355 500 произведений, 25 200 авторов.

Электронная библиотека книг » Автор Неизвестен » Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) » Текст книги (страница 27)
Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση)
  • Текст добавлен: 17 сентября 2016, 21:41

Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση)"


Автор книги: Автор Неизвестен


Жанры:

   

Религия

,

сообщить о нарушении

Текущая страница: 27 (всего у книги 46 страниц)

Κεφάλαιον 26
Ο Παύλος απολογείται μπροστά στον Αγρίππα

1Ο Αγρίππας τότε είπε προς τον Παύλο: «Σου επιτρέπεται να λες για τον εαυτό σου». Τότε ο Παύλος έκτεινε το χέρι του και απολογούνταν: 2 «Για όλα όσα κατηγορούμαι από Ιουδαίους, βασιλιά Αγρίππα, θεωρώ τον εαυτό μου μακάριο, γιατί μπροστά σου σήμερα μέλλω να απολογούμαι. 3 Επειδή μάλιστα είσαι γνώστης όλων των ιουδαϊκών εθίμων και ζητημάτων, γι’ αυτό σε παρακαλώ μακρόθυμα να με ακούσεις. 4 Τον τρόπο λοιπόν πράγματι του βίου μου από τη νεότητά μου, που έζησα από την αρχή μέσα στο έθνος μου και μέσα στα Ιεροσόλυμα, τον ξέρουν όλοι οι Ιουδαίοι 5 που με προγνωρίζουν από την αρχή – αν θέλουν, ας το μαρτυρούν – ότι κατά την ακριβέστατη αίρεση της δικής μας θρησκείας έζησα, Φαρισαίος. 6 Και τώρα, έχω σταθεί και κρίνομαι για την ελπίδα της υπόσχεσης που έγινε στους πατέρες μας από το Θεό, 7 στην οποία το δωδεκάφυλο έθνος μας ελπίζει να καταφθάσει, λατρεύοντας ένθερμα νύχτα και ημέρα. Γι’ αυτήν την ελπίδα κατηγορούμαι από Ιουδαίους, βασιλιά. 8 Γιατί κρίνεται απίστευτο από εσάς, αν ο Θεός εγείρει νεκρούς; 9 Εγώ πράγματι, λοιπόν, νόμισα μέσα μου ότι κατά του ονόματος του Ιησού του Ναζωραίου πρέπει να πράξω πολλά ενάντια. 10 Αυτό και έκανα στα Ιεροσόλυμα, και πολλούς από τους αγίους εγώ κατέκλεισα μέσα σε φυλακές, αφού έλαβα την εξουσία από τους αρχιερείς και, όταν ήθελαν να τους θανατώνουν, έδωσα ψήφο εναντίον τους. 11 Και σε όλες τις συναγωγές πολλές φορές τιμωρώντας τους τους ανάγκαζα να βλαστημούν και έχοντας μανία περισσή τους καταδίωκα ως και στις πόλεις έξω από την Ιουδαία».

Ο Παύλος μιλά για τη μεταστροφή του στο Χριστό
(Πρ. 9:1-19, 22:6-16)

12 «Ενώ ασχολούμουν με αυτά και πορευόμουν στη Δαμασκό με εξουσία και έγκριση που ήταν των αρχιερέων, 13 στο μέσο της ημέρας κατά την οδό είδα, βασιλιά, φως από τον ουρανό πιο δυνατό από τη λαμπρότητα του ήλιου, που έλαμψε γύρω μου και γύρω από αυτούς που πορεύονταν μαζί μου. 14 Και ενώ όλοι εμείς είχαμε πέσει κάτω στη γη, άκουσα φωνή να λέει προς εμένα στην εβραϊκή διάλεκτο: “Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; Είναι σκληρό για σένα να κλοτσάς προς τα βούκεντρα”. 15 Εγώ τότε είπα: “Ποιος είσαι, Κύριε;” Και ο Κύριος είπε: “Εγώ είμαι ο Ιησούς, που εσύ καταδιώκεις. 16 Αλλά σήκω και στάσου στα πόδια σου· γιατί γι’ αυτό σου φανερώθηκα, για να σε προκαθορίσω υπηρέτη και μάρτυρα, και γι’ αυτά που είδες σ’ εμένα και γι’ αυτά που θα σου φανερωθώ. 17 Θα σε ελευθερώνω από το λαό Ισραήλ και από τους εθνικούς στους οποίους εγώ σε αποστέλλω, 18 για να ανοίξεις τα μάτια τους, ώστε να επιστρέψουν από το σκότος στο φως και από την εξουσία του Σατανά στο Θεό, για να λάβουν άφεση αμαρτιών και μερίδα κληρονομιάς μεταξύ των αγιασμένων με την πίστη που είναι σ’ εμένα”».

Η μαρτυρία του Παύλου σε Ιουδαίους και εθνικούς

19 Συνεπώς, βασιλιά Αγρίππα, δεν έγινα απειθής στην ουράνια οπτασία, 20 αλλά σ’ αυτούς που είναι στη Δαμασκό, πρώτα, και στα Ιεροσόλυμα και σε όλη τη χώρα της Ιουδαίας και στους εθνικούς ανάγγελλα να μετανοούν και να επιστρέφουν στο Θεό, πράττοντας έργα άξια της μετάνοιας. 21 Εξαιτίας αυτών οι Ιουδαίοι με συνέλαβαν, όταν ήμουν μέσα στο ναό, και προσπαθούσαν να με φονεύσουν. 22 Επιτυγχάνοντας λοιπόν βοήθεια που είναι από το Θεό, μέχρι αυτήν την ημέρα έχω σταθεί, μαρτυρώντας σε μικρούς και μεγάλους τίποτα άλλο εκτός από το να λέω αυτά που και οι προφήτες μίλησαν ότι μέλλουν να γίνουν και ο Μωυσής: 23 σχετικά με το αν έπρεπε να πάθει ο Χριστός, αν πρώτος από την ανάσταση των νεκρών μέλλει να αναγγέλλει φως και στο λαό Ισραήλ και στα έθνη».

Ο Παύλος κάνει έκκληση στον Αγρίππα να πιστέψει

24 Αυτά, λοιπόν, ενώ αυτός απολογούνταν, ο Φήστος λέει με μεγάλη τη φωνή: «Είσαι τρελός, Παύλε· τα πολλά γράμματα σε περιστρέφουν στην τρέλα!» 25 Αλλά ο Παύλος λέει: «Δεν είμαι τρελός, εξοχότατε Φήστε, αλλά λόγια αλήθειας και σωφροσύνης διακηρύττω. 26 Γιατί γνωρίζει καλά γι’ αυτά ο βασιλιάς προς τον οποίο και με παρρησία μιλώ, επειδή δεν πιστεύω πως του διαφεύγει τίποτα από αυτά· γιατί δεν έχει πραχτεί αυτό απόμερα σε μια γωνιά. 27 Πιστεύεις, βασιλιά Αγρίππα, στους προφήτες; Ξέρω ότι πιστεύεις». 28 Και ο Αγρίππας λέει προς τον Παύλο: «Λίγο ακόμα και με πείθεις να με κάνεις χριστιανό». 29 Και ο Παύλος λέει: «Θα ευχόμουν στο Θεό και με λίγο και με πολύ, όχι μόνο εσύ, αλλά και όλοι όσοι με ακούν σήμερα να γίνουν τέτοιοι, όποιος και εγώ είμαι, εκτός από τα δεσμά τούτα». 30 Και έτσι σηκώθηκε ο βασιλιάς και ο ηγεμόνας και η Βερνίκη και αυτοί που κάθονταν μαζί τους. 31 Και όταν αναχώρησαν, μιλούσαν ο ένας προς τον άλλο λέγοντας: «Τίποτε άξιο θανάτου ή φυλακής δεν πράττει ο άνθρωπος αυτός». 32 Ο Αγρίππας τότε είπε στο Φήστο: «Θα μπορούσε να είχε απολυθεί ο άνθρωπος αυτός, αν δεν είχε επικαλεστεί τον Καίσαρα».

Κεφάλαιον 27
Το ταξίδι του Παύλου προς τη Ρώμη

1 Μόλις λοιπόν αποφασίστηκε να αποπλεύσουμε για την Ιταλία, παράδιναν και τον Παύλο και μερικούς άλλους φυλακισμένους σ’ έναν εκατόνταρχο με το όνομα Ιούλιος της στρατιωτικής μονάδας Σεβαστής. 2 Επιβιβαστήκαμε τότε σ’ ένα πλοίο αδραμυττηνό, που έμελλε να πλέει στους τόπους που είναι απέναντι από την επαρχία της Ασίας, και ανοιχτήκαμε στο πέλαγος, ενώ ήταν μαζί μας ο Αρίσταρχος ο Μακεδόνας, ο Θεσσαλονικέας. 3 Και την άλλη ημέρα κατεβήκαμε στη Σιδώνα. Και ο Ιούλιος συμπεριφέρθηκε φιλάνθρωπα στον Παύλο και του επέτρεψε να πορευτεί προς τους φίλους του, για να τον περιποιηθούν. 4 Και από εκεί ανοιχτήκαμε και πλεύσαμε στα υπήνεμα μέρη της Κύπρου, γιατί οι άνεμοι ήταν ενάντιοι. 5 Και αφού διαπλεύσαμε το πέλαγος που είναι απέναντι από την Κιλικία και από την Παμφυλία, κατεβήκαμε στα Μύρα της Λυκίας. 6 Και εκεί βρήκε ο εκατόνταρχος πλοίο αλεξανδρινό που έπλεε για την Ιταλία και μας επιβίβασε μέσα σ’ αυτό. 7 Για αρκετές λοιπόν ημέρες πλέαμε με βραδύτητα και μόλις και μετά βίας φτάσαμε απέναντι από την Κνίδο και, επειδή δε μας άφηνε ο άνεμος περισσότερο να πλησιάσουμε, πλεύσαμε στα υπήνεμα μέρη της Κρήτης απέναντι από το ακρωτήριο Σαλμώνη. 8 Και μόλις και μετά βίας την παραπλεύσαμε και ήρθαμε σε κάποιον τόπο που καλείται ‘Καλοί Λιμένες’, στον οποίο ήταν κοντά η πόλη Λασαία. 9 Τότε, επειδή είχε περάσει αρκετός χρόνος και επειδή ήταν ήδη επισφαλής η πλεύση, γιατί και η Νηστεία ήδη είχε παρέλθει, τους παρότρυνε ο Παύλος 10 λέγοντάς τους: «Άντρες, βλέπω ότι η πλεύση μέλλει να γίνει με κακοπάθεια και με πολλή ζημιά, όχι μόνο στο φορτίο και στο πλοίο, αλλά και στις ζωές μας». 11 Ο εκατόνταρχος, όμως, πειθόταν περισσότερο στον κυβερνήτη και στο ναύκληρο παρά στα λεγόμενα του Παύλου. 12 Και επειδή το λιμάνι ήταν ακατάλληλο για να παραχειμάσουν, οι περισσότεροι έλαβαν την απόφαση να ανοιχτούν από εκεί στο πέλαγος, μήπως μπορέσουν να καταφτάσουν στο Φοίνικα για να παραχειμάσουν, ένα λιμάνι της Κρήτης που βλέπει απέναντι στον άνεμο Λίβα και απέναντι στο άνεμο Χώρο.

Η τρικυμία

13 Και όταν έπνευσε ελαφρά νοτιάς, νόμισαν πως μπορούσαν να πραγματοποιήσουν την πρόθεσή τους και, αφού σήκωσαν την άγκυρα, παράπλεαν την Κρήτη. 14 Αλλά μετά από λίγο ρίχτηκε εναντίον της Κρήτης ένας άνεμος τυφωνικός, που καλείται Ευρακύλων. 15 Επειδή λοιπόν αρπάχτηκε μαζί του το πλοίο και δεν μπορούσε να αντισταθεί στον άνεμο, αφεθήκαμε και φερόμασταν από αυτόν. 16 Και αφού τρέξαμε πλέοντας κάτω από ένα νησάκι που καλείται Καύδα, μπορέσαμε μόλις και μετά βίας να γίνουμε κύριοι της σωσίβιας λέμβου. 17 Αυτήν τη σήκωσαν και χρησιμοποιούσαν βοηθητικά μέσα ζώνοντας με σχοινιά από κάτω το πλοίο και, επειδή φοβούνταν μην ξεπέσουν στη Σύρτη, κατέβασαν τα πανιά και έτσι περιφέρονταν. 18 Και επειδή πιεζόμασταν εμείς σφοδρά από την τρικυμία, την επόμενη ημέρα έριξαν έξω μέρος του φορτίου 19 και την τρίτη ημέρα με τα ίδια τους τα χέρια έριξαν τα σκεύη του πλοίου. 20 Και επειδή μήτε ήλιος μήτε άστρα δε φαίνονταν για περισσότερες ημέρες, και επειδή βρισκόταν πάνω μας όχι λίγη κακοκαιρία, γι’ αυτό λοιπόν μας αφαιρέθηκε κάθε ελπίδα τού να σωζόμαστε. 21 Και καθώς υπήρχε πολλή ασιτία, τότε στάθηκε ο Παύλος στο μέσο αυτών και είπε: «Έπρεπε βέβαια, ω άντρες, να πειθαρχήσετε σ’ εμένα και να μην ανοιχτείτε στο πέλαγος από την Κρήτη, για να αποφεύγατε την τρικυμία αυτήν και τη ζημιά. 22 Αλλά τώρα σας προτρέπω να ευθυμείτε· γιατί καμιά απώλεια ζωής δε θα υπάρχει από εσάς, εκτός από την απώλεια του πλοίου. 23 Γιατί αυτήν τη νύχτα μού παρουσιάστηκε άγγελος του Θεού στον οποίο ανήκω εγώ, τον οποίο και λατρεύω, 24 λέγοντας: “Μη φοβάσαι, Παύλε, στον Καίσαρα πρέπει να παρουσιαστείς, και ιδού, σου έχει χαρίσει ο Θεός όλους εκείνους που πλέουν μαζί σου”. 25 Γι’ αυτό ευθυμείτε, άντρες, γιατί πιστεύω στο Θεό ότι έτσι θα γίνει, κατ’ αυτόν τον τρόπο που μου έχει λαληθεί. 26 Σε κάποιο νησί όμως πρέπει εμείς να ξεπέσουμε». 27 Μόλις λοιπόν ήρθε η δέκατη τέταρτη νύχτα που περιφερόμασταν μέσα στο Αδριατικό πέλαγος, κατά τα μεσάνυχτα οι ναύτες υποψιάστηκαν ότι πλησιάζουν σε κάποια στεριά. 28 Τότε βόλισαν και βρήκαν είκοσι οργιές, και αφού προχώρησαν λίγο, και πάλι βόλισαν και βρήκαν δεκαπέντε οργιές. 29 Και επειδή φοβόμασταν μην ξεπέσουμε κάπου σε τραχιούς τόπους, από την πρύμη έριξαν τέσσερις άγκυρες και εύχονταν να γίνει ημέρα. 30 Και επειδή οι ναύτες ζητούσαν να φύγουν από το πλοίο και κατέβασαν τη σωσίβια λέμβο στη θάλασσα με την πρόφαση πως δήθεν από την πλώρη έμελλαν να ρίξουν άγκυρες, 31 είπε ο Παύλος στον εκατόνταρχο και στους στρατιώτες: «Αν αυτοί δε μείνουν μέσα στο πλοίο, εσείς δε δύναστε να σωθείτε». 32 Τότε απέκοψαν οι στρατιώτες τα σχοινιά της λέμβου και την άφησαν να πέσει έξω. 33 Και μέχρις ότου να ξημερώσει, ο Παύλος τους παρακαλούσε όλους να λάβουν τροφή, λέγοντας: «Σήμερα είναι η δέκατη τέταρτη ημέρα που νηστικοί διατελείτε περιμένοντας, και τίποτα δε λάβατε. 34 Γι’ αυτό σας παρακαλώ να λάβετε τροφή· γιατί αυτό είναι για τη δική σας σωτηρία, επειδή σε κανέναν από εσάς δε θα χαθεί ούτε τρίχα από το κεφάλι του». 35 Και αφού είπε αυτά και έλαβε άρτο, ευχαρίστησε το Θεό μπροστά σε όλους και έκοψε με τα χέρια και άρχισε να τρώει. 36 Τότε εύθυμοι έγιναν όλοι και προσέλαβαν και αυτοί τροφή. 37 Όλες οι ψυχές μέσα στο πλοίο ήμασταν τότε διακόσιες εβδομήντα έξι. 38 Όταν λοιπόν χόρτασαν τροφή, ελάφρυναν το πλοίο, ρίχνοντας έξω το σιτάρι στη θάλασσα.

Το ναυάγιο

39 Όταν λοιπόν ξημέρωσε, τη γη δεν την αναγνώριζαν, αλλά αντιλήφτηκαν κάποιον κόλπο που είχε γιαλό, στον οποίο σκόπευαν, αν μπορούσαν, να εξωθήσουν το πλοίο. 40 Και αφού έλυσαν τις άγκυρες, τις άφηναν στη θάλασσα, συγχρόνως έλυσαν τους ιμάντες των πηδαλίων και, αφού σήκωσαν πάνω το πανί της πλώρης προς τον άνεμο που έπνεε, κρατούσαν κατεύθυνση προς το γιαλό. 41 Επειδή όμως περιέπεσαν σε τόπο που κυκλωνόταν σε δύο μέρη από θάλασσα, εξόκειλαν το πλοίο, και αφενός η πλώρη μπήχτηκε και έμεινε ασάλευτη, αφετέρου η πρύμη διαλυόταν από τη βία των κυμάτων. 42 Τότε οι στρατιώτες έλαβαν απόφαση να σκοτώσουν τους φυλακισμένους, για να μην κολυμπήσει κανείς έξω και διαφύγει. 43 Αλλά ο εκατόνταρχος, επειδή ήθελε να διασώσει τον Παύλο, τους εμπόδισε από την απόφασή τους. Και διέταξε αυτούς που μπορούσαν να κολυμπούν να τους ρίξουν πρώτους, για να βγουν στη ξηρά. 44 Και οι υπόλοιποι να βγουν, άλλοι πάνω σε σανίδες και άλλοι πάνω σε κάποια συντρίμμια που ήταν από το πλοίο. Και έτσι συνέβηκε όλοι να διασωθούν πάνω στην ξηρά.

Κεφάλαιον 28
Ο Παύλος στη Μελίτη

1 Και όταν διασωθήκαμε, τότε μάθαμε ότι το νησί καλείται Μελίτη. 2 Και οι βάρβαροι παρείχαν σ’ εμάς όχι τη συνηθισμένη φιλανθρωπία, γιατί άναψαν φωτιά και δέχτηκαν όλους εμάς, εξαιτίας της βροχής που είχε επέλθει και εξαιτίας του ψύχους. 3 Συγκέντρωσε τότε ο Παύλος κάμποσο πλήθος φρυγάνων και, όταν τα έθεσε πάνω στη φωτιά, μια έχιδνα από τη ζέστη εξήλθε και προσκολλήθηκε με τα δόντια της στο χέρι του. 4 Μόλις λοιπόν είδαν οι βάρβαροι να κρέμεται το θηρίο από το χέρι του, έλεγαν μεταξύ τους: «Εξάπαντος είναι φονιάς ο άνθρωπος αυτός που, ενώ διασώθηκε από τη θάλασσα, η θεία δίκη δεν τον άφησε να ζει». 5 Αυτός λοιπόν αποτίναξε το θηρίο στη φωτιά και δεν έπαθε κανένα κακό, 6 ενώ εκείνοι περίμεναν αυτός να μέλλει να πρήζεται ή να πέφτει κάτω ξαφνικά νεκρός. Επειδή λοιπόν περίμεναν για πολύ και έβλεπαν τίποτα αφύσικο να μη γίνεται σ’ αυτόν, μετέβαλαν γνώμη και έλεγαν πως αυτός είναι θεός. 7 Γύρω λοιπόν από τον τόπο εκείνο υπήρχαν χωράφια που ανήκαν στον πρώτο του νησιού με το όνομα Πόπλιος, ο οποίος μας δέχτηκε τρεις ημέρες και φιλόφρονα μας φιλοξένησε. 8 Συνέβηκε τότε ο πατέρας του Πόπλιου να υποφέρει κατάκοιτος με πυρετούς και με δυσεντερία, προς τον οποίο ο Παύλος εισήλθε και, αφού προσευχήθηκε, επέθεσε τα χέρια σ’ αυτόν και τον γιάτρεψε. 9 Όταν έγινε αυτό, και οι υπόλοιποι που είχαν στο νησί ασθένειες προσέρχονταν και θεραπεύονταν, 10 οι οποίοι και με πολλές τιμές μας τίμησαν και, όταν επρόκειτο να ανοιγόμαστε στο πέλαγος, μας εφοδίασαν αυτά που είχαμε ανάγκη.

Ο Παύλος φτάνει στη Ρώμη

11 Μετά λοιπόν από τρεις μήνες ανοιχτήκαμε στο πέλαγος με πλοίο αλεξανδρινό, που είχε παραχειμάσει στο νησί, με παράσημο τους Διόσκουρους. 12 Και αφού προσορμιστήκαμε στις Συρακούσες, παραμείναμε εκεί τρεις ημέρες, 13 απ’ όπου αποσυρθήκαμε και καταφτάσαμε στο Ρήγιο. Και μετά από μία ημέρα, επειδή σηκώθηκε νοτιάς, μέσα σε δύο ημέρες ήρθαμε στους Ποτιόλους 14 όπου βρήκαμε αδελφούς και μας παρακάλεσαν να παραμείνουμε κοντά τους εφτά ημέρες· και έτσι ήρθαμε στη Ρώμη. 15 Και από εκεί οι αδελφοί, όταν άκουσαν τα σχετικά για μας, ήρθαν σε συνάντησή μας μέχρι τον Άππιο Φόρο και τις Τρεις Ταβέρνες, τους οποίους, όταν είδε ο Παύλος, ευχαρίστησε το Θεό και έλαβε θάρρος. 16 Όταν λοιπόν εισήλθαμε στη Ρώμη, επιτράπηκε στον Παύλο να μένει μόνος του μαζί με το στρατιώτη που τον φύλαγε.

Ο Παύλος κηρύττει στη Ρώμη

17 Και συνέβηκε μετά από τρεις ημέρες αυτός να συγκαλέσει όσους ήταν από τους Ιουδαίους πρώτοι. Και αφού συγκεντρώθηκαν, έλεγε προς αυτούς: «Εγώ, άντρες αδελφοί, ενώ τίποτα δεν έκανα ενάντια στο λαό μας ή στα έθιμα τα πατρώα, παραδόθηκα φυλακισμένος από τα Ιεροσόλυμα στα χέρια των Ρωμαίων, 18 οι οποίοι, αφού με ανάκριναν, ήθελαν να με απολύσουν, γιατί καμία αιτία άξια θανάτου δεν υπάρχει σ’ εμένα. 19 Επειδή όμως αντίλεγαν οι Ιουδαίοι, αναγκάστηκα να επικαλεστώ τον Καίσαρα, όχι πως έχω κάτι να κατηγορώ το έθνος μου. 20 Γι’ αυτή λοιπόν την αιτία παρακάλεσα να σας δω και να μιλήσω προς εσάς, επειδή εξαιτίας της ελπίδας του Ισραήλ είμαι περιζωσμένος με αυτήν την αλυσίδα». 21 Εκείνοι είπαν προς αυτόν: «Εμείς ούτε γράμματα για σένα δεχτήκαμε από την Ιουδαία ούτε κάποιος από τους αδελφούς παρουσιάστηκε και ανάγγειλε ή μίλησε για σένα κάτι κακό. 22 Αξιώνουμε, λοιπόν, από εσένα να ακούσουμε αυτά που φρονείς, γιατί βέβαια για την αίρεση αυτήν είναι γνωστό σ’ εμάς ότι παντού αντιλέγεται». 23 Αφού του έταξαν λοιπόν μια ημέρα, ήρθαν προς αυτόν περισσότεροι στο κατάλυμα όπου φιλοξενούνταν, στους οποίους εξέθετε, μαρτυρώντας επίσημα τη βασιλεία του Θεού, και προσπαθούσε να τους πείθει για τον Ιησού και από το νόμο του Μωυσή και από τους προφήτες, από το πρωί ως το βράδυ. 24 Και οι μεν πείθονταν στα λεγόμενά του, οι δε απιστούσαν. 25 Δε συμφωνούσαν λοιπόν μεταξύ τους και έφευγαν, αφού είπε ο Παύλος ένα λόγο: «Καλά μίλησε το Πνεύμα το Άγιο μέσω του Ησαΐα του προφήτη προς τους πατέρες σας, 26 λέγοντας: Πήγαινε προς το λαό τούτο και πες: “Με την ακοή θ’ ακούτε, αλλά δε θα καταλάβετε, και βλέποντας θα βλέπετε, αλλά δε θα δείτε. 27 Γιατί πάχυνε η καρδιά του λαού τούτου και με τ’ αυτιά τους βαριάκουσαν και τους οφθαλμούς τους έκλεισαν, μην τυχόν δουν με τους οφθαλμούς και με τ’ αυτιά ακούσουν και με την καρδιά καταλάβουν και επιστρέψουν, και τους γιατρέψω”. 28 Γνωστό λοιπόν ας είναι σ’ εσάς ότι στα έθνη αποστάλθηκε τούτη η σωτηρία του Θεού· αυτοί και θα ακούσουν». 29 [Και αφού είπε αυτά, έφυγαν οι Ιουδαίοι έχοντας μεταξύ τους πολλή συζήτηση.] 30 Έμεινε λοιπόν εκεί ολόκληρη διετία σε δική του μισθωμένη οικία και δεχόταν όλους εκείνους που έμπαιναν προς αυτόν, 31 κηρύττοντας τη βασιλεία του Θεού και διδάσκοντας τα σχετικά με τον Κύριο Ιησού Χριστό με όλη την παρρησία ανεμπόδιστα.

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ

Κεφάλαιον 1
Χαιρετισμός

1 Παύλος, δούλος του Χριστού Ιησού, κλητός απόστολος, ξεχωρισμένος για το ευαγγέλιο του Θεού, 2 το οποίο προϋποσχέθηκε μέσω των προφητών του στις άγιες Γραφές 3 αναφορικά με τον Υιό του, που γεννήθηκε κατά σάρκα από το σπέρμα του Δαβίδ, 4 ο οποίος ορίστηκε Υιός Θεού με υπερφυσική δύναμη σύμφωνα με το Πνεύμα της αγιοσύνης μέσω της ανάστασής του από τους νεκρούς: ο Ιησούς Χριστός ο Κύριός μας. 5 Μέσω αυτού λάβαμε χάρη και αποστολή ανάμεσα σ’ όλα τα έθνη υπέρ του ονόματός του, για να έρθουν στην υπακοή της πίστης, 6 μεταξύ των οποίων είστε κι εσείς κλητοί του Ιησού Χριστού 7 – προς όλους όσοι είναι στη Ρώμη, στους αγαπητούς του Θεού, στους κλητούς αγίους. Χάρη σ’ εσάς και ειρήνη από το Θεό Πατέρα μας και τον Κύριο Ιησού Χριστό.

Η επιθυμία του Παύλου να επισκεφτεί τη Ρώμη

8 Πρώτα, βέβαια, ευχαριστώ το Θεό μου μέσω του Ιησού Χριστού για όλους εσάς, γιατί η πίστη σας αναγγέλλεται σε όλο τον κόσμο. 9 Μάρτυράς μου πράγματι είναι ο Θεός, που λατρεύω μέσω του πνεύματός μου με το ευαγγέλιο του Υιού του, πως αδιάλειπτα σάς θυμάμαι 10 πάντα στις προσευχές μου και προσεύχομαι μήπως έχω καλό κατευόδιο τώρα επιτέλους με το θέλημα του Θεού, για να έρθω προς εσάς. 11 Γιατί πολύ ποθώ να σας δω, για να σας μεταδώσω κάποιο πνευματικό χάρισμα, για να στηριχτείτε: 12 αυτό όμως σημαίνει, να παρηγορηθώ μαζί κι εγώ μεταξύ σας με την αμοιβαία πίστη, τη δική σας και τη δική μου. 13 Δε θέλω λοιπόν να αγνοείτε, αδελφοί, ότι πολλές φορές είχα την πρόθεση να έρθω προς εσάς, αλλά εμποδίστηκα μέχρι τώρα, για να έχω κάποιον καρπό και μεταξύ σας καθώς και μεταξύ των υπόλοιπων εθνών. 14 Στους Έλληνες και στους βάρβαρους, στους σοφούς και στους ανόητους είμαι οφειλέτης. 15 Έτσι, όσο εξαρτάται από εμένα, είμαι πρόθυμος να ευαγγελίσω και σ’ εσάς που είστε στη Ρώμη.

Η δύναμη του Ευαγγελίου

16 Γιατί δεν ντρέπομαι το ευαγγέλιο, επειδή είναι δύναμη Θεού για σωτηρία σε καθέναν που πιστεύει, στον Ιουδαίο πρώτα και επίσης στον Έλληνα. 17 Γιατί δικαιοσύνη Θεού μέσα σ’ αυτό αποκαλύπτεται από πίστη σε πίστη καθώς είναι γραμμένο: Ο δίκαιος, όμως, θα ζήσει από την πίστη.

Η αμαρτία της ανθρωπότητας

18 Γιατί αποκαλύπτεται οργή Θεού από τον ουρανό πάνω σε κάθε ασέβεια και αδικία των ανθρώπων, που καταπνίγουν την αλήθεια με αδικία. 19 Γιατί ό,τι είναι γνωστό για το Θεό είναι φανερό σ’ αυτούς. Επειδή ο Θεός τούς το φανέρωσε. 20 Επειδή τα αόρατα χαρακτηριστικά του από την αρχή της κτίσης του κόσμου κατανοούνται και διαβλέπονται μέσω των δημιουργημάτων, όπως και η αιώνια δύναμή του και η θεία ιδιότητά του, ώστε αυτοί να είναι αναπολόγητοι. 21 Γιατί, ενώ γνώρισαν το Θεό, ως Θεό δεν τον δόξασαν ή δεν τον ευχαρίστησαν, αλλά απατήθηκαν με τους μάταιους διαλογισμούς τους και σκοτείνιασε η ασύνετη καρδιά τους. 22 Ενώ ισχυρίζονταν πως είναι σοφοί, έγιναν μωροί, 23 και άλλαξαν τη δόξα του άφθαρτου Θεού με ομοίωμα εικόνας φθαρτού ανθρώπου και πτηνών και τετραπόδων και ερπετών. 24 Γι’ αυτό τους παράδωσε ο Θεός με τις επιθυμίες των καρδιών τους σε ακαθαρσία, ώστε να ατιμάζουν τα σώματά τους μεταξύ τους, 25 αυτοί που μετάλλαξαν την αλήθεια του Θεού με το ψέμα, και σεβάστηκαν και λάτρεψαν την κτίση παρά τον Κτίστη, ο οποίος είναι ευλογητός στους αιώνες. Αμήν. 26 Γι’ αυτό τους παράδωσε ο Θεός σε ατιμωτικά πάθη: επειδή και τα θηλυκά τους μετάλλαξαν τη φυσική χρήση του σώματός τους στην αφύσικη, 27 κι όμοια και οι αρσενικοί, αφού άφησαν τη φυσική χρήση του θηλυκού, κατακάηκαν από την όρεξή τους ο ένας προς τον άλλο, αρσενικοί με αρσενικούς, ενώ κατεργάζονταν άσχημες πράξεις και λάβαιναν στους εαυτούς τους το μισθό που τους έπρεπε της πλάνης τους. 28 Και καθώς δε δοκίμασαν για να έχουν το Θεό με επίγνωση, τους παράδωσε ο Θεός σε αδόκιμο νου, ώστε να κάνουν όσα δεν πρέπει. 29 Πλήρεις από κάθε αδικία, ενεργητική κακία, πλεονεξία, ροπή προς την κακία· γεμάτοι φθόνο, φόνο, έριδα, δόλο, κακοήθεια· κουτσομπόληδες, 30 συκοφάντες, μισόθεοι, υβριστές, υπερήφανοι, αλαζόνες, εφευρέτες κακών, απειθείς στους γονείς, 31 ασύνετοι, παραβάτες συνθηκών, άστοργοι, ανελεήμονες. 32 Οι οποίοι, μολονότι γνώρισαν καλά τη δίκαιη απόφαση του Θεού, ότι όσοι πράττουν τέτοιου είδους πράγματα είναι άξιοι θανάτου, όχι μόνο κάνουν αυτά, αλλά και ευαρεστούνται συμφωνώντας με όσους τα πράττουν.

Κεφάλαιον 2
Η δίκαιη κρίση του Θεού

1 Γι’ αυτό αναπολόγητος είσαι, ω άνθρωπε· καθένας που κρίνει. Γιατί σ’ ό,τι κρίνεις τον άλλο, τον εαυτό σου κατακρίνεις, επειδή τα ίδια πράττεις κι εσύ που κρίνεις. 2 Και ξέρουμε ότι η καταδικαστική απόφαση του Θεού είναι σύμφωνη με την αλήθεια σ’ όσους πράττουν τέτοια πράγματα. 3 Και λογαριάζεις αυτό, ω άνθρωπε που κρίνεις όσους πράττουν τέτοια πράγματα αν και κάνεις τα ίδια, ότι εσύ θα ξεφύγεις την καταδικαστική απόφαση του Θεού; 4 Ή καταφρονείς τον πλούτο της χρηστότητάς του και της ανοχής και της μακροθυμίας του, αγνοώντας ότι η καλοσύνη του Θεού σε οδηγεί σε μετάνοια; 5 Σύμφωνα με τη σκληρότητά σου, λοιπόν, και με την αμετανόητη καρδιά σου, θησαυρίζεις για τον εαυτό σου οργή κατά την ημέρα της οργής και της αποκάλυψης της δικαιοκρισίας του Θεού, 6 ο οποίος θα αποδώσει σε καθέναν κατά τα έργα του. 7 Αφενός σ’ εκείνους που, κάνοντας με υπομονή έργα αγαθά, ζητούν δόξα και τιμή και αφθαρσία, θα δώσει ζωή αιώνια· 8 αφετέρου σ’ εκείνους που από φατριαστικό πνεύμα απειθούν στην αλήθεια και πείθονται στην αδικία, οργή και θυμός. 9 Θλίψη και στενοχώρια πάνω σε κάθε ψυχή ανθρώπου που κατεργάζεται το κακό, του Ιουδαίου πρώτα και επίσης του Έλληνα. 10 Δόξα, όμως, και τιμή και ειρήνη σε καθέναν που εργάζεται το αγαθό, στον Ιουδαίο πρώτα και επίσης στον Έλληνα. 11 Γιατί δεν υπάρχει προσωποληψία στο Θεό. 12 Γιατί, όσοι χωρίς νόμο αμάρτησαν, χωρίς νόμο και θα καταστραφούν. Και όσοι με το νόμο αμάρτησαν, διαμέσου του νόμου θα κριθούν. 13 Γιατί οι ακροατές του νόμου δεν είναι δίκαιοι μπροστά στο Θεό, αλλά οι τηρητές του νόμου θα δικαιωθούν. 14 (Επειδή, όταν οι εθνικοί, που δεν έχουν νόμο, κάνουν από τη φύση τους αυτά που ζητά ο νόμος, αυτοί, αν και δεν έχουν νόμο, είναι νόμος στους εαυτούς τους. 15 Οι οποίοι αποδείχνουν ότι το έργο του νόμου είναι γραμμένο στις καρδιές τους, ενώ συμμαρτυρεί η συνείδησή τους και μεταξύ τους οι λογισμοί κατηγορούν ή και απολογούνται.) 16 Αυτά θα γίνουν κατά την ημέρα που θα κρίνει ο Θεός τα κρυφά των ανθρώπων σύμφωνα με το ευαγγέλιό μου μέσω του Χριστού Ιησού.

Οι Ιουδαίοι και ο Νόμος

17 Αν όμως εσύ επονομάζεσαι Ιουδαίος και επαναπαύεσαι στο νόμο και καυχιέσαι στο Θεό 18 και γνωρίζεις το θέλημά του και διακρίνεις αυτά που διαφέρουν μεταξύ τους, επειδή κατηχείσαι από το νόμο, 19 κι έχεις πείσει τον εαυτό σου πως είναι οδηγός τυφλών, φως αυτών που είναι στο σκοτάδι, 20 εκπαιδευτής αφρόνων, δάσκαλος νηπίων, που έχει τη διαμόρφωση της γνώσης και της αλήθειας μέσα στο νόμο. 21 Εσύ, λοιπόν, που διδάσκεις τον άλλο, τον εαυτό σου δε διδάσκεις; Εσύ που κηρύττεις να μην κλέβουν, κλέβεις; 22 Εσύ που λες να μη μοιχεύουν, μοιχεύεις; Εσύ που βδελύττεσαι τα είδωλα, ιεροσυλείς; 23 Εσύ ο οποίος καυχιέσαι στο νόμο, με την παράβαση του νόμου το Θεό ατιμάζεις! 24 Γιατί το όνομα του Θεού εξαιτίας σας βλαστημιέται μεταξύ των εθνικών, καθώς είναι γραμμένο. 25 Γιατί, βέβαια, η περιτομή ωφελεί αν πράττεις το νόμο. Αν όμως είσαι παραβάτης του νόμου, η περιτομή σου έχει γίνει ακροβυστία. 26 Αν λοιπόν αυτός που έχει την ακροβυστία φυλάει τις διατάξεις του νόμου, η ακροβυστία του δε θα λογιστεί περιτομή; 27 Και θα κατακρίνει αυτός που έχει την ακροβυστία εκ φύσεως και εκτελεί το νόμο, εσένα, που με το γράμμα του νόμου και την περιτομή είσαι παραβάτης του νόμου. 28 Γιατί δεν είναι Ιουδαίος αυτός που φαίνεται εξωτερικά ούτε περιτομή είναι αυτή που είναι φανερή εξωτερικά στη σάρκα. 29 Αλλά Ιουδαίος είναι αυτός που είναι στον κρυφό άνθρωπο, και περιτομή είναι αυτή της καρδιάς με το Πνεύμα, όχι με το γράμμα. Αυτού ο έπαινος δεν προέρχεται από ανθρώπους, αλλά από το Θεό.


    Ваша оценка произведения:

Популярные книги за неделю