Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση)"
Автор книги: Автор Неизвестен
сообщить о нарушении
Текущая страница: 12 (всего у книги 46 страниц)
Κεφάλαιον 5
Το κάλεσμα των πρώτων μαθητών
(Μτ. 4:18-22, Μκ. 1:16-20)
1 Συνέβηκε, λοιπόν, ενώ το πλήθος έπεφτε πάνω του και άκουγε το λόγο του Θεού, και αυτός είχε σταθεί κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ, 2 τότε να δει δύο πλοία να έχουν σταθεί κοντά στη λίμνη. Και οι ψαράδες, αφού αποβιβάστηκαν από αυτά, έπλεναν τα δίχτυα. 3 Μπήκε τότε σ’ ένα από τα πλοία, αυτό που ήταν του Σίμωνα, και τον παρακάλεσε να απομακρυνθεί λίγο από την ξηρά· και αφού κάθισε, δίδασκε τα πλήθη από το πλοίο. 4 Και μόλις έπαψε να μιλά, είπε προς το Σίμωνα: «Ξαναφέρε το πλοίο στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα». 5 Και αποκρίθηκε ο Σίμωνας και είπε: «Επιστάτη, όλη τη νύχτα κοπιάσαμε και δεν πιάσαμε τίποτα· αλλά για το λόγο σου θα ρίξω τα δίχτυα». 6 Και αφού έκαναν αυτό, συνέκλεισαν στα δίχτυα πολύ πλήθος ψαριών, έσπαγαν μάλιστα τα δίχτυα τους. 7 Και τότε έκαναν νεύματα στους συνεταίρους τους στο άλλο πλοίο, για να έρθουν να λάβουν μέρος στην εργασία μαζί τους. Και εκείνοι ήρθαν και γέμισαν και τα δύο πλοία, ώστε σχεδόν να βυθίζονται αυτά. 8 Όταν το είδε τότε ο Σίμωνας Πέτρος, έπεσε μπροστά στα γόνατα του Ιησού λέγοντας: «Έξελθε από το πλοίο και φύγε από εμένα, γιατί είμαι άντρας αμαρτωλός, Κύριε». 9 Γιατί τον κυρίεψε κατάπληξη, όπως και όλους εκείνους που ήταν μαζί του, για το ψάρεμα των ψαριών που έπιασαν, 10 και όμοια και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τους γιους του Ζεβεδαίου, που ήταν συνέταιροι με το Σίμωνα. Και είπε προς το Σίμωνα ο Ιησούς: «Μη φοβάσαι· από τώρα ανθρώπους θα ψαρεύεις ζωντανούς συνεχώς». 11 Και αφού κατέβασαν τα πλοία στη στεριά, τα άφησαν όλα και τον ακολούθησαν.
Ο καθαρισμός του λεπρού
(Μτ. 8:1-4, Μκ. 1:40-45)
12 Και συνέβηκε, ενώ αυτός ήταν σε μια από τις πόλεις, τότε ιδού, ένας άντρας να είναι γεμάτος λέπρα. Όταν είδε λοιπόν τον Ιησού, έπεσε με το πρόσωπο κάτω και τον παρακάλεσε λέγοντας: «Κύριε, αν θέλεις, δύνασαι να με καθαρίσεις». 13 Και εκείνος εξέτεινε το χέρι του και τον άγγιξε λέγοντας: «Θέλω, καθαρίσου» – και αμέσως η λέπρα έφυγε από αυτόν. 14 Και αυτός του παράγγειλε να μην το πει σε κανέναν, αλλά του είπε: «Φύγε και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου καθώς πρόσταξε ο Μωυσής, ως μαρτυρία σ’ αυτούς». 15 Και η φήμη γι’ αυτόν διαδιδόταν περισσότερο και μαζεύονταν πλήθη πολλά, για να τον ακούνε και να θεραπεύονται από τις ασθένειές τους. 16 Αυτός όμως αποσυρόταν συνεχώς στις ερήμους και προσευχόταν συνεχώς.
Η θεραπεία ενός παράλυτου
(Μτ. 9:1-8, Μκ. 2:1-12)
17 Και συνέβηκε σε μια από εκείνες τις ημέρες: τότε αυτός δίδασκε συνεχώς, και κάθονταν Φαρισαίοι και νομοδιδάσκαλοι που είχαν έρθει από κάθε χωριό της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας και από την Ιερουσαλήμ. Και δύναμη Κυρίου ήταν μαζί του, ώστε να γιατρεύει. 18 Και ιδού άντρες που έφεραν πάνω στο κρεβάτι έναν άνθρωπο που ήταν παράλυτος, και ζητούσαν να τον φέρουν μέσα και να τον θέσουν μπροστά του. 19 Και επειδή δε βρήκαν από ποια είσοδο να τον φέρουν μέσα εξαιτίας του πλήθους, αφού ανέβηκαν στο δώμα, τον κατέβασαν διαμέσου των κεραμιδιών μαζί με το κρεβατάκι του στο μέσο, μπροστά στον Ιησού. 20 Και αυτός, όταν είδε την πίστη τους, είπε: «Άνθρωπε, σου έχουν αφεθεί οι αμαρτίες σου». 21 Και οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι άρχισαν να διαλογίζονται, λέγοντας: «Ποιος είναι αυτός που λαλεί βλαστήμιες; Ποιος δύναται να αφήσει αμαρτίες παρά μόνο ο Θεός;» 22 Επειδή όμως ο Ιησούς κατάλαβε καλά τους διαλογισμούς τους, αποκρίθηκε και είπε προς αυτούς: «Τι διαλογίζεστε μέσα στις καρδιές σας; 23 Τι είναι ευκολότερο, να πω: “Σου έχουν αφεθεί οι αμαρτίες σου”, ή να πω: “Σήκω και περπάτα”; 24 Αλλά για να μάθετε ότι ο Υιός του ανθρώπου έχει εξουσία να αφήνει αμαρτίες πάνω στη γη» – είπε στον παράλυτο: «Σου λέω, σήκω και, αφού πάρεις το κρεβατάκι σου, πήγαινε στον οίκο σου». 25 Και αμέσως σηκώθηκε μπροστά τους, πήρε αυτό πάνω στο οποίο ήταν κατάκοιτος και έφυγε για τον οίκο του δοξάζοντας το Θεό. 26 Και τότε έκπληξη τους κατέλαβε όλους και δόξαζαν το Θεό και γέμισαν με φόβο λέγοντας: «Είδαμε παράδοξα πράγματα σήμερα».
Η κλήση του Λευί
(Μτ. 9:9-13, Μκ. 2:13-17)
27 Και μετά από αυτά εξήλθε από την οικία και είδε έναν τελώνη με το όνομα Λευίς να κάθεται στο τελωνείο, και του είπε: «Ακολούθα με». 28 Και αυτός, αφού τα εγκατέλειψε όλα, σηκώθηκε και τον ακολουθούσε. 29 Και ο Λευίς τού έκανε μεγάλη υποδοχή μέσα στην οικία του, και ήταν πολύ πλήθος τελωνών και άλλων που ήταν μαζί τους καθισμένοι, για να φάνε. 30 Και οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς τους γόγγυζαν προς τους μαθητές του, λέγοντας: «Γιατί τρώτε και πίνετε μαζί με τους τελώνες και τους αμαρτωλούς;» 31 Και αποκρίθηκε ο Ιησούς και είπε προς αυτούς: «Δεν έχουν ανάγκη οι υγιείς από γιατρό, αλλά οι ασθενείς. 32 Δεν έχω έρθει να καλέσω δίκαιους, αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια».
Το θέμα της νηστείας
(Μτ. 9:14-17, Μκ. 2:18-22)
33 Εκείνοι είπαν προς αυτόν: «Οι μαθητές του Ιωάννη νηστεύουν συχνά και κάνουν δεήσεις, όμοια κι εκείνοι των Φαρισαίων, ενώ οι δικοί σου τρώνε και πίνουν». 34 Ο Ιησούς τότε είπε προς αυτούς: «Μήπως μπορείτε να κάνετε να νηστέψουν τους καλεσμένους στο γάμο, ενώ ο γαμπρός είναι μαζί τους; 35 Θα έρθουν όμως ημέρες και, όταν ο γαμπρός αφαιρεθεί από αυτούς, τότε θα νηστέψουν εκείνες τις ημέρες». 36 Έλεγε μάλιστα και παραβολή προς αυτούς: «Κανείς μπάλωμα από καινούργιο ρούχο, αφού το σχίσει, δεν το βάζει πάνω σε ρούχο παλιό. Ειδεμή, βέβαια, και το καινούργιο θα σχίσει το παλιό και στο παλιό δε θα ταιριάξει το μπάλωμα που προέρχεται από το καινούργιο. 37 Και κανείς δε βάζει κρασί νέο σε ασκιά παλιά. Ειδεμή, θα σπάσει βέβαια το κρασί το νέο τα ασκιά, και αυτό θα χυθεί έξω και τα ασκιά θα πάνε χαμένα. 38 Αλλά κρασί νέο πρέπει να βάζουν σε ασκιά καινούργια. 39 Και κανείς, όταν πιει παλιό, δε θέλει νέο. Γιατί λέει: “Το παλιό είναι καλό”».
Κεφάλαιον 6
Η τήρηση του Σαββάτου
(Μτ. 12:1-8, Μκ. 2:23-28)
1 Συνέβηκε λοιπόν ένα Σάββατο να πορεύεται μέσα από τα σπαρτά και μαδούσαν οι μαθητές του και έτρωγαν τα στάχυα, αφού τα έτριβαν με τα χέρια. 2 Μερικοί τότε από τους Φαρισαίους είπαν: «Γιατί κάνετε αυτό που δεν επιτρέπεται το Σάββατο;» 3 Και ο Ιησούς αποκρίθηκε προς αυτούς και είπε: «Δε διαβάσατε ούτε αυτό που έκανε ο Δαβίδ, όταν πείνασε αυτός και όσοι ήταν μαζί του; 4 Πώς εισήλθε στον οίκο του Θεού και έλαβε και έφαγε τους άρτους της προθέσεως και έδωσε σ’ αυτούς που ήταν μαζί του, τους οποίους δεν επιτρέπεται να φάνε παρά μόνο οι ιερείς;» 5 Και τους έλεγε: «Κύριος είναι του Σαββάτου ο Υιός του ανθρώπου».
Ο άνθρωπος με το ξερό χέρι
(Μτ. 12:9-14, Μκ. 3:1-6)
6 Συνέβηκε μάλιστα άλλο Σάββατο να εισέλθει αυτός στη συναγωγή και να διδάσκει. Και ήταν ένας άνθρωπος εκεί, και το χέρι του το δεξί ήταν ξερό. 7 Τον παρατηρούσαν λοιπόν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, για να δουν αν θεραπεύει το Σάββατο, ώστε να βρουν κάτι να τον κατηγορούν. 8 Αλλά αυτός ήξερε τους διαλογισμούς τους, και είπε στον άντρα που είχε ξερό το χέρι: «Σήκω και στάσου στο μέσο». Και αυτός σηκώθηκε και στάθηκε. 9 Είπε τότε ο Ιησούς προς αυτούς: «Σας ρωτώ αν επιτρέπεται κανείς το Σάββατο να αγαθοποιήσει ή να κακοποιήσει, να σώσει ζωή ή να καταστρέψει;» 10 Και αφού κοίταξε γύρω όλους αυτούς, του είπε: «Έκτεινε το χέρι σου». Εκείνος το έκανε και αποκαταστάθηκε το χέρι του. 11 Αυτοί όμως έγιναν έξω φρενών και συζητούσαν μεταξύ τους τι θα μπορούσαν να κάνουν στον Ιησού.
Η εκλογή των δώδεκα
(Μτ. 10:1-4, Μκ. 3:13-19)
12 Συνέβηκε λοιπόν κατά τις ημέρες αυτές να εξέλθει στο όρος, για να προσευχηθεί, και διανυχτέρευε στην προσευχή του Θεού. 13 Και όταν ξημέρωσε, φώναξε τους μαθητές του κοντά του, και εξέλεξε από αυτούς δώδεκα, τους οποίους και ονόμασε αποστόλους: 14 το Σίμωνα, τον οποίο και ονόμασε Πέτρο, και τον Ανδρέα τον αδελφό του, και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και το Φίλιππο και το Βαρθολομαίο 15 και το Ματθαίο και το Θωμά και τον Ιάκωβο το γιο του Αλφαίου και το Σίμωνα, που καλείται Ζηλωτής, 16 και τον Ιούδα το γιο του Ιακώβου και τον Ιούδα Ισκαριώτη, ο οποίος έγινε προδότης.
Θεραπείες σ’ ένα μεγάλο πλήθος
(Μτ. 4:23-25)
17 Και όταν κατέβηκε μαζί τους, στάθηκε σε τόπο πεδινό και μαζί πολύ πλήθος μαθητών του, και πολύ πλήθος του λαού από όλη την Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ και την παραλιακή χώρα της Τύρου και της Σιδώνας, 18 οι οποίοι ήρθαν να τον ακούσουν και να γιατρευτούν από τις νόσους τους. Και εκείνοι που ενοχλούνταν από πνεύματα ακάθαρτα θεραπεύονταν. 19 Και όλο το πλήθος ζητούσε να τον αγγίζει, γιατί δύναμη εξερχόταν από αυτόν και τους γιάτρευε όλους.
Μακαρισμοί και αλίμονο
(Μτ. 5:1-12)
20 Και αυτός, αφού σήκωσε τους οφθαλμούς του στους μαθητές του, έλεγε: Μακάριοι οι φτωχοί, γιατί δική σας είναι η βασιλεία του Θεού. 21 Μακάριοι όσοι πεινάτε τώρα, γιατί θα χορτάσετε. Μακάριοι όσοι κλαίτε τώρα, γιατί θα γελάσετε. 22 Μακάριοι είστε, όταν σας μισήσουν οι άνθρωποι και όταν σας αφορίσουν και σας βρίσουν και βγάλουν το όνομά σας ως κακό εξαιτίας του Υιού του ανθρώπου. 23 Χαρείτε εκείνη την ημέρα και σκιρτήσετε, γιατί ιδού, ο μισθός σας είναι πολύς στον ουρανό. Γιατί κατά τον ίδιο τρόπο έκαναν στους προφήτες οι πατέρες τους. 24 Όμως αλίμονο σ’ εσάς τους πλούσιους, γιατί έχετε πάρει πλήρως την παρηγοριά σας. 25 Αλίμονο σ’ εσάς που είστε χορτασμένοι τώρα, γιατί θα πεινάσετε. Αλίμονο, όσοι γελάτε τώρα, γιατί θα πενθήσετε και θα κλάψετε. 26 Αλίμονο όταν πουν καλά λόγια για σας όλοι οι άνθρωποι· γιατί κατά τα ίδια έκαναν στους ψευδοπροφήτες οι πατέρες τους».
Αγάπη για τους εχθρούς
(Μτ. 5:38-48, 7:12α)
27 «Αλλά σ’ εσάς λέω που ακούτε: αγαπάτε τους εχθρούς σας, κάνετε καλό σ’ αυτούς που σας μισούν, 28 ευλογείτε αυτούς που σας καταριούνται, προσεύχεστε γι’ αυτούς που σας βλάπτουν. 29 Σ’ όποιον σε χτυπά στη μια πλευρά του σαγονιού σου πάρεχε και την άλλη, και από αυτόν που σου παίρνει το πανωφόρι μην τον εμποδίσεις να πάρει και το πουκάμισο. 30 Σε καθέναν που σου ζητάει δίνε, και από όποιον παίρνει τα δικά σου, πίσω μην τα ζητάς. 31 Και καθώς θέλετε να κάνουν σ’ εσάς οι άνθρωποι, κάνετε σ’ αυτούς ομοίως. 32 Και αν αγαπάτε όσους σας αγαπούν, ποια χάρη έχετε; Γιατί και οι αμαρτωλοί αγαπούν όσους τους αγαπούν. 33 Και βέβαια, αν αγαθοποιείτε όσους σας αγαθοποιούν, ποια χάρη έχετε; Και οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν. 34 Και αν δανείσετε σ’ εκείνους από τους οποίους ελπίζετε να τα λάβετε, ποια χάρη έχετε; Και αμαρτωλοί σε αμαρτωλούς δανείζουν, για να λάβουν πίσω τα ίσα. 35 Αλλά όμως αγαπάτε τους εχθρούς σας και αγαθοποιείτε και δανείζετε χωρίς καθόλου να απελπίζετε τους ανθρώπους· και θα είναι ο μισθός σας πολύς, και θα είστε γιοι του Υψίστου, γιατί αυτός είναι ευεργετικός στους αχάριστους και κακούς. 36 Γίνεστε οικτίρμονες καθώς και ο Πατέρας σας είναι οικτίρμονας».
Περί κατακρίσεως του πλησίον
(Μτ. 7:1-5)
37 «Και μην κρίνετε, και δε θα κριθείτε· και μην καταδικάζετε, και δε θα καταδικαστείτε. Ελευθερώνετε από κατάκριση και θα ελευθερωθείτε. 38 Δίνετε και θα σας δοθεί· μέτρο καλό, πιεσμένο, κουνημένο, που να ξεχύνεται θα δώσουν στην αγκαλιά σας. Γιατί με όποιο μέτρο μετράτε θα μετρηθεί αντίστοιχα σ’ εσάς». 39 Είπε μάλιστα και μια παραβολή σ’ αυτούς: «Μήπως δύναται τυφλός να οδηγεί τυφλό; Δε θα πέσουν και οι δύο σε βόθρο; 40 Δεν υπάρχει μαθητής πάνω από το δάσκαλό του· και κάθε καταρτισμένος θα είναι όπως ο δάσκαλός του. 41 Και γιατί βλέπεις την αγκίδα που είναι μέσα στο μάτι του αδελφού σου, ενώ το δοκάρι που είναι μέσα στο δικό σου μάτι δεν παρατηρείς; 42 Πώς δύνασαι να λες στον αδελφό σου: “Αδελφέ, άφησε να βγάλω την αγκίδα που είναι μέσα στο μάτι σου”, ενώ ο ίδιος το δοκάρι μέσα στο μάτι σου δεν βλέπεις; Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι από το μάτι σου, και τότε θα δεις καθαρά την αγκίδα που είναι μέσα στο μάτι του αδελφού σου, για να τη βγάλεις».
Το δέντρο γνωρίζεται από τους καρπούς του
(Μτ. 7:17-20, 12:34β-35)
43 «Γιατί δεν υπάρχει δέντρο καλό που να κάνει καρπό σάπιο, ούτε πάλι δέντρο σάπιο που να κάνει καρπό καλό. 44 Γιατί κάθε δέντρο γνωρίζεται από το δικό του καρπό. Γιατί από αγκάθια δε μαζεύουν σύκα ούτε από βάτο τρυγούν σταφύλια. 45 Ο αγαθός άνθρωπος από τον αγαθό θησαυρό της καρδιάς του προφέρει το αγαθό, και ο κακός από τον κακό προφέρει το κακό. Γιατί από το περίσσευμα της καρδιάς μιλά το στόμα του».
Τα δύο θεμέλια
(Μτ. 7:24-27)
46 «Και τι με καλείτε: “Κύριε, Κύριε”, και δεν κάνετε όσα λέω; 47 Καθένας που έρχεται προς εμένα και ακούει τα λόγια μου και τα εφαρμόζει θα σας υποδείξω με ποιον είναι όμοιος: 48 όμοιος είναι με άνθρωπο που οικοδομεί οικία, ο οποίος έσκαψε και βάθυνε και έθεσε θεμέλιο πάνω στο βράχο. Και όταν έγινε πλημμύρα, όρμησε ο ποταμός πάνω στην οικία εκείνη, αλλά δεν μπόρεσε να τη σαλέψει, γιατί οικοδομήθηκε καλά. 49 Αλλά εκείνος που άκουσε και δεν εφάρμοσε είναι όμοιος με άνθρωπο που οικοδόμησε οικία πάνω στη γη χωρίς θεμέλια. Σ’ αυτήν την οικία όρμησε πάνω ο ποταμός και ευθύς κατάπεσε, και το ρήγμα της οικίας εκείνης έγινε μεγάλο».
Κεφάλαιον 7
Η θεραπεία του δούλου ενός εκατόνταρχου
(Μτ. 8:5-13, Ιν. 4:43-54)
1 Όταν συμπλήρωσε όλα τα λόγια του που έπρεπε να πει στα αυτιά του λαού, εισήλθε στην Καπερναούμ. 2 Και ο δούλος κάποιου εκατόνταρχου, που ήταν σε κακή κατάσταση, έμελλε να πεθάνει, ο οποίος του ήταν πολύτιμος. 3 Όταν άκουσε λοιπόν για τον Ιησού, απέστειλε προς αυτόν πρεσβυτέρους των Ιουδαίων, παρακαλώντας τον για να έρθει να διασώσει το δούλο του. 4 Εκείνοι, αφού παρουσιάστηκαν στον Ιησού, τον παρακαλούσαν επιμόνως λέγοντας: «Άξιος είναι αυτός στον οποίο θα παράσχεις τούτο. 5 Γιατί αγαπά το έθνος μας και τη συναγωγή αυτός την οικοδόμησε σ’ εμάς». 6 Ο Ιησούς τότε προχωρούσε μαζί τους. Αλλά ενώ ήδη δεν απείχε μακριά από την οικία του, έστειλε φίλους ο εκατόνταρχος, λέγοντάς του: «Κύριε, μην ενοχλείσαι, γιατί δεν είμαι ικανός να εισέλθεις κάτω από τη στέγη μου. 7 Γι’ αυτό ούτε τον εαυτό μου δε θεώρησα άξιο να έρθει προς εσένα· αλλά πες ένα λόγο και ας γιατρευτεί ο δούλος μου. 8 Γιατί κι εγώ είμαι άνθρωπος υποτασσόμενος σε εξουσία, έχοντας κάτω από τον εαυτό μου στρατιώτες, και λέω σε τούτον: “Πήγαινε”, και πηγαίνει. Και στον άλλο: “Έλα”, και έρχεται. Και στο δούλο μου: “Κάνε αυτό”, και το κάνει». 9 Όταν άκουσε τότε αυτά ο Ιησούς, τον θαύμασε και στράφηκε στο πλήθος που τον ακολουθούσε και είπε: «Σας λέω, ούτε μέσα στο λαό Ισραήλ δε βρήκα τόσο πολλή πίστη». 10 Και όταν επέστρεψαν στον οίκο αυτοί που στάλθηκαν, βρήκαν το δούλο να είναι υγιής.
Η ανάσταση του γιου της χήρας στη Ναΐν
11 Και συνέβηκε αμέσως μετά ο Ιησούς να πάει σε μια πόλη που καλείται Ναΐν και πήγαιναν μαζί του οι μαθητές του και πλήθος πολύ. 12 Μόλις λοιπόν πλησίασε στην πύλη της πόλης, τότε ιδού, έφερναν έξω έναν πεθαμένο, μονογενή γιο της μητέρας του, και αυτή ήταν χήρα. Και αρκετό πλήθος της πόλης ήταν μαζί της. 13 Και όταν την είδε ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και τής είπε: «Μην κλαις». 14 Και αφού πλησίασε, άγγιξε τη σορό, και εκείνοι που τη βάσταζαν στάθηκαν· και είπε: «Νεαρέ, σου λέω, σήκω». 15 Και ανακάθισε ο νεκρός και άρχισε να μιλά, και τον έδωσε στη μητέρα του. 16 Κατέλαβε τότε φόβος όλους και δόξαζαν το Θεό, λέγοντας: «Προφήτης μεγάλος εγέρθηκε μεταξύ μας», και: «Επισκέφτηκε ο Θεός το λαό του». 17 Και εξήλθε αυτή η φήμη σε όλη την Ιουδαία γι’ αυτόν και σε όλα τα περίχωρα.
Οι απεσταλμένοι του Ιωάννη του Βαπτιστή
(Μτ. 11:2-19)
18 Και ανάγγειλαν στον Ιωάννη οι μαθητές του για όλα αυτά. Και αφού προσκάλεσε κάποιους, δύο από τους μαθητές του, ο Ιωάννης 19 τούς έστειλε προς τον Κύριο, λέγοντας: «Εσύ είσαι ο ερχόμενος ή άλλον να προσδοκούμε;» 20 Παρουσιάστηκαν λοιπόν προς αυτόν οι άντρες και είπαν: «Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μάς απέστειλε προς εσένα λέγοντας: “Εσύ είσαι ο ερχόμενος ή άλλον να προσδοκούμε”;» 21 Εκείνη την ώρα θεράπευσε πολλούς από νόσους και μάστιγες και πνεύματα κακά και χάρισε το φως σε πολλούς τυφλούς, ώστε να βλέπουν. 22 Και τότε αποκρίθηκε και τους είπε: «Πάτε και αναγγείλτε στον Ιωάννη αυτά που είδατε και ακούσατε: τυφλοί αποκτούν το φως τους, χωλοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται και κουφοί ακούν, νεκροί εσκίρονται, φτωχοί ευαγγελίζονται. 23 Και μακάριος είναι αυτός που δε θα σκανδαλιστεί με εμένα». 24 Και όταν έφυγαν οι αγγελιοφόροι του Ιωάννη, άρχισε να λέει προς τα πλήθη για τον Ιωάννη: «Τι εξήλθατε στην έρημο να δείτε με θαυμασμό; Καλάμι που σαλεύεται από τον άνεμο; 25 Όχι, βέβαια. Αλλά τι εξήλθατε να δείτε; Άνθρωπο με μαλακά ρούχα ντυμένο; Ιδού, αυτοί που ζουν με λαμπρά ρούχα και με τρυφηλή ζωή είναι στους βασιλικούς οίκους. 26 Αλλά τι εξήλθατε να δείτε; Προφήτη; Ναι, σας λέω, και περισσότερο από προφήτη. 27 Αυτός είναι για τον οποίο έχει γραφτεί: Ιδού, αποστέλλω τον αγγελιοφόρο μου πριν από το πρόσωπό σου, ο οποίος θα παρασκευάσει την οδό σου μπροστά σου. 28 Σας λέω: δεν είναι κανένας μεγαλύτερος από τον Ιωάννη μεταξύ των γεννημένων από γυναίκες. Αλλά ο μικρότερος στη βασιλεία του Θεού είναι μεγαλύτερος από αυτόν». 29 Και όταν το άκουσε όλος ο λαός και οι τελώνες, δικαίωσαν το Θεό, επειδή βαφτίστηκαν το βάφτισμα του Ιωάννη. 30 Ενώ οι Φαρισαίοι και οι νομικοί απορρίψανε τη βουλή του Θεού για τους εαυτούς τους, επειδή δε βαφτίστηκαν από αυτόν. 31 «Με τι λοιπόν να παρομοιάσω τους ανθρώπους της γενιάς αυτής και με τι είναι όμοιοι; 32 Είναι όμοιοι με παιδιά που κάθονται στην αγορά και φωνάζουν το ένα προς το άλλο παίζοντας, τα οποία λένε: “Σας παίξαμε αυλό και δε χορέψατε, θρηνήσαμε και δεν κλάψατε”. 33 Γιατί έχει έρθει ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, που δεν τρώει άρτο μήτε πίνει κρασί, και λέτε: “Δαιμόνιο έχει”. 34 Έχει έρθει ο Υιός του ανθρώπου, που τρώει και πίνει, και λέτε: “Ιδού άνθρωπος φαγάς και οινοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών”. 35 Και δικαιώθηκε η σοφία από όλα τα τέκνα της».
Ο Ιησούς συγχωρεί μια αμαρτωλή γυναίκα
36 Τον παρακαλούσε τότε κάποιος από τους Φαρισαίους να φάει μαζί του. Και αφού εισήλθε στον οίκο του Φαρισαίου, κάθισε, για να φάει. 37 Και ιδού μια γυναίκα που ήταν αμαρτωλή μέσα στην πόλη, και που έμαθε ότι γευματίζει στην οικία του Φαρισαίου, αφού έφερε αλαβάστρινο δοχείο με μύρο 38 και στάθηκε πίσω, κλαίγοντας κοντά στα πόδια του, με τα δάκρυά της άρχισε να βρέχει τα πόδια του και με τις τρίχες της κεφαλής της τα σκούπιζε, και καταφιλούσε τα πόδια του και τα άλειφε με το μύρο. 39 Όταν είδε τότε αυτά ο Φαρισαίος που τον κάλεσε, είπε μέσα του: «Αυτός, αν ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τι είδους είναι η γυναίκα που τον αγγίζει, γιατί είναι αμαρτωλή». 40 Και αποκρίθηκε ο Ιησούς και είπε προς αυτόν: «Σίμωνα, έχω κάτι να σου πω». Εκείνος του λέει: «Δάσκαλε, πες το». 41 «Κάποιος δανειστής είχε δύο χρεοφειλέτες: ο ένας όφειλε πεντακόσια δηνάρια, και ο άλλος πενήντα. 42 Επειδή δεν είχαν να αποδώσουν το χρέος, το χάρισε και στους δύο. Ποιος λοιπόν από αυτούς θα τον αγαπήσει περισσότερο;» 43 Αποκρίθηκε ο Σίμωνας και είπε: «Υποθέτω, αυτός στον οποίο χάρισε τα περισσότερα». Εκείνος είπε σ’ αυτόν: «Ορθά έκρινες». 44 Και αφού στράφηκε προς τη γυναίκα, είπε στο Σίμωνα: «Βλέπεις αυτήν τη γυναίκα; Εισήλθα στην οικία σου, νερό δε μου έδωσες για τα πόδια. Αυτή, όμως, με τα δάκρυά της μου έβρεξε τα πόδια και με τα μαλλιά της τα σκούπισε. 45 Φίλημα δε μου έδωσες. Αυτή, όμως, από τη στιγμή που εισήλθα δε σταμάτησε να μου καταφιλά τα πόδια. 46 Με λάδι το κεφάλι μου δεν το άλειψες. Αυτή, όμως, με μύρο άλειψε τα πόδια μου. 47 Γι’ αυτό, σου λέω, έχουν αφεθεί οι αμαρτίες της οι πολλές, και αυτό φαίνεται από το ότι με αγάπησε πολύ· σ’ όποιον όμως λίγο αφήνεται, λίγο αγαπά». 48 Είπε τότε σ’ αυτήν: «Σου έχουν αφεθεί οι αμαρτίες». 49 Και εκείνοι που κάθονταν μαζί του για να φάνε άρχισαν να λένε μεταξύ τους: «Ποιος είναι αυτός που αφήνει και αμαρτίες;» 50 Είπε τότε προς τη γυναίκα: «Η πίστη σου σε έχει σώσει· πήγαινε με ειρήνη».
Κεφάλαιον 8
Οι γυναίκες που συνόδευαν τον Ιησού.
1 Και τότε, συνέβηκε στη συνέχεια αυτός να περιοδεύει από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό, κηρύττοντας και ευαγγελιζόμενος τη βασιλεία του Θεού. Και ήταν οι δώδεκα μαζί του, 2 και μερικές γυναίκες που ήταν θεραπευμένες από πνεύματα κακά και από ασθένειες, η Μαρία, που καλείται Μαγδαληνή, από την οποία είχαν εξέλθει εφτά δαιμόνια, 3 και η Ιωάννα, η γυναίκα του Χουζά, του επιτρόπου του Ηρώδη, και η Σουσάνα και άλλες πολλές, οι οποίες τους διακονούσαν από τα υπάρχοντά τους.
Η παραβολή του σπορέα
(Μτ. 13:1-9, Μκ. 4:1-9)
4 Και καθώς μαζευόταν πολύ πλήθος και πήγαιναν προς αυτόν από διάφορες πόλεις, τους είπε με παραβολή τα εξής: 5 «Εξήλθε ο σπορέας για να σπείρει το σπόρο του. Και ενώ αυτός έσπερνε, ένας σπόρος έπεσε δίπλα στην οδό και καταπατήθηκε, και τον κατάφαγαν τα πετεινά του ουρανού. 6 Και άλλος κατάπεσε πάνω στην πέτρα και, όταν φύτρωσε, ξεράθηκε, επειδή δεν είχε υγρασία. 7 Και άλλος έπεσε στο μέσο των αγκαθιών και, όταν τα αγκάθια φύτρωσαν μαζί του, τον απόπνιξαν. 8 Και άλλος έπεσε στη γη την αγαθή και, όταν φύτρωσε, έκανε καρπό εκατονταπλάσιο». Λέγοντας αυτά, φώναζε: «Όποιος έχει αυτιά για να ακούει ας ακούει».
Ο σκοπός των παραβολών
(Μτ. 13:10-17, Μκ. 4:10-12)
9 Τον ρωτούσαν λοιπόν οι μαθητές του τι μπορεί να σημαίνει αυτή η παραβολή. 10 Εκείνος είπε: «Σ’ εσάς έχει δοθεί να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, αλλά στους λοιπούς λέγονται με παραβολές, για να μη βλέπουν βλέποντας και να μην καταλαβαίνουν ακούγοντας».
Η εξήγηση της παραβολής του σπορέα
(Μτ. 13:18-23, Μκ. 4:13-20)
11 «Αυτή λοιπόν είναι η ερμηνεία της παραβολής: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. 12 Οι σπόροι δίπλα στην οδό είναι εκείνοι που άκουσαν. Έπειτα έρχεται ο Διάβολος και αφαιρεί το λόγο από την καρδιά τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν. 13 Εκείνοι που έπεσαν πάνω στην πέτρα είναι αυτοί που, όταν ακούσουν, με χαρά δέχονται το λόγο, αλλά αυτοί δεν έχουν ρίζα, οι οποίοι πιστεύουν πρόσκαιρα και απομακρύνονται σε καιρό πειρασμού. 14 Εκείνο όμως που έπεσε στα αγκάθια, αυτοί είναι όσοι άκουσαν, αλλά επειδή πορεύονται κάτω από τις μέριμνες και τον πλούτο και τις ηδονές του βίου, συμπνίγονται και δε φέρουν καρπό σε πλήρη ωριμότητα. 15 Εκείνο που έπεσε στην καλή γη είναι αυτοί οι οποίοι με καρδιά καλή και αγαθή, όταν ακούσουν το λόγο, τον κατέχουν και καρποφορούν με υπομονή».
Το φως κάτω από το σκεύος
(Μκ. 4:21-25)
16 «Κανείς, λοιπόν, όταν ανάψει λύχνο, δεν τον καλύπτει με σκεύος ή τον θέτει κάτω από το κρεβάτι, αλλά τον θέτει πάνω στο λυχνοστάτη, για να βλέπουν το φως όσοι μπαίνουν μέσα. 17 Γιατί δεν υπάρχει κρυφό που δε θα γίνει φανερό ούτε απόκρυφο που να μη γνωριστεί και να μην έρθει στο φανερό. 18 Προσέχετε λοιπόν πώς ακούτε. Γιατί σ’ όποιον έχει θα του δοθεί· αλλά σ’ όποιον δεν έχει, και αυτό που νομίζει ότι έχει θα αφαιρεθεί από αυτόν».
Η μητέρα και οι αδελφοί του Ιησού
(Μτ. 12:46-50, Μκ. 3:31-35)
19 Παρουσιάστηκαν τότε προς αυτόν η μητέρα του και οι αδελφοί του, αλλά δεν μπορούσαν να πάνε κοντά του εξαιτίας του πλήθους. 20 Του αναγγέλθηκε λοιπόν: «Η μητέρα σου και οι αδελφοί σου έχουν σταθεί έξω θέλοντας να σε δουν». 21 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε προς αυτούς: «Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί: όσοι ακούν και εφαρμόζουν το λόγο του Θεού».
Η κατάπαυση της τρικυμίας
(Μτ. 8:23-27, Μκ. 4:35-41)
22 Συνέβηκε, λοιπόν, σε μια από τις ημέρες εκείνες, τότε αυτός να μπει σε πλοίο όπως και οι μαθητές του και είπε προς αυτούς: «Ας περάσουμε αντίπερα στη λίμνη». Και ανοίχτηκαν στο πέλαγος. 23 Ενώ λοιπόν αυτοί έπλεαν, αποκοιμήθηκε. Και κατέβηκε λαίλαπα ανέμου στη λίμνη και συνέχιζαν να γεμίζουν με νερά και κινδύνευαν. 24 Πλησίασαν τότε και τον ξύπνησαν λέγοντας: «Επιστάτη, επιστάτη, χανόμαστε». Εκείνος, αφού σηκώθηκε, επιτίμησε τον άνεμο και την ταραχή του νερού· και έπαψαν και έγινε γαλήνη. 25 Τους είπε τότε: «Πού είναι η πίστη σας;» Φοβήθηκαν λοιπόν και θαύμασαν, λέγοντας ο ένας προς τον άλλο: «Ποιος άραγε είναι αυτός που και τους ανέμους διατάζει και το νερό, και αυτά τον υπακούνε;»
Η θεραπεία του δαιμονισμένου Γερασηνού
(Μτ. 8:28-34, Μκ. 5:1-20)
26 Και εισέπλευσαν στη χώρα των Γερασηνών, που είναι αντίπερα από τη Γαλιλαία. 27 Όταν λοιπόν αυτός εξήλθε στη ξηρά, τον συνάντησε κάποιος άντρας από την πόλη που είχε δαιμόνια. Και για αρκετό χρόνο δεν ντύθηκε ρούχο και δεν έμενε σε οικία αλλά στα μνήματα. 28 Όταν είδε λοιπόν τον Ιησού, έκραξε δυνατά και έπεσε μπροστά του και είπε με φωνή μεγάλη: «Τι σχέση έχουμε εγώ κι εσύ, Ιησού, Υιέ του Θεού του ύψιστου; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις» 29 – γιατί παράγγειλε στο πνεύμα το ακάθαρτο να εξέλθει από τον άνθρωπο. Επειδή από πολλά χρόνια το δαιμόνιο τον είχε αφαρπάξει, και τον έδεναν με αλυσίδες και τον φύλαγαν με ποδόδεσμα, και αυτός σπάζοντας τα δεσμά φερόταν από το δαιμόνιο στις ερήμους. 30 Τον επερώτησε τότε ο Ιησούς: «Τι όνομα έχεις;» Εκείνος είπε: «Λεγεώνα», γιατί πολλά δαιμόνια εισήλθαν σ’ αυτόν. 31 Και τον παρακαλούσαν να μην τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο. 32 Ήταν τότε εκεί μια αγέλη αρκετών χοίρων που έβοσκε στο όρος. Και τον παρακάλεσαν να τα επιτρέψει να εισέλθουν σ’ εκείνους· και το επέτρεψε σ’ αυτά. 33 Αφού, λοιπόν, τα δαιμόνια εξήλθαν από τον άνθρωπο, εισήλθαν στους χοίρους, και όρμησε η αγέλη κάτω στο γκρεμό, στη λίμνη, και πνίγηκε. 34 Και όταν αυτοί που τους έβοσκαν είδαν το γεγονός, έφυγαν και το ανάγγειλαν στην πόλη και στους αγρούς. 35 Εξήλθαν, τότε, για να δουν το γεγονός, και ήρθαν προς τον Ιησού. Και βρήκαν τον άνθρωπο από τον οποίο εξήλθαν τα δαιμόνια να κάθεται ντυμένος και σώφρονας δίπλα στα πόδια του Ιησού, και φοβήθηκαν. 36 Εκείνοι που το είδαν ανάγγειλαν τότε σ’ αυτούς πώς σώθηκε ο δαιμονισμένος. 37 Και τότε τον παρακάλεσε όλο το πλήθος της περιοχής των Γερασηνών να φύγει από αυτούς, γιατί τους κατείχε μεγάλος φόβος. Και αυτός, αφού μπήκε σ’ ένα πλοίο, επέστρεψε. 38 Τον παρακαλούσε όμως ο άντρας από τον οποίο είχαν εξέλθει τα δαιμόνια να μένει μαζί του. Αλλά ο Ιησούς του είπε να φύγει, λέγοντας: 39 «Επίστρεφε στον οίκο σου και να διηγείσαι όσα σου έκανε ο Θεός». Και εκείνος έφυγε και πήγε σε όλη την πόλη, διακηρύττοντας όσα του έκανε ο Ιησούς.
Η θυγατέρα του Ιάιρου και η γυναίκα με την αιμορραγία
(Μτ. 9:18-26, Μκ. 5:21-43)
40 Ενώ λοιπόν επέστρεφε ο Ιησούς, τον υποδέχτηκε το πλήθος· γιατί όλοι τον προσδοκούσαν συνεχώς. 41 Και ιδού, ήρθε ένας άντρας που είχε το όνομα Ιάϊρος, και αυτός ήταν άρχοντας της συναγωγής. Και αφού έπεσε δίπλα στα πόδια του Ιησού, τον παρακαλούσε να εισέλθει στον οίκο του, 42 γιατί είχε μια θυγατέρα μονογενή, περίπου δώδεκα ετών, και αυτή πέθαινε. Ενώ λοιπόν αυτός πήγαινε, τα πλήθη τον συνέπνιγαν. 43 Και μια γυναίκα που είχε ροή αίματος από δώδεκα έτη, η οποία σε γιατρούς κατανάλωσε όλη την περιουσία της και δεν μπόρεσε από κανέναν να θεραπευτεί, 44 αφού πλησίασε από πίσω του, άγγιξε το κράσπεδο του ρούχου του και αμέσως σταμάτησε η ροή του αίματός της. 45 Και είπε ο Ιησούς: «Ποιος είναι αυτός που με άγγιξε;» Ενώ λοιπόν όλοι αρνούνταν, είπε ο Πέτρος: «Επιστάτη, τα πλήθη σε συμπιέζουν και σε συνθλίβουν». 46 Ο Ιησούς όμως είπε: «Με άγγιξε κάποιος, γιατί εγώ κατάλαβα ότι δύναμη έχει εξέλθει από εμένα». 47 Όταν είδε λοιπόν η γυναίκα ότι δε διέφυγε την προσοχή, τρέμοντας ήρθε και έπεσε μπροστά του και διηγήθηκε μπροστά σε όλο το λαό για ποια αιτία τον άγγιξε και πώς γιατρεύτηκε αμέσως. 48 Εκείνος της είπε: «Θυγατέρα μου, η πίστη σου σε έχει σώσει· πήγαινε με ειρήνη». 49 Ενώ αυτός μιλούσε ακόμη, έρχεται κάποιος από την οικία του αρχισυνάγωγου λέγοντας: «Η θυγατέρα σου έχει πεθάνει· μην ενοχλείς πια το δάσκαλο». 50 Αλλά ο Ιησούς, όταν άκουσε, του αποκρίθηκε: «Μη φοβάσαι, μόνο πίστεψε, και θα σωθεί». 51 Όταν ήρθε λοιπόν στην οικία, δεν άφησε κανέναν να εισέλθει μαζί του παρά μόνο τον Πέτρο και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και τον πατέρα του παιδιού και την μητέρα του. 52 Και όλοι έκλαιγαν και τη θρηνούσαν. Αυτός είπε: «Μην κλαίτε, γιατί δεν πέθανε αλλά κοιμάται». 53 Και τον περιγελούσαν, γιατί ήξεραν ότι πέθανε. 54 Αυτός, όμως, αφού κράτησε το χέρι της, φώναξε λέγοντας: «Κορίτσι, σήκω». 55 Και επέστρεψε το πνεύμα της και σηκώθηκε αμέσως, και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν να φάει. 56 Και έμειναν εκστατικοί οι γονείς της. Εκείνος τους παράγγειλε να μην πουν σε κανέναν το γεγονός.