Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση)"
Автор книги: Автор Неизвестен
сообщить о нарушении
Текущая страница: 24 (всего у книги 46 страниц)
Κεφάλαιον 12
Ο θάνατος του Ιακώβου και η φυλάκιση του Πέτρου
1 Κατ’ εκείνο λοιπόν τον καιρό, ο Ηρώδης ο βασιλιάς έβαλε τα χέρια πάνω σε μερικούς που ήταν από την εκκλησία, για να τους κακοποιήσει. 2 Θανάτωσε τότε τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Ιωάννη, με μάχαιρα. 3 Όταν είδε λοιπόν ότι είναι αρεστό στους Ιουδαίους, συνέχισε και συνέλαβε και τον Πέτρο – ήταν τότε οι ημέρες της εορτής των Αζύμων – 4 τον οποίο και έπιασε και έθεσε στη φυλακή, ενώ τον παράδωσε σε τέσσερις τετράδες στρατιωτών, για να τον φυλάνε, θέλοντας μετά το Πάσχα να τον φέρει πάνω, από τη φυλακή στο λαό. 5 Αφενός λοιπόν τον Πέτρο επιτηρούσαν μέσα στη φυλακή· αφετέρου προσευχή συνεχώς γινόταν ένθερμα από την εκκλησία προς το Θεό γι’ αυτόν.
Ο Πέτρος ελευθερώνεται από τη φυλακή
6 Όταν λοιπόν έμελλε ο Ηρώδης να τον φέρει μπροστά στο λαό, τη νύχτα εκείνη ο Πέτρος κοιμόταν μεταξύ δύο στρατιωτών, δεμένος με δυο αλυσίδες, και φύλακες μπροστά στη θύρα επιτηρούσαν τη φυλακή. 7 Και ιδού, άγγελος Κυρίου στάθηκε ξαφνικά από πάνω και φως έλαμψε μέσα στο οίκημα. Χτύπησε τότε την πλευρά του Πέτρου και τον ξύπνησε λέγοντας: «Σήκω γρήγορα». Και του έπεσαν οι αλυσίδες από τα χέρια. 8 Είπε τότε ο άγγελος προς αυτόν: «Ζώσου και βάλε τα σανδάλια σου». Και έκανε έτσι. Και του λέει: «Φόρεσε το πανωφόρι σου και ακολούθα με». 9 Και τότε εξήλθε και τον ακολουθούσε, και δεν είχε καταλάβει ότι είναι αληθινό αυτό που γινόταν με τον άγγελο· αλλά νόμιζε πως βλέπει όραμα. 10 Αφού πέρασαν λοιπόν την πρώτη φρουρά και τη δεύτερη, ήρθαν μπροστά στην πύλη τη σιδερένια που φέρει προς την πόλη, η οποία αυτόματα τους ανοίχτηκε και, αφού εξήλθαν, προχώρησαν σ’ ένα δρομάκι, και αμέσως απομακρύνθηκε ο άγγελος από αυτόν. 11 Και ο Πέτρος ήρθε στον εαυτό του και είπε: «Τώρα καταλαβαίνω αληθινά ότι έστειλε ο Κύριος τον άγγελό του και με ελευθέρωσε από το χέρι του Ηρώδη και από όλη την προσδοκία του λαού των Ιουδαίων». 12 Και όταν συνειδητοποίησε αυτό, ήρθε στην οικία της Μαρίας, της μητέρας του Ιωάννη που επικαλείται Μάρκος, όπου ήταν αρκετοί συναθροισμένοι και προσεύχονταν συνεχώς. 13 Όταν λοιπόν αυτός έκρουσε τη θύρα της πύλης, προσήλθε μία μικρή δούλη για να απαντήσει, με το όνομα Ρόδη, 14 και όταν αναγνώρισε τη φωνή του Πέτρου, από τη χαρά δεν άνοιξε την πύλη, αλλά έτρεξε μέσα και ανάγγειλε ότι έχει σταθεί ο Πέτρος μπροστά στην πύλη. 15 Εκείνοι είπαν προς αυτήν: «Είσαι τρελή». Αυτή ισχυριζόταν έντονα πως έτσι έχουν τα πράγματα. Εκείνοι έλεγαν: «Ο άγγελός του είναι». 16 Και ο Πέτρος επέμενε να κρούει. Όταν άνοιξαν τότε, τον είδαν και έμειναν εκστατικοί. 17 Και αφού έσεισε προς τα κάτω το χέρι του σ’ αυτούς για να σωπαίνουν, τους διηγήθηκε πώς ο Κύριος τον εξήγαγε από τη φυλακή και τους είπε: «Αναγγείλετε στον Ιάκωβο και στους αδελφούς αυτά». Και αφού εξήλθε, πορεύτηκε σε άλλο τόπο. 18 Όταν έγινε τότε ημέρα, υπήρχε όχι λίγη ταραχή μεταξύ των στρατιωτών, για το τι άραγε να έγινε ο Πέτρος. 19 Ο Ηρώδης, λοιπόν, αφού τον αναζήτησε και δεν τον βρήκε, ανέκρινε τους φύλακες και διέταξε να οδηγηθούν προς εκτέλεση, και μετά κατέβηκε από την Ιουδαία και έμενε στην Καισάρεια.
Ο θάνατος του Ηρώδη
20 Ήταν λοιπόν [ο Ηρώδης] πολύ θυμωμένος με τους Τυρίους και τους Σιδωνίους. Ομόψυχα τότε παρουσιάστηκαν προς αυτόν και, αφού έπεισαν δωροδοκώντας το Βλάστο, αυτόν που ήταν υπεύθυνος για τον κοιτώνα του βασιλιά, ζητούσαν ειρήνη, επειδή τρεφόταν η χώρα τους από τη χώρα του βασιλιά. 21 Και μια καθορισμένη ημέρα, αφού ο Ηρώδης ντύθηκε στολή βασιλική και κάθισε πάνω στο βήμα, δημηγορούσε προς αυτούς. 22 Και ο λαός φώναζε δυνατά: «Θεού φωνή και όχι ανθρώπου». 23 Αμέσως τότε τον χτύπησε άγγελος Κυρίου, επειδή δεν έδωσε τη δόξα στο Θεό, και αφού έγινε σκωληκόβρωτος, ξεψύχησε. 24 Και ο λόγος του Θεού αύξανε και πλήθαινε. 25 Ο Βαρνάβας τότε και ο Σαύλος επέστρεψαν, αφού εκπλήρωσαν στην Ιερουσαλήμ τη διακονία της συνεισφοράς, και παράλαβαν μαζί τους τον Ιωάννη που επικλήθηκε Μάρκος.
Κεφάλαιον 13
Η αποστολή του Βαρνάβα και του Σαύλου
1 Ήταν τότε στην Αντιόχεια, στην εκκλησία που ήταν εκεί, προφήτες και δάσκαλοι, ο Βαρνάβας και ο Συμεών, που καλείται Νίγερ, και ο Λούκιος ο Κυρηναίος και ο Μαναήν, που είχε ανατραφεί παιδί μαζί με τον Ηρώδη τον τετράρχη, και ο Σαύλος. 2 Ενώ λοιπόν λειτουργούσαν αυτοί στον Κύριο και νήστευαν, είπε το Πνεύμα το Άγιο: «Ξεχωρίστε μου, αμέσως, το Βαρνάβα και το Σαύλο για το έργο που τους έχω προσκαλέσει». 3 Τότε, αφού νήστεψαν και προσευχήθηκαν και επέθεσαν τα χέρια σ’ αυτούς, τους απέλυσαν.
Οι απόστολοι κηρύττουν στην Κύπρο
4 Αυτοί πράγματι, λοιπόν, στάλθηκαν έξω από το Άγιο Πνεύμα και κατέβηκαν στη Σελεύκεια, και από εκεί απέπλευσαν για την Κύπρο 5 και, όταν ήρθαν στη Σαλαμίνα, ανάγγελλαν το λόγο του Θεού μέσα στις συναγωγές των Ιουδαίων. Είχαν μάλιστα και τον Ιωάννη υπηρέτη. 6 Διαπέρασαν τότε όλο το νησί μέχρι την Πάφο και βρήκαν κάποιον άντρα μάγο, ψευδοπροφήτη Ιουδαίο, που είχε όνομα Βαριησούς, 7 ο οποίος ήταν μαζί με τον ανθύπατο Σέργιο Παύλο, άντρα συνετό. Αυτός προσκάλεσε το Βαρνάβα και το Σαύλο και επιζήτησε να ακούσει το λόγο του Θεού. 8 Αντιστεκόταν όμως σ’ αυτούς ο Ελύμας, ο μάγος, γιατί έτσι ερμηνεύεται το όνομά του, ζητώντας με διεστραμμένα επιχειρήματα να αποτρέψει τον ανθύπατο από την πίστη. 9 Ο Σαύλος τότε, που ονομαζόταν και Παύλος, γέμισε Πνεύμα Άγιο, ατένισε σ’ αυτόν 10 και είπε: «Ω, πλήρη από κάθε δόλο και από κάθε ραδιουργία, γιε διαβόλου, εχθρέ κάθε δικαιοσύνης, δε θα πάψεις να διαστρέφεις τις οδούς του Κυρίου τις ευθείες; 11 Και τώρα ιδού, χέρι Κυρίου είναι πάνω σου και θα είσαι τυφλός, μη βλέποντας τον ήλιο μέχρις ορισμένου καιρού». Και αμέσως έπεσε πάνω του ομίχλη και σκοτάδι και περιφερόταν και ζητούσε χειραγωγούς. 12 Τότε, όταν είδε ο ανθύπατος το γεγονός, πίστεψε, μένοντας έκπληκτος για τη διδαχή του Κυρίου.
Στην Αντιόχεια της Πισιδίας
13 Αφού ανοίχτηκαν λοιπόν στο πέλαγος από την Πάφο όσοι ήταν γύρω από τον Παύλο, ήρθαν στην Πέργη της Παμφυλίας, ο Ιωάννης όμως αποχώρησε από αυτούς και επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα. 14 Αυτοί τότε διαπέρασαν την περιοχή από την Πέργη και ήρθαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας και, αφού εισήλθαν στη συναγωγή την ημέρα του Σαββάτου, κάθισαν. 15 Και μετά την ανάγνωση του νόμου και των προφητών απέστειλαν μήνυμα οι αρχισυνάγωγοι προς αυτούς λέγοντας: «Άντρες αδελφοί, αν υπάρχει μέσα σας κάποιος λόγος προτροπής προς τον λαό, λέγετε». 16 Σηκώθηκε τότε ο Παύλος και, αφού έσεισε προς τα κάτω το χέρι του , είπε: «Άντρες Ισραηλίτες και οι φοβούμενοι το Θεό, ακούστε: 17 Ο Θεός του λαού τούτου, του Ισραήλ, εξέλεξε τους πατέρες μας και ύψωσε το λαό μας κατά την παροικία τους μέσα στη γη της Αιγύπτου και με βραχίονα υψωμένο τους εξήγαγε από αυτήν, 18 και για μια χρονική περίοδο σαράντα περίπου ετών υπόφερε τους τρόπους τους μέσα στην έρημο. 19 Και αφού καθαίρεσε εφτά έθνη μέσα στη γη Χαναάν, διαμοίρασε με κλήρο [σ’ αυτούς] τη γη τους 20 περίπου για τετρακόσια πενήντα έτη. Και μετά από αυτά, έδωσε κριτές ως το Σαμουήλ τον προφήτη. 21 Και από εκεί, ζήτησαν βασιλιά και τους έδωσε ο Θεός το Σαούλ, το γιο του Κις, άντρα από τη φυλή Βενιαμίν, για σαράντα έτη. 22 Και αφού τον απομάκρυνε από τη θέση του, έγειρε ως βασιλιά γι’ αυτούς το Δαβίδ, για τον οποίο και είπε όταν έδωσε μαρτυρία: “Βρήκα το Δαβίδ, το γιο του Ιεσσαί, άντρα κατά την καρδιά μου, ο οποίος θα κάνει όλα τα θελήματά μου”. 23 Ο Θεός από το σπέρμα αυτού σύμφωνα με την υπόσχεσή του έφερε στον Ισραήλ σωτήρα, τον Ιησού, 24 αφού ο Ιωάννης κήρυξε βάφτισμα μετάνοιας σε όλο το λαό Ισραήλ πριν από την είσοδο δημόσια στον κόσμο του προσώπου του. 25 Και καθώς ολοκλήρωνε ο Ιωάννης το δρόμο της αποστολής του, έλεγε: “Τι υπονοείτε εμένα πως είμαι; Δεν είμαι εγώ· αλλά ιδού, έρχεται μετά από εμένα αυτός του οποίου δεν είμαι άξιος να λύσω το υπόδημα των ποδιών του”. 26 Άντρες αδελφοί, γιοι του γένους Αβραάμ και οι φοβούμενοι το Θεό μεταξύ σας, σ’ εμάς ο λόγος της σωτηρίας αυτής αποστάλθηκε προς τα έξω. 27 Γιατί όσοι κατοικούν στην Ιερουσαλήμ και οι άρχοντές τους αγνόησαν αυτόν και τις φωνές των προφητών που διαβάζονται κάθε Σάββατο, και τις εκπλήρωσαν όταν τον καταδίκασαν. 28 Και ενώ δεν του βρήκαν καμιά αιτία θανάτου, ζήτησαν από τον Πιλάτο να θανατωθεί αυτός. 29 Μόλις λοιπόν τέλεσαν όλα όσα είναι γραμμένα γι’ αυτόν, τον κατέβασαν από το ξύλο και τον έθεσαν σε μνήμα. 30 Ο Θεός όμως τον έγειρε από τους νεκρούς. 31 Αυτός φανερώθηκε για πολλές ημέρες σ’ αυτούς που ανέβηκαν μαζί του από τη Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ, οι οποίοι τώρα είναι μάρτυρές του προς το λαό. 32 Και εμείς ευαγγελιζόμαστε σ’ εσάς την υπόσχεση που έγινε προς τους πατέρες μας, 33 γιατί αυτήν την υπόσχεση ο Θεός την έχει εκπληρώσει στα τέκνα τους, σ’ εμάς, όταν ανάστησε τον Ιησού, όπως και στο δεύτερο Ψαλμό είναι γραμμένο: Υιός μου είσαι εσύ, εγώ σήμερα σε έχω γεννήσει. 34 Και ότι τον ανάστησε από τους νεκρούς, χωρίς πια να μέλλει να επιστρέψει στη φθορά, έτσι το έχει πει: Θα σας δώσω τα όσια ελέη που υποσχέθηκα στο Δαβίδ, τα πιστά. 35 Γιατί και σε άλλο μέρος λέει: Δε θα επιτρέψεις ο όσιός σου να δει φθορά. 36 Γιατί ο Δαβίδ, βέβαια, αφού υπηρέτησε στη δική του γενιά τη βουλή του Θεού, κοιμήθηκε τον ύπνο του θανάτου και προστέθηκε στους πατέρες του και είδε φθορά. 37 Αυτός όμως, που ο Θεός έγειρε, δεν είδε φθορά. 38 Ας είναι λοιπόν γνωστό σ’ εσάς, άντρες αδελφοί, ότι μέσω αυτού αναγγέλλεται σ’ εσάς άφεση αμαρτιών, και από όλα όσα δεν μπορέσατε με το νόμο του Μωυσή να δικαιωθείτε, 39 μέσω αυτού καθένας που πιστεύει δικαιώνεται. 40 Προσέχετε, λοιπόν, μην επέλθει [σ’ εσάς] αυτό που ειπώθηκε μέσω των προφητών: 41 Δείτε, οι καταφρονητές, και θαυμάστε και αφανιστείτε, γιατί εγώ κάνω έργο κατά τις ημέρες σας, έργο που δε θα το πιστέψετε αν κάποιος σας το διηγηθεί». 42 Ενώ λοιπόν αυτοί έβγαιναν, τους παρακαλούσαν το επόμενο Σάββατο να κηρυχτούν σ’ αυτούς αυτά τα λόγια. 43 Και όταν διαλύθηκε η συναγωγή, ακολούθησαν πολλοί από τους Ιουδαίους και τους προσήλυτους που σέβονταν το Θεό τον Παύλο και το Βαρνάβα, οι οποίοι μιλώντας προς αυτούς τους έπειθαν να παραμένουν στη χάρη του Θεού. 44 Και το ερχόμενο Σάββατο σχεδόν όλη η πόλη συνάχτηκε, για να ακούσει το λόγο του Κυρίου. 45 Όταν είδαν λοιπόν οι Ιουδαίοι τα πλήθη, γέμισαν ζήλια και αντίλεγαν σ’ αυτά που μιλούσε ο Παύλος βλαστημώντας. 46 Μίλησαν τότε με παρρησία ο Παύλος και ο Βαρνάβας και είπαν: «Σ’ εσάς ήταν αναγκαίο πρώτα να κηρυχτεί ο λόγος του Θεού. Επειδή τον απωθείτε και δεν κρίνετε άξιους τους εαυτούς σας για την αιώνια ζωή, ιδού, στρεφόμαστε στα έθνη. 47 Γιατί έτσι μας έχει δώσει εντολή ο Κύριος: Σε έχω θέσει για φως στα έθνη, για να είσαι προς σωτηρία ως τα έσχατα της γης». 48 Όταν άκουγαν τότε οι εθνικοί, χαίρονταν και δόξαζαν το λόγο του Κυρίου και πίστεψαν όσοι ήταν ταγμένοι για ζωή αιώνια. 49 Φερόταν λοιπόν ο λόγος του Κυρίου διαμέσου όλης της χώρας. 50 Αλλά οι Ιουδαίοι παρότρυναν τις γυναίκες τις ευυπόληπτες που σέβονταν το Θεό και τους πρώτους της πόλης, και διέγειραν διωγμό εναντίον του Παύλου και του Βαρνάβα και τους έβγαλαν έξω από τα όριά τους. 51 Εκείνοι, αφού τίναξαν μακριά τη σκόνη των ποδιών τους εναντίον τους, ήρθαν στο Ικόνιο· 52 και οι μαθητές γέμιζαν από χαρά και Πνεύμα Άγιο.
Κεφάλαιον 14
Ο Παύλος και ο Βαρνάβας στο Ικόνιο
1 Συνέβηκε τότε στο Ικόνιο κατά τον ίδιο τρόπο αυτοί να εισέλθουν στη συναγωγή των Ιουδαίων και να μιλήσουν, έτσι ώστε να πιστέψουν από Ιουδαίους και Έλληνες πολύ πλήθος. 2 Αλλά οι Ιουδαίοι που απείθησαν, διέγειραν και γέμισαν με κακία τις ψυχές των εθνικών κατά των αδελφών. 3 Πράγματι, λοιπόν, για αρκετό χρόνο έμειναν εκεί, μιλώντας με παρρησία και βασιζόμενοι στον Κύριο που μαρτυρούσε για το λόγο της χάρης του, ο οποίος έδινε ώστε σημεία και τέρατα να γίνονται με τα χέρια τους. 4 Έγινε σχίσμα τότε στο πλήθος της πόλης, και οι μεν ήταν με τους Ιουδαίους, οι δε με τους αποστόλους. 5 Μόλις λοιπόν όρμησαν οι εθνικοί και οι Ιουδαίοι μαζί με τους άρχοντές τους να τους κακομεταχειριστούν και να τους λιθοβολήσουν, 6 επειδή το αντιλήφτηκαν, κατέφυγαν στις πόλεις της Λυκαονίας τη Λύστρα και τη Δέρβη και στα περίχωρά τους, 7 κι εκεί ευαγγέλιζαν συνεχώς.
Ο Παύλος και ο Βαρνάβας στα Λύστρα
8 Και κάποιος άντρας αδύνατος στα πόδια καθόταν στα Λύστρα, χωλός από την κοιλιά της μητέρας του, που ποτέ δεν περπάτησε. 9 Αυτός άκουσε τον Παύλο να μιλά. Ο οποίος, όταν τον ατένισε και είδε ότι έχει πίστη για να σωθεί, 10 είπε με μεγάλη φωνή: «Σήκω πάνω στα πόδια σου ορθός». Και αυτός πήδηξε και περπατούσε. 11 Και οι όχλοι, όταν είδαν αυτό που έκανε ο Παύλος, ύψωσαν τη φωνή τους στα λυκαονικά, λέγοντας: «Οι θεοί ομοιώθηκαν με ανθρώπους και κατέβηκαν προς εμάς». 12 Και καλούσαν το Βαρνάβα Δία, ενώ τον Παύλο Ερμή, επειδή αυτός ήταν που ηγούνταν στο λόγο. 13 Και ο ιερέας του ναού του Δία, που ήταν μπροστά στην πόλη, έφερε ταύρους και στεφάνια στις πύλες και μαζί με τα πλήθη ήθελε να κάνει θυσία. 14 Όταν το άκουσαν τότε οι απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος, ξέσχισαν τα ρούχα τους και πήδηξαν έξω στο πλήθος, κράζοντας 15 και λέγοντας: «Άντρες, τι κάνετε αυτά; Και εμείς είμαστε ομοιοπαθείς μ’ εσάς άνθρωποι, που σας ευαγγελίζουμε από τούτα τα μάταια να επιστρέφετε στο ζωντανό Θεό, ο οποίος έκανε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ’ αυτά. 16 Αυτός κατά τις περασμένες γενιές άφησε όλα τα έθνη να πορεύονται στους δρόμους τους. 17 Αν και δεν άφησε αμαρτύρητο τον εαυτό του, εργάζοντας το αγαθό, δίνοντας από τον ουρανό σ’ εσάς βροχές και καιρούς καρποφόρους, γεμίζοντας με τροφή και ευφροσύνη τις καρδιές σας». 18 Και λέγοντας αυτά, μόλις και μετά βίας έκαναν τα πλήθη να πάψουν, ώστε να μην κάνουν θυσία σ’ αυτούς. 19 Ήρθαν όμως εκεί Ιουδαίοι από την Αντιόχεια και το Ικόνιο και, αφού έπεισαν τους όχλους και λιθοβόλησαν τον Παύλο, τον έσυραν έξω από την πόλη, νομίζοντας πως αυτός έχει πεθάνει. 20 Και όταν τον περικύκλωσαν οι μαθητές, σηκώθηκε και εισήλθε στην πόλη. Και την αυριανή ημέρα εξήλθε μαζί με το Βαρνάβα για τη Δέρβη.
Επιστροφή στην Αντιόχεια της Συρίας
21 Και αφού ευαγγέλισαν την πόλη εκείνη και μαθήτεψαν αρκετούς, επέστρεψαν στη Λύστρα και στο Ικόνιο και στην Αντιόχεια, 22 στηρίζοντας τις ψυχές των μαθητών, προτρέποντάς τους να εμμένουν στην πίστη και λέγοντας ότι διαμέσου πολλών θλίψεων πρέπει να εισέλθουμε στη βασιλεία του Θεού. 23 Και χειροτόνησαν γι’ αυτούς σε κάθε εκκλησία πρεσβυτέρους, αφού προσευχήθηκαν με νηστείες, και τους παράθεσαν στον Κύριο στον οποίο είχαν πιστέψει. 24 Και όταν διαπέρασαν την Πισιδία, ήρθαν στην Παμφυλία 25 και, αφού μίλησαν στην Πέργη το λόγο του Θεού, κατέβηκαν στην Αττάλεια 26 και από εκεί απόπλευσαν στην Αντιόχεια, απ’ όπου είχαν παραδοθεί με τη χάρη του Θεού στο έργο που εκπλήρωσαν. 27 Όταν ήρθαν τότε και σύναξαν την εκκλησία, ανάγγελλαν όσα έκανε ο Θεός μαζί τους και ότι άνοιξε στα έθνη θύρα πίστης. 28 Έμεναν λοιπόν εκεί όχι λίγο χρόνο μαζί με τους μαθητές.
Κεφάλαιον 15
Η Σύνοδος στην Ιερουσαλήμ
1 Και μερικοί που κατέβηκαν από την Ιουδαία δίδασκαν τους αδελφούς: «Αν δεν περιτμηθείτε με το έθιμο που είναι του Μωυσή, δε δύναστε να σωθείτε». 2 Και επειδή έγινε αντίσταση και συζήτηση όχι λίγη από τον Παύλο και το Βαρνάβα με αυτούς, όρισαν να ανεβαίνουν ο Παύλος και ο Βαρνάβας και μερικοί άλλοι από αυτούς προς τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους στην Ιερουσαλήμ για το ζήτημα αυτό. 3 Αυτοί, λοιπόν, αφού κατευοδώθησαν από την εκκλησία, περνούσαν τη Φοινίκη και τη Σαμάρεια και διηγούνταν την επιστροφή των εθνών και προξενούσαν χαρά μεγάλη σ’ όλους τους αδελφούς. 4 Όταν λοιπόν παρουσιάστηκαν στην Ιερουσαλήμ, έγιναν δεκτοί από την εκκλησία και τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους, και ανάγγειλαν όσα ο Θεός έκανε μαζί τους. 5 Σηκώθηκαν τότε μερικοί που ήταν από την αίρεση των Φαρισαίων και που είχαν πιστέψει, λέγοντας ότι πρέπει να τους περιτέμνουν καί να τους παραγγέλλουν να τηρούν το νόμο του Μωυσή. 6 Και συνάχτηκαν οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι, για να δουν τι θα κάνουν σχετικά με την υπόθεση του λόγου αυτού. 7 Και αφού έγινε πολλή συζήτηση, σηκώθηκε ο Πέτρος και είπε προς αυτούς: «Άντρες αδελφοί, εσείς γνωρίζετε καλά ότι από τις πρώτες ημέρες μεταξύ σας διάλεξε ο Θεός με το στόμα μου να ακούσουν τα έθνη το λόγο του ευαγγελίου και να πιστέψουν. 8 Και ο καρδιογνώστης Θεός μαρτύρησε γι’ αυτούς και τους έδωσε το Πνεύμα το Άγιο καθώς και σ’ εμάς. 9 Και δεν έκανε καμιά διάκριση ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ αυτούς, επειδή καθάρισε με την πίστη τις καρδιές τους. 10 Τώρα, λοιπόν, γιατί πειράζετε το Θεό, ώστε να θέσετε ζυγό πάνω στον τράχηλο των μαθητών, που ούτε οι πατέρες μας ούτε εμείς μπορέσαμε να τον βαστάξουμε; 11 Αλλά με τη χάρη του Κυρίου Ιησού πιστεύουμε πως θα σωθούμε με τον ίδιο τρόπο όπως κι εκείνοι». 12 Σώπασε τότε όλο το πλήθος και άκουγαν το Βαρνάβα και τον Παύλο να διηγούνται όσα έκανε ο Θεός σημεία και τέρατα μεταξύ των εθνών μέσω αυτών. 13 Και μετά, όταν σώπασαν αυτοί, έλαβε το λόγο ο Ιάκωβος λέγοντας: «Άντρες αδελφοί, ακούστε με. 14 Ο Συμεών διηγήθηκε πώς αρχικά ο Θεός επισκέφτηκε τον κόσμο, για να λάβει από τα έθνη λαό για το όνομά του. 15 Και μ’ αυτό συμφωνούν οι λόγοι των προφητών καθώς είναι γραμμένο: 16 Μετά από αυτά θα επιστρέψω και θα ανοικοδομήσω τη σκηνή του Δαβίδ που έχει πέσει και τα καταστρεμμένα εντελώς ερείπιά της θα ανοικοδομήσω και θα την ανορθώσω, 17 ώστε να αναζητήσουν οι υπόλοιποι των ανθρώπων τον Κύριο και όλοι οι εθνικοί στους οποίους έχει επικληθεί το όνομά μου πάνω τους, λέει ο Κύριος που κάνει αυτά 18 τα γνωστά από την αρχή του αιώνα. 19 Γι’ αυτό εγώ κρίνω να μην παρενοχλούμε αυτούς που επιστρέφουν από τα έθνη στο Θεό, 20 αλλά να στείλουμε επιστολή σ’ αυτούς, για να απέχουν από τα μιάσματα των ειδώλων και την πορνεία και το πνιχτό και το αίμα. 21 Γιατί ο Μωυσής από τις αρχαίες γενιές έχει από πόλη σε πόλη αυτούς που τον κηρύττουν μέσα στις συναγωγές και κάθε Σάββατο διαβάζεται».
Η απόφαση και η επιστολή της Συνόδου
22 Τότε φάνηκε καλό στους αποστόλους και στους πρεσβυτέρους μαζί με όλη την εκκλησία, αφού εκλέξουν άντρες από αυτούς, να τους στείλουν στην Αντιόχεια μαζί με τον Παύλο και το Βαρνάβα: τον Ιούδα, που καλείται Βαρσαβάς, και το Σίλα, άντρες που ηγούνταν μεταξύ των αδελφών. 23 Και έγραψαν με το χέρι τους: «Οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι [και οι] αδελφοί, προς τους αδελφούς που είναι από τα έθνη στην Αντιόχεια και στη Συρία και στην Κιλικία· χαίρετε. 24 Επειδή ακούσαμε ότι μερικοί που εξήλθαν από εμάς σας τάραξαν με λόγια και αναστάτωσαν τις ψυχές σας, στους οποίους δε δώσαμε εντολή, 25 μας φάνηκε καλό, αφού γίναμε ομόψυχοι και εκλέξαμε άντρες, να τους στείλουμε προς εσάς μαζί με τους αγαπητούς μας Βαρνάβα και Παύλο, 26 ανθρώπους που έχουν παραδώσει τις ψυχές τους υπέρ του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. 27 Έχουμε αποστείλει λοιπόν τον Ιούδα και το Σίλα, με προφορικό λόγο να αναγγέλλουν και αυτοί τα ίδια. 28 Γιατί φάνηκε καλό στο Πνεύμα το Άγιο και σ’ εμάς κανένα επιπλέον βάρος να μη σας θέτουμε εκτός από αυτά τα αναγκαία: 29 να απέχετε από ειδωλόθυτα και αίμα και πνιχτά και πορνεία, από τα οποία διαφυλάσσοντας τους εαυτούς σας καλά θα κάνετε. Υγιαίνετε». 30 Αφού λοιπόν τους άφησαν να φύγουν, αυτοί κατέβηκαν στην Αντιόχεια, και αφού σύναξαν το πλήθος, επέδωσαν την επιστολή. 31 Όταν τότε τη διάβασαν, χάρηκαν για την παρηγοριά. 32 Ο Ιούδας και ο Σίλας, που ήταν και αυτοί προφήτες, με πολλά λόγια ενθάρρυναν τους αδελφούς και τους στήριξαν. 33 Και αφού κάθισαν για ένα χρονικό διάστημα, οι αδελφοί τούς άφησαν να φύγουν με ειρήνη προς εκείνους που τους απέστειλαν. 34 [Αλλά φάνηκε καλό στο Σίλα να παραμείνει αυτού.] 35 Ο Παύλος λοιπόν και ο Βαρνάβας έμειναν στην Αντιόχεια και μαζί με άλλους πολλούς δίδασκαν και ευαγγέλιζαν το λόγο του Κυρίου.
Ο Παύλος και ο Βαρνάβας χωρίζονται
36 Μετά λοιπόν από μερικές ημέρες ο Παύλος είπε προς το Βαρνάβα: «Ας επιστρέψουμε τώρα να επισκεφτούμε τους αδελφούς σε κάθε πόλη στις οποίες αναγγείλαμε το λόγο του Κυρίου, για να δούμε πώς έχουν». 37 Ο Βαρνάβας τότε ήθελε να παραλάβουν μαζί τους και τον Ιωάννη που καλείται Μάρκος. 38 Αλλά ο Παύλος αξίωνε να μη συμπαραλαμβάνουν αυτόν που αποστάτησε από αυτούς από την Παμφυλία και δεν ήρθε μαζί τους στο έργο. 39 Έγινε τότε παροξυσμός, ώστε να αποχωριστούν ο ένας από τον άλλο και ο Βαρνάβας, αφού παράλαβε το Μάρκο, να εκπλεύσει για την Κύπρο, 40 ενώ ο Παύλος, αφού επέλεξε το Σίλα, εξήλθε από την πόλη και παραδόθηκε στη χάρη του Κυρίου από τους αδελφούς. 41 Περνούσε τότε τη Συρία και την Κιλικία στηρίζοντας τις εκκλησίες.
Κεφάλαιον 16
Ο Τιμόθεος ακολουθεί τον Παύλο και το Σίλα
1 Έφτασε τότε στη Δέρβη και στη Λύστρα. Και ιδού, κάποιος μαθητής ήταν εκεί με το όνομα Τιμόθεος, γιος μιας πιστής γυναίκας Ιουδαίας, αλλά από πατέρα Έλληνα, 2 για τον οποίο μαρτυρούσαν καλά οι αδελφοί στα Λύστρα και στο Ικόνιο. 3 Ο Παύλος θέλησε να εξέλθει τούτος μαζί του και, αφού τον πήρε, τον περιέταμε, εξαιτίας των Ιουδαίων που ήταν στους τόπους εκείνους· γιατί ήξεραν όλοι ότι Έλληνας ήταν ο πατέρας του. 4 Καθώς λοιπόν πορεύονταν μέσα από τις πόλεις, τους παράδιναν εντολές να φυλάγουν τα δόγματα τα εγκεκριμένα από τους αποστόλους και τους πρεσβυτέρους που ήταν στα Ιεροσόλυμα. 5 Οι εκκλησίες πράγματι, λοιπόν, στερεώνονταν στην πίστη και αφθονούσαν στον αριθμό κάθε ημέρα.
Το όραμα του Παύλου και η μετάβαση στη Μακεδονία
6 Πέρασαν τότε μέσα από τη Φρυγία και από τη Γαλατική χώρα, επειδή εμποδίστηκαν από το Άγιο Πνεύμα να κηρύξουν το λόγο στην Ασία. 7 Ήρθαν λοιπόν στη Μυσία και δοκίμαζαν να πορευτούν στη Βιθυνία, αλλά δεν τους άφησε το Πνεύμα του Ιησού. 8 Και αφού προσπέρασαν τη Μυσία, κατέβηκαν στην Τρωάδα. 9 Και ένα όραμα φανερώθηκε κατά τη διάρκεια την νύχτας στον Παύλο. Κάποιος άντρας Μακεδόνας είχε σταθεί και τον παρακαλούσε και έλεγε: «Διάβα στη Μακεδονία και βοήθησέ μας». 10 Μόλις λοιπόν είδε το όραμα, αμέσως ζητήσαμε να εξέλθουμε στη Μακεδονία, συμπεραίνοντας ότι μας έχει προσκαλέσει ο Θεός να τους ευαγγελίσουμε.
Ο ερχομός στους Φιλίππους και η Λυδία
11 Ανοιχτήκαμε στο πέλαγος τότε από την Τρωάδα και ευθυδρομήσαμε στη Σαμοθράκη, και την επόμενη ημέρα στη Νέα Πόλη, 12 κι από εκεί στους Φιλίππους, που είναι ηγετική πόλη της περιοχής της Μακεδονίας, ρωμαϊκή αποικία. Μέναμε λοιπόν σ’ αυτήν την πόλη μερικές ημέρες. 13 Και την ημέρα του Σαββάτου βγήκαμε έξω από την πύλη κοντά σ’ έναν ποταμό όπου νομίζαμε πως ήταν τόπος προσευχής και, αφού καθίσαμε, μιλούσαμε στις γυναίκες που συγκεντρώθηκαν εκεί. 14 Και κάποια γυναίκα με το όνομα Λυδία, πωλήτρια πορφύρας από την πόλη των Θυατείρων, που σεβόταν το Θεό, άκουγε. Σ’ αυτήν ο Κύριος άνοιξε πλήρως την καρδιά, για να προσέχει σ’ αυτά που μιλούσε ο Παύλος. 15 Μόλις λοιπόν βαφτίστηκε αυτή και ο οίκος της, μας παρακάλεσε λέγοντας: «Αν με έχετε κρίνει πως είμαι πιστή στον Κύριο, εισέλθετε στον οίκο μου και μένετε». Και μας πίεσε.
Ο Παύλος και ο Σίλας φυλακίζονται
16 Συνέβηκε τότε, ενώ εμείς πηγαίναμε στην προσευχή, κάποια μικρή δούλη που είχε πνεύμα πύθωνα να μας συναντήσει, η οποία παρείχε πολύ κέρδος στους κυρίους της μαντεύοντας. 17 Αυτή ακολουθούσε από κοντά τον Παύλο κι εμάς και έκραζε λέγοντας: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του ύψιστου, οι οποίοι σας αναγγέλλουν μια οδό σωτηρίας». 18 Αυτό λοιπόν έκανε για πολλές ημέρες. Καταπονήθηκε τότε ο Παύλος και έστρεψε πίσω προς το πνεύμα και είπε: «Σου παραγγέλλω στο όνομα του Ιησού Χριστού να εξέλθεις από αυτήν» – και εξήλθε αυτήν την ώρα. 19 Όταν είδαν τότε οι κύριοί της ότι εξήλθε η ελπίδα του κέρδους τους, έπιασαν τον Παύλο και το Σίλα και τους έσυραν στην αγορά μπροστά στους άρχοντες 20 και, αφού τους έφεραν προς τους στρατηγούς, είπαν: «Αυτοί οι άνθρωποι καταταράζουν την πόλη μας, όντας Ιουδαίοι, 21 και αναγγέλλουν έθιμα που δεν επιτρέπεται σ’ εμάς να τα παραδεχόμαστε ούτε να τα κάνουμε, που είμαστε Ρωμαίοι». 22 Και μαζί ξεσηκώθηκε ο όχλος εναντίον τους, και αφού οι στρατηγοί τους έσχισαν γύρω τα ρούχα τους, διέταζαν να τους ραβδίζουν. 23 Και έδωσαν σ’ αυτούς πολλά χτυπήματα και τους έριξαν σε φυλακή, αφού παράγγειλαν στο δεσμοφύλακα να τους επιτηρεί προσεκτικά με ασφάλεια. 24 Αυτός, όταν έλαβε τέτοιου είδους παραγγελία, τους έριξε στην εσώτερη φυλακή και τα πόδια τους τα ασφάλισε στο ξύλο. 25 Κατά τα μεσάνυχτα, λοιπόν, ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και υμνούσαν το Θεό, ενώ τους άκουγαν προσεκτικά οι φυλακισμένοι. 26 Τότε ξαφνικά έγινε σεισμός μεγάλος, ώστε σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Ανοίχτηκαν τότε αμέσως όλες οι θύρες και όλων τα δεσμά λύθηκαν. 27 Ξύπνησε τότε ο δεσμοφύλακας και, όταν είδε ανοιγμένες τις θύρες της φυλακής, τράβηξε τη μάχαιρα και έμελλε να αυτοκτονήσει, επειδή νόμιζε πως έχουν ξεφύγει οι φυλακισμένοι. 28 Φώναξε όμως με μεγάλη φωνή ο Παύλος λέγοντας: «Μην πράξεις στον εαυτό σου κανένα κακό, γιατί όλοι είμαστε εδώ». 29 Ζήτησε τότε φώτα, πήδηξε μέσα και καθώς ήταν έντρομος, έπεσε μπροστά στον Παύλο και στο Σίλα. 30 Και αφού τους οδήγησε έξω, είπε: «Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;» 31 Εκείνοι είπαν: «Πίστεψε στον Κύριο Ιησού και θα σωθείς εσύ και ο οίκος σου». 32 Και μίλησαν σ’ αυτόν το λόγο του Κυρίου και μαζί σε όλους εκείνους που ήταν στην οικία του. 33 Και αφού τους παράλαβε εκείνη την ώρα της νύχτας, έλουσε τις πληγές τους, και βαφτίστηκε αυτός και οι δικοί του όλοι αμέσως. 34 Και τους ανέβασε στον οίκο του και παράθεσε τραπέζι και αγαλλίασε με όλο του τον οίκο, επειδή είχε πιστέψει στο Θεό. 35 Όταν λοιπόν ξημέρωσε, απέστειλαν οι στρατηγοί τούς ραβδούχους λέγοντας: «Απόλυσε τους ανθρώπους εκείνους». 36 Ανάγγειλε τότε ο δεσμοφύλακας τους λόγους αυτούς προς τον Παύλο: «Έχουν αποστείλει διαταγή οι στρατηγοί να απολυθείτε. Τώρα, λοιπόν, εξέλθετε και πορεύεστε με ειρήνη». 37 Αλλά ο Παύλος είπε προς αυτούς: «Μας έδειραν δημόσια χωρίς δίκη, ανθρώπους που είμαστε Ρωμαίοι, και μας έριξαν στη φυλακή, και τώρα λαθραία μας βγάζουν; Όχι βέβαια! Αλλά ας έρθουν αυτοί να μας οδηγήσουν έξω». 38 Ανάγγειλαν τότε στους στρατηγούς οι ραβδούχοι τα λόγια αυτά. Φοβήθηκαν, λοιπόν, όταν άκουσαν ότι είναι Ρωμαίοι, 39 και ήρθαν και τους παρακάλεσαν και, αφού τους οδήγησαν έξω, τους παρακαλούσαν να φύγουν από την πόλη. 40 Εξήλθαν τότε από τη φυλακή και εισήλθαν στην οικία της Λυδίας και, όταν τους είδαν, ενθάρρυναν τους αδελφούς και αναχώρησαν.