355 500 произведений, 25 200 авторов.

Электронная библиотека книг » Автор Неизвестен » Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) » Текст книги (страница 22)
Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση)
  • Текст добавлен: 17 сентября 2016, 21:41

Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση)"


Автор книги: Автор Неизвестен


Жанры:

   

Религия

,

сообщить о нарушении

Текущая страница: 22 (всего у книги 46 страниц)

Κεφάλαιον 3
Η θεραπεία του χωλού ζητιάνου.

1Ο Πέτρος, τότε, και ο Ιωάννης ανέβαιναν στο ναό για την ώρα της προσευχής στις τρεις το απόγευμα. 2 Και μερικοί βάσταζαν κάποιον άντρα που ήταν χωλός από την κοιλιά της μητέρας του, τον οποίο έθεταν κάθε ημέρα κοντά στη θύρα του ναού που λέγεται “Ωραία”, για να ζητά ελεημοσύνη από εκείνους που έμπαιναν στο ναό. 3 Αυτός, όταν είδε τον Πέτρο και τον Ιωάννη που έμελλαν να πάνε μέσα στο ναό, ζητούσε να λάβει ελεημοσύνη. 4 Ατένισε τότε ο Πέτρος σ’ αυτόν μαζί με τον Ιωάννη και του είπε: «Δες προς εμάς». 5 Εκείνος πρόσεχε σ’ αυτούς, προσδοκώντας να λάβει κάτι από αυτούς. 6 Είπε όμως ο Πέτρος: «Άργυρος και χρυσάφι δεν υπάρχει σ’ εμένα, αλλά ό,τι έχω, αυτό σου δίνω: στο όνομα του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου σήκω και περπάτα». 7 Και αφού τον έπιασε από το δεξί χέρι, τον σήκωσε. Αμέσως τότε στερεώθηκαν τα πόδια του και οι αστράγαλοι, 8 και αναπηδώντας στάθηκε όρθιος, και περπατούσε και εισήλθε μαζί τους στο ναό, περπατώντας και πηδώντας και αινώντας το Θεό. 9 Και όλος ο λαός τον είδε να περπατά και να αινεί το Θεό. 10 Τον αναγνώρισαν τότε ότι αυτός ήταν που καθόταν για την ελεημοσύνη στην Ωραία Πύλη του ναού και γέμισαν θάμβος και έκσταση γι’ αυτό που του είχε συμβεί.

Το κήρυγμα του Πέτρου στη στοά του Σολομώντα

11 Ενώ, λοιπόν, αυτός κρατούσε τον Πέτρο και τον Ιωάννη, έτρεξε μαζί όλος ο λαός έκθαμβος προς αυτούς στη στοά που καλείται “του Σολομώντα”. 12 Όταν το είδε τότε ο Πέτρος, αποκρίθηκε προς το λαό: «Άντρες Ισραηλίτες, τι θαυμάζετε γι’ αυτό ή τι ατενίζετε σ’ εμάς σαν με δική μας δύναμη ή ευσέβεια να είχαμε κάνει αυτόν να περπατά; 13 Ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ, ο Θεός των πατέρων μας, δόξασε το δούλο του τον Ιησού, τον οποίο εσείς παραδώσατε σε θάνατο και τον αρνηθήκατε απέναντι στο πρόσωπο του Πιλάτου, ενώ εκείνος αποφάσισε να τον αφήσει ελεύθερο. 14 Εσείς όμως αρνηθήκατε τον άγιο και δίκαιο και ζητήσατε έναν άντρα φονιά να χαριστεί σ’ εσάς, 15 ενώ τον αρχηγό της ζωής σκοτώσατε, που ο Θεός έγειρε από τους νεκρούς, του οποίου εμείς είμαστε μάρτυρες. 16 Και εξαιτίας της πίστης στο όνομά του, τούτον που βλέπετε και ξέρετε τον στερέωσε το όνομά του, και η πίστη που προέρχεται από αυτόν του έδωσε την ολοκληρωτική αυτήν υγεία απέναντι σε όλους εσάς. 17 Και τώρα, αδελφοί, ξέρω ότι από άγνοια πράξατε όπως ακριβώς και οι άρχοντές σας. 18 Ο Θεός, όμως, όσα προανάγγειλε με το στόμα όλων των προφητών ότι επρόκειτο να πάθει ο Χριστός του, τα εκπλήρωσε έτσι. 19 Μετανοήστε, λοιπόν, και επιστρέψτε στο Θεό, για να εξαλειφτούν οι αμαρτίες σας, 20 ώστε να έρθουν καιροί αναψυχής από το πρόσωπο του Κυρίου και να αποστείλει τον προκαθορισμένο για σας Χριστό Ιησού, 21 τον οποίο, βέβαια, πρέπει ο ουρανός να δεχτεί μέχρι τους χρόνους της αποκατάστασης όλων αυτών που μίλησε ο Θεός με το στόμα των άγιων προφητών του από την αρχή του αιώνα. 22 Αφενός ο Μωυσής είπε: Προφήτη θα αναστήσει για σας Κύριος ο Θεός σας από τους αδελφούς σας όπως εμένα· αυτόν να ακούτε σε όλα όσα μιλήσει προς εσάς. 23 Και θα συμβεί κάθε ψυχή που δε θα ακούσει τον προφήτη εκείνο να εξολοθρευτεί από το λαό. 24 Και αφετέρου όλοι οι προφήτες από το Σαμουήλ και μετέπειτα, όσοι μίλησαν ανάγγειλαν, πράγματι, τις ημέρες αυτές. 25 Εσείς είστε οι γιοι των προφητών και της διαθήκης που διέθεσε ο Θεός προς τους πατέρες σας, λέγοντας προς τον Αβραάμ: Και με το σπέρμα σου θα ευλογηθούν όλες οι πατριές της γης. 26 Σ’ εσάς πρώτα, αφού ανάστησε ο Θεός το δούλο του, τον απέστειλε για να σας ευλογεί, καθώς απομακρύνεται ο καθένας από τις κακίες σας».

Κεφάλαιον 4
Ο Πέτρος και ο Ιωάννης στο συνέδριο

1 Ενώ λοιπόν αυτοί μιλούσαν προς το λαό, ήρθαν ξαφνικά προς αυτούς οι ιερείς και ο στρατηγός του ναού και οι Σαδδουκαίοι, 2 αγανακτισμένοι γιατί δίδασκαν το λαό και ανάγγελλαν στο πρόσωπο του Ιησού την ανάσταση από τους νεκρούς. 3 Και έβαλαν πάνω τους τα χέρια και τους έθεσαν σε φυλακή για επιτήρηση μέχρι την αυριανή ημέρα· γιατί ήταν ήδη εσπέρα. 4 Πολλοί όμως από εκείνους που άκουσαν το λόγο πίστεψαν και έγινε ο αριθμός των αντρών περίπου πέντε χιλιάδες. 5 Συνέβηκε λοιπόν την αυριανή ημέρα να συναχτούν οι άρχοντές τους και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς στην Ιερουσαλήμ, 6 και ο Άννας ο αρχιερέας και ο Καϊάφας και ο Ιωάννης και ο Αλέξανδρος και όσοι ήταν από γένος αρχιερατικό 7 και, αφού τους έστησαν στο μέσο, ζητούσαν να μάθουν: «Με ποια δύναμη ή με ποιο όνομα κάνατε αυτό εσείς;» 8 Τότε ο Πέτρος γέμισε Πνεύμα Άγιο και είπε προς αυτούς: «Άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι, 9 αν εμείς σήμερα ανακρινόμαστε για ευεργεσία σε άνθρωπο ασθενή, με ποιον αυτός έχει σωθεί, 10 γνωστό ας είναι σε όλους εσάς και σε όλο το λαό Ισραήλ ότι μέσω του ονόματος του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου που εσείς σταυρώσατε, τον οποίο ο Θεός έγειρε από τους νεκρούς, μέσω τούτου αυτός έχει σταθεί μπροστά σας υγιής. 11 Αυτός είναι ο λίθος που εξουθενώθηκε από εσάς τους οικοδόμους, ο οποίος έγινε ακρογωνιαίος λίθος. 12 Και δεν υπάρχει σε κανέναν άλλο η σωτηρία, γιατί ούτε υπάρχει άλλο όνομα κάτω από τον ουρανό, που να έχει δοθεί στους ανθρώπους, με το οποίο πρέπει εμείς να σωθούμε». 13 Βλέποντας, λοιπόν, την παρρησία του Πέτρου και του Ιωάννη και, επειδή κατάλαβαν ότι είναι άνθρωποι αγράμματοι και αμόρφωτοι, θαύμαζαν και τους αναγνώριζαν ότι ήταν μαζί με τον Ιησού 14 και, επειδή έβλεπαν τον άνθρωπο μαζί τους να έχει σταθεί, τον θεραπευμένο, δεν είχαν τίποτα να αντείπουν. 15 Τους διέταξαν τότε να αποχωρήσουν έξω από το συνέδριο και έκαναν συμβούλιο μεταξύ τους, 16 λέγοντας: «Τι να κάνουμε στους ανθρώπους αυτούς; Γιατί, βέβαια, ότι έχει γίνει γνωστό θαυματουργικό σημείο μέσω αυτών είναι φανερό σε όλους εκείνους που κατοικούν στην Ιερουσαλήμ και δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. 17 Αλλά για να μη διαφημιστεί περισσότερο στο λαό, ας τους απειλήσουμε, ώστε να μη μιλούν πια για το όνομα αυτό σε κανέναν από τους ανθρώπους». 18 Και αφού τους κάλεσαν, τους παράγγειλαν να μη μιλούν καθόλου μήτε να διδάσκουν στο όνομα του Ιησού. 19 Τότε ο Πέτρος και ο Ιωάννης αποκρίθηκαν και είπαν προς αυτούς: «Αν είναι δίκαιο μπροστά στο Θεό εσάς να ακούμε μάλλον παρά το Θεό, κρίνετέ το. 20 Γιατί δεν μπορούμε εμείς να μη μιλούμε γι’ αυτά που είδαμε και ακούσαμε». 21 Εκείνοι, αφού τους απείλησαν ακόμα, τους απέλυσαν, γιατί δεν έβρισκαν κανέναν τρόπο για το πώς να τους τιμωρήσουν, και αυτό εξαιτίας του λαού, επειδή όλοι δόξαζαν το Θεό για το γεγονός. 22 Γιατί ο άνθρωπος στον οποίο είχε γίνει αυτό το θαυματουργικό σημείο της γιατρειάς ήταν περισσότερο από σαράντα ετών.

Προσευχή για παρρησία

23 Όταν απολύθηκαν, λοιπόν, ήρθαν προς τους δικούς τους και ανάγγειλαν όσα είπαν προς αυτούς οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι. 24 Εκείνοι, όταν το άκουσαν, ύψωσαν ομόψυχα φωνή προς το Θεό και είπαν: «Δεσπότη, εσύ είσαι που έκανες τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και όλα όσα είναι μέσα σ’ αυτά, 25 ο οποίος είπες διαμέσου του Πνεύματος του Αγίου με το στόμα του πατέρα μας Δαβίδ του δούλου σου: Γιατί φρύαξαν τα έθνη, και οι λαοί μελέτησαν μάταια; 26 Παρουσιάστηκαν οι βασιλιάδες της γης και οι άρχοντες συνάχτηκαν στο ίδιο μέρος κατά του Κυρίου και κατά του Χριστού του. 27 Γιατί, στ’ αλήθεια, συνάχτηκαν στην πόλη αυτή, ενάντια στον άγιο δούλο σου τον Ιησού που έχρισες, ο Ηρώδης και ο Πόντιος Πιλάτος με τα έθνη και τους λαούς Ισραήλ, 28 για να κάνουν όσα το χέρι σου και η βουλή σου προόρισε να γίνουν. 29 Και τώρα, Κύριε, δες πάνω στις απειλές τους και δώσε στους δούλους σου με όλη την παρρησία να μιλούν το λόγο σου, 30 καθώς εσύ εκτείνεις το χέρι σου για γιατρειά, και σημεία και τέρατα να γίνονται μέσω του ονόματος του άγιου δούλου σου, του Ιησού». 31 Και όταν αυτοί δεήθηκαν, σαλεύτηκε ο τόπος στον οποίο ήταν συναγμένοι, και γέμισαν όλοι με το Άγιο Πνεύμα και μιλούσαν το λόγο του Θεού με παρρησία.

Η κοινοκτημοσύνη των πρώτων χριστιανών

32 Και η καρδιά και η ψυχή του πλήθους εκείνων που πίστεψαν ήταν μία, και ούτε ένας δεν έλεγε ότι κάτι από τα υπάρχοντά του ήταν δικό του, αλλά ήταν σ’ αυτούς όλα κοινά. 33 Και με δύναμη μεγάλη οι απόστολοι έδιναν τη μαρτυρία της ανάστασης του Κυρίου Ιησού, και χάρη μεγάλη ήταν πάνω σε όλους αυτούς. 34 Γιατί ούτε κανένας φτωχός δεν υπήρχε μεταξύ τους. Επειδή όσοι ήταν κάτοχοι χωραφιών ή οικιών, πουλώντας τα, έφερναν τις τιμές αυτών που πουλούσαν 35 και τις έθεταν δίπλα στα πόδια των αποστόλων, και διανεμόταν σε καθέναν ανάλογα με την ανάγκη που είχε κανείς. 36 Ο Ιωσήφ, τότε, ο οποίος επικλήθηκε Βαρνάβας από τους αποστόλους, που ερμηνεύεται “γιος παρηγοριάς”, Λευίτης, Κύπριος στο γένος, 37 αφού πούλησε έναν αγρό που υπήρχε σ’ αυτόν, έφερε το χρήμα και το έθεσε δίπλα στα πόδια των αποστόλων.

Κεφάλαιον 5
Ο Ανανίας και η Σαπφείρα

1 Κάποιος άντρας, όμως, με το όνομα Ανανίας, μαζί με τη Σαπφείρα τη γυναίκα του πούλησε ένα κτήμα 2 και παρακράτησε χρήματα από την τιμή, ενώ μαζί του το γνώριζε και η γυναίκα του και, αφού έφερε ένα μέρος των χρημάτων, το έθεσε δίπλα στα πόδια των αποστόλων. 3 Είπε τότε ο Πέτρος: «Ανανία, γιατί γέμισε ο Σατανάς την καρδιά σου, ώστε να πεις ψέματα στο Πνεύμα το Άγιο και να παρακρατήσεις μέρος από την τιμή του χωραφιού; 4 Ενώ έμενε απούλητο, δεν έμενε σ’ εσένα, και όταν πουλήθηκε, δεν ήταν στη δική σου εξουσία; Γιατί έβαλες στην καρδιά σου το πράγμα αυτό; Δεν είπες ψέματα σε ανθρώπους, αλλά στο Θεό!» 5 Ακούγοντας λοιπόν ο Ανανίας τους λόγους αυτούς, έπεσε και ξεψύχησε, και έγινε φόβος μεγάλος σε όλους όσοι άκουγαν. 6 Σηκώθηκαν τότε οι νεότεροι και τον συμμάζεψαν σ’ ένα σεντόνι και, αφού τον έφεραν έξω, τον έθαψαν. 7 Πέρασε, λοιπόν, ένα διάστημα περίπου τριών ωρών και εισήλθε η γυναίκα του, μη γνωρίζοντας το γεγονός. 8 Απεύθυνε τότε προς αυτήν το λόγο ο Πέτρος: «Πες μου, αν για τόσο αποδώσατε το χωράφι;» Εκείνη είπε: «Ναι, για τόσο». 9 Τότε ο Πέτρος είπε προς αυτή: «Γιατί συμφωνήθηκε από εσάς να πειράξετε το Πνεύμα του Κυρίου; Ιδού, τα πόδια αυτών που έθαψαν τον άντρα σου είναι μπροστά στη θύρα και θα σε φέρουν έξω». 10 Έπεσε τότε αμέσως μπροστά στα πόδια του και ξεψύχησε. Εισήλθαν λοιπόν οι νεαροί και τη βρήκαν νεκρή και, αφού την έφεραν έξω, την έθαψαν κοντά στον άντρα της. 11 Και έγινε φόβος μεγάλος σε όλη την εκκλησία και σε όλους όσοι άκουγαν αυτά.

Σημεία και τέρατα

12 Και με τα χέρια των αποστόλων γίνονταν σημεία και τέρατα πολλά μέσα στο λαό. Και ήταν όλοι ομόψυχα στη στοά του Σολομώντα, 13 ενώ από τους υπόλοιπους κανείς δεν τολμούσε να προσκολλάται σ’ αυτούς, αλλά όμως τους μεγάλυνε ο λαός. 14 Και περισσότερα πλήθη αντρών και γυναικών, πιστεύοντας, προσθέτονταν στον Κύριο, 15 ώστε και στις πλατείες να φέρνουν έξω τους ασθενείς και να τους θέτουν πάνω σε φορεία και σε κρεβάτια, ώστε, ερχόμενος ο Πέτρος, έστω και η σκιά του να επισκιάσει κάποιον από αυτούς. 16 Συναθροιζόταν, μάλιστα, και το πλήθος των πόλεων που ήταν γύρω από την Ιερουσαλήμ, φέρνοντας ασθενείς και όσους ενοχλούνταν από πνεύματα ακάθαρτα, οι οποίοι θεραπεύονταν όλοι.

Ο διωγμός των αποστόλων

17 Σηκώθηκε τότε ο αρχιερέας και όλοι όσοι ήταν μαζί του, που είναι η αίρεση των Σαδδουκαίων, γέμισαν από ζήλια 18 και έβαλαν τα χέρια πάνω στους αποστόλους και τους έθεσαν σε επιτήρηση στη φυλακή δημοσίως. 19 Άγγελος όμως Κυρίου κατά τη διάρκεια της νύχτας άνοιξε τις θύρες της φυλακής, τους έβγαλε έξω και είπε: 20 «Πηγαίνετε και, αφού σταθείτε, μιλάτε μέσα στο ναό στο λαό όλα τα λόγια της ζωής αυτής». 21 Όταν το άκουσαν, λοιπόν, εισήλθαν περίπου κατά τον όρθρο στο ναό και δίδασκαν. Παρουσιάστηκε τότε ο αρχιερέας και όσοι ήταν μαζί του και συγκάλεσαν το συνέδριο και όλη τη γερουσία των γιων του Ισραήλ και απέστειλαν στη φυλακή για να τους φέρουν. 22 Οι υπηρέτες που ήρθαν, όμως, δεν τους βρήκαν στη φυλακή. Επέστρεψαν τότε και ανάγγειλαν, 23 λέγοντας: «Τη φυλακή τη βρήκαμε κλεισμένη με κάθε ασφάλεια και τους φύλακες να έχουν σταθεί μπροστά στις θύρες. Όταν ανοίξαμε, όμως, κανέναν δε βρήκαμε μέσα». 24 Μόλις λοιπόν άκουσαν τους λόγους αυτούς ο στρατηγός του ναού και οι αρχιερείς, απορούσαν με αμηχανία γι’ αυτούς, και σκέφτονταν τι μπορούσε να ήταν αυτό. 25 Παρουσιάστηκε τότε κάποιος και τους ανάγγειλε: «Ιδού, οι άντρες που θέσατε στη φυλακή, έχουν σταθεί στο ναό και διδάσκουν το λαό». 26 Τότε πήγε ο στρατηγός μαζί με τους υπηρέτες και τους οδήγησε όχι με βία, γιατί φοβούνταν το λαό, να μη λιθοβολιστούν. 27 Τους οδήγησαν τότε και τους έστησαν μέσα στο συνέδριο. Και τους ρώτησε ο αρχιερέας: 28 «Δε σας δώσαμε αυστηρή διαταγή να μη διδάσκετε στο όνομα αυτό; Και ιδού, έχετε γεμίσει την Ιερουσαλήμ από τη διδαχή σας και θέλετε να φέρετε πάνω μας το αίμα του ανθρώπου αυτού». 29 Αποκρίθηκε τότε ο Πέτρος και οι απόστολοι και είπαν: «Πρέπει να πειθαρχεί κανείς στο Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους. 30 Ο Θεός των πατέρων μας έγειρε τον Ιησού, τον οποίο εσείς πιάσατε και σκοτώσατε, αφού τον κρεμάσατε πάνω σε ξύλο. 31 Αυτόν ο Θεός ύψωσε αρχηγό και σωτήρα με το δεξί του χέρι, για να δώσει μετάνοια στο λαό Ισραήλ και άφεση αμαρτιών. 32 Και εμείς είμαστε μάρτυρες των λόγων τούτων και το Πνεύμα το Άγιο που έδωσε ο Θεός σ’ εκείνους που πειθαρχούν σ’ αυτόν». 33 Εκείνοι, όταν άκουσαν, κατακόβονταν από αγανάκτηση μέσα τους και ήθελαν να τους σκοτώσουν. 34 Σηκώθηκε τότε κάποιος Φαρισαίος στο συνέδριο με το όνομα Γαμαλιήλ, νομοδιδάσκαλος που τον τιμούσε όλος ο λαός, και διέταξε να βγάλουν έξω για λίγο τους ανθρώπους, 35 και είπε προς αυτούς: «Άντρες Ισραηλίτες, προσέχετε τους εαυτούς σας σχετικά με τους ανθρώπους αυτούς, τι μέλλετε να πράττετε. 36 Γιατί πριν από αυτές τις ημέρες σηκώθηκε ο Θευδάς λέγοντας πως ο εαυτός του είναι κάποιος, στον οποίο προσκολλήθηκε ένας αριθμός αντρών περίπου τετρακοσίων. Αυτός σκοτώθηκε, και όλοι όσοι πείθονταν σ’ αυτόν διαλύθηκαν και έγιναν τίποτα. 37 Μετά από αυτόν σηκώθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος κατά τις ημέρες της απογραφής και έσυρε λαό πίσω του σε αποστασία. Κι εκείνος χάθηκε και όλοι όσοι πείθονταν σ’ αυτόν διασκορπίστηκαν. 38 Και τώρα σας λέω, σταθείτε μακριά από τους ανθρώπους αυτούς και αφήστε τους. Γιατί αν είναι από τους ανθρώπους η βουλή αυτή ή το έργο αυτό, θα καταλυθεί. 39 Αν όμως είναι από το Θεό, δε θα δυνηθείτε να τους καταλύσετε, και προσέχετε μην τυχόν και θεομάχοι βρεθείτε». Πείστηκαν τότε από αυτόν 40 και, αφού προσκάλεσαν τους αποστόλους, τους έδειραν και τους παράγγειλαν να μη μιλούν στο όνομα του Ιησού, και τους απόλυσαν. 41 Εκείνοι, λοιπόν, πορεύονταν μακριά από την παρουσία του συνεδρίου, χαίροντας, γιατί καταξιώθηκαν υπέρ του Ονόματος να ατιμαστούν. 42 Και κάθε ημέρα μέσα στο ναό και κατ’ οίκο δεν έπαυαν να διδάσκουν και να ευαγγελίζονται το Χριστό Ιησού.

Κεφάλαιον 6
Η εκλογή των εφτά διακόνων

1 Και κατά τις ημέρες αυτές, ενώ πλήθαιναν οι μαθητές, έγινε γογγυσμός των Ελληνιστών κατά των Εβραίων, γιατί παραβλέπονταν στη διακονία την καθημερινή οι χήρες τους. 2 Αφού προσκάλεσαν, λοιπόν, οι δώδεκα το πλήθος των μαθητών, είπαν: «Δεν είναι αρεστό εμείς να εγκαταλείψουμε το λόγο του Θεού και να διακονούμε σε τραπέζια. 3 Σκεφτείτε, λοιπόν, αδελφοί, εφτά άντρες από εσάς με καλή μαρτυρία, πλήρεις Πνεύματος και σοφίας, τους οποίους θα καταστήσουμε για την ανάγκη αυτή, 4 ενώ εμείς θα επιμένουμε καρτερικά στην προσευχή και στη διακονία του λόγου». 5 Και άρεσε ο λόγος μπροστά σε όλο το πλήθος, και εξέλεξαν το Στέφανο, άντρα πλήρη από πίστη και Πνεύμα Άγιο, και το Φίλιππο και τον Πρόχορο και το Νικάνορα και τον Τίμωνα και τον Παρμενά και το Νικόλαο, προσήλυτο Αντιοχέα, 6 τους οποίους έστησαν μπροστά στους αποστόλους και, αφού προσευχήθηκαν, επέθεσαν σ’ αυτούς τα χέρια. 7 Και ο λόγος του Θεού αύξανε, και πλήθαινε ο αριθμός των μαθητών στην Ιερουσαλήμ πάρα πολύ, και πολύ πλήθος των ιερέων υπάκουε στην πίστη.

Η σύλληψη του Στεφάνου

8Ο Στέφανος, τότε, πλήρης από χάρη και δύναμη έκανε τέρατα και σημεία μεγάλα μέσα στο λαό. 9 Σηκώθηκαν όμως μερικοί που ήταν από τη συναγωγή τη λεγόμενη των Λιβερτίνων και των Κυρηναίων και των Αλεξανδρέων και αυτών που ήταν από την Κιλικία και την επαρχία της Ασίας, και συζητούσαν με το Στέφανο, 10 αλλά δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο πνεύμα με το οποίο μιλούσε. 11 Τότε υποκίνησαν άντρες που έλεγαν: «Τον έχουμε ακούσει να μιλά λόγια βλάστημα ενάντια στο Μωυσή και στο Θεό». 12 Και κίνησαν μαζί τους σε εξέγερση το λαό και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς και, αφού ήρθαν ξαφνικά, τον άρπαξαν μαζί τους και τον οδήγησαν στο συνέδριο. 13 Και έστησαν ψευδομάρτυρες που έλεγαν: «Ο άνθρωπος αυτός δεν παύει να λαλεί λόγια κατά του τόπου αυτού του άγιου και του νόμου. 14 Γιατί τον έχουμε ακούσει να λέει ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, αυτός θα καταλύσει τον τόπο τούτο και θα αλλάξει τα έθιμα που μας παράδωσε ο Μωυσής». 15 Και όταν ατένισαν σ’ αυτόν όλοι όσοι κάθονταν στο συνέδριο, είδαν το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου.

Κεφάλαιον 7
Το κήρυγμα του Στεφάνου

1 Είπε τότε ο αρχιερέας: «Άραγε έτσι έχουν αυτά;» 2 Εκείνος είπε: «Άντρες αδελφοί και πατέρες, ακούστε: Ο Θεός της δόξας φανερώθηκε στον πατέρα μας Αβραάμ, όταν ήταν στη Μεσοποταμία πριν αυτός να κατοικήσει στη Χαρράν, 3 και είπε προς αυτόν: “Έξελθε από τη γη σου και από τους συγγενείς σου, και έλα στη γη που θα σου δείξω”. 4 Τότε εξήλθε από τη γη των Χαλδαίων και κατοίκησε στη Χαρράν. Κι από εκεί, μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έφερε να κατοικήσει στη γη αυτή στην οποία εσείς τώρα κατοικείτε. 5 Και δεν του έδωσε κληρονομιά σ’ αυτήν ούτε βήμα ποδιού, αλλά υποσχέθηκε να τη δώσει προς κατάκτηση σ’ αυτόν και στους απογόνους του μετά από αυτόν, αν και αυτός δεν είχε παιδί. 6 Μίλησε λοιπόν έτσι ο Θεός: “Οι απόγονοί του θα είναι πάροικοι σε γη ξένη και θα τους υποδουλώσουν και θα τους κακομεταχειριστούν τετρακόσια έτη. 7 Και το έθνος στο οποίο θα υπηρετήσουν ως δούλοι θα το κρίνω εγώ”, ο Θεός είπε, “και μετά από αυτά θα εξέλθουν και θα με λατρέψουν στον τόπο τούτο”. 8 Και του έδωσε μια διαθήκη περιτομής. Και έτσι γέννησε τον Ισαάκ και τον περιέταμε την ημέρα την όγδοη, και ο Ισαάκ τον Ιακώβ, και ο Ιακώβ τους δώδεκα πατριάρχες. 9 Και οι πατριάρχες, επειδή ζήλεψαν τον Ιωσήφ, τον πούλησαν στην Αίγυπτο. Αλλά ήταν ο Θεός μαζί του 10 και τον ελευθέρωσε από όλες τις θλίψεις του και του έδωσε χάρη και σοφία απέναντι στο Φαραώ, το βασιλιά της Αιγύπτου, και τον κατάστησε ηγεμόνα πάνω στην Αίγυπτο και πάνω σε όλο τον οίκο του. 11 Ήρθε τότε λιμός σε όλη την Αίγυπτο και τη Χαναάν και θλίψη μεγάλη, και δεν έβρισκαν τροφές να χορτάσουν οι πατέρες μας. 12 Όταν άκουσε λοιπόν ο Ιακώβ πως υπήρχαν τροφές από σιτάρι στην Αίγυπτο, απέστειλε έξω τους πατέρες μας την πρώτη φορά. 13 Και τη δεύτερη φορά γνωρίστηκε ο Ιωσήφ στους αδελφούς του και έγινε φανερό στο Φαραώ το γένος του Ιωσήφ. 14 Απέστειλε τότε ο Ιωσήφ και κάλεσε κοντά του τον Ιακώβ τον πατέρα του και όλους τους συγγενείς του, εβδομήντα πέντε ψυχές. 15 Και κατέβηκε ο Ιακώβ στην Αίγυπτο, και πέθανε αυτός και οι πατέρες μας, 16 και μετατέθηκαν στη Συχέμ και τέθηκαν στο μνήμα που αγόρασε ο Αβραάμ πληρώνοντας την τιμή με άργυρο από τους γιους του Εμμώρ στη Συχέμ. 17 Καθώς λοιπόν πλησίαζε ο χρόνος της υπόσχεσης που υποσχέθηκε ο Θεός στον Αβραάμ, αυξήθηκε ο λαός και πλήθυνε στην Αίγυπτο 18 μέχρις ότου σηκώθηκε άλλος βασιλιάς στην Αίγυπτο που δεν ήξερε τον Ιωσήφ. 19 Αυτός σοφίστηκε δόλια κατά του γένους μας και κακομεταχειρίστηκε τους πατέρες μας, για να αφήνουν τα βρέφη τους έκθετα, ώστε να μη διατηρούνται στη ζωή. 20 Κατ’ αυτόν τον καιρό γεννήθηκε ο Μωυσής και ήταν όμορφος για το Θεό. Αυτός ανατράφηκε τρεις μήνες στον οίκο του πατέρα του 21 και, όταν τον άφησαν έκθετο, τον ανάλαβε η θυγατέρα του Φαραώ και τον ανάθρεψε για τον εαυτό της σαν γιο. 22 Και εκπαιδεύτηκε ο Μωυσής σε όλη τη σοφία των Αιγυπτίων, και ήταν δυνατός στα λόγια και τα έργα του. 23 Και καθώς συμπληρωνόταν σ’ αυτόν το τεσσαρακοστό έτος του χρόνου της ηλικίας του, ανέβηκε στην καρδιά του να επισκεφτεί τους αδελφούς του, τους γιους Ισραήλ. 24 Και όταν είδε κάποιον να αδικείται, αμύνθηκε και έκανε εκδίκηση στον καταπονεμένο και χτύπησε θανάσιμα τον Αιγύπτιο. 25 Νόμιζε, λοιπόν, πως κατάλαβαν οι αδελφοί του ότι ο Θεός με το χέρι του θα δώσει σωτηρία σ’ αυτούς· εκείνοι δεν κατάλαβαν. 26 Και την επόμενη ημέρα φανερώθηκε σ’ αυτούς, ενώ μάχονταν μεταξύ τους, και προσπαθούσε να τους συμφιλιώσει προς ειρήνη και είπε: “Άντρες, είστε αδελφοί· γιατί αδικείτε ο ένας τον άλλο”; 27 Αλλά εκείνος που αδικούσε τον πλησίον του τον απώθησε και είπε: Ποιος σε κατάστησε άρχοντα και δικαστή πάνω μας; 28 Μήπως εσύ θέλεις να με σκοτώσεις με τον τρόπο που σκότωσες χτες τον Αιγύπτιο; 29 Έφυγε τότε ο Μωυσής εξαιτίας αυτού του λόγου που ειπώθηκε και έγινε πάροικος στη γη Μαδιάμ όπου γέννησε δυο γιους. 30 Και αφού συμπληρώθηκαν σαράντα έτη, του φανερώθηκε μέσα στην έρημο του όρους Σινά άγγελος μέσα σε πύρινη φλόγα μιας βάτου. 31 Και ο Μωυσής, όταν το είδε, θαύμαζε το όραμα και, ενώ αυτός πλησίαζε, για να το παρατηρήσει καλά, έγινε φωνή Κυρίου: 32 Εγώ είμαι ο Θεός των πατέρων σου, ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ. Ο Μωυσής έγινε τότε έντρομος και δεν τολμούσε να παρατηρήσει. 33 Είπε τότε σ’ αυτόν ο Κύριος: “Λύσε το υπόδημα των ποδιών σου, γιατί ο τόπος πάνω στον οποίο έχεις σταθεί είναι γη άγια. 34 Είδα καλά την κακομεταχείριση του λαού μου που είναι στην Αίγυπτο και το στεναγμό τους τον άκουσα, και κατέβηκα να τους ελευθερώσω. Και τώρα έλα, θα σε αποστείλω στην Αίγυπτο”. 35 Αυτόν το Μωυσή, τον οποίο αρνήθηκαν και του είπαν: “Ποιος σε κατάστησε άρχοντα και δικαστή;”, αυτόν ο Θεός και άρχοντα και λυτρωτή έχει αποστείλει με τη βοήθεια του αγγέλου που του φανερώθηκε μέσα στη βάτο. 36 Αυτός τους εξήγαγε και έκανε τέρατα και σημεία στη γη της Αιγύπτου και στην Ερυθρά Θάλασσα και στην έρημο για σαράντα έτη. 37 Αυτός είναι ο Μωυσής που είπε στους γιους Ισραήλ: “Προφήτη για σας θα ανεγείρει ο Θεός από τους αδελφούς σας όπως εμένα”. 38 Αυτός είναι που ήταν στην εκκλησία μέσα στην έρημο μαζί με τον άγγελο που του μιλούσε στο όρος Σινά και με τους πατέρες μας, ο οποίος δέχτηκε ζωντανά λόγια, για να μας τα δώσει. 39 Σ’ αυτόν δε θέλησαν να γίνουν υπάκουοι οι πατέρες μας, αλλά τον απώθησαν και στράφηκαν με τις καρδιές τους στην Αίγυπτο 40 και είπαν στον Ααρών: “Κάνε μας θεούς που θα μας προπορεύονται. Γιατί σε αυτόν το Μωυσή, ο οποίος μας εξήγαγε από τη γη της Αιγύπτου, δεν ξέρουμε τι του έγινε”. 41 Και έκαναν μοσχάρι κατά τις ημέρες εκείνες και ύψωσαν θυσία προς το είδωλο, και ευφραίνονταν στα έργα των χεριών τους. 42 Στράφηκε τότεο Θεός μακριά τους και τους παράδωσε στο να λατρεύουν τη στρατιά του ουρανού καθώς είναι γραμμένο στο βιβλίο των προφητών: Μήπως σφάγια και θυσίες μού προσφέρατε σαράντα έτη στη έρημο, οίκε του Ισραήλ; 43 Αλλά λάβατε πάνω σας τη σκηνή του Μολόχ και το άστρο του θεού σας Ραιφάν, τις γλυπτές εικόνες που κάνατε, για να τις προσκυνάτε. Και θα σας μετοικίσω πέρα από τη Βαβυλώνα. 44 Η Σκηνή του Μαρτυρίου ήταν με τους πατέρες μας στην έρημο, καθώς διέταξε αυτός που μιλούσε στο Μωυσή να την κάνει σύμφωνα με το πρότυπο που είχε δει. 45 Αυτήν και εισήγαγαν στη χώρα οι πατέρες μας που διαδέχτηκαν τους προηγούμενους μαζί με τον Ιησού του Ναυή κατά την κατάκτηση των εθνών, τα οποία εξώθησε ο Θεός μακριά από την παρουσία των πατέρων μας, και παρέμεινε η Σκηνή ως τις ημέρες του Δαβίδ. 46 Αυτός βρήκε χάρη μπροστά στο Θεό και ζήτησε να βρει κατοικία για τον οίκο του Ιακώβ. 47 Ο Σολομών, όμως, οικοδόμησε σ’ Αυτόν οίκο. 48 Αλλά ο Ύψιστος δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς, καθώς ο προφήτης λέει: 49 Ο ουρανός είναι θρόνος μου και η γη υποπόδιο των ποδιών μου. Ποιον οίκο θα μου οικοδομήσετε, λέει ο Κύριος, ή ποιος είναι τόπος της ανάπαυσής μου; 50 Το χέρι μου δεν έκανε όλα αυτά; 51 Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι στις καρδιές και στα αυτιά, εσείς πάντοτε αντιτάσσεστε στο Πνεύμα το Άγιο, όπως οι πατέρες σας έτσι κι εσείς. 52 Ποιον από τους προφήτες δεν καταδίωξαν οι πατέρες σας; Και σκότωσαν αυτούς που προανάγγειλαν την έλευση του Δικαίου, του οποίου τώρα εσείς γίνατε προδότες και φονιάδες, 53 οι οποίοι λάβατε το νόμο σε διαταγές που δόθηκαν μέσω αγγέλων, αλλά δεν τον φυλάξατε».

Ο λιθοβολισμός του Στεφάνου

54 Ακούγοντας λοιπόν αυτά κατακόβονταν στις καρδιές τους από αγανάκτηση και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον του. 55 Αλλά αυτός, όντας πλήρης Πνεύματος Αγίου, ατένισε στον ουρανό και είδε τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να έχει σταθεί από τα δεξιά του Θεού 56 και είπε: «Ιδού, βλέπω τους ουρανούς διανοιγμένους και τον Υιό του ανθρώπου να έχει σταθεί από τα δεξιά του Θεού». 57 Εκείνοι τότε έκραξαν με φωνή μεγάλη, βούλωσαν τα αυτιά τους και όρμησαν ομόψυχα εναντίον του 58 και, αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλη, τον λιθοβολούσαν. Και οι μάρτυρες απόθεσαν τα ρούχα τους δίπλα στα πόδια ενός νεαρού που τον καλούσαν Σαύλο, 59 και λιθοβολούσαν το Στέφανο που επικαλούνταν και έλεγε: «Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου». 60 Και αφού έπεσε στα γόνατα, φώναξε με φωνή μεγάλη: «Κύριε, μην καταλογίσεις σ’ αυτούς αυτήν την αμαρτία». Και αφού είπε αυτό, κοιμήθηκε.


    Ваша оценка произведения:

Популярные книги за неделю