Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Φιλος)"
Автор книги: Автор Неизвестен
сообщить о нарушении
Текущая страница: 11 (всего у книги 46 страниц)
Κεφάλαιον 3
1 ΚΑΙ κατά τον 15ο χρόνο τής ηγεμονίας τού Καίσαρα Τιβέριου, όταν ο Πόντιος Πιλάτος ηγεμόνευε στην Ιουδαία, και στη Γαλιλαία τετράρχης ήταν ο Ηρώδης, ενώ ο αδελφός του ο Φίλιππος ήταν τετράρχης τής Ιτουραίας και της χώρας τής Τραχωνίτιδας, και ο Λυσανίας ήταν τετράρχης τής Αβιληνής, 2 με αρχιερείς τον Άννα και τον Καϊάφα, έγινε λόγος τού Θεού στον Ιωάννη, τον γιο τού Ζαχαρία, μέσα στην έρημο. 3 Και ήρθε σε ολόκληρη την περίχωρο του Ιορδάνη, κηρύττοντας βάπτισμα μετάνοιας σε άφεση αμαρτιών· 4 όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο των λόγων τού προφήτη Ησαϊα, που λέει: «Φωνή κάποιου που φωνάζει δυνατά μέσα στην έρημο. Ετοιμάστε τον δρόμο τού Κυρίου, κάντε ίσια τα μονοπάτια του. 5 Κάθε φαράγγι θα γεμίσει, και κάθε βουνό και λόφος θα ταπεινωθεί, και τα στρεβλά θα γίνουν ίσια, και οι τραχείς δρόμοι θα γίνουν ομαλοί. 6 Και κάθε σάρκα θα δει το σωτήριο του Θεού». 7 Και έλεγε στα πλήθη, που έβγαιναν έξω για να βαπτιστούν απ' αυτόν: Γεννήματα από οχιές, ποιος σας έδειξε να φύγετε από τη μέλλουσα οργή; 8 Κάντε, λοιπόν, καρπούς άξιους της μετάνοιας, και μη αρχίσετε να λέτε αναμεταξύ σας: Έχουμε πατέρα τον Αβραάμ· επειδή, σας λέω ότι ο Θεός μπορεί απ' αυτές τις πέτρες να σηκώσει παιδιά στον Αβραάμ. 9 Μάλιστα, η αξίνα κείτεται ήδη κοντά στη ρίζα των δέντρων· κάθε δέντρο, λοιπόν, που δεν κάνει καλόν καρπό, κόβεται σύρριζα και ρίχνεται στη φωτιά. 10 Και οι όχλοι τον ρωτούσαν, λέγοντας: Τι θα κάνουμε, λοιπόν; 11 Και απαντώντας, τους λέει: Αυτός που έχει δύο χιτώνες, να δώσει τον έναν σ' εκείνον που δεν έχει· κι αυτός που έχει τροφές, ας κάνει το ίδιο. 12 Ήρθαν, μάλιστα, και οι τελώνες για να βαπτιστούν, και του είπαν: Δάσκαλε, τι να κάνουμε; 13 Και εκείνος τούς είπε: Μη εισπράττετε τίποτε περισσότερο, παρά αυτό που σας είναι διαταγμένο. 14 Τον ρωτούσαν ακόμα και οι στρατιωτικοί, λέγοντας: Κι εμείς τι θα κάνουμε; Και τους είπε: Μη εκβιάσετε κανέναν, ούτε να συκοφαντήσετε· και αρκείστε στις αποδοχές σας. 15 Και ενώ ο λαός πρόσμενε, και όλοι σκέφτονταν στις καρδιές τους για τον Ιωάννη, μήπως αυτός είναι ο Χριστός, 16 ο Ιωάννης απάντησε σε όλους, λέγοντας: Εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό· έρχεται, όμως, ο ισχυρότερός μου, του οποίου δεν είμαι άξιος να λύσω το λουρί από τα υποδήματά του· αυτός θα σας βαπτίσει με Άγιο Πνεύμα και φωτιά· 17 του οποίου το φτυάρι είναι στο χέρι του, και θα καθαρίσει το αλώνι του πέρα για πέρα, και το σιτάρι θα το συγκεντρώσει στην αποθήκη του, ενώ το άχυρο θα το κατακάψει με ακατάσβεστη φωτιά. 18 Και με άλλα πολλά, προτρέποντας, έφερνε τα χαρμόσυνα νέα στον λαό. 19 ΚΑΙ ο τετράρχης Ηρώδης, επειδή ελεγχόταν απ' αυτόν, για την Ηρωδιάδα, τη γυναίκα τού αδελφού του, του Φιλίππου, και για όλα τα κακά που είχε κάνει ο Ηρώδης, 20 πρόσθεσε σε όλα και τούτο, και έκλεισε τον Ιωάννη στη φυλακή.
21 ΚΑΙ αφού βαπτίστηκε ολόκληρος ο λαός, βαπτίστηκε και ο Ιησούς, και καθώς προσευχόταν, άνοιξε ο ουρανός, 22 και κατέβηκε επάνω του το Άγιο Πνεύμα, σε σωματική μορφή, σαν περιστέρι· και έγινε φωνή από τον ουρανό, που έλεγε: Εσύ είσαι ο Υιός μου ο αγαπητός, σε σένα ευαρεστήθηκα.
23 Κι αυτός ο Ιησούς άρχιζε να είναι περίπου 30 χρόνων, ο οποίος ήταν -καθώς νομιζόταν– γιος τού Ιωσήφ, του Ηλί, 24 του Ματθάτ, του Λευί, του Μελχί, του Ιαννά, του Ιωσήφ, 25 του Ματταθία, του Αμώς, του Ναούμ, του Εσλί, του Ναγγαί, 26 του Μαάθ, του Ματταθία, του Σεμεϊ, του Ιωσήφ, του Ιούδα, 27 του Ιωαννά, του Ρησά, του Ζοροβάβελ, του Σαλαθιήλ, του Νηρί, 28 του Μελχί, του Αδδί, του Κωσάμ, του Ελμωδάμ, του Ηρ, 29 του Ιωσή, του Ελιέζερ, του Ιωρείμ, του Ματθάτ, του Λευί, 30 του Συμεών, του Ιούδα, του Ιωσήφ, του Ιωνάν, του Ελιακείμ, 31 του Μελεά, του Μαϊνάν, του Ματταθά, του Ναθάν, του Δαβίδ, 32 του Ιεσσαί, του Ωβήδ, του Βοόζ, του Σαλμών, του Ναασσών, 33 του Αμιναδάβ, του Αράμ, του Εσρώμ, του Φαρές, του Ιούδα, 34 του Ιακώβ, του Ισαάκ, του Αβραάμ, του Θάρα, του Ναχώρ, 35 του Σαρούχ, του Ραγαύ, του Φαλέκ, του Έβερ, του Σαλά, 36 του Καϊνάν, του Αρφαξάδ, του Σημ, του Νώε, του Λάμεχ, 37 του Μαθουσάλα, του Ενώχ, του Ιαρέδ, του Μαλελεήλ, του Καϊνάν, 38 του Ενώς, του Σηθ, του Αδάμ, του Θεού.
Κεφάλαιον 4
1 ΚΑΙ ο Ιησούς, πλήρης Αγίου Πνεύματος, επέστρεψε από τον Ιορδάνη· και φερόταν από το Πνεύμα στην έρημο, 2 πειραζόμενος από τον διάβολο 40 ημέρες· και δεν έφαγε τίποτε εκείνες τις ημέρες· και αφού αυτές τελείωσαν, ύστερα πείνασε. 3 Και ο διάβολος είπε σ' αυτόν: Αν είσαι Υιός τού Θεού, πες σε τούτη την πέτρα να γίνει ψωμί. 4 Και ο Ιησούς απάντησε σ' αυτόν, λέγοντας: Είναι γραμμένο, ότι: «Μονάχα με ψωμί δεν θα ζήσει ο άνθρωπος, αλλά με κάθε λόγο τού Θεού». 5 Και ο διάβολος, ανεβάζοντάς τον σε ένα ψηλό βουνό, του έδειξε όλα τα βασίλεια της οικουμένης μέσα σε μια στιγμή χρόνου· 6 και ο διάβολος είπε σ' αυτόν: Σε σένα θα δώσω ολόκληρη αυτή την εξουσία και τη δόξα τους· επειδή, σε μένα είναι παραδομένη, και τη δίνω σε όποιον θέλω· 7 εσύ, λοιπόν, αν προσκυνήσεις μπροστά μου, όλα θα είναι δικά σου. 8 Και ο Ιησούς, απαντώντας σ' αυτόν, είπε: Πήγαινε πίσω μου, σατανά· επειδή, είναι γραμμένο: «Τον Κύριο τον Θεό σου θα προσκυνήσεις, κι αυτόν μονάχα θα λατρεύσεις». 9 Και τον έφερε στην Ιερουσαλήμ, και τον έστησε επάνω στο πτερύγιο του ιερού, και του είπε: Αν είσαι Υιός τού Θεού, ρίξε τον εαυτό σου από εδώ κάτω· 10 επειδή, είναι γραμμένο ότι: «Θα προστάξει για σένα τούς αγγέλους του για να σε διαφυλάξουν»· και ότι: 11 «Θα σε σηκώνουν επάνω στα χέρια τους, για να μη προσκόψεις το πόδι σου επάνω σε πέτρα». 12 Και ο Ιησούς, απαντώντας, είπε σ' αυτόν, ότι έχει ειπωθεί: «Δεν θα πειράξεις τον Κύριο τον Θεό σου». 13 Και αφού ο διάβολος τελείωσε κάθε πειρασμό, απομακρύνθηκε απ' αυτόν μέχρι καιρού.
14 ΚΑΙ ο Ιησούς επέστρεψε στη Γαλιλαία με τη δύναμη του Πνεύματος· και βγήκε γι' αυτόν φήμη σε ολόκληρη την περίχωρο. 15 Κι αυτός δίδασκε στις συναγωγές τους, δοξαζόμενος από όλους.
16 Και ήρθε στη Ναζαρέτ, όπου είχε ανατραφεί· και, κατά τη συνήθειά του, μπήκε μέσα στη συναγωγή κατά την ημέρα τού σαββάτου, και σηκώθηκε να διαβάσει. 17 Και του δόθηκε το βιβλίο τού προφήτη Ησαϊα· και ανοίγοντας το βιβλίο βρήκε το μέρος, όπου ήταν γραμμένο: 18 «Πνεύμα Κυρίου είναι επάνω μου· γι' αυτό με έχρισε· με έστειλε για να φέρνω τα χαρμόσυνα νέα στους φτωχούς, για να γιατρέψω τούς συντριμμένους στην καρδιά, για να κηρύξω ελευθερία στους αιχμαλώτους, και ανάβλεψη στους τυφλούς, να αποστείλω τούς ψυχικά τσακισμένους σε ελευθερία, 19 για να κηρύξω ευπρόσδεκτο χρόνο τού Κυρίου». 20 Και αφού έκλεισε το βιβλίο, το έδωσε στον υπηρέτη, και κάθησε· και τα μάτια όλων εκείνων που βρίσκονταν στη συναγωγή ήσαν στραμμένα επάνω του. 21 Και άρχισε να τους λέει ότι: Σήμερα εκπληρώθηκε στα αυτιά σας αυτή η γραφή. 22 Και όλοι έδιναν μαρτυρία γι' αυτόν, και θαύμαζαν για τα λόγια τής χάρης, που έβγαιναν από το στόμα του, και έλεγαν: Δεν είναι αυτός ο γιος τού Ιωσήφ; 23 Και τους είπε: Θα μου πείτε, βέβαια, την παραβολή τούτη: Γιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου· όσα ακούσαμε ότι έγιναν στην Καπερναούμ, κάνε κι εδώ στην πατρίδα σου. 24 Και είπε: Σας διαβεβαιώνω ότι, κανένας προφήτης δεν είναι δεκτός στην πατρίδα του. 25 Και με βάση την αλήθεια σάς λέω: Πολλές χήρες υπήρχαν στον Ισραήλ κατά τις ημέρες τού Ηλία, όταν ο ουρανός κλείστηκε για τρία χρόνια και έξι μήνες, κατά την εποχή που έγινε μεγάλη πείνα σε ολόκληρη τη γη· 26 και ο Ηλίας δεν στάλθηκε σε καμιά απ' αυτές, παρά μονάχα στα Σαρεπτά τής Σιδώνας προς μια χήρα γυναίκα. 27 Και πολλοί λεπροί υπήρχαν κατά την εποχή τού προφήτη Ελισσαιέ στον Ισραήλ· και κανένας απ' αυτούς δεν καθαρίστηκε, παρά μονάχα ο Νεεμάν ο Σύριος. 28 Και όλοι μέσα στη συναγωγή γέμισαν με θυμό ακούγοντας αυτά. 29 Και αφού σηκώθηκαν, τον έβγαλαν έξω από την πόλη· και τον έφεραν μέχρι την άκρη τού βουνού, επάνω στο οποίο ήταν κτισμένη η πόλη, για να τον ρίξουν στον γκρεμό. 30 Αυτός, όμως, αφού πέρασε από ανάμεσά τους, πορευόταν.
31 Και κατέβηκε στην Καπερναούμ, μια πόλη τής Γαλιλαίας· και τους δίδασκε κατά τα σάββατα. 32 Και εκπλήττονταν για τη διδασκαλία του· επειδή, ο λόγος του ήταν με εξουσία. 33 Και μέσα στη συναγωγή υπήρχε ένας άνθρωπος, που είχε ακάθαρτο πνεύμα δαιμονίου, και ανέκραξε με δυνατή φωνή, 34 λέγοντας: Αλλοίμονο! Τι υπάρχει ανάμεσα σε μας και σε σένα, Ιησού Ναζαρηνέ; Ήρθες για να μας απολέσεις; Σε γνωρίζω ποιος είσαι· ο Άγιος του Θεού. 35 Και ο Ιησούς το επιτίμησε, λέγοντας: Σώπα, και βγες απ' αυτόν. Και το δαιμόνιο τον έρριξε στο μέσον και βγήκε απ' αυτόν, χωρίς να τον βλάψει καθόλου. 36 Και όλοι εκπλάγηκαν, και συνομιλούσαν αναμεταξύ τους, λέγοντας: Ποιος είναι αυτός ο λόγος, επειδή με εξουσία και δύναμη προστάζει τα ακάθαρτα πνεύματα, και βγαίνουν; 37 Και η φήμη του απλωνόταν σε κάθε τόπο τής περιχώρου.
38 Και αφού σηκώθηκε από τη συναγωγή, μπήκε μέσα στο σπίτι τού Σίμωνα· η δε πεθερά τού Σίμωνα ήταν κάτω από την επήρεια μεγάλου πυρετού· και τον παρακάλεσαν γι' αυτήν. 39 Και καθώς στάθηκε επάνω της, επιτίμησε τον πυρετό, και την άφησε· κι αμέσως, αφού σηκώθηκε, τους υπηρετούσε. 40 Και ενώ έδυε ο ήλιος, όλοι όσοι είχαν ανθρώπους που ασθενούσαν από διάφορες αρρώστιες, τους έφεραν σ' αυτόν· κι εκείνος, βάζοντας τα χέρια του επάνω σε κάθε έναν απ' αυτούς ξεχωριστά, τους θεράπευσε. 41 Από πολλούς, μάλιστα, έβγαιναν και δαιμόνια, κράζοντας και λέγοντας ότι: Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός τού Θεού. Και καθώς τα επιτιμούσε, δεν τα άφηνε να μιλούν, επειδή τον γνώριζαν ότι είναι ο Χριστός.
42 Και όταν έγινε ημέρα, βγαίνοντας έξω πήγε σε έναν έρημο τόπο· και τα πλήθη τον ζητούσαν, και ήρθαν μέχρις αυτόν· και τον κρατούσαν, για να μη φύγει απ' αυτούς. 43 Εκείνος, όμως, τους είπε ότι: Πρέπει και σε άλλες πόλεις να εξαγγείλω τα χαρμόσυνα νέα τής βασιλείας τού Θεού· επειδή, γι' αυτό είμαι αποσταλμένος. 44 Και κήρυττε στις συναγωγές τής Γαλιλαίας.
Κεφάλαιον 5
1 Και ενώ το πλήθος τον συνέθλιβε για να ακούει τον λόγο τού Θεού, αυτός στεκόταν κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ· 2 και είδε δύο πλοία να στέκονται κοντά στη λίμνη· και οι ψαράδες, καθώς είχαν βγει απ' αυτά, ξέπλεναν τα δίχτυα. 3 Μπαίνοντας δε σε ένα από τα πλοία, που ήταν του Σίμωνα, τον παρακάλεσε να το απομακρύνει λιγάκι από την ξηρά. Και αφού κάθησε, δίδασκε τα πλήθη από το πλοίο. 4 Και καθώς σταμάτησε να μιλάει, είπε στον Σίμωνα: Φέρε ξανά το πλοίο στα βαθιά, και ρίξτε τα δίχτυα σας για να ψαρέψετε. 5 Και ο Σίμωνας, απαντώντας, του είπε: Κύριε, ολόκληρη τη νύχτα, παρόλο που κοπιάσαμε, δεν πιάσαμε τίποτε· αλλ' όμως, στηριζόμενος στον λόγο σου, θα ρίξω το δίχτυ. 6 Και όταν το έκαναν αυτό, συνέκλεισαν ένα μεγάλο πλήθος από ψάρια, και το δίχτυ τους ξεσχιζόταν. 7 Και έκαναν νόημα στους συντρόφους, που ήσαν στο άλλο πλοίο, για νάρθουν να τους βοηθήσουν· και ήρθαν, και γέμισαν και τα δύο πλοία, ώστε βυθίζονταν. 8 Βλέποντας δε ο Σίμωνας Πέτρος, έπεσε κοντά στα γόνατα του Ιησού, λέγοντας: Βγες έξω από μένα, επειδή είμαι άνθρωπος αμαρτωλός, Κύριε. 9 Ο λόγος ήταν ότι, τον κατέλαβε έκπληξη και όλους εκείνους που ήσαν μαζί του, για το πλήθος των ψαριών που είχαν πιάσει· 10 παρόμοια, μάλιστα, και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τους γιους τού Ζεβεδαίου, οι οποίοι ήσαν σύντροφοι του Σίμωνα. Και ο Ιησούς είπε στον Σίμωνα: Μη φοβάσαι, από τώρα και στο εξής ανθρώπους θα πιάνεις. 11 Και όταν έφεραν τα πλοία στη γη, αφήνοντας τα πάντα, τον ακολούθησαν.
12 Και ενώ βρισκόταν σε μια από τις πόλεις, νάσου, ένας άνθρωπος γεμάτος λέπρα· βλέποντας δε τον Ιησού, έπεσε με το πρόσωπο στηγη, και τον παρακάλεσε, λέγοντας: Κύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις. 13 Και απλώνοντας το χέρι, τον άγγιξε, και είπε: Θέλω, να καθαριστείς. Κι αμέσως η λέπρα έφυγε απ' αυτόν. 14 Κι αυτός τού παρήγγειλε να μη το πει σε κανέναν· αλλά, πήγαινε, του λέει, και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα, και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου, όπως έχει προστάξει ο Μωυσής, για μαρτυρία σ' αυτούς. 15 Αλλά, η φήμη γι' αυτόν απλωνόταν ακόμα περισσότερο· και πολλά πλήθη συγκεντρώνονταν, για να τον ακούν, και να θεραπεύονται διαμέσου αυτού από τις ασθένειές τους. 16 Αυτός, όμως, αποσυρόταν στις ερημιές και προσευχόταν.
17 Και σε μια από τις ημέρες εκείνες, ενώ αυτός δίδασκε, κάθονταν Φαρισαίοι και δάσκαλοι του νόμου, οι οποίοι είχαν έρθει από κάθε κωμόπολη της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας στην Ιερουσαλήμ· και επάνω του ήταν δύναμη του Κυρίου στο να τους γιατρεύει. 18 Και ξάφνου, μερικοί άνδρες οι οποίοι έφερναν επάνω σε κρεβάτι έναν άνθρωπο, που ήταν παράλυτος· και ζητούσαν να τον φέρουν μέσα, και να τον βάλουν μπροστά του. 19 Και μη βρίσκοντας από ποια είσοδο να τον φέρουν μέσα, εξαιτίας τού πλήθους, ανέβηκαν επάνω στη στέγη, και, ανάμεσα από τα κεραμίδια, τον κατέβασαν, μαζί με το μικρό κρεβάτι, στο μέσον, μπροστά από τον Ιησού. 20 Και όταν είδε την πίστη τους, είπε σ' αυτόν: Άνθρωπε, οι αμαρτίες σου έχουν σε σένα συγχωρεθεί. 21 Και οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι άρχισαν να σκέπτονται, λέγοντας: Ποιος είν' αυτός, που μιλάει βλασφημίες; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, παρά μονάχα ο Θεός; 22 Και ο Ιησούς, καθώς κατάλαβε τις σκέψεις τους, απάντησε και τους είπε: Τι σκέπτεστε μέσα στις καρδιές σας; 23 Τι είναι ευκολότερο, να πω: Οι αμαρτίες σου έχουν συγχωρεθεί ή να πω: Σήκω επάνω και περπάτα; 24 Αλλά, για να γνωρίσετε ότι ο Υιός τού ανθρώπου έχει εξουσία επάνω στη γη να συγχωρεί αμαρτίες (είπε στον παράλυτο): Σε σένα λέω: Σήκω επάνω, και αφού πάρεις το μικρό σου κρεβάτι, πήγαινε στο σπίτι σου. 25 Κι αμέσως, καθώς σηκώθηκε μπροστά τους, πήρε το κρεβάτι στο οποίο ήταν κατάκοιτος, και αναχώρησε στο σπίτι του, δοξάζοντας τον Θεό. 26 Και όλους τούς κατέλαβε έκσταση, και δόξαζαν τον Θεό· και γέμισαν από φόβο, λέγοντας ότι: Σήμερα είδαμε παράδοξα πράγματα.
27 Και ύστερα απ' αυτά, βγήκε έξω και είδε κάποιον τελώνη, που λεγόταν Λευίς, να κάθεται στο τελωνείο, και του είπε: Ακολούθα με. 28 Και εκείνος, αφήνοντας τα πάντα, σηκώθηκε και τον ακολούθησε. 29 Και ο Λευίς τού έκανε στο σπίτι του μεγάλη υποδοχή· και υπήρχε ένα μεγάλο πλήθος από τελώνες και άλλους, που κάθονταν μαζί τους στο τραπέζι. 30 Και οι γραμματείς τους και οι Φαρισαίοι γόγγυζαν στους μαθητές του, λέγοντας: Γιατί τρώτε και πίνετε μαζί με τελώνες και αμαρτωλούς; 31 Και ο Ιησούς, απαντώντας σ' αυτούς, είπε: Δεν έχουν ανάγκη γιατρού αυτοί που υγιαίνουν, αλλά αυτοί που πάσχουν. 32 Δεν ήρθα για να καλέσω δικαίους, αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια.
33 Και εκείνοι είπαν σ' αυτόν: Γιατί οι μαθητές τού Ιωάννη νηστεύουν συχνά, και κάνουν δεήσεις, το ίδιο και εκείνοι των Φαρισαίων, ενώ οι δικοί σου τρώνε και πίνουν; 34 Και εκείνος είπε σ' αυτούς: Μήπως μπορείτε να κάνετε τους γιους τού νυμφώνα να νηστεύουν, ενόσω είναι μαζί τους ο νυμφίος; 35 Θάρθουν, όμως, ημέρες, όταν αρπαχτεί απ' αυτούς ο νυμφίος· τότε, θα νηστέψουν, κατά τις ημέρες εκείνες. 36 Τους έλεγε, μάλιστα, και μια παραβολή: Ότι κανένας δεν βάζει μπάλωμα από καινούργιο ιμάτιο επάνω σε παλιό ιμάτιο· ειδεμή, σχίζει και το καινούργιο, και το μπάλωμα, αυτό από το καινούργιο, δεν συμφωνεί με το παλιό. 37 Και κανένας δεν βάζει νέο κρασί σε παλιά ασκιά· ειδεμή, το νέο κρασί θα σχίσει τα ασκιά, κι αυτό θα χυθεί, και τα ασκιά θα φθαρούν. 38 Αλλά, το νέο κρασί πρέπει να μπαίνει μέσα σε καινούργια ασκιά· και τότε και τα δύο διατηρούνται. 39 Και κανένας, αφού πιει το παλιό, θέλει αμέσως νέο· επειδή, λέει: Το παλιό κρασί είναι καλύτερο.
Κεφάλαιον 6
1 ΚΑΙ κατά το δευτερόπρωτο σάββατο αυτός διάβαινε διαμέσου των σπαρτών· και οι μαθητές του έκοβαν στάχυα, και έτρωγαν, τρίβοντάς τα με τα χέρια· 2 και μερικοί από τους Φαρισαίους είπαν σ' αυτούς: Γιατί κάνετε εκείνο που δεν επιτρέπεται να κάνετε κατά τα σάββατα; 3 Και ο Ιησούς, απαντώντας σ' αυτούς, είπε: Ούτε αυτό δεν διαβάσατε, που έκανε ο Δαβίδ, όταν πείνασε αυτός και εκείνοι που ήσαν μαζί του; 4 Πώς μπήκε μέσα στον οίκο τού Θεού, και πήρε τούς άρτους τής πρόθεσης και έφαγε, και έδωσε και σ' εκείνους που ήσαν μαζί του, τους οποίους δεν επιτρέπεται να φάνε, παρά μονάχα οι ιερείς; 5 Και τους έλεγε ότι: Ο Υιός τού ανθρώπου είναι κύριος και του σαββάτου.
6 Και πάλι, σε ένα άλλο σάββατο, μπήκε μέσα στη συναγωγή, και δίδασκε· και ήταν εκεί ένας άνθρωπος, που το δεξί του χέρι ήταν παράλυτο. 7 Και οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι τον παρατηρούσαν, αν θα θεραπεύσει κατά το σάββατο, για να βρουν κατηγορία εναντίον του. 8 Αυτός, όμως, γνώριζε τις σκέψεις τους· και είπε στον άνθρωπο, που είχε το χέρι του παράλυτο: Σήκω επάνω, και στάσου στο μέσον. Και εκείνος, αφού σηκώθηκε επάνω, στάθηκε. 9 Ο Ιησούς, λοιπόν, τους είπε: Θα σας ρωτήσω κάτι: Επιτρέπεται κάποιος να αγαθοποιήσει κατά τα σάββατα ή να κακοποιήσει; Να σώσει μια ψυχή ή να την απολέσει; 10 Και αφού τους κοίταξε ολόγυρα όλους, είπε στον άνθρωπο: Άπλωσε το χέρι σου. Και εκείνος έκανε έτσι· και αποκαταστάθηκε το χέρι του υγιές όπως και το άλλο. 11 Κι αυτοί γέμισαν από μανία, και συνομιλούσαν αναμεταξύ τους, τι να κάνουν στον Ιησού.
12 ΚΑΙ κατά τις ημέρες εκείνες βγήκε στο βουνό για να προσευχηθεί· και διανυχτέρευε στην προσευχή τού Θεού. 13 Και όταν έγινε ημέρα, φώναξε τους μαθητές του· και διάλεξε απ' αυτούς δώδεκα, τους οποίους και ονόμασε αποστόλους: 14 Τον Σίμωνα, τον οποίο και ονόμασε Πέτρο, και τον Ανδρέα, τον αδελφό του, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τον Φίλιππο και τον Βαρθολομαίο, 15 τον Ματθαίο και τον Θωμά, τον Ιάκωβο, αυτόν τού Αλφαίου, και τον Σίμωνα, τον αποκαλούμενο Ζηλωτή, 16 τον Ιούδα, τον αδελφό τού Ιακώβου, και τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, ο οποίος και έγινε προδότης.
17 Και καθώς κατέβηκε μαζί τους, στάθηκε επάνω σε έναν πεδινό τόπο· και παραβρισκόταν ένα πλήθος από μαθητές του, και ένα μεγάλο πλήθος λαού από ολόκληρη την Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ, και την παραλία τής Τύρου και της Σιδώνας, που είχαν έρθει για να τον ακούσουν, και για να γιατρευτούν από τις αρρώστιες τους· 18 κι εκείνοι που ενοχλούνταν από ακάθαρτα πνεύματα· και θεραπεύονταν. 19 Και ολόκληρο το πλήθος ζητούσε να τον αγγίζει· επειδή, έβγαινε απ' αυτόν δύναμη, και τους γιάτρευε όλους.
20 Κι αυτός, καθώς σήκωσε τα μάτια του στους μαθητές του, έλεγε: Μακάριοι εσείς οι φτωχοί, επειδή δική σας είναι η βασιλεία τού Θεού. 21 Μακάριοι εσείς που πεινάτε τώρα, επειδή θα χορτάσετε. Μακάριοι εσείς που κλαίτε τώρα, επειδή θα γελάσετε. 22 Μακάριοι είστε όταν σας μισήσουν οι άνθρωποι, και όταν σας αφορίσουν, και σας ονειδίσουν, και βγάλουν το όνομά σας σαν κακό, εξαιτίας τού Υιού τού ανθρώπου. 23 Χαρείτε κατά την ημέρα εκείνη και σκιρτήστε· επειδή, δέστε, ο μισθός σας είναι μεγάλος στον ουρανό· εξάλλου, έτσι έκαναν οι πατέρες τους στους προφήτες. 24 Όμως, αλλοίμονο σε σας τους πλούσιους, επειδή απολαύσατε την παρηγοριά σας. 25 Αλλοίμονο σε σας τους χορτασμένους, επειδή θα πεινάσετε. Αλλοίμονο σε σας που γελάτε τώρα, επειδή θα πενθήσετε και θα κλάψετε. 26 Αλλοίμονο σε σας, όταν όλοι οι άνθρωποι μιλήσουν με καλά λόγια για σας· επειδή, έτσι έκαναν στους ψευδοπροφήτες οι πατέρες τους.
27 Αλλά, σε σας που ακούτε, λέω: Να αγαπάτε τούς εχθρούς σας· να αγαθοποιείτε εκείνους που σας μισούν· 28 να ευλογείτε εκείνους, που σας καταρώνται· και να προσεύχεστε για εκείνους που σας βλάπτουν. 29 Σ' εκείνον που σε χτυπάει επάνω στο ένα σαγόνι, να πρόσφερέ του και το άλλο, και από εκείνον που αφαιρεί το ιμάτιό σου, μη εμποδίσεις και τον χιτώνα. 30 Σε καθέναν που ζητάει από σένα, δίνε· και από εκείνον που αφαιρεί τα δικά σου, μη απαιτείς. 31 Και καθώς θέλετε οι άνθρωποι να κάνουν σε σας, κι εσείς να κάνετε τα ίδια σ' αυτούς. 32 Και αν αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν, ποια χάρη οφείλεται σε σας; Επειδή, και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν. 33 Και αν αγαθοποιείτε εκείνους που σας αγαθοποιούν, ποια χάρη οφείλεται σε σας; Επειδή, και οι αμαρτωλοί κάνουν το ίδιο. 34 Και αν δανείζετε σ' εκείνους, από τους οποίους ελπίζετε να πάρετε ξανά, ποια χάρη οφείλεται σε σας; Επειδή, και οι αμαρτωλοί δανείζουν σε αμαρτωλούς, για να πάρουν πάλι τα ίσα. 35 Εσείς, όμως, να αγαπάτε τούς εχθρούς σας, και να αγαθοποιείτε, και να δανείζετε, χωρίς να ελπίζετε σε καμιά απολαβή· και ο μισθός σας θα είναι μεγάλος, και θα είστε γιοι τού Υψίστου· επειδή, αυτός είναι αγαθός προς τους αχάριστους και πονηρούς. 36 Να γίνεστε, λοιπόν, σπλαχνικοί, όπως και ο Πατέρας σας είναι σπλαχνικός.
37 Και μη κρίνετε, και δεν θα κριθείτε· και μη καταδικάζετε, και δεν θα καταδικαστείτε· συγχωρείτε, και θα συγχωρηθείτε. 38 Δίνετε, και θα σας δοθεί· καλό μέτρο, πιεσμένο, και συγκαθισμένο και υπερξεχειλιζόμενο θα δώσουν στον κόρφο σας· επειδή, με το ίδιο μέτρο με το οποίο μετράτε, θα αντιμετρηθεί σε σας. 39 Είπε, μάλιστα, σ' αυτούς μια παραβολή: Μήπως μπορεί ένας τυφλός να οδηγεί έναν άλλον τυφλό; Δεν θα πέσουν και οι δύο σε λάκκο; 40 Δεν υπάρχει μαθητής ανώτερος από τον δάσκαλό του· καθένας δε τελειοποιημένος θα είναι όπως ο δάσκαλός του. 41 Και γιατί βλέπεις το ξυλαράκι, που είναι στο μάτι τού αδελφού σου, το δοκάρι, όμως, στο ίδιο σου το μάτι δεν το παρατηρείς; 42 Ή, πώς μπορείς να λες στον αδελφό σου: Αδελφέ, άφησε να βγάλω το ξυλαράκι, που είναι στο μάτι σου, ενώ εσύ δεν βλέπεις το δοκάρι, που είναι στο δικό σου μάτι; Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι από το δικό σου μάτι, και τότε θα δεις καθαρά για να βγάλεις το ξυλαράκι που είναι στο μάτι τού αδελφού σου.
43 Επειδή, δεν υπάρχει καλό δέντρο, που να κάνει άχρηστο καρπό· ούτε άχρηστον δέντρο που να κάνει καλόν καρπό. 44 Δεδομένου ότι, κάθε δέντρο γνωρίζεται από τον καρπό του· επειδή, δεν μαζεύουν από αγκάθια σύκα ούτε τρυγούν από βάτο σταφύλια. 45 Ο αγαθός άνθρωπος βγάζει το αγαθό από τον αγαθό θησαυρό τής καρδιάς του· και ο κακός άνθρωπος βγάζει το κακό από τον κακό θησαυρό τής καρδιάς του· επειδή, από το περίσσευμα της καρδιάς μιλάει το στόμα του.
46 Γιατί με αποκαλείτε: Κύριε, Κύριε, και δεν κάνετε όσα λέω; 47 Καθένας που έρχεται σε μένα, και ακούει τα λόγια μου, και τα κάνει, θα σας δείξω με ποιον είναι όμοιος· 48 είναι όμοιος με άνθρωπον, που κτίζει ένα σπίτι, ο οποίος έσκαψε και βάθυνε, και έβαλε θεμέλιο επάνω στην πέτρα· και όταν έγινε πλημμύρα, ο ποταμός έπεσε με ορμή επάνω σ' αυτό το σπίτι, και δεν μπόρεσε να το σαλεύσει· επειδή, ήταν θεμελιωμένο επάνω στην πέτρα. 49 Όποιος, όμως, ακούσει και δεν κάνει, είναι όμοιος με άνθρωπον, που έκτισε το σπίτι επάνω στη γη χωρίς θεμέλιο· στο οποίο ο ποταμός έπεσε επάνω του με ορμή, κι αμέσως κατέρρευσε, και η κατάρρευση του σπιτιού εκείνου υπήρξε μεγάλη.