355 500 произведений, 25 200 авторов.

Электронная библиотека книг » Автор Неизвестен » Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) » Текст книги (страница 6)
Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση)
  • Текст добавлен: 17 сентября 2016, 21:41

Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση)"


Автор книги: Автор Неизвестен


Жанры:

   

Религия

,

сообщить о нарушении

Текущая страница: 6 (всего у книги 46 страниц)

Κεφάλαιον 25
Η παραβολή των δέκα παρθένων

1 «Τότε θα ομοιωθεί η βασιλεία των ουρανών με δέκα παρθένες που, αφού έλαβαν τις δικές τους λαμπάδες, εξήλθαν σε προϋπάντηση του νυμφίου. 2 Πέντε λοιπόν από αυτές ήταν μωρές και πέντε φρόνιμες. 3 Γιατί οι μωρές, ενώ έλαβαν τις λαμπάδες τους, δεν έλαβαν μαζί τους λάδι. 4 Οι φρόνιμες, όμως, έλαβαν λάδι μέσα στα αγγεία μαζί με τις δικές τους λαμπάδες. 5 Επειδή λοιπόν αργούσε ο νυμφίος, νύσταξαν όλες και κοιμούνταν. 6 Αλλά στο μέσο της νύχτας έχει γίνει μια κραυγή: “Ιδού ο νυμφίος, εξέρχεστε προς συνάντησή του”. 7 Τότε σηκώθηκαν όλες οι παρθένες εκείνες και κόσμησαν τις δικές τους λαμπάδες. 8 Και οι μωρές είπαν στις φρόνιμες: “Δώστε σ’ εμάς από το λάδι σας, γιατί οι λαμπάδες μας σβήνουν”. 9 Αποκρίθηκαν τότε οι φρόνιμες λέγοντας: “Όχι, μήπως δεν αρκέσει για μας και για σας. Πηγαίνετε μάλλον προς αυτούς που πουλούν και αγοράστε για τους εαυτούς σας”. 10 Ενώ όμως αυτές έφευγαν, για να αγοράσουν, ήρθε ο νυμφίος, και οι έτοιμες εισήλθαν μαζί του στους γάμους και κλείστηκε η θύρα. 11 Ύστερα, λοιπόν, έρχονται και οι υπόλοιπες παρθένες λέγοντας: “Κύριε, κύριε, άνοιξέ μας”. 12 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: “Αλήθεια σας λέω, δεν σας ξέρω”. 13 Αγρυπνείτε, λοιπόν, γιατί δεν ξέρετε την ημέρα ούτε την ώρα».

Η παραβολή των ταλάντων
(Λκ. 19:11-27)

14 «Γιατί θα συμβεί όπως ακριβώς σ’ έναν άνθρωπο που αποδημούσε και κάλεσε τους δικούς του δούλους και τους παράδωσε τα υπάρχοντά του. 15 Και στον έναν έδωσε πέντε τάλαντα και στον άλλο δύο και στον άλλο ένα, σε καθέναν κατά τη δική του ικανότητα, και μετά αποδήμησε. Αμέσως 16 πήγε αυτός που έλαβε τα πέντε τάλαντα, εργάστηκε με αυτά και κέρδισε άλλα πέντε. 17 Ομοίως αυτός που έλαβε τα δύο κέρδισε άλλα δύο. 18 Αλλά εκείνος που έλαβε το ένα, πήγε, έσκαψε στη γη και έκρυψε το χρήμα του κυρίου του. 19 Μετά λοιπόν από πολύ χρόνο, έρχεται ο κύριος εκείνων των δούλων και κάνει λογαριασμό μαζί τους. 20 Τότε πλησίασε αυτός που έλαβε τα πέντε τάλαντα και πρόσφερε άλλα πέντε τάλαντα, λέγοντας: “Κύριε, πέντε τάλαντα μου παράδωσες. Δες, άλλα πέντε τάλαντα κέρδισα”. 21 Του είπε ο Κύριός του: “Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ· σε λίγα ήσουν πιστός, πάνω σε πολλά θα σε καταστήσω. Είσελθε στη χαρά του Κυρίου σου”. 22 Πλησίασε τότε και αυτός που έλαβε τα δύο τάλαντα και είπε: “Κύριε, δύο τάλαντα μου παράδωσες. Δες, άλλα δύο τάλαντα κέρδισα”. 23 Του είπε ο κύριός του: “Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ· σε λίγα ήσουν πιστός, πάνω σε πολλά θα σε καταστήσω. Είσελθε στη χαρά του Κυρίου σου”. 24 Πλησίασε τότε κι εκείνος που είχε λάβει το ένα τάλαντο και είπε: “Κύριε, σε γνώρισα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος, που θερίζεις όπου δεν έσπειρες και συνάζεις απ’ όπου δε σκόρπισες. 25 Και επειδή φοβήθηκα, πήγα και έκρυψα το τάλαντό σου στη γη. Δες, έχεις το δικό σου”. 26 Αποκρίθηκε τότε ο κύριός του και του είπε: “Πονηρέ δούλε και οκνηρέ, ήξερες ότι θερίζω όπου δεν έσπειρα και συνάζω απ’ όπου δε σκόρπισα; 27 Έπρεπε λοιπόν να βάλεις τα χρήματά μου στους τραπεζίτες και, όταν θα ερχόμουν, εγώ θα έπαιρνα το δικό μου χρήμα μαζί με τόκο. 28 Πάρτε λοιπόν από αυτόν το τάλαντο και δώστε το σ’ εκείνον που έχει τα δέκα τάλαντα. 29 Γιατί σε καθέναν που έχει θα του δοθεί και θα του περισσέψει. Αλλά σε όποιον δεν έχει, και αυτό που έχει θα αφαιρεθεί από αυτόν. 30 Και τον άχρηστο δούλο πετάξτε τον έξω στο σκότος το εξώτερο. Εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών”».

Η κρίση των εθνών

31 «Όταν λοιπόν έρθει ο Υιός του ανθρώπου μέσα στη δόξα του και όλοι οι άγγελοι μαζί του, τότε θα καθίσει πάνω στο θρόνο της δόξας του. 32 Και όλα τα έθνη θα συναχτούν μπροστά του, και θα τους ξεχωρίσει μεταξύ τους όπως ακριβώς ο ποιμένας ξεχωρίζει τα πρόβατα από τα κατσίκια. 33 Και θα στήσει αφενός τα πρόβατα από τα δεξιά του, αφετέρου τα κατσίκια από τα αριστερά του. 34 Τότε θα πει ο βασιλιάς σ’ αυτούς που είναι από τα δεξιά του: “Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε την ετοιμασμένη για σας βασιλεία από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου. 35 Γιατί πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και με περιμαζέψατε, 36 γυμνός και με ντύσατε, ασθένησα και με επισκεφτήκατε, ήμουν σε φυλακή και ήρθατε προς εμένα”. 37 Τότε θα του αποκριθούν οι δίκαιοι λέγοντας: “Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε, ή να διψάς και σου δώσαμε να πιεις; 38 Και πότε σε είδαμε ξένο και σε περιμαζέψαμε, ή γυμνό και σε ντύσαμε; 39 Και πότε σε είδαμε να είσαι ασθενής ή σε φυλακή και ήρθαμε προς εσένα”; 40 Και αφού αποκριθεί ο βασιλιάς, θα τους πει: “Αλήθεια σας λέω, εφόσον το κάνατε σε έναν από αυτούς τους αδελφούς μου τους ασήμαντους, σ’ εμένα το κάνατε”. 41 Τότε θα πει και σ’ αυτούς που θα είναι από τα αριστερά του: “Φύγετε από εμένα οι καταραμένοι, στη φωτιά την αιώνια, την ετοιμασμένη για το Διάβολο και τους αγγέλους του. 42 Γιατί πείνασα και δε μου δώσατε να φάω, δίψασα και δε μου δώσατε να πιω, 43 ήμουν ξένος και δε με περιμαζέψατε, γυμνός και δε με ντύσατε, ασθενής και σε φυλακή και δε μ’ επισκεφτήκατε”. 44 Τότε θα αποκριθούν και αυτοί λέγοντας: “Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς ή να διψάς ή ξένο ή γυμνό ή ασθενή ή σε φυλακή και δε σε διακονήσαμε”; 45 Τότε θα αποκριθεί σ’ αυτούς λέγοντας: “Αλήθεια σας λέω, εφόσον δεν το κάνατε σε έναν από αυτούς τους ασήμαντους, ούτε σ’ εμένα το κάνατε”. 46 Και θα πάνε αυτοί σε κόλαση αιώνια, ενώ οι δίκαιοι σε ζωή αιώνια».

Κεφάλαιον 26
Συνωμοσία για να σκοτώσουν τον Ιησού
(Μκ. 14:1-2, Λκ. 22:1-2, Ιν. 11:45-53)

1 Και όταν τελείωσε ο Ιησούς όλα τα λόγια αυτά, είπε στους μαθητές του: 2 «Ξέρετε ότι μετά δύο ημέρες είναι το Πάσχα, και ο Υιός του ανθρώπου παραδίνεται για να σταυρωθεί». 3 Τότε συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού στην αυλή του αρχιερέα του λεγόμενου Καϊάφα 4 και έκαναν συμβούλιο, αποφασίζοντας να συλλάβουν τον Ιησού με δόλο και να τον σκοτώσουν. 5 Και έλεγαν: «Όχι κατά την εορτή, για να μη γίνει θόρυβος στο λαό».

Το μύρωμα στη Βηθανία
(Μκ. 14:3-9, Ιν. 12:1-8)

6 Και όταν ο Ιησούς ήταν στη Βηθανία, στην οικία του Σίμωνα του λεπρού, 7 τον πλησίασε μια γυναίκα έχοντας αλαβάστρινο δοχείο με μύρο πολύτιμο και το κατάχυσε πάνω στο κεφάλι του, ενώ αυτός ξάπλωνε, για να φάει. 8 Όταν το είδαν όμως οι μαθητές, αγανάκτησαν λέγοντας: «Γιατί αυτή η σπατάλη; 9 Επειδή μπορούσε τούτο το μύρο να πουληθεί για πολλά χρήματα και να δοθούν στους φτωχούς». 10 Αλλά επειδή το κατάλαβε ο Ιησούς, τους είπε: «Τι ενοχλείτε τη γυναίκα; Διότι έκανε σ’ εμένα ένα καλό έργο. 11 Γιατί πάντοτε τους φτωχούς τους έχετε μαζί σας, εμένα όμως δε με έχετε πάντοτε. 12 Επειδή, όταν αυτή έβαλε το μύρο τούτο πάνω στο σώμα μου, το έκανε για τον ενταφιασμό μου. 13 Αλήθεια σας λέω, όπου κι αν κηρυχτεί το ευαγγέλιο αυτό, σε όλο τον κόσμο, θα διαλαληθεί στη μνήμη της και ό,τι έκανε αυτή».

Ο Ιούδας συμφωνεί να προδώσει τον Ιησού
(Μκ. 14:10-11, Λκ. 22:3-6)

14 Τότε πήγε ένας από τους δώδεκα προς τους αρχιερείς, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, 15 και είπε: «Τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ να σας τον παραδώσω;» Εκείνοι του ζύγισαν τριάντα αργύρια. 16 Και από τότε ζητούσε ευκαιρία για να τον παραδώσει.

Το Πάσχα με τους μαθητές
(Μκ. 14:12-21, Λκ. 22:7-14, 21-23, Ιν. 13:21-30)

17 Και την πρώτη ημέρα της εορτής των Αζύμων πλησίασαν οι μαθητές τον Ιησού, λέγοντας: «Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε να φας το Πάσχα;» 18 Εκείνος είπε: «Πηγαίνετε στην πόλη προς τον δείνα και πείτε του: “Ο δάσκαλος λέει: ‘Ο καιρός μου είναι κοντά· σ’ εσένα θα κάνω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου’”». 19 Και έκαναν οι μαθητές όπως τους πρόσταξε ο Ιησούς και ετοίμασαν το Πάσχα. 20 Και όταν βράδιασε, ξάπλωνε, για να φάει μαζί με τους δώδεκα. 21 Και ενώ αυτοί έτρωγαν, είπε: «Αλήθεια σας λέω ότι ένας από εσάς θα με προδώσει». 22 Τότε λυπήθηκαν πάρα πολύ και άρχισαν να του λένε καθένας ξεχωριστά: «Μήπως εγώ είμαι, Κύριε;» 23 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε: «Αυτός που βούτηξε μαζί μου το χέρι στο βαθύ πιάτο, αυτός θα με προδώσει. 24 Ο Υιός του ανθρώπου, βέβαια, πηγαίνει καθώς είναι γραμμένο γι’ αυτόν, αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνο μέσω του οποίου ο Υιός του ανθρώπου προδίνεται. Θα ήταν καλό γι’ αυτόν αν ο εκείνος άνθρωπος δεν είχε γεννηθεί». 25 Έλαβε τότε το λόγο ο Ιούδας, που τον πρόδωσε, και είπε: «Μήπως εγώ είμαι, ραβί;» Του λέει: «Εσύ το είπες».

Η καθιέρωση της Θείας Ευχαριστίας
(Μκ. 14:22-26, Λκ. 22:15-20, Α΄ Κορ. 11:23-25)

26 Ενώ λοιπόν αυτοί έτρωγαν, έλαβε ο Ιησούς άρτο και ευλόγησε το Θεό, τον έκοψε με τα χέρια και, αφού τον έδωσε στους μαθητές, είπε: «Λάβετε, φάτε, τούτο είναι το σώμα μου». 27 Και αφού έλαβε ποτήρι και ευχαρίστησε το Θεό, τους το έδωσε λέγοντας: «Πιείτε όλοι από αυτό, 28 γιατί τούτο είναι το αίμα μου της διαθήκης, που χύνεται χάρη πολλών για άφεση αμαρτιών. 29 Και σας λέω: δε θα πιω από τώρα από τούτο το γέννημα της αμπέλου ως την ημέρα εκείνη, όταν θα το πίνω μαζί σας καινούργιο μέσα στη βασιλεία του Πατέρα μου». 30 Και αφού ύμνησαν, εξήλθαν στο Όρος των Ελαιών.

Προλέγεται η άρνηση του Πέτρου
(Μκ. 14:27-31, Λκ. 22:31-34, Ιν. 13:36-38)

31 Τότε τους λέει ο Ιησούς: «Όλοι εσείς θα σκανδαλιστείτε με εμένα τη νύχτα αυτή, γιατί είναι γραμμένο: Θα χτυπήσω τον ποιμένα και θα διασκορπιστούν τα πρόβατα του ποιμνίου. 32 Αλλά μετά την έγερσή μου θα πάω πριν από εσάς στη Γαλιλαία». 33 Έλαβε το λόγο τότε ο Πέτρος και του είπε: «Ακόμα κι αν όλοι σκανδαλιστούν με εσένα, εγώ ποτέ δε θα σκανδαλιστώ». 34 Του είπε ο Ιησούς: «Αλήθεια σου λέω ότι αυτήν τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει, τρεις φορές θα με απαρνηθείς». 35 Του λέει ο Πέτρος: «Κι αν χρειαστεί μαζί σου να πεθάνω, δεν θα σε απαρνηθώ». Όμοια είπαν και όλοι οι μαθητές.

Η προσευχή στη Γεθσημανή
(Μκ. 14:32-42, Λκ. 22:39-46)

36 Τότε έρχεται μαζί τους ο Ιησούς σε μια περιοχή που λέγεται Γεθσημανή και λέει στους μαθητές: «Καθίστε εδώ, ωσότου πάω εκεί και προσευχηθώ». 37 Και αφού παράλαβε τον Πέτρο και τους δυο γιους του Ζεβεδαίου, άρχισε να λυπάται και να αδημονεί. 38 Τότε τους λέει: «Περίλυπη είναι η ψυχή μου, ως το θάνατο. Μείνετε εδώ και αγρυπνείτε μαζί μου». 39 Και αφού προχώρησε σε μικρή απόσταση, έπεσε κάτω με το πρόσωπό του προσευχόμενος και λέγοντας: «Πατέρα μου, αν είναι δυνατό, ας παρέλθει από εμένα το ποτήρι αυτό. Όμως, όχι όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ». 40 Και έρχεται προς τους μαθητές και τους βρίσκει να κοιμούνται, και λέει στον Πέτρο: «Έτσι, δεν μπορέσατε μία ώρα να αγρυπνήσετε μαζί μου; 41 Αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μην εισέλθετε σε πειρασμό. Το πνεύμα είναι βεβαίως πρόθυμο, αλλά η σάρκα ασθενής». 42 Πάλι για δεύτερη φορά έφυγε και προσευχήθηκε λέγοντας: «Πατέρα μου, αν δε δύναται αυτό να παρέλθει αν δεν το πιω, ας γίνει το θέλημά σου». 43 Και ήρθε πάλι και τους βρήκε να κοιμούνται, γιατί ήταν τα μάτια τους βαριά από τη νύστα. 44 Και αφού τους άφησε, πάλι έφυγε και προσευχήθηκε για τρίτη φορά και είπε πάλι τα ίδια λόγια. 45 Τότε έρχεται προς τους μαθητές και τους λέει: «Κοιμάστε λοιπόν και αναπαύεστε! Ιδού, έχει πλησιάσει η ώρα και ο Υιός του ανθρώπου παραδίνεται σε χέρια αμαρτωλών. 46 Σηκώνεστε, ας πηγαίνουμε. Ιδού, έχει πλησιάσει αυτός που με παραδίνει».

Η προδοσία και η σύλληψη του Ιησού
(Μκ. 14:43-50, Λκ. 22:47-53, Ιν. 18:3-12)

47 Και ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ιδού, ήρθε ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του όχλος πολύς με μάχαιρες και ξύλα από μέρους των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων του λαού. 48 Εκείνος μάλιστα που θα τον παράδινε τους έδωσε σημείο λέγοντας: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· κρατήστε τον». 49 Και αμέσως πλησίασε τον Ιησού και είπε: «Χαίρε, ραβί», και τον καταφίλησε. 50 Ο Ιησούς τότε του είπε: «Σύντροφε, γι’ αυτό παρευρίσκεσαι;» Τότε πλησίασαν και έβαλαν τα χέρια πάνω στον Ιησού και τον συνέλαβαν. 51 Και ιδού, ένας από αυτούς που ήταν μαζί με τον Ιησού έκτεινε το χέρι και τράβηξε τη μάχαιρά του και, αφού χτύπησε το δούλο τού αρχιερέα, του αφαίρεσε το αυτί. 52 Τότε του λέει ο Ιησούς: «Γύρισε πίσω τη μάχαιρά σου στο μέρος της· γιατί όλοι όσοι έλαβαν μάχαιρα θα χαθούν με μάχαιρα. 53 Ή νομίζεις ότι δε δύναμαι να παρακαλέσω τον Πατέρα μου και θα μου παρατάξει τώρα περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων; 54 Πώς λοιπόν θα εκπληρωθούν οι Γραφές ότι έτσι πρέπει να γίνει;» 55 Εκείνη την ώρα είπε ο Ιησούς στους όχλους: «Σαν ενάντια σε ληστή εξήλθατε με μάχαιρες και ξύλα για να με συλλάβετε; Κάθε ημέρα μέσα στο ναό καθόμουν διδάσκοντας, και δε με κρατήσατε. 56 Αλλά όλα αυτά έχουν γίνει, για να εκπληρωθούν οι Γραφές των προφητών». Τότε όλοι οι μαθητές τον άφησαν και έφυγαν.

Ο Ιησούς μπροστά στο μεγάλο συνέδριο
(Μκ. 14:53-65, Λκ. 22:54-55, 63-71, Ιν. 18:13-14, 19-24)

57 Εκείνοι, αφού κράτησαν τον Ιησού, τον οδήγησαν προς τον Καϊάφα τον αρχιερέα όπου συνάχτηκαν οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι. 58 Και ο Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά ως την αυλή του αρχιερέα και, αφού εισήλθε μέσα, καθόταν μαζί με τους υπηρέτες, για να δει το τέλος. 59 Οι αρχιερείς, λοιπόν, και όλο το συνέδριο ζητούσαν ψευδομαρτυρία κατά του Ιησού, για να τον θανατώσουν. 60 Αλλά δε βρήκαν, αν και προσήλθαν πολλοί ψευδομάρτυρες. Ύστερα, λοιπόν, προσήλθαν δύο 61 και είπαν: «Αυτός είπε: “Δύναμαι να καταστρέψω το ναό του Θεού και μέσα σε τρεις ημέρες να τον οικοδομήσω”». 62 Και τότε σηκώθηκε ο αρχιερέας και του είπε: «Τίποτα δεν αποκρίνεσαι; Τι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου;» 63 Αλλά ο Ιησούς σιωπούσε. Και ο αρχιερέας είπε σ’ αυτόν: «Σ’ εξορκίζω απέναντι στο Θεό το ζωντανό, για να μας πεις αν εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού». 64 Του λέει ο Ιησούς: «Εσύ το είπες. Όμως σας λέω: από τώρα θα δείτε τον Υιό του ανθρώπου να κάθεται από τα δεξιά της Δύναμης και να έρχεται πάνω στις νεφέλες του ουρανού». 65 Τότε ο αρχιερέας ξέσχισε τα ρούχα του λέγοντας: «Βλαστήμησε· τι ανάγκη έχουμε ακόμη από μάρτυρες; Να, τώρα ακούσατε τη βλαστήμια· 66 τι νομίζετε;» Εκείνοι αποκρίθηκαν και είπαν: « Είναι ένοχος θανάτου ». 67 Τότε έφτυσαν στο πρόσωπό του και τον κολάφισαν, άλλοι τον ράπισαν, 68 λέγοντας: «Προφήτεψέ μας, Χριστέ, ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε;»

Ο Πέτρος απαρνείται τον Ιησού
(Μκ. 14:66-72, Λκ. 22:56-62, Ιν. 18:15-18, 25-27)

69 Και ο Πέτρος καθόταν έξω στην αυλή. Και τον πλησίασε μία μικρή δούλη λέγοντας: «Και εσύ ήσουν μαζί με τον Ιησού το Γαλιλαίο». 70 Εκείνος το αρνήθηκε μπροστά σε όλους λέγοντας: «Δεν ξέρω τι λες». 71 Και όταν εξήλθε στο προαύλιο, τον είδε μια άλλη και λέει σ’ εκείνους που ήταν εκεί: «Αυτός ήταν μαζί με τον Ιησού το Ναζωραίο». 72 Και πάλι αρνήθηκε με όρκο: «Δεν ξέρω τον άνθρωπο». 73 Μετά από λίγο, λοιπόν, πλησίασαν εκείνοι που είχαν σταθεί εκεί και είπαν στον Πέτρο: «Αλήθεια, κι εσύ είσαι από αυτούς, γιατί και η λαλιά σου σε φανερώνει». 74 Τότε άρχισε να αναθεματίζει και να ορκίζεται: «Δεν ξέρω τον άνθρωπο». Και αμέσως ένας πετεινός λάλησε. 75 Και τότε θυμήθηκε ο Πέτρος το λόγο του Ιησού, που του είχε πει: «Πριν ο πετεινός λαλήσει, τρεις φορές θα με απαρνηθείς». Και αφού βγήκε έξω, έκλαψε πικρά.

Κεφάλαιον 27
Ο Ιησούς μπροστά στον Πιλάτο
(Μκ. 15:1, Λκ. 23:1-2, Ιν. 18:28-32)

1 Και όταν έγινε πρωί, έκαναν συμβούλιο αποφασίζοντας όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού κατά του Ιησού, ώστε να τον θανατώσουν. 2 Και αφού τον έδεσαν, τον οδήγησαν και τον παράδωσαν στον Πιλάτο, τον ηγεμόνα.

Ο θάνατος του Ιούδα
(Πρ. 1:18-19)

3 Τότε, όταν είδε ο Ιούδας, που τον παράδωσε, ότι καταδικάστηκε, μεταμελήθηκε και επέστρεψε τα τριάντα αργύρια στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους, 4 λέγοντας: «Αμάρτησα, γιατί παράδωσα αίμα αθώο». Εκείνοι του είπαν: «Τι σχέση έχει αυτό μ’ εμάς; Εσένα θα αφορά». 5 Και αφού έριξε τα αργύρια στο ναό, αναχώρησε και πήγε και κρεμάστηκε. 6 Οι αρχιερείς, τότε, έλαβαν τα αργύρια και είπαν: «Δεν επιτρέπεται να τα βάλουμε στο θησαυροφυλάκιο του ναού, επειδή είναι τιμή αίματος». 7 Και αφού έκαναν συμβούλιο, αποφάσισαν και αγόρασαν από αυτά τον αγρό του κεραμέα για ταφή των ξένων. 8 Γι’ αυτό καλέστηκε ο αγρός εκείνος, “Αγρός Αίματος”, ως τη σημερινή ημέρα. 9 Τότε εκπληρώθηκε εκείνο που ειπώθηκε μέσω του Ιερεμία του προφήτη, όταν έλεγε: Και έλαβαν τα τριάντα αργύρια, την τιμή εκείνου που είχαν εκτιμήσει, του οποίου την τιμή καθόρισαν μερικοί από τους γιους Ισραήλ, 10 και τα έδωσαν στον αγρό του κεραμέα, καθώς με πρόσταξε ο Κύριος.

Ο Ιησούς μπροστά στον Πιλάτο
(Μκ. 15:2-5, Λκ. 23:3-5, Ιν. 18:33-38)

11 Τότε ο Ιησούς στάθηκε μπροστά στον ηγεμόνα. Και τον επερώτησε ο ηγεμόνας λέγοντας: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» Και ο Ιησούς είπε: «Εσύ το λες». 12 Και ενώ τον κατηγορούσαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, τίποτα δεν αποκρίθηκε. 13 Τότε του λέει ο Πιλάτος: «Δεν ακούς πόσα μαρτυρούν εναντίον σου;» 14 Και δεν του αποκρίθηκε ούτε σε ένα λόγο, ώστε θαύμαζε ο ηγεμόνας πολύ.

Ο Ιησούς καταδικάζεται σε θάνατο
(Μκ. 15:6-15, Λκ. 23:13-25, Ιν. 18:39-19:16)

15 Κατά την εορτή, λοιπόν, συνήθιζε ο ηγεμόνας να απολύει ένα φυλακισμένο για το πλήθος, όποιον ήθελαν. 16 Και είχαν τότε ένα διαβόητο φυλακισμένο, που λεγόταν [Ιησούς] Βαραββάς. 17 Ενώ, λοιπόν, αυτοί ήταν συναγμένοι, τους είπε ο Πιλάτος: «Ποιον θέλετε να σας απολύσω, τον [Ιησού το] Βαραββά ή τον Ιησού το λεγόμενο Χριστό;» 18 Γιατί ήξερε ότι τον παράδωσαν από φθόνο. 19 Και ενώ αυτός καθόταν πάνω στο βήμα, απέστειλε μήνυμα προς αυτόν η γυναίκα του λέγοντας: «Τίποτε να μην υπάρχει ανάμεσα σ’ εσένα και στον δίκαιο εκείνο· γιατί πολλά έπαθα σήμερα στο όνειρό μου εξαιτίας του». 20 Αλλά οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τους όχλους να ζητήσουν το Βαραββά, ενώ τον Ιησού να τον θανατώσουν. 21 Έλαβε τότε το λόγο ο ηγεμόνας και τους είπε: «Ποιον από τους δύο θέλετε να σας απολύσω;» Εκείνοι είπαν: «Το Βαραββά». 22 Τους λέει ο Πιλάτος: «Τι λοιπόν να κάνω τον Ιησού, το λεγόμενο Χριστό;» Λένε όλοι: «Να σταυρωθεί». 23 Εκείνος είπε: «Γιατί, τι κακό έκανε;» Εκείνοι περισσότερο έκραζαν λέγοντας: «Να σταυρωθεί». 24 Όταν είδε λοιπόν ο Πιλάτος ότι τίποτα δεν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται, αφού έλαβε νερό, ένιψε τα χέρια του απέναντι στον όχλο λέγοντας: «Αθώος είμαι από το αίμα τούτου· εσάς θα αφορά». 25 Και αποκρίθηκε όλος ο λαός και είπε: «Το αίμα αυτού πάνω σ’ εμάς και πάνω στα παιδιά μας». 26 Τότε τους απόλυσε το Βαραββά, ενώ τον Ιησού, αφού τον μαστίγωσε, τον παράδωσε για να σταυρωθεί.

Οι στρατιώτες εμπαίζουν τον Ιησού
(Μκ. 15:16-20, Ιν. 19:2-3)

27 Τότε οι στρατιώτες του ηγεμόνα παραλάβανε τον Ιησού στο πραιτώριο και σύναξαν γύρω του όλη τη στρατιωτική μονάδα. 28 Και αφού τον έγδυσαν, τον περιέβαλαν με κόκκινη χλαμύδα. 29 Και έπλεξαν στεφάνι από αγκάθια και το έθεσαν πάνω στο κεφάλι του και του έδωσαν καλάμι στο δεξί του χέρι. Και γονάτισαν μπροστά του και τον ενέπαιξαν λέγοντας: «Χαίρε, βασιλιά των Ιουδαίων». 30 Και αφού έφτυσαν σ’ αυτόν, έλαβαν το καλάμι και χτυπούσαν στο κεφάλι του. 31 Και όταν τον ενέπαιξαν, τον έγδυσαν από τη χλαμύδα και τον έντυσαν τα ρούχα του και τον οδήγησαν για να τον σταυρώσουν.

Η σταύρωση του Ιησού
(Μκ. 15:21-32, Λκ. 23:26-43, Ιν. 19:17-27)

32 Καθώς εξέρχονταν, τότε, βρήκαν έναν άνθρωπο Κυρηναίο με το όνομα Σίμωνας. Τούτον αγγάρεψαν, για να σηκώσει το σταυρό του. 33 Και όταν ήρθαν σ’ έναν τόπο λεγόμενο Γολγοθά, που σημαίνει “Κρανίου Τόπος”, 34 του έδωσαν να πιει κρασί ανακατεμένο με χολή. Και όταν γεύτηκε, δε θέλησε να πιει. 35 Τον σταύρωσαν, τότε, και διαμοιράστηκαν τα ιμάτιά του ρίχνοντας κλήρο, 36 και καθισμένοι τον φύλαγαν εκεί. 37 Και έθεσαν πάνω από το κεφάλι του την αιτία της καταδίκης του γραμμένη: “Αυτός είναι ο Ιησούς, ο βασιλιάς των Ιουδαίων”. 38 Τότε σταυρώνονται μαζί του δύο ληστές, ένας από τα δεξιά και ένας από τα αριστερά του. 39 Εκείνοι που πορεύονταν δίπλα του τον βλαστημούσαν κουνώντας τα κεφάλια τους 40 και λέγοντας: «Εσύ που καταστρέφεις το ναό και σε τρεις ημέρες τον οικοδομείς, σώσε τον εαυτό σου, αν είσαι Υιός του Θεού, και κατέβα από το σταυρό». 41 Όμοια και οι αρχιερείς τον ενέπαιζαν μαζί με τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους και έλεγαν: 42 «Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δε δύναται να σώσει. Είναι βασιλιάς του Ισραήλ, ας κατεβεί τώρα από το σταυρό και θα πιστέψουμε σε αυτόν. 43 Έχει πεποίθηση στο Θεό· ας τον σώσει τώρα αν τον θέλει. Γιατί είπε: “Είμαι Υιός του Θεού”». 44 Το ίδιο μάλιστα τον έβριζαν και οι ληστές που σταυρώθηκαν μαζί του.

Ο θάνατος του Ιησού
(Μκ. 15:33-41, Λκ. 23:44-49, Ιν. 19:28-30)

45 Από τις δώδεκα η ώρα το μεσημέρι έγινε λοιπόν σκοτάδι πάνω σε όλη τη γη ως τις τρεις η ώρα το απόγευμα. 46 Και γύρω στις τρεις η ώρα αναβόησε ο Ιησούς με φωνή μεγάλη λέγοντας: «Ηλι Ηλι λεμα σαβαχθανι;», τουτέστι: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» 47 Τότε μερικοί από εκείνους που είχαν σταθεί εκεί, όταν άκουσαν, έλεγαν: «Αυτός φωνάζει τον Ηλία». 48 Και αμέσως έτρεξε ένας από αυτούς και έλαβε ένα σφουγγάρι και το γέμισε με ξίδι και το έθεσε γύρω από ένα καλάμι και του έδινε να πιει. 49 Αλλά οι υπόλοιποι έλεγαν: «Άφησε, ας δούμε αν έρχεται ο Ηλίας να τον σώσει». 50 Και ο Ιησούς, αφού πάλι έκραξε με φωνή μεγάλη, άφησε το πνεύμα. 51 Και ιδού, το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε από πάνω ως κάτω στα δύο, και η γη σείστηκε και οι βράχοι σχίστηκαν, 52 και τα μνήματα ανοίχτηκαν και πολλά σώματα κοιμισμένων αγίων εγέρθηκαν 53 και, αφού εξήλθαν από τα μνήματα, μετά την έγερσή του εισήλθαν στην άγια πόλη και εμφανίστηκαν σε πολλούς. 54 Ο εκατόνταρχος τότε και αυτοί που φύλαγαν μαζί του τον Ιησού, όταν είδαν το σεισμό και όσα έγιναν, φοβήθηκαν πάρα πολύ, λέγοντας: «Αλήθεια, Υιός Θεού ήταν αυτός». 55 Και ήταν εκεί πολλές γυναίκες από μακριά που έβλεπαν, οι οποίες ακολούθησαν τον Ιησού από τη Γαλιλαία και τον διακονούσαν. 56 Μεταξύ των οποίων ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία, η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσήφ, και η μητέρα των γιων του Ζεβεδαίου.

Ο ενταφιασμός του Ιησού
(Μκ. 15:42-47, Λκ. 23:50-56, Ιν. 19:38-42)

57 Όταν λοιπόν βράδιασε, ήρθε ένας άνθρωπος πλούσιος από την Αριμαθαία με το όνομα Ιωσήφ, που και αυτός μαθήτεψε στον Ιησού. 58 Αυτός πλησίασε τον Πιλάτο και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Τότε ο Πιλάτος διέταξε να του αποδοθεί. 59 Και όταν έλαβε το σώμα ο Ιωσήφ, το τύλιξε μέσα σ’ ένα σεντόνι καθαρό 60 και το έθεσε μέσα στο καινούργιο μνήμα του που λατόμησε στο βράχο. Και αφού κύλησε ένα λίθο μεγάλο στη θύρα του μνήματος, έφυγε. 61 Ήταν τότε εκεί η Μαριάμ η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία καθισμένες απέναντι στον τάφο.

Η φρούρηση του τάφου

62 Και την επόμενη ημέρα, που είναι μετά την ημέρα της παρασκευής, συνάχτηκαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι μπροστά στον Πιλάτο 63 λέγοντας: «Κύριε, θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνος είπε, ενώ ακόμα ζούσε: “Θα εγερθώ μετά τρεις ημέρες”. 64 Διάταξε λοιπόν να ασφαλιστεί ο τάφος ως την τρίτη ημέρα, μην τυχόν έρθουν οι μαθητές του και τον κλέψουν και πουν στο λαό: “Εγέρθηκε από τους νεκρούς” – και θα είναι η τελευταία πλάνη χειρότερη από την πρώτη». 65 Τους είπε ο Πιλάτος: «Έχετε φρουρά· πηγαίνετε, ασφαλίστε όπως ξέρετε». 66 Εκείνοι πορεύτηκαν και ασφάλισαν τον τάφο, αφού σφράγισαν το λίθο μαζί με τη φρουρά.


    Ваша оценка произведения:

Популярные книги за неделю