνεύματος.
32 ΚΑΙ ο Πέτρος, καθώς περνούσε από όλα τα μέρη, κατέβηκε προς τους αγίους που κατοικούσαν στη Λύδδα. 33 Και βρήκε κάποιον άνθρωπο με το όνομα Αινέας, ο οποίος ήταν παράλυτος, κατάκοιτος εδώ και οκτώ χρόνια επάνω σε κρεβάτι. 34 Και ο Πέτρος τού είπε: Αινέα, σε γιατρεύει ο Ιησούς ο Χριστός· σήκω επάνω, και στρώσε το κρεβάτι σου. Κι αμέσως σηκώθηκε. 35 Και τον είδαν όλοι αυτοί που κατοικούσαν στη Λύδδα και στον Σάρωνα, οι οποίοι επέστρεψαν στον Κύριο.
36 Και στην Ιόππη υπήρχε κάποια μαθήτρια με το όνομα Ταβιθά, που μεταφραζόμενο λέγεται Δορκάδα· αυτή ήταν πλήρης από αγαθά έργα και ελεημοσύνες που έκανε· 37 και κατά τις ημέρες εκείνες, καθώς ασθένησε, συνέβηκε να πεθάνει· και αφού την έλουσαν, την έβαλαν στο ανώγειο. 38 Και επειδή η Λύδδα ήταν κοντά στην Ιόππη, οι μαθητές ακούγοντας ότι ο Πέτρος είναι σ' αυτή, έστειλαν προς αυτόν δύο άνδρες, παρακαλώνταςτον να μη βραδύνει να περάσει μέχρι σ' αυτούς· 39 και ο Πέτρος, αφού σηκώθηκε, πήγε μαζί τους· τον οποίο, όταν ήρθε, τον ανέβασαν στο ανώγειο· και παραστάθηκαν μπροστά του όλες οι χήρες κλαίγοντας, και δείχνοντας χιτώνες και ιμάτια, όσα η Δορκάδα εργαζόταν όταν ήταν μαζί τους. 40 Και ο Πέτρος, αφού τους έβγαλε όλους έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε· και αφού στράφηκε προς το σώμα, είπε: Ταβιθά, αναστήσου. Και εκείνη άνοιξε τα μάτια της, και καθώς είδε τον Πέτρο, ανακάθησε. 41 Και εκείνος τής έδωσε το χέρι, και τη σήκωσε· και φωνάζοντας τους αγίους και τις χήρες, την παρέστησε κοντά τους ζωντανή. 42 Και τούτο έγινε γνωστό σε ολόκληρη την Ιόππη· και πολλοί πίστεψαν στον Κύριο. 43 Και ο Πέτρος έμεινε αρκετές ημέρες στην Ιόππη, κοντά σε κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψη.
Κεφάλαιον 10
1 ΥΠΗΡΧΕ δε κάποιος άνθρωπος στην Καισάρεια, με το όνομα Κορνήλιος, εκατόνταρχος, από το τάγμα που λεγόταν Ιταλικό, 2 ευσεβής και φοβούμενος τον Θεό μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του, ο οποίος έκανε πολλές ελεημοσύνες στον λαό, και δεόταν διαρκώς στον Θεό. 3 Αυτός είδε φανερά διαμέσου οράματος, γύρω στην ένατη ώρα τής ημέρας, έναν άγγελο του Θεού, ότι μπήκε μέσα προς αυτόν και του είπε: Κορνήλιε. 4 Και εκείνος, ατενίζοντας σ' αυτόν, και ενώ έγινε έντρομος, είπε: Τι είναι, Κύριε; Και του είπε: Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν σε υπόμνηση μπροστά στον Θεό. 5 Και τώρα, στείλε ανθρώπους στην Ιόππη, και προσκάλεσε τον Σίμωνα, που αποκαλείται Πέτρος· 6 αυτός φιλοξενείται σε κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψη, που έχει το σπίτι του κοντά στη θάλασσα· αυτός θα σου μιλήσει τι πρέπει να κάνεις. 7 Και καθώς ο άγγελος, που μιλούσε στον Κορνήλιο, αναχώρησε, φώναξε δύο από τους υπηρέτες του, και έναν ευσεβή στρατιώτη, απ' αυτούς που διέμεναν κοντά του· 8 και αφού τους διηγήθηκε τα πάντα, τους έστειλε στην Ιόππη. 9 Και την επόμενη ημέρα, ενώ εκείνοι οδοιπορούσαν και πλησίαζαν στην πόλη, ο Πέτρος, γύρω στην έκτη ώρα, ανέβηκε στην ταράτσα για να προσευχηθεί. 10 Και καθώς πείνασε, ήθελε να φάει, και ενώ ετοίμαζαν, ήρθε επάνω του έκσταση· 11 και βλέπει ανοιγμένον τον ουρανό, και κάποιο σκεύος να κατεβαίνει σαν ένα μεγάλο σεντόνι, που ήταν δεμένο από τις τέσσερις άκρες, και το κατέβαζαν επάνω στη γη· 12 μέσα σ' αυτό υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης, και τα θηρία, και τα ερπετά, και τα πουλιά τού ουρανού. 13 Και έγινε μια φωνή προς αυτόν: Πέτρο, αφού σηκωθείς, σφάξε και φάε. 14 Και ο Πέτρος είπε: Μη γένοιτο, Κύριε· επειδή, ποτέ δεν έφαγα κανένα βέβηλο ή ακάθαρτο. 15 Και ξανά, για δεύτερη φορά, έγινε σ' αυτόν μια φωνή: Όσα ο Θεός καθάρισε, εσύ μη τα λες βέβηλα. 16 Και τούτο έγινε τρεις φορές· και το σκεύος αναλήφθηκε πάλι στον ουρανό. 17 Και ενώ ο Πέτρος ήταν μέσα του σε απορία, τι τάχα σήμαινε το όραμα που είδε, ξάφνου, οι άνθρωποι που είχαν σταλεί από τον Κορνήλιο, αφού ρώτησαν και έμαθαν το σπίτι τού Σίμωνα, έφτασαν στην πύλη· 18 και φωνάζοντας, ρωτούσαν, αν ο Σίμωνας, που επονομαζόταν Πέτρος, φιλοξενείται εδώ. 19 Και ενώ ο Πέτρος συλλογιζόταν για το όραμα, το Πνεύμα είπε σ' αυτόν: Δες, σε ζητούν τρεις άνθρωποι· 20 καθώς, λοιπόν, σηκωθείς, κατέβα, και πήγαινε μαζί τους, χωρίς να διστάζεις καθόλου, επειδή εγώ τους έστειλα. 21 Και ο Πέτρος, αφού κατέβηκε στους ανθρώπους, που είχαν σταλεί σ' αυτόν από τον Κορνήλιο, είπε: Δέστε, εγώ είμαι εκείνος που ζητάτε· ποια είναι η αιτία για την οποία ήρθατε; 22 Και εκείνοι είπαν: Ο εκατόνταρχος Κορνήλιος, άνδρας δίκαιος και φοβούμενος τον Θεό, και έχοντας μαρτυρία από ολόκληρο το έθνος των Ιουδαίων, διατάχθηκε από τον Θεό διαμέσου ενός αγίου αγγέλου να σε προσκαλέσει στο σπίτι του, και να ακούσει λόγια από σένα. 23 Και αφού, λοιπόν, τους προσκάλεσε μέσα, τους φιλοξένησε. Και την επόμενη ημέρα ο Πέτρος βγήκε μαζί τους, και μερικοί από τους αδελφούς, από εκείνους τής Ιόππης, πήγαν μαζί του· 24 και την επόμενη ημέρα μπήκαν μέσα στην Καισάρεια· ο δε Κορνήλιος τους περίμενε, αφού ταυτόχρονα κάλεσε τους συγγενείς του και τους σπιτικούς φίλους του. 25 Και καθώς ο Πέτρος μπήκε μέσα, ερχόμενος ο Κορνήλιος σε συνάντησή του, έπεσε στα πόδια του, και προσκύνησε. 26 Ο Πέτρος, όμως, τον σήκωσε, λέγοντας: Σήκω επάνω· και εγώ ο ίδιος άνθρωπος είμαι. 27 Και συνομιλώντας μαζί του μπήκε μέσα, και βρίσκει πολλούς συγκεντρωμένους. 28 Και τους είπε: Εσείς ξέρετε ότι είναι ασυγχώρητο σε έναν άνθρωπο Ιουδαίο να συναναστρέφεται ή να πλησιάζει σ' έναν αλλόφυλο· ο Θεός, όμως, έδειξε σε μένα να μη λέω κανέναν άνθρωπο βέβηλον ή ακάθαρτον· 29 γι' αυτό, και όταν προσκλήθηκα, ήρθα χωρίς καμιά αντιλογία· ρωτάω, λοιπόν, για ποιον λόγο με προσκαλέσατε; 30 Και ο Κορνήλιος είπε: Εδώ και τέσσερις ημέρες ήμουν σε νηστεία μέχρι αυτή την ώρα, και την ένατη ώρα προσευχόμουν στο σπίτι μου· και ξάφνου, στάθηκε μπροστά μου ένας άνδρας, με λαμπρά ενδύματα, 31 και λέει: Κορνήλιε, η προσευχή σου εισακούστηκε, και οι ελεημοσύνες σου ήρθαν σε υπόμνηση μπροστά στον Θεό· 32 στείλε, λοιπόν, στην Ιόππη, και προσκάλεσε τον Σίμωνα, που αποκαλείται Πέτρος· αυτός φιλοξενείται στο σπίτι τού Σίμωνα, του βυρσοδέψη, κοντά στη θάλασσα, ο οποίος όταν έρθει θα σου μιλήσει. 33 Έστειλα, λοιπόν, αμέσως σε σένα· κι εσύ έκανες καλά ότι ήρθες. Τώρα, λοιπόν, εμείς όλοι παραστεκόμαστε μπροστά στον Θεό, για να ακούσουμε όλα όσα προστάχθηκαν σε σένα από τον Θεό.
34 Τότε, καθώς ο Πέτρος άνοιξε το στόμα, είπε: Γνωρίζω στ' αλήθεια ότι, ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης· 35 αλλά, σε κάθε έθνος όποιος τον φοβάται, και εργάζεται δικαιοσύνη, είναι σ' αυτόν δεκτός. 36 Τον λόγο που έστειλε στους γιους Ισραήλ, ευαγγελιζόμενος ειρήνη διαμέσου τού Ιησού Χριστού· (αυτός είναι ο Κύριος όλων)· 37 εσείς ξέρετε αυτό τον λόγο, που κηρύχθηκε σε ολόκληρη την Ιουδαία, αρχίζοντας από τη Γαλιλαία, ύστερα από το βάπτισμα που κήρυξε ο Ιωάννης· 38 πώς ο Θεός, τον Ιησού, αυτόν από τη Ναζαρέτ, τον έχρισε με Πνεύμα Άγιο και με δύναμη, ο οποίος πέρασε ευεργετώντας και θεραπεύοντας όλους εκείνους που καταδυναστεύονταν από τον διάβολο· επειδή, ο Θεός ήταν μαζί του. 39 Κι εμείς είμαστε μάρτυρες όλων όσων έκανε, και στη γη των Ιουδαίων και στην Ιερουσαλήμ· τον οποίο φόνευσαν, αφού τον κρέμασαν επάνω σε ξύλο· 40 τούτον ο Θεός τον ανέστησε την τρίτη ημέρα, και τον έκανε να εμφανιστεί, 41 όχι σε ολόκληρο τον λαό, αλλά σε μάρτυρες, που ήσαν προσδιορισμένοι από τον Θεό, σε μας, που μαζί του φάγαμε και μαζί του ήπιαμε, μετά την ανάστασή του από τους νεκρούς· 42 και μας παρήγγειλε να κηρύξουμε στον λαό, και να δώσουμε μαρτυρία, ότι αυτός είναι ο ορισμένος από τον Θεό κριτής ζωντανών και νεκρών· 43 σε τούτον όλοι οι προφήτες δίνουν μαρτυρία, ότι διαμέσου τού ονόματός του θα λάβει άφεση αμαρτιών καθένας που πιστεύει σ' αυτόν.
44 Ενώ ο Πέτρος ακόμα μιλούσε αυτά τα λόγια, το Πνεύμα το Άγιο ήρθε επάνω σε όλους αυτούς που άκουγαν τον λόγο. 45 Και οι πιστοί, που ήσαν από την περιτομή, εκπλάγηκαν, όσοι είχαν έρθει μαζί με τον Πέτρο, ότι η δωρεά τού Αγίου Πνεύματος ξεχύθηκε και επάνω στα έθνη. 46 Επειδή, τους άκουγαν να μιλούν γλώσσες, και να μεγαλύνουν τον Θεό. Τότε, ο Πέτρος αποκρίθηκε: 47 Μήπως μπορεί κανείς να εμποδίσει το νερό, ώστε να μη βαπτιστούν αυτοί, οι οποίοι έλαβαν το Πνεύμα το Άγιο όπως κι εμείς; 48 Και τους πρόσταξε να βαπτιστούν στο όνομα του Κυρίου. Τότε, τον παρακάλεσαν να παραμείνει μερικές ημέρες.
Κεφάλαιον 11
1 ΑΚΟΥΣΑΝ δε οι απόστολοι και οι αδελφοί, που ήσαν στην Ιουδαία, ότι και τα έθνη δέχθηκαν τον λόγο τού Θεού. 2 Και όταν ο Πέτρος ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα, φιλονικούσαν μαζί του αυτοί που ήσαν από την περιτομή, 3 λέγοντας, ότι: Μπήκες μέσα σε απερίτμητους ανθρώπους, και συνέφαγες μαζί τους. 4 Ο δε Πέτρος άρχισε, και εξέθετε σ' αυτούς με τη σειρά τα όσα συνέβηκαν, λέγοντας: 5 Εγώ ήμουν προσευχόμενος στην πόλη Ιόππη· και είδα μέσα σε έκσταση ένα όραμα, κάποιο σκεύος να κατεβαίνει σαν ένα μεγάλο σεντόνι, που, δεμένο από τις τέσσερις άκρες του, το κατέβαζαν από τον ουρανό, και ήρθε μέχρις εμένα· 6 στο οποίο, καθώς ατένισα, παρατηρούσα και είδα τα τετράποδα της γης, και τα θηρία, και τα ερπετά, και τα πουλιά τού ουρανού. 7 Και άκουσα μια φωνή να λέει σε μένα: Πέτρο, αφού σηκωθείς, σφάξε και φάε. 8 Και είπα: Μη γένοιτο, Κύριε, επειδή κανένα βέβηλο ή ακάθαρτο δεν μπήκε ποτέ στο στόμα μου. 9 Και η φωνή αποκρίθηκε σε μένα από τον ουρανό για δεύτερη φορά: Όσα ο Θεός καθάρισε, εσύ μη τα λες βέβηλα. 10 Και τούτο έγινε τρεις φορές· και πάλι ανασύρθηκαν όλα στον ουρανό. 11 Και ξάφνου, την ίδια ώρα, τρεις άνθρωποι έφτασαν στο σπίτι, όπου έμενα, αποσταλμένοι σε μένα από την Καισάρεια. 12 Και το Πνεύμα είπε σε μένα να πάω μαζί τους, χωρίς να διστάζω καθόλου· ήρθαν, μάλιστα, μαζί μου κι αυτοί οι έξι αδελφοί, και μπήκαμε μέσα στο σπίτι τού ανθρώπου. 13 Και μας ανήγγειλε, πώς είδε τον άγγελο στο σπίτι του, ότι στάθηκε και του είπε: Στείλε ανθρώπους στην Ιόππη, και προσκάλεσε τον Σίμωνα, που επονομάζεται Πέτρος, 14 ο οποίος θα μιλήσει σε σένα λόγια, διαμέσου των οποίων θα σωθείς εσύ και ολόκληρη η οικογένειά σου. 15 Και ενώ άρχισα να μιλάω, το Πνεύμα το Άγιο ήρθε επάνω τους, όπως και επάνω σε μας αρχικά. 16 Τότε, θυμήθηκα τον λόγο τού Κυρίου ότι, έλεγε: Ο μεν Ιωάννης βάπτισε με νερό, εσείς όμως θα βαπτιστείτε με Πνεύμα Άγιο. 17 Αν, λοιπόν, ο Θεός έδωσε σ' αυτούς την ίση δωρεά, όπως και σ' εμάς, επειδή πίστεψαν στον Κύριο Ιησού Χριστό, εγώ ποιος ήμουν ώστε να μπορέσω να εμποδίσω τον Θεό; 18 Όταν δε τα άκουσαν αυτά, ησύχασαν και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας: Και στα έθνη, λοιπόν, ο Θεός έδωσε τη μετάνοια για ζωή.
19 ΕΚΕΙΝΟΙ μεν, λοιπόν, που διασκορπίστηκαν από τον διωγμό ο οποίος έγινε εξαιτίας τού Στεφάνου, πέρασαν μέχρι τη Φοινίκη και την Κύπρο και την Αντιόχεια, χωρίς να κηρύττουν σε κανέναν τον λόγο τού Θεού, παρά μονάχα στους Ιουδαίους. 20 Ήσαν, όμως, μερικοί απ' αυτούς, άνδρες Κύπριοι και Κυρηναίοι, που όταν μπήκαν μέσα στην Αντιόχεια, μιλούσαν στους Ελληνιστές, ευαγγελιζόμενοι σ' αυτούς τον Κύριο Ιησού. 21 Και το χέρι τού Κυρίου ήταν μαζί τους· κι ένα μεγάλο πλήθος, αφού πίστεψαν, επέστρεψαν στον Κύριο. 22 Ακούστηκε, όμως, ο λόγος γι' αυτούς στα αυτιά τής Εκκλησίας, που ήταν στην Ιερουσαλήμ· και έστειλαν τον Βαρνάβα για να περάσει μέχρι την Αντιόχεια. 23 Ο οποίος, όταν ήρθε, και είδε τη χάρη τού Θεού, χάρηκε, και παρακινούσε όλους να παραμένουν με σταθερότητα καρδιάς στον Κύριο· 24 επειδή, ήταν άνδρας αγαθός και πλήρης από Πνεύμα Άγιο και πίστη. Και ένα μεγάλο πλήθος προστέθηκε στον Κύριο. 25 Τότε, ο Βαρνάβας βγήκε έξω προς την Ταρσό για να αναζητήσει τον Σαύλο, και όταν τον βρήκε, τον έφερε στην Αντιόχεια. 26 Και καθώς συνήλθαν στην εκκλησία έναν ολόκληρο χρόνο, δίδαξαν ένα μεγάλο πλήθος, και πρώτα στην Αντιόχεια οι μαθητές ονομάστηκαν Χριστιανοί. 27 Και κατά τις ημέρες εκείνες προφήτες κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα στην Αντιόχεια. 28 Και καθώς σηκώθηκε ένας απ' αυτούς, με το όνομα Άγαβος, φανέρωσε διαμέσου τού Πνεύματος ότι επρόκειτο να γίνει μεγάλη πείνα σε ολόκληρη την οικουμένη· η οποία και έγινε επί εποχής τού Καίσαρα Κλαυδίου. 29 Γι' αυτό, οι μαθητές αποφάσισαν κάθε ένας απ' αυτούς, κατά τη δική του κατάσταση, να στείλουν βοήθεια στους αδελφούς που κατοικούσαν στην Ιουδαία· 30 πράγμα που έκαναν, στέλνοντάς την προς τους πρεσβύτερους, διαμέσου τού Βαρνάβα και του Σαύλου.