355 500 произведений, 25 200 авторов.

Электронная библиотека книг » Автор Неизвестен » Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) » Текст книги (страница 23)
Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση)
  • Текст добавлен: 17 сентября 2016, 21:41

Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση)"


Автор книги: Автор Неизвестен


Жанры:

   

Религия

,

сообщить о нарушении

Текущая страница: 23 (всего у книги 46 страниц)

Κεφάλαιον 8

1 Και ο Σαύλος ευαρεστούνταν συμφωνώντας στη θανάτωσή του.

Ο Παύλος καταδιώκει την εκκλησία

Εκείνη την ημέρα έγινε τότε μεγάλος διωγμός ενάντια στην εκκλησία που ήταν στα Ιεροσόλυμα, και όλοι διασπάρθηκαν στην ύπαιθρο της Ιουδαίας και της Σαμάρειας εκτός από τους αποστόλους. 2 Όμως μετέφεραν και έθαψαν το Στέφανο άντρες ευλαβείς, και έκαναν θρήνο μεγάλο γι’ αυτόν. 3 Ενώ ο Σαύλος προξενούσε φθορά στην εκκλησία μπαίνοντας από οίκο σε οίκο, σέρνοντας άντρες και γυναίκες και τους παράδινε στη φυλακή.

Το ευαγγέλιο κηρύττεται στη Σαμάρεια

4 Αυτοί λοιπόν που διασπάρθηκαν πέρασαν τη χώρα ευαγγελιζόμενοι το λόγο του Θεού. 5 Και ο Φίλιππος κατέβηκε στην πόλη της Σαμάρειας και κήρυττε σ’ αυτούς το Χριστό. 6 Πρόσεχαν ομόψυχα τότε τα πλήθη σ’ αυτά που λέγονταν από το Φίλιππο, καθώς αυτοί άκουγαν και έβλεπαν τα θαυματουργικά σημεία που έκανε. 7 Γιατί ήταν πολλοί από αυτούς που είχαν πνεύματα ακάθαρτα που φώναζαν με φωνή μεγάλη και εξέρχονταν, ενώ πολλοί παράλυτοι και χωλοί θεραπεύτηκαν. 8 Και έγινε πολλή χαρά στην πόλη εκείνη. 9 Κάποιος άντρας, λοιπόν, με το όνομα Σίμωνας προϋπήρχε μέσα στην πόλη, μαγεύοντας και αφήνοντας εκστατικό το έθνος της Σαμάρειας, λέγοντας πως ο εαυτός του είναι κάποιος μεγάλος. 10 Σ’ αυτόν πρόσεχαν όλοι, από τον μικρό ως τον μεγάλο, λέγοντας: «Αυτός είναι η δύναμη του Θεού, που καλείται “Μεγάλη”». 11 Πρόσεχαν λοιπόν σ’ αυτόν, γιατί από αρκετό χρόνο με τις μαγείες τούς είχε αφήσει εκστατικούς. 12 Όταν όμως πίστεψαν στο Φίλιππο που ευαγγέλιζε για τη βασιλεία του Θεού και για το όνομα του Ιησού Χριστού, βαφτίζονταν άντρες και γυναίκες. 13 Ο Σίμωνας, λοιπόν, και αυτός πίστεψε και, αφού βαφτίστηκε, ήταν προσκολλημένος στο Φίλιππο και, βλέποντας τα θαυματουργικά σημεία και τις δυνάμεις τις μεγάλες που γίνονταν, έμενε εκστατικός. 14 Όταν άκουσαν τότε οι απόστολοι στα Ιεροσόλυμα ότι η Σαμάρεια έχει δεχτεί το λόγο του Θεού, απέστειλαν προς αυτούς τον Πέτρο και τον Ιωάννη, 15 οι οποίοι κατέβηκαν και προσευχήθηκαν γι’ αυτούς, για να λάβουν Πνεύμα Άγιο. 16 Γιατί ακόμα δεν είχε πέσει πάνω σε κανέναν από αυτούς, αλλά μόνο ήταν βαφτισμένοι στο όνομα του Κυρίου Ιησού. 17 Τότε έθεταν τα χέρια πάνω τους και λάβαιναν Πνεύμα Άγιο. 18 Όταν είδε τότε ο Σίμωνας ότι με την επίθεση των χεριών των αποστόλων δίνεται το Πνεύμα, τους πρόσφερε χρήματα, 19 λέγοντας: «Δώστε και σ’ εμένα την εξουσία αυτή, ώστε σ’ όποιον επιθέσω τα χέρια να λαβαίνει Πνεύμα Άγιο». 20 Ο Πέτρος όμως είπε προς αυτόν: «Το ασήμι σου ας είναι για απώλεια μαζί μ’ εσένα, επειδή νόμισες ότι η δωρεά του Θεού αποκτάται με χρήματα. 21 Δεν υπάρχει σ’ εσένα μερίδα ούτε κλήρος στην υπόθεση αυτού του λόγου, γιατί η καρδιά σου δεν είναι ευθεία απέναντι στο Θεό. 22 Μετανόησε λοιπόν από την κακία σου αυτήν και δεήσου στον Κύριο, μήπως σου αφεθεί αυτή η σκέψη της καρδιάς σου· 23 γιατί σε βλέπω να είσαι βυθισμένος σε πικρή χολή και δεμένος με δεσμά αδικίας». 24 Αποκρίθηκε τότε ο Σίμωνας και είπε: «Δεηθείτε εσείς για μένα προς τον Κύριο, για να μην έρθει πάνω μου τίποτα απ’ όσα έχετε πει». 25 Αυτοί, λοιπόν, αφού έδωσαν επίσημη μαρτυρία και μίλησαν το λόγο του Κυρίου, επέστρεφαν στα Ιεροσόλυμα και ευαγγέλιζαν πολλά χωριά των Σαμαρειτών.

Ο Φίλιππος και ο ευνούχος Αιθίοπας

26 Άγγελος Κυρίου τότε λάλησε προς το Φίλιππο λέγοντας: «Σήκω και πήγαινε κατά το νότο, στην οδό που κατεβαίνει από την Ιερουσαλήμ στη Γάζα· αυτή είναι έρημη». 27 Και αφού σηκώθηκε, πήγε. Και ιδού ένας άντρας Αιθίοπας, ευνούχος, ανώτατος αξιωματούχος της Κανδάκης, βασίλισσας των Αιθιόπων, ο οποίος ήταν υπεύθυνος πάνω σε όλο το θησαυροφυλάκιό της. Αυτός είχε έρθει να προσκυνήσει στην Ιερουσαλήμ, 28 και επέστρεφε και καθόταν πάνω στο άρμα του και διάβαζε τον προφήτη Ησαΐα. 29 Είπε λοιπόν το Πνεύμα στο Φίλιππο: «Πλησίασε και προσκολλήσου στο άρμα τούτο». 30 Προσέτρεξε τότε ο Φίλιππος και τον άκουσε να διαβάζει τον προφήτη Ησαΐα και του είπε: «Άραγε καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις;» 31 Εκείνος είπε: «Όχι. Γιατί πώς θα μπορούσα αν κάποιος δε με οδηγήσει;» Και παρακάλεσε το Φίλιππο να ανεβεί και να καθίσει μαζί του. 32 Η περικοπή λοιπόν της Γραφής που διάβαζε ήταν αυτή: Σαν πρόβατο στη σφαγή οδηγήθηκε και σαν αμνός απέναντι σ’ αυτόν που τον κουρεύει άφωνος, έτσι δεν ανοίγει το στόμα του. 33 Μέσα στην ταπείνωσή του αφαιρέθηκε η κατάκρισή του. Τη γενιά του ποιος θα διηγηθεί; Επειδή αφαιρείται από τη γη η ζωή του. 34 Αποκρίθηκε τότε ο ευνούχος στο Φίλιππο και του είπε: «Σε παρακαλώ, πες μου, για ποιον ο προφήτης λέει αυτό; Για τον εαυτό του ή για κάποιον άλλο;» 35 Άνοιξε τότε ο Φίλιππος το στόμα του και, αφού άρχισε από τη γραφή αυτή, του κήρυξε το ευαγγέλιο για τον Ιησού. 36 Καθώς λοιπόν προχωρούσαν στο δρόμο, ήρθαν σε κάποιο μέρος με νερό, και λέει ο ευνούχος: «Ιδού νερό, τι με εμποδίζει να βαφτιστώ;» 37 [Είπε τότε ο Φίλιππος: «Αν πιστεύεις με όλη την καρδιά, επιτρέπεται». Αποκρίθηκε λοιπόν και είπε: «Πιστεύω πως ο Υιός του Θεού είναι ο Ιησούς Χριστός».] 38 Και διέταξε να σταθεί το άρμα και κατέβηκαν και οι δύο στο νερό, ο Φίλιππος και ο ευνούχος, και τον βάφτισε. 39 Όταν λοιπόν ανέβηκαν από το νερό, Πνεύμα Κυρίου άρπαξε το Φίλιππο και δεν τον είδε πια ο ευνούχος, γιατί προχωρούσε στο δρόμο του χαίροντας. 40 Και ο Φίλιππος βρέθηκε στην Άζωτο· και περνώντας ευαγγέλιζε όλες τις πόλεις, ωσότου ήρθε στην Καισάρεια.

Κεφάλαιον 9
Η μεταστροφή του Παύλου στο Χριστό
(Πρ. 22:6-16, 26:12-18)

1 Ο Σαύλος, λοιπόν, πνέοντας ακόμα μέσα του απειλή και φόνο για τους μαθητές του Κυρίου, προσήλθε στον αρχιερέα 2 και ζήτησε από αυτόν επιστολές για τη Δαμασκό προς τις συναγωγές, ώστε, αν βρει κάποιους που ήταν της Οδού, άντρες και γυναίκες, να τους οδηγήσει δεμένους στην Ιερουσαλήμ. 3 Ενώ λοιπόν πορευόταν, πλησίαζε τη Δαμασκό και ξαφνικά άστραψε γύρω του φως από τον ουρανό 4 και, αφού έπεσε στη γη, άκουσε φωνή να του λέει: «Σαούλ, Σαούλ, τι με καταδιώκεις;» 5 Αυτός είπε τότε: «Ποιος είσαι, Κύριε;» Εκείνος απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς που εσύ καταδιώκεις. 6 Αλλά σήκω και είσελθε στην πόλη και θα σου ειπωθεί ό,τι πρέπει να κάνεις». 7 Και οι άντρες που τον συνόδευαν είχαν σταθεί άφωνοι, επειδή αφενός άκουγαν τη φωνή, αφετέρου δεν έβλεπαν κανέναν. 8 Σηκώθηκε τότε ο Σαύλος από τη γη, και ενώ ήταν ανοιγμένα τα μάτια του, δεν έβλεπε τίποτα· χειραγωγώντας λοιπόν αυτόν, τον εισήγαγαν στη Δαμασκό. 9 Και ήταν τρεις ημέρες που δεν έβλεπε, και δεν έφαγε ούτε ήπιε. 10 Ήταν τότε κάποιος μαθητής στη Δαμασκό με το όνομα Ανανίας, και ο Κύριος είπε προς αυτόν σε όραμα: «Ανανία». Εκείνος είπε: «Ιδού εγώ, Κύριε». 11 Και ο Κύριος είπε προς αυτόν: «Σήκω και πήγαινε στη στενή οδό που καλείται “Ευθεία” και ζήτησε στην οικία του Ιούδα έναν Ταρσέα με το όνομα Σαύλος. Γιατί ιδού, προσεύχεται 12 και είδε έναν άντρα σε όραμα, με το όνομα Ανανίας, που εισήλθε και επέθεσε σ’ αυτόν τα χέρια, για να ξαναδεί». 13 Αποκρίθηκε τότε ο Ανανίας: «Κύριε, άκουσα από πολλούς για τον άντρα αυτόν, πόσα κακά έκανε στους αγίους σου στην Ιερουσαλήμ. 14 Και εδώ έχει εξουσία από τους αρχιερείς να δέσει όλους όσοι επικαλούνται το όνομά σου». 15 Είπε όμως προς αυτόν ο Κύριος: «Πήγαινε, γιατί σκεύος εκλογής είναι αυτός για μένα, για να βαστάξει το όνομά μου μπροστά σε έθνη και σε βασιλιάδες και στους γιους Ισραήλ. 16 Γιατί εγώ θα του υποδείξω όσα πρέπει να πάθει για το όνομά μου». 17 Έφυγε τότε ο Ανανίας και εισήλθε στην οικία και, αφού επέθεσε πάνω του τα χέρια, είπε: «Σαούλ, αδελφέ, ο Κύριος με έχει αποστείλει, ο Ιησούς που σου φανερώθηκε στην οδό που ερχόσουν, για να ξαναδείς και να γεμίσεις Πνεύμα Άγιο». 18 Και αμέσως του έπεσαν από τα μάτια κάτι σαν λέπια, και ξαναείδε και σηκώθηκε και βαφτίστηκε. 19 Και αφού έλαβε τροφή, ενισχύθηκε.

Ο Σαύλος κηρύττει στη Δαμασκό

Ήταν λοιπόν μαζί με τους μαθητές στη Δαμασκό μερικές ημέρες 20 και αμέσως στις συναγωγές κήρυττε τον Ιησού, ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού. 21 Έμεναν εκστατικοί τότε όλοι όσοι άκουγαν και έλεγαν: «Δεν είναι αυτός εκείνος που κατάτρεξε στην Ιερουσαλήμ αυτούς που επικαλούνται το όνομα τούτο, και εδώ γι? αυτό δεν έχει έρθει, για να τους οδηγήσει δεμένους στους αρχιερείς;» 22 Αλλά ο Σαύλος περισσότερο ενδυναμωνόταν και προκαλούσε σύγχυση στους Ιουδαίους που κατοικούσαν στη Δαμασκό, αποδείχνοντας ότι αυτός είναι ο Χριστός.

Ο Σαύλος ξεφεύγει από τους Ιουδαίους

23 Και καθώς συμπληρώνονταν αρκετές ημέρες, έκαναν συμβούλιο οι Ιουδαίοι και αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. 24 Έγινε γνωστή όμως στον Παύλο η επιβουλή τους. Παρατηρούσαν τότε και τις πύλες ημέρα και νύχτα, για να τον σκοτώσουν. 25 Αφού τον πήραν τότε νύχτα οι μαθητές, διαμέσου του τείχους τον κατέβασαν, χαμηλώνοντας αυτόν μέσα σ? ένα μεγάλο καλάθι.

Ο Σαύλος στην Ιερουσαλήμ.

26 Και όταν ήρθε στη Ιερουσαλήμ, προσπαθούσε να προσκολληθεί στους μαθητές, αλλά όλοι τον φοβούνταν, μην πιστεύοντας ότι είναι μαθητής. 27 Ο Βαρνάβας, όμως, αφού τον πήρε, τον οδήγησε προς τους αποστόλους και τους διηγήθηκε πώς κατά τη οδό είδε τον Κύριο και ότι του μίλησε, και πώς στη Δαμασκό μιλούσε με παρρησία στο όνομα του Ιησού. 28 Και μαζί τους έμπαινε και έβγαινε στην Ιερουσαλήμ συνεχώς, μιλώντας με παρρησία στο όνομα του Κυρίου, 29 και μιλούσε και συζητούσε με τους Ελληνιστές, εκείνοι όμως επιχειρούσαν να τον σκοτώσουν. 30 Επειδή λοιπόν το έμαθαν οι αδελφοί, τον κατέβασαν στην Καισάρεια και τον έστειλαν μακριά στην Ταρσό. 31 Πράγματι, λοιπόν, η εκκλησία σε όλη την Ιουδαία και τη Γαλιλαία και τη Σαμάρεια είχε ειρήνη, ενώ οικοδομούνταν και πορευόταν με το φόβο του Κυρίου, και πλήθαινε με την ενθάρρυνση του Αγίου Πνεύματος.

Η θεραπεία του Αινέα

32 Συνέβηκε τότε, όταν ο Πέτρος περνούσε από όλα τα μέρη, να κατεβεί και προς τους αγίους που κατοικούσαν στη Λύδδα. 33 Βρήκε λοιπόν εκεί κάποιον άνθρωπο με το όνομα Αινέας, που από οχτώ έτη ήταν κατάκοιτος πάνω σ’ ένα κρεβάτι, ο οποίος ήταν παράλυτος. 34 Και του είπε ο Πέτρος: «Αινέα, σε γιατρεύει ο Ιησούς Χριστός· σήκω και στρώσε για τον εαυτό σου». Και αμέσως σηκώθηκε. 35 Και τον είδαν όλοι όσοι κατοικούσαν στη Λύδδα και στο Σάρωνα, οι οποίοι επέστρεψαν στον Κύριο.Η ανάσταση της Δορκάδας

Η ανάσταση της Δορκάδας

36 Στην Ιόππη ήταν τότε κάποια μαθήτρια με το όνομα Ταβιθά, που διερμηνεύοντάς το λέγεται “Δορκάδα”. Αυτή ήταν πλήρης από έργα αγαθά και ελεημοσύνες που έκανε. 37 Συνέβηκε, τότε, κατά τις ημέρες εκείνες αυτή να ασθενήσει και να πεθάνει. Την έλουσαν, λοιπόν, και την έθεσαν στο υπερώο. 38 Και επειδή η Λύδδα ήταν κοντά στη Ιόππη, όταν οι μαθητές άκουσαν ότι ο Πέτρος είναι σ’ αυτήν, απέστειλαν δύο άντρες προς αυτόν παρακαλώντας τον: «Μην αργήσεις να περάσεις ως εμάς». 39 Σηκώθηκε τότε ο Πέτρος και ήρθε μαζί τους. Όταν αυτός παρουσιάστηκε, τον ανέβασαν στο υπερώο και στάθηκαν κοντά του όλες οι χήρες κλαίγοντας και επιδείχνοντας χιτώνες και ρούχα, όσα έκανε όταν ήταν μαζί τους η Δορκάδα. 40 Αφού έβγαλε λοιπόν έξω όλους ο Πέτρος και έπεσε στα γόνατα, προσευχήθηκε και, αφού στράφηκε πίσω προς το σώμα, είπε: «Ταβιθά, αναστήσου». Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και, όταν είδε τον Πέτρο, ανακάθισε. 41 Έδωσε τότε σ’ αυτήν το χέρι και τη σήκωσε· και αφού φώναξε τους αγίους και τις χήρες, την παρουσίασε ζωντανή. 42 Έγινε λοιπόν γνωστό σε όλη την Ιόππη και πίστεψαν πολλοί στον Κύριο. 43 Συνέβηκε τότε να μείνει αρκετές ημέρες στην Ιόππη στην κατοικία κάποιου Σίμωνα βυρσοδέψη.

Κεφάλαιον 10
Ο Πέτρος και ο Κορνήλιος

1 Κάποιος άντρας λοιπόν στην Καισάρεια με το όνομα Κορνήλιος, εκατόνταρχος από τη στρατιωτική μονάδα που καλείται Ιταλική, 2 ευσεβής και φοβούμενος το Θεό μαζί με όλο τον οίκο του, που έκανε ελεημοσύνες πολλές στο λαό και δεόταν στο Θεό διαπαντός, 3 είδε σε όραμα φανερά την ημέρα, περίπου γύρω στις τρεις η ώρα το απόγευμα, έναν άγγελο του Θεού που εισήλθε προς αυτόν και του είπε: «Κορνήλιε». 4 Εκείνος τον ατένισε και γεμάτος φόβο είπε: «Τι είναι, Κύριε;» Είπε τότε σ’ αυτόν: «Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν προς μνημόνευση μπροστά στο Θεό. 5 Και τώρα, στείλε άντρες στην Ιόππη και προσκάλεσε κάποιο Σίμωνα, που επικαλείται Πέτρος. 6 Αυτός φιλοξενείται στην κατοικία κάποιου Σίμωνα βυρσοδέψη, που έχει οικία δίπλα στη θάλασσα». 7 Μόλις λοιπόν έφυγε ο άγγελος που του μιλούσε, φώναξε δύο από τους υπηρέτες του και ένα στρατιώτη ευσεβή που παράμεναν κοντά του 8 και, αφού τους τα εξήγησε όλα, τους απέστειλε στην Ιόππη. 9 Και την επόμενη ημέρα, ενώ εκείνοι οδοιπορούσαν και πλησίαζαν στην πόλη, ανέβηκε ο Πέτρος στο δώμα να προσευχηθεί γύρω στις δώδεκα η ώρα το μεσημέρι. 10 Πείνασε όμως πολύ και ήθελε να γευτεί κάτι. Ενώ λοιπόν αυτοί παρασκεύαζαν το γεύμα, ήρθε πάνω του έκσταση 11 και βλέπει τον ουρανό ανοιγμένο και να κατεβαίνει κάποιο σκεύος σαν σεντόνι μεγάλο και από τις τέσσερις άκρες του να χαμηλώνει πάνω στη γη, 12 μέσα στο οποίο υπήρχαν όλα τα τετράποδα και τα ερπετά της γης και τα πετεινά του ουρανού. 13 Και ήρθε φωνή προς αυτόν: «Σήκω, Πέτρο, σφάξε και φάε». 14 Αλλά ο Πέτρος είπε: «Με κανέναν τρόπο, Κύριε, γιατί ποτέ δεν έφαγα τίποτα μολυσμένο και ακάθαρτο». 15 Και φωνή πάλι, για δεύτερη φορά, ήρθε προς αυτόν: «Αυτά που ο Θεός καθάρισε, εσύ μην τα θεωρείς ακάθαρτα». 16 Και αυτό έγινε για τρεις φορές και ευθύς αναλήφτηκε το σκεύος στον ουρανό. 17 Καθώς λοιπόν μέσα του απορούσε πολύ ο Πέτρος, τι μπορούσε να σημαίνει το όραμα που είδε, ιδού οι άντρες οι αποσταλμένοι από τον Κορνήλιο, που ρώτησαν ακριβώς για την οικία του Σίμωνα και στάθηκαν μπροστά στην πύλη. 18 Και αφού φώναξαν, ζητούσαν να μάθουν αν ο Σίμωνας που επικαλείται Πέτρος φιλοξενείται εδώ. 19 Ενώ λοιπόν ο Πέτρος αναλογιζόταν συνεχώς για το όραμα, του είπε το Πνεύμα: «Ιδού, τρεις άντρες που σε ζητούν. 20 Αλλά σήκω, κατέβα και πήγαινε μαζί τους, χωρίς καθόλου να διστάζεις, γιατί εγώ τους έχω αποστείλει». 21 Κατέβηκε τότε ο Πέτρος προς τους άντρες και είπε: «Ιδού, εγώ είμαι αυτός που ζητάτε· ποια η αιτία για την οποία παρευρίσκεστε;» 22 Εκείνοι είπαν: «Ο Κορνήλιος ο εκατόνταρχος, άντρας δίκαιος και φοβούμενος το Θεό, και που μαρτυρείται έτσι από όλο το έθνος των Ιουδαίων, προστάχτηκε από έναν άγιο άγγελο να στείλει να σε προσκαλέσει στον οίκο του και να ακούσει λόγια από εσένα». 23 Αφού τους κάλεσε μέσα, λοιπόν, τους φιλοξένησε. Και την επόμενη ημέρα σηκώθηκε και εξήλθε μαζί τους, και μερικοί από τους αδελφούς που ήταν από την Ιόππη ήρθαν μαζί του. 24 Και την άλλη ημέρα, εισήλθε στην Καισάρεια. Ο Κορνήλιος, λοιπόν, τους προσδοκούσε συνεχώς και συγκάλεσε τους συγγενείς του και τους στενούς φίλους του. 25 Μόλις λοιπόν συνέβηκε να εισέλθει ο Πέτρος, τον συνάντησε ο Κορνήλιος, έπεσε στα πόδια του και προσκύνησε. 26 Αλλά ο Πέτρος τον σήκωσε λέγοντας: «Σήκω· και εγώ ο ίδιος είμαι άνθρωπος». 27 Και συνομιλώντας μ’ αυτόν εισήλθε και βρίσκει πολλούς να έχουν συγκεντρωθεί. 28 Και είπε προς αυτούς: «Εσείς γνωρίζετε καλά πως είναι αθέμιτο σε άντρα Ιουδαίο να προσκολλάται ή να προσέρχεται σε αλλόφυλο. Αλλά σ’ εμένα ο Θεός έδειξε κανέναν άνθρωπο να μη λέω μολυσμένο ή ακάθαρτο. 29 Γι’ αυτό και αναντίρρητα ήρθα, όταν έστειλαν να με προσκαλέσουν. Ζητώ λοιπόν να μάθω για ποιο λόγο στείλατε να με προσκαλέσουν;» 30 Και ο Κορνήλιος είπε: «Πριν από τέσσερις ημέρες, από το πρωί μέχρι αυτήν την ώρα στις τρεις το απόγευμα προσευχόμουν συνεχώς στον οίκο μου. Και ιδού, ένας άντρας στάθηκε μπροστά μου με ένδυμα λαμπρό 31 και μου λέει: “Κορνήλιε, εισακούστηκε η προσευχή σου και οι ελεημοσύνες σου μνημονεύτηκαν μπροστά στο Θεό. 32 Στείλε λοιπόν στην Ιόππη και προσκάλεσε το Σίμωνα που επικαλείται Πέτρος. Αυτός φιλοξενείται στην οικία του Σίμωνα του βυρσοδέψη δίπλα στη θάλασσα”. 33 Αμέσως λοιπόν έστειλα προς εσένα, κι εσύ καλά έκανες που ήρθες. Τώρα, λοιπόν, όλοι εμείς μπροστά στο Θεό παρευρισκόμαστε, για να ακούσουμε όλα όσα σου είναι προσταγμένα από τον Κύριο».

Το κήρυγμα του Πέτρου στην οικία του Κορνήλιου

34 Άνοιξε τότε ο Πέτρος το στόμα του και είπε: «Στ’ αλήθεια καταλαβαίνω ότι δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός, 35 αλλά σε κάθε έθνος όποιος τον φοβάται και εργάζεται δικαιοσύνη είναι δεκτός από αυτόν. 36 Εσείς ξέρετε το μήνυμα που απέστειλε στους γιους Ισραήλ και ευαγγελιζόταν ειρήνη μέσω του Ιησού Χριστού – αυτός είναι όλων Κύριος – 37 το πράγμα που συνέβηκε σε όλη την Ιουδαία, αφού άρχισε από τη Γαλιλαία μετά το βάφτισμα που κήρυξε ο Ιωάννης: 38 για τον Ιησού που ήταν από τη Ναζαρέτ, πώς τον έχρισε ο Θεός με Πνεύμα Άγιο και δύναμη, ο οποίος πέρασε ευεργετώντας και γιατρεύοντας όλους όσοι καταδυναστεύονταν από το Διάβολο, επειδή ο Θεός ήταν μαζί του. 39 Και εμείς είμαστε μάρτυρες όλων αυτών που έκανε μέσα στη χώρα των Ιουδαίων και μέσα στην Ιερουσαλήμ. Αυτόν και σκότωσαν, αφού τον κρέμασαν πάνω σε ξύλο. 40 Τούτον ο Θεός έγειρε την τρίτη ημέρα, και επέτρεψε να γίνει φανερός, 41 όχι σε όλο το λαό, αλλά σε μάρτυρες που ήταν διορισμένοι εκ των προτέρων από το Θεό, δηλαδή σ’ εμάς, οι οποίοι φάγαμε και ήπιαμε μαζί του μετά την ανάστασή του από τους νεκρούς. 42 Και μας παράγγειλε να κηρύξουμε στο λαό και να μαρτυρήσουμε επίσημα ότι αυτός είναι ο ορισμένος από το Θεό κριτής ζωντανών και νεκρών. 43 Γι’ αυτόν όλοι οι προφήτες μαρτυρούν ότι καθένας που πιστεύει σ? αυτόν θα λάβει άφεση αμαρτιών μέσω του ονόματός του».

Η έκχυση του Αγίου Πνεύματος στους εθνικούς

44 Ενώ ακόμα μιλούσε ο Πέτρος τα λόγια αυτά, έπεσε το Πνεύμα το Άγιο πάνω σε όλους όσοι άκουγαν το λόγο. 45 Και έμειναν εκστατικοί οι πιστοί από την περιτομή, όσοι ήρθαν μαζί με τον Πέτρο, γιατί και πάνω στους εθνικούς η δωρεά του Αγίου Πνεύματος έχει χυθεί· 46 γιατί τους άκουγαν να λαλούν γλώσσες και να μεγαλύνουν το Θεό. Τότε αποκρίθηκε ο Πέτρος: 47 «Μήπως το νερό δύναται να το εμποδίσει κανείς, για να μη βαφτιστούν αυτοί, οι οποίοι έλαβαν το Πνεύμα το Άγιο όπως και εμείς;» 48 Πρόσταξε τότε αυτούς να βαφτιστούν στο όνομα του Ιησού Χριστού. Τότε τον παρακάλεσαν να παραμείνει μερικές ημέρες.

Κεφάλαιον 11
Η αναφορά του Πέτρου στην εκκλησία της Ιερουσαλήμ

1 Άκουσαν λοιπόν οι απόστολοι και οι αδελφοί που ήταν στην Ιουδαία ότι και οι εθνικοί δέχτηκαν το λόγο του Θεού. 2 Και όταν ανέβηκε ο Πέτρος στην Ιερουσαλήμ, φιλονικούσαν με αυτόν οι πιστοί από την περιτομή 3 λέγοντας: «Εισήλθες σε οικία αντρών που έχουν ακροβυστία και έφαγες μαζί τους». 4 Άρχισε λοιπόν ο Πέτρος και τους εξέθετε τα γεγονότα με τη σειρά, λέγοντας: 5 «Εγώ ήμουν στην πόλη Ιόππη και προσευχόμουν και είδα μέσα σε έκσταση όραμα, να κατεβαίνει κάποιο σκεύος σαν σεντόνι μεγάλο και από τις τέσσερις άκρες του να χαμηλώνει από τον ουρανό, και ήρθε μέχρις εμένα. 6 Όταν ατένισα σ’ αυτό, παρατηρούσα και είδα τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πετεινά του ουρανού. 7 Άκουσα τότε και μια φωνή να μου λέει: “Σήκω, Πέτρο, σφάξε και φάε”. 8 Είπα όμως: “Με κανέναν τρόπο, Κύριε, γιατί μολυσμένο ή ακάθαρτο ποτέ δεν εισήλθε στο στόμα μου”. 9 Αποκρίθηκε τότε η φωνή για δεύτερη φορά από τον ουρανό: “Αυτά που ο Θεός καθάρισε, εσύ μην τα θεωρείς ακάθαρτα”. 10 Και αυτό έγινε τρεις φορές, και ανασύρθηκαν πάλι όλα στον ουρανό. 11 Και ιδού, την ίδια στιγμή τρεις άντρες στάθηκαν μπροστά στην οικία μέσα στην οποία ήμασταν, που ήταν αποσταλμένοι από την Καισάρεια προς εμένα. 12 Είπε τότε το Πνεύμα σ’ εμένα να έρθω μαζί τους, χωρίς να κάνω καμία διάκριση. Ήρθαν λοιπόν μαζί μου και αυτοί οι έξι αδελφοί και εισήλθαμε στον οίκο αυτού του άντρα. 13 Μας ανάγγειλε τότε πώς είδε τον άγγελο μέσα στον οίκο του, που στάθηκε και του είπε: “Απόστειλε στην Ιόππη και προσκάλεσε το Σίμωνα, που επικαλείται Πέτρος, 14 ο οποίος θα μιλήσει λόγια προς εσένα με τα οποία θα σωθείς εσύ και όλος ο οίκος σου”. 15 Ενώ λοιπόν άρχισα να μιλώ, έπεσε το Πνεύμα το Άγιο πάνω σ’ αυτούς όπως ακριβώς και πάνω σ’ εμάς στην αρχή. 16 Θυμήθηκα τότε το λόγο του Κυρίου καθώς έλεγε: “Αφενός ο Ιωάννης βάφτισε σε νερό, αφετέρου εσείς θα βαφτιστείτε μέσα σε Πνεύμα Άγιο”. 17 Αν λοιπόν την ίση δωρεά τούς έδωσε ο Θεός όπως και σ’ εμάς που πιστέψαμε στον Κύριο Ιησού Χριστό, εγώ ποιος ήμουνα ο δυνατός να εμποδίσω το Θεό;» 18 Όταν άκουσαν λοιπόν αυτά, ησύχασαν και δόξασαν το Θεό λέγοντας: «Άρα και στα έθνη ο Θεός έδωσε τη μετάνοια για ζωή»

Η εκκλησία της Αντιόχειας

19 Αυτοί λοιπόν που διασπάρθηκαν από τη θλίψη που έγινε επί Στεφάνου, πέρασαν ως τη Φοινίκη και την Κύπρο και την Αντιόχεια, χωρίς να μιλούν το λόγο σε κανέναν άλλο παρά μόνο σε Ιουδαίους. 20 Ήταν τότε από αυτούς μερικοί άντρες Κύπριοι και Κυρηναίοι, οι οποίοι ήρθαν στην Αντιόχεια και μιλούσαν και προς τους Ελληνιστές εθνικούς, ευαγγελιζόμενοι τον Κύριο Ιησού. 21 Και ήταν το χέρι του Κυρίου μαζί τους, και πολύς αριθμός από αυτούς πίστεψε και επέστρεψε στον Κύριο. 22 Ακούστηκε τότε η είδηση γι’ αυτούς στ’ αυτιά της εκκλησίας που είναι στην Ιερουσαλήμ, και έστειλαν έξω το Βαρνάβα να περάσει ως την Αντιόχεια. 23 Αυτός, όταν ήρθε και είδε τη χάρη που ήταν από το Θεό, χάρηκε και παρακινούσε όλους με την πρόθεση της καρδιάς τους να παραμένουν στον Κύριο, 24 γιατί ήταν άντρας αγαθός και πλήρης Πνεύματος Αγίου και πίστεως. Και προστέθηκε αρκετό πλήθος στον Κύριο. 25 Εξήλθε τότε στην Ταρσό για να αναζητήσει το Σαύλο 26 και, όταν τον βρήκε, τον οδήγησε στην Αντιόχεια. Αυτοί λοιπόν, πράγματι, για έναν ολόκληρο χρόνο συγκεντρώνονταν μέσα στην εκκλησία και δίδαξαν αρκετό πλήθος. Και ονόμασαν πρώτα στην Αντιόχεια τους μαθητές “Χριστιανούς”. 27 Αυτές λοιπόν τις ημέρες κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα προφήτες στην Αντιόχεια. 28 Σηκώθηκε τότε ένας από αυτούς με το όνομα Άγαβος και έδωσε σημείο μέσω του Πνεύματος, πως μέλλει να γίνει πείνα μεγάλη πάνω σε όλη την κατοικημένη γη του Iσραήλ, που έγινε επί Κλαυδίου. 29 Και οι μαθητές, ανάλογα με το πόσο ευπορούσε κανείς, όρισαν καθένας τους να στείλει βοήθεια για διακονία στους αδελφούς που κατοικούν στην Ιουδαία. 30 Αυτό και έκαναν, αφού απέστειλαν τη βοήθεια προς τους πρεσβυτέρους με το χέρι του Βαρνάβα και του Σαύλου.


    Ваша оценка произведения:

Популярные книги за неделю