355 500 произведений, 25 200 авторов.

Электронная библиотека книг » Автор Неизвестен » Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση) » Текст книги (страница 25)
Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση)
  • Текст добавлен: 17 сентября 2016, 21:41

Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση)"


Автор книги: Автор Неизвестен


Жанры:

   

Религия

,

сообщить о нарушении

Текущая страница: 25 (всего у книги 46 страниц)

Κεφάλαιον 17
Η αναστάτωση στη Θεσσαλονίκη

1 Αφού ταξίδεψαν με τα πόδια τότε μέσα από την Αμφίπολη και από την Απολλωνία, ήρθαν στη Θεσσαλονίκη όπου ήταν συναγωγή των Ιουδαίων. 2 Και κατά τη συνήθειά του ο Παύλος εισήλθε προς αυτούς και για τρία Σάββατα συνδιαλέχτηκε με αυτούς από τις Γραφές, 3 διανοίγοντάς τες και παραθέτοντας χωρία που ανάφεραν ότι ο Χριστός έπρεπε να πάθει και να αναστηθεί από τους νεκρούς, και έλεγε ότι αυτός είναι ο Χριστός, ο Ιησούς, που εγώ σας αναγγέλλω. 4 Και μερικοί από αυτούς πείστηκαν και δόθηκαν σαν μερίδιο κληρονομιάς με κλήρο στον Παύλο και στο Σίλα, όπως επίσης και πολύ πλήθος Ελλήνων που σέβονταν το Θεό και από τις γυναίκες τις πρώτες της κοινωνίας όχι λίγες. 5 Ζήλεψαν τότε οι Ιουδαίοι και, αφού προσέλαβαν μερικούς κακούς άντρες της αγοράς και έκαναν οχλαγωγία, θορυβούσαν στην πόλη και στάθηκαν μπροστά στην οικία του Ιάσονα και ζητούσαν να τους φέρουν μπροστά στη συνέλευση του δήμου. 6 Επειδή όμως δεν τους βρήκαν, έσυραν τον Ιάσονα και μερικούς αδελφούς μπροστά στους πολιτάρχες, φωνάζοντας: «Εκείνοι που αναστάτωσαν την οικουμένη, αυτοί παρευρίσκονται και εδώ, 7 τους οποίους έχει υποδεχτεί ο Ιάσονας. Και όλοι αυτοί πράττουν αντίθετα προς τα διατάγματα του Καίσαρα, λέγοντας πως υπάρχει άλλος βασιλιάς, ο Ιησούς». 8 Τάραξαν λοιπόν τον όχλο και τους πολιτάρχες που άκουγαν αυτά 9 και, αφού έλαβαν αρκετή χρηματική εγγύηση από τον Ιάσονα και τους υπόλοιπους, τους απόλυσαν.Οι απόστολοι στη Βέροια

Οι απόστολοι στη Βέροια

10 Τότε οι αδελφοί αμέσως τη νύχτα έστειλαν έξω τον Παύλο και το Σίλα στη Βέροια, οι οποίοι, όταν ήρθαν, πήγαν στη συναγωγή των Ιουδαίων. 11 Αυτοί, λοιπόν, ήταν ευγενέστεροι από εκείνους που ήταν στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι δέχτηκαν το λόγο με όλη την προθυμία, εξετάζοντας κάθε ημέρα τις Γραφές αν αυτά έχουν έτσι. 12 Πράγματι, τότε πολλοί από αυτούς πίστεψαν και από τις ευυπόληπτες γυναίκες τις Ελληνίδες, και άντρες όχι λίγοι. 13 Μόλις όμως έμαθαν οι Ιουδαίοι από τη Θεσσαλονίκη ότι και στη Βέροια αναγγέλθηκε από τον Παύλο ο λόγος του Θεού, ήρθαν κι εκεί σαλεύοντας και ταράζοντας τους όχλους. 14 Και αμέσως τότε οι αδελφοί απέστειλαν έξω τον Παύλο να πορευτεί ως τη θάλασσα, και παρέμειναν ο Σίλας και ο Τιμόθεος εκεί. 15 Εκείνοι οι αδελφοί, συνοδεύοντας τον Παύλο, τον έφεραν ως την Αθήνα και, αφού έλαβαν εντολή για το Σίλα και τον Τιμόθεο να έρθουν όσο το δυνατό ταχύτερα προς αυτόν, έφυγαν.

Ο Παύλος στην Αθήνα

16 Ενώ λοιπόν τους περίμενε ο Παύλος στην Αθήνα, παροξυνόταν το πνεύμα του μέσα του, επειδή έβλεπε την πόλη να είναι γεμάτη είδωλα. 17 Αφενός λοιπόν συνδιαλεγόταν στη συναγωγή με τους Ιουδαίους και με αυτούς που σέβονταν το Θεό, όπως επίσης και κάθε ημέρα στην αγορά μ’ εκείνους που τύχαινε να παρευρίσκονται. 18 Αφετέρου μερικοί και από τους επικούρειους και τους στωικούς φιλοσόφους συναντιόνταν και μιλούσαν μαζί του, και μερικοί έλεγαν: «Τι θα ήθελε να λέει ο σπερμολόγος αυτός;» Άλλοι έλεγαν: «Ξένων θεοτήτων φαίνεται πως είναι διαγγελέας» – γιατί τον Ιησού και την ανάσταση ευαγγελιζόταν. 19 Και αφού τον πήραν, τον οδήγησαν πάνω στον Άρειο Πάγο, λέγοντας: «Μπορούμε να γνωρίσουμε ποια είναι αυτή η καινούργια διδαχή που λαλείται από εσένα; 20 Γιατί κάποια παράξενα πράγματα φέρνεις μες στ’ αυτιά μας. Θέλουμε λοιπόν να γνωρίσουμε ποια είναι τα πράγματα αυτά». 21 Και οι Αθηναίοι όλοι και οι ξένοι που έμεναν εκεί δεν ευκαιρούσαν για τίποτε άλλο παρά για να λένε κάτι ή για να ακούνε κάτι πιο καινούργιο. 22 Στάθηκε τότε ο Παύλος στο μέσο του Αρείου Πάγου και είπε: «Άντρες Αθηναίοι, καθ’ όλα σας θεωρώ δεισιδαιμονέστατους. 23 Γιατί περνώντας και παρατηρώντας με προσοχή τα σεβάσματά σας βρήκα και βωμό στον οποίο είχε γραφτεί επάνω: “Στον άγνωστο θεό”. Αυτό λοιπόν που αγνοώντας σέβεστε, τούτο εγώ σας αναγγέλλω. 24 Ο Θεός που έκανε τον κόσμο και όλα όσα είναι μέσα σ’ αυτόν, επειδή είναι Κύριος ουρανού και γης, αυτός δεν κατοικεί μέσα σε χειροποίητους ναούς 25 ούτε υπηρετείται από χέρια ανθρώπινα, σαν να έχει ανάγκη από κάτι επιπλέον, αυτός που δίνει σε όλους ζωή και πνοή και τα πάντα. 26 Και έκανε από έναν κάθε έθνος ανθρώπων, για να κατοικούν πάνω σε όλο το πρόσωπο της γης, αφού όρισε προσδιορισμένους καιρούς και τις οροθεσίες της κατοικίας τους, 27 για να ζητούν το Θεό, μήπως άραγε μπορέσουν να τον ψηλαφήσουν και τον βρουν· αν και, βέβαια, δεν είναι μακριά από καθέναν από εμάς ξεχωριστά. 28 Γιατί μέσα σ’ αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε, όπως και μερικοί από τους δικούς σας ποιητές έχουν πει: “Γιατί είμαστε και γένος του”. 29 Επειδή λοιπόν είμαστε γένος του Θεού, δεν πρέπει να νομίζουμε πως η θεία φύση είναι όμοια με χρυσάφι ή με άργυρο ή με λίθο, με χάραγμα τέχνης και επινόησης ανθρώπου. 30 Τους χρόνους λοιπόν της άγνοιας παραβλέποντας πράγματι ο Θεός, τώρα παραγγέλλει στους ανθρώπους παντού να μετανοούν όλοι, 31 καθότι προσδιόρισε ημέρα κατά την οποία μέλλει να κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη, με έναν άντρα που όρισε, αφού έδωσε πιστοποίηση σε όλους, όταν τον ανάστησε από τους νεκρούς». 32 Όταν άκουσαν τότε “ανάσταση νεκρών”, οι μεν χλεύαζαν, οι δε είπαν: «Θα σε ακούσουμε σχετικά με αυτό και πάλι». 33 Έτσι ο Παύλος εξήλθε από ανάμεσά τους. 34 Μερικοί όμως άντρες προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν και πίστεψαν, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και μια γυναίκα με το όνομα Δάμαρις και άλλοι μαζί τους.

Κεφάλαιον 18
Ο Παύλος στην Κόρινθο

1 Μετά από αυτά αναχώρησε από την Αθήνα και ήρθε στην Κόρινθο. 2 Και βρήκε κάποιον Ιουδαίο με το όνομα Ακύλας, Πόντιο στο γένος, που είχε έρθει πρόσφατα από την Ιταλία, και την Πρίσκιλλα τη γυναίκα του, γιατί είχε διατάξει ο Κλαύδιος να αναχωρήσουν όλοι οι Ιουδαίοι από τη Ρώμη, και προσήλθε σ’ αυτούς. 3 Και επειδή ήταν ομότεχνος, έμενε κοντά τους και εργαζόταν· γιατί ήταν σκηνοποιοί στην τέχνη. 4 Συνδιαλεγόταν λοιπόν μέσα στη συναγωγή κάθε Σάββατο και έπειθε Ιουδαίους και Έλληνες. 5 Μόλις λοιπόν κατέβηκαν από τη Μακεδονία ο Σίλας και ο Τιμόθεος, πιεζόταν από το λόγο του Θεού ο Παύλος και μαρτυρούσε επίσημα στους Ιουδαίους πως ο Χριστός είναι ο Ιησούς. 6 Επειδή όμως αυτοί αντιτάσσονταν και βλαστημούσαν, τίναξε τα ρούχα του και είπε προς αυτούς: «Το αίμα σας πάνω στο κεφάλι σας· εγώ είμαι καθαρός. Από τώρα θα πηγαίνω στους εθνικούς». 7 Και αφού έφυγε από εκεί, εισήλθε στην οικία κάποιου με το όνομα Τίτιος Ιούστος, που σεβόταν το Θεό, του οποίου η οικία συνόρευε με τη συναγωγή. 8 Και ο Κρίσπος ο αρχισυνάγωγος πίστεψε στον Κύριο μαζί με όλο τον οίκο του, και πολλοί από τους Κορίνθιους, ακούγοντας, πίστευαν και βαφτίζονταν. 9 Είπε τότε ο Κύριος τη νύχτα με όραμα στον Παύλο: «Μη φοβάσαι, αλλά μίλα και μη σωπάσεις, 10 γιατί εγώ είμαι μαζί σου και κανείς δε θα σου επιτεθεί, για να σε κακοποιήσει, γιατί έχω πολύ λαό στην πόλη αυτή». 11 Κάθισε λοιπόν ένα έτος και έξι μήνες, διδάσκοντας μεταξύ τους το λόγο του Θεού. 12 Όταν ήταν τότε ο Γαλλίωνας ανθύπατος της Αχαΐας, σηκώθηκαν ομόψυχα οι Ιουδαίοι εναντίον του Παύλου και τον έφεραν μπροστά στο βήμα, 13 λέγοντας: «Αντίθετα με το νόμο αυτός μεταπείθει τους ανθρώπους να σέβονται το Θεό». 14 Και ενώ έμελλε ο Παύλος να ανοίγει το στόμα του, είπε ο Γαλλίωνας προς τους Ιουδαίους: «Αν βέβαια ήταν κάποιο αδίκημα ή ραδιούργημα κακό, ω Ιουδαίοι, εύλογα θα σας ανεχόμουν. 15 Αν όμως είναι ζητήματα για λόγια και για ονόματα και για το δικό σας νόμο, δείτε τα οι ίδιοι· κριτής αυτών εγώ δε θέλω να είμαι». 16 Και τους απόδιωξε από το βήμα. 17 Έπιασαν τότε όλοι το Σωσθένη τον αρχισυνάγωγο και τον χτυπούσαν μπροστά στο βήμα· και τίποτε από αυτά δεν έμελε το Γαλλίωνα.

Ο Παύλος επιστρέφει την Αντιόχεια

18 Αλλά ο Παύλος παράμεινε ακόμα αρκετές ημέρες, κατόπιν αποχαιρέτησε τους αδελφούς και εξέπλευσε προς τη Συρία και μαζί του η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας, ενώ κούρεψε στις Κεχρεές το κεφάλι του, γιατί είχε κάνει ευχή ναζηραίου. 19 Έφτασαν τότε στην Έφεσο, κι εκείνους εγκατέλειψε εκεί, αυτός όμως εισήλθε στη συναγωγή και συνδιαλέχτηκε με τους Ιουδαίους. 20 Όταν όμως αυτοί τον παρακαλούσαν να μείνει για περισσότερο χρόνο, δε συγκατένευσε. 21 Αλλά τους αποχαιρέτησε και είπε: «[Πρέπει πάντως την εορτή την ερχόμενη να την κάνω στα Ιεροσόλυμα.] Πάλι θα επιστρέψω προς εσάς αν το θέλει ο Θεός», και ανοίχτηκε στο πέλαγος από την Έφεσο. 22 Και όταν κατέβηκε στην Καισάρεια, ανέβηκε και χαιρέτησε την εκκλησία και μετά κατέβηκε στην Αντιόχεια. 23 Και αφού έμεινε εκεί λίγο χρόνο, εξήλθε, διασχίζοντας με τη σειρά τη Γαλατική χώρα και τη Φρυγία, στηρίζοντας όλους τους μαθητές.

Ο Απολλώς κηρύττει στην Έφεσο

24 Και κάποιος Ιουδαίος με το όνομα Απολλώς, Αλεξανδρινός στο γένος, άντρας λόγιος, έφτασε στην Έφεσο και ήταν δυνατός στις Γραφές. 25 Αυτός ήταν κατηχημένος στην οδό του Κυρίου και, βράζοντας στο πνεύμα, μιλούσε και δίδασκε ακριβώς τα σχετικά με τον Ιησού, γνωρίζοντας καλά μόνο το βάφτισμα του Ιωάννη. 26 Και αυτός άρχισε να μιλά με παρρησία μέσα στη συναγωγή. Όταν τον άκουσαν τότε η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας, τον πήραν κατά μέρος και ακριβέστερα του εξέθεσαν την οδό του Θεού. 27 Επειδή λοιπόν αυτός ήθελε να περάσει στην Αχαΐα, τον πρότρεψαν να το κάνει οι αδελφοί και έγραψαν στους μαθητές να τον αποδεχτούν. Αυτός, όταν έφτασε, συνέβαλε πολύ στο να ωφεληθούν αυτοί που είχαν πιστέψει με τη χάρη. 28 Γιατί έντονα έλεγχε πλήρως τους Ιουδαίους, αντικρούοντάς τους δημόσια, επιδεικνύοντας διαμέσου των Γραφών πως ο Χριστόςείναι ο Ιησούς.

Κεφάλαιον 19
Ο Παύλος στην Έφεσο

1 Συνέβηκε τότε, ενώ ο Απολλώς ήταν στην Κόρινθο, αφού ο Παύλος πέρασε τα ανώτερα σε υψόμετρο μέρη της Μικράς Ασίας, να κατεβεί στην Έφεσο και να βρει μερικούς μαθητές. 2 Και είπε προς αυτούς: «Άραγε λάβατε Πνεύμα Άγιο όταν πιστέψατε;» Εκείνοι είπαν προς αυτόν: «Αλλά ούτε αν υπάρχει Πνεύμα Άγιο ακούσαμε». 3 Και είπε: «Σε τι λοιπόν βαφτιστήκατε;» Εκείνοι είπαν: «Στο βάφτισμα του Ιωάννη». 4 Είπε τότε ο Παύλος: «Ο Ιωάννης βάφτισε βάφτισμα μετάνοιας, λέγοντας στο λαό να πιστέψουν στον ερχόμενο μετά από αυτόν, τουτέστι στον Ιησού». 5 Όταν το άκουσαν τότε, βαφτίστηκαν στο όνομα του Κυρίου Ιησού. 6 Και αφού ο Παύλος επέθεσε σ’ αυτούς τα χέρια, ήρθε το Πνεύμα το Άγιο πάνω τους, και λαλούσαν γλώσσες και προφήτευαν. 7 Και ήταν όλοι οι άντρες περίπου δώδεκα. 8 Εισήλθε τότε στη συναγωγή και μιλούσε με παρρησία για τρεις μήνες, συνδιαλεγόμενος και πείθοντας για τα θέματα γύρω από τη βασιλεία του Θεού. 9 Καθώς όμως μερικοί σκληραίνονταν και απειθούσαν, κακολογώντας την Οδό μπροστά στο πλήθος, στάθηκε μακριά από αυτούς και χώρισε τους μαθητές και κάθε ημέρα συνδιαλεγόταν μέσα στη σχολή του Τυράννου. 10 Και αυτό έγινε για δύο έτη, ώστε όλοι όσοι κατοικούσαν στην επαρχία της Ασίας να ακούσουν το λόγο του Κυρίου, και Ιουδαίοι και Έλληνες.

Οι γιοι του Σκευά

11 Και θαυματουργικές δυνάμεις, όχι από τις συνηθισμένες, ο Θεός έκανε με τα χέρια του Παύλου, 12 ώστε και πάνω στους ασθενείς να φέρονται από την επιφάνεια του σώματός του μαντήλια ή ποδιές και αυτοί να απαλλάσσονται από τις νόσους και να βγαίνουν τα κακά πνεύματα. 13 Επιχείρησαν τότε κάποιοι και από τους περιερχόμενους Ιουδαίους εξορκιστές να προφέρουν πάνω σ’ εκείνους που είχαν τα κακά πνεύματα το όνομα του Κυρίου Ιησού, λέγοντας: «Σας εξορκίζω στον Ιησού που ο Παύλος κηρύττει». 14 Ήταν λοιπόν εφτά γιοι κάποιου Σκευά, Ιουδαίου αρχιερέα, που έκαναν αυτό. 15 Αποκρίθηκε τότε το πνεύμα το κακό και τους είπε: «Τον Ιησού βέβαια γνωρίζω και τον Παύλο ξέρω καλά, εσείς όμως ποιοι είστε;» 16 Και αφού πήδηξε πάνω τους ο άνθρωπος μέσα στον οποίο ήταν το κακό πνεύμα, τους κατανίκησε όλους και υπερίσχυσε εναντίον τους, ώστε γυμνοί και τραυματισμένοι να ξεφύγουν από εκείνο τον οίκο. 17 Και αυτό έγινε γνωστό σε όλους, και Ιουδαίους και Έλληνες που κατοικούν στην Έφεσο, και έπεσε φόβος πάνω σε όλους αυτούς και μεγαλυνόταν το όνομα του Κυρίου Ιησού. 18 Και πολλοί από αυτούς που είχαν πιστέψει έρχονταν και εξομολογούνταν και ανάγγελλαν τις πράξεις τους. 19 Αρκετοί μάλιστα από αυτούς που έπραξαν τις περίεργες μαγικές πράξεις έφεραν μαζί τους τα βιβλία και τα κατάκαιγαν μπροστά σε όλους. Και συνυπολόγισαν τις τιμές τους και βρήκαν ότι άξιζαν πενήντα χιλιάδες νομίσματα αργύρου. 20 Έτσι κραταιώς ο λόγος του Κυρίου αύξανε και ίσχυε.

Η αναταραχή στην Έφεσο

21 Μόλις λοιπόν τελείωσαν αυτά, έθεσε ο Παύλος στο πνεύμα του, αφού περάσει από τη Μακεδονία και από την Αχαΐα, να πορεύεται στα Ιεροσόλυμα, και είπε: «Μετά τον ερχομό μου εκεί, πρέπει να δω και τη Ρώμη». 22 Απέστειλε τότε στη Μακεδονία δύο από αυτούς που τον διακονούσαν, τον Τιμόθεο και τον Έραστο, και αυτός έμεινε λίγο χρόνο στην επαρχία της Ασίας. 23 Έγινε τότε κατά τον καιρό εκείνο όχι λίγη ταραχή για την Οδό. 24 Γιατί κάποιος με το όνομα Δημήτριος, αργυροχόος, έκανε ναούς αργυρούς της Άρτεμης και παρείχε στους τεχνίτες όχι λίγη εργασία. 25 Συνάθροισε αυτούς, όπως και τους εργάτες που ασχολούνταν με τέτοια, και είπε: «Άντρες, γνωρίζετε καλά ότι από αυτήν την εργασία προέρχεται η ευπορία μας. 26 Και βλέπετε και ακούτε ότι, όχι μόνο στην Έφεσο αλλά σχεδόν σε όλη την επαρχία της Ασίας, αυτός ο Παύλος έπεισε και μετάστρεψε αρκετό πλήθος, λέγοντας ότι δεν είναι θεοί αυτοί που γίνονται με τα χέρια. 27 Και όχι μόνο κινδυνεύει αυτός ο κλάδος του επαγγέλματός μας να έρθει σε περιφρόνηση, αλλά και ο ναός της μεγάλης θεάς Άρτεμης να λογαριαστεί ως τίποτα. Και μέλλει επίσης να καθαιρείται από τη μεγαλειότητά της αυτή που σέβεται όλη η επαρχία της Ασίας και η οικουμένη». 28 Όταν άκουσαν τότε, και επειδή έγιναν πλήρεις θυμού, έκραζαν λέγοντας: «Μεγάλη η Άρτεμη των Εφεσίων». 29 Και γέμισε η πόλη από τη σύγχυση, και όρμησαν ομόψυχα στο θέατρο και άρπαξαν μαζί το Γάιο και τον Αρίσταρχο, τους Μακεδόνες, τους συνοδοιπόρους του Παύλου. 30 Και ενώ ο Παύλος ήθελε να εισέλθει στη συνέλευση του δήμου, δεν τον άφηναν οι μαθητές. 31 Μερικοί μάλιστα και από τους Ασιάρχες, που ήταν φίλοι του, έστειλαν μήνυμα προς αυτόν και τον παρακαλούσαν να μην εκθέσει τον εαυτό του στο θέατρο. 32 Άλλοι λοιπόν φώναζαν ένα πράγμα και άλλοι κάτι άλλο· γιατί ήταν η εκκλησία του δήμου συγκεχυμένη και οι περισσότεροι δεν ήξεραν για ποιο λόγο είχαν συγκεντρωθεί. 33 Και από το πλήθος δίδαξαν στον Αλέξανδρο τι να μιλήσει, που τον έσπρωξαν μπροστά οι Ιουδαίοι. Ο Αλέξανδρος, λοιπόν, έσεισε προς τα κάτω το χέρι του και ήθελε να απολογηθεί στη συνέλευση του δήμου. 34 Όταν όμως αναγνώρισαν ότι είναι Ιουδαίος, έγινε μία φωνή από όλους και έκραζαν περίπου για δύο ώρες: «Μεγάλη η Άρτεμη των Εφεσίων». 35 Και αφού ο γραμματέας καθησύχασε τον όχλο, λέει: «Άντρες Εφέσιοι, ποιος είναι πράγματι από τους ανθρώπους που δε γνωρίζει πως η πόλη των Εφεσίων είναι νεωκόρος της μεγάλης Άρτεμης και του διοπετούς; 36 Αφού λοιπόν είναι αναντίρρητα αυτά, εσείς πρέπει να ησυχάσετε και να μην πράττετε τίποτα το απερίσκεπτο. 37 Γιατί φέρατε τούτους τους άντρες που δεν είναι ούτε ιερόσυλοι ούτε βλαστημούν τη θεά μας. 38 Αφενός, λοιπόν, αν ο Δημήτριος και οι τεχνίτες που είναι μαζί του έχουν λόγο κατηγορίας εναντίον κάποιου, γίνονται δικαστήρια τις δικάσιμες ημέρες στην αγορά και υπάρχουν ανθύπατοι· ας καταγγείλουν ο ένας τον άλλο. 39 Αφετέρου, αν κάτι επιπλέον επιζητάτε, θα επιλυθεί στη νόμιμη εκκλησία του δήμου. 40 Γιατί, επίσης, κινδυνεύουμε να καταγγελθούμε για στάση για τη σημερινή ημέρα, ενώ δεν υπάρχει κανένα αίτιο για το οποίο θα δυνηθούμε να αποδώσουμε λόγο γι’ αυτήν τη θορυβώδη συγκέντρωση». 41 Και αφού είπε αυτά, απέλυσε την εκκλησία του δήμου.

Κεφάλαιον 20
Το ταξίδι του Παύλου στη Μακεδονία και στην Ελλάδα

1 Μετά λοιπόν την παύση του θορύβου, αφού έστειλε ο Παύλος μήνυμα στους μαθητές να έρθουν και τους ενθάρρυνε, τους χαιρέτησε και εξήλθε για να πορεύεται στη Μακεδονία. 2 Πέρασε τότε τα μέρη εκείνα και, αφού τους ενθάρρυνε με πολλά λόγια, ήρθε στην Ελλάδα 3 και έκανε τρεις μήνες. Επειδή έγινε επιβουλή εναντίον του από τους Ιουδαίους, όταν έμελλε να ανοιχτεί στο πέλαγος προς τη Συρία, έγινε της γνώμης να επιστρέψει διαμέσου της Μακεδονίας. 4 Τον συνόδευε λοιπόν ο Σώπατρος του Πύρρου, ο Βεροιαίος, και από τους Θεσσαλονικείς ο Αρίσταρχος και ο Σεκούνδος, και ο Γάιος ο Δερβαίος και ο Τιμόθεος, και Ασιάτες ο Τυχικός και ο Τρόφιμος. 5 Αυτοί λοιπόν ήρθαν προηγουμένως και μας περίμεναν στην Τρωάδα, 6 ενώ εμείς εκπλεύσαμε μετά τις ημέρες της εορτής των Αζύμων από τους Φιλίππους και ήρθαμε προς αυτούς ύστερα από πέντε ημέρες στην Τρωάδα, όπου παραμείναμε εφτά ημέρες.

Αποχαιρετιστήρια επίσκεψη του Παύλου στην Τρωάδα

7 Και την πρώτη ημέρα μετά το Σάββατο, όταν ήμασταν συναγμένοι για να κόψουμε με τα χέρια άρτο, ο Παύλος συνδιαλεγόταν με αυτούς, επειδή έμελλε να αναχωρήσει την επόμενη ημέρα, και παράτεινε το λόγο μέχρι τα μεσάνυχτα. 8 Ήταν μάλιστα αρκετές λαμπάδες στο υπερώο όπου ήμασταν συναγμένοι. 9 Και κάποιος νεαρός που καθόταν πάνω στο παράθυρο, με το όνομα Εύτυχος, κατέπεσε σε βαθύ ύπνο, γιατί συνδιαλεγόταν ο Παύλος για περισσότερη ώρα. Επειδή καταλήφθηκε από τον ύπνο, έπεσε από το τρίτο πάτωμα κάτω και τον σήκωσαν νεκρό. 10 Κατέβηκε τότε ο Παύλος και έπεσε πάνω του και, αφού τον αγκάλιασε, είπε: «Μη θορυβείστε, γιατί η ψυχή του είναι μέσα του». 11 Ανέβηκε τότε και έκοψε με τα χέρια τον άρτο και γεύτηκε και, αφού μίλησε αρκετά μέχρι την αυγή, έτσι εξήλθε και έφυγε. 12 Έφεραν τότε το παιδί ζωντανό και παρηγορήθηκαν πολύ.

Το ταξίδι από την Τρωάδα στη Μίλητο

13 Εμείς λοιπόν ήρθαμε προηγουμένως στο πλοίο και ανοιχτήκαμε στο πέλαγος για την Άσσο, γιατί από εκεί μέλλαμε να παραλάβουμε τον Παύλο· επειδή έτσι είχε διατάξει, γιατί αυτός έμελλε να πάει πεζός. 14 Όταν λοιπόν μας συναντούσε στην Άσσο, τον παραλάβαμε και ήρθαμε στη Μυτιλήνη, 15 κι από εκεί αποπλεύσαμε την επόμενη ημέρα και φτάσαμε αντίκρυ στη Χίο. Και την άλλη ημέρα φτάσαμε στη Σάμο, ενώ την επόμενη ήρθαμε στη Μίλητο. 16 Γιατί είχε αποφασίσει ο Παύλος να παρακάμψει πλέοντας την Έφεσο, για να μην του γίνει να χρονοτριβήσει στην επαρχία της Ασίας. Γιατί έσπευδε, αν του ήταν δυνατό, την ημέρα της Πεντηκοστής να είναι στα Ιεροσόλυμα.

Η ομιλία του Παύλου στους πρεσβυτέρους της Εφέσου

17 Από τη Μίλητο τότε έστειλε στην Έφεσο και κάλεσε να έρθουν οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας. 18 Μόλις λοιπόν παρουσιάστηκαν προς αυτόν, τους είπε: «Εσείς γνωρίζετε καλά, από την πρώτη ημέρα που πάτησα το πόδι μου στην επαρχία της Ασίας, πώς συμπεριφέρθηκα μαζί σας όλο το χρόνο, 19 υπηρετώντας ως δούλος τον Κύριο με όλη την ταπεινοφροσύνη και με δάκρυα και με πειρασμούς που μου συνέβηκαν από τις επιβουλές των Ιουδαίων. 20 Γνωρίζετε πως τίποτα δεν υπέκρυψα από φόβο, από εκείνα που σας συμφέρουν, ώστε να μη σας αναγγείλω και να μη σας διδάξω δημόσια και σε οίκους, 21 μαρτυρώντας επίσημα σε Ιουδαίους και σε Έλληνες τη μετάνοια στο Θεό και την πίστη στον Κύριό μας Ιησού. 22 Και τώρα, ιδού, δεμένος εγώ από το πνεύμα μου, πορεύομαι στην Ιερουσαλήμ, μην ξέροντας αυτά που θα συναντήσω σ’ αυτήν, 23 εκτός του ότι το Πνεύμα το Άγιο από πόλη σε πόλη μού μαρτυρεί επίσημα λέγοντας ότι δεσμά και θλίψεις με περιμένουν. 24 Αλλά καθόλου δε λογαριάζω τη ζωή πολύτιμη για τον εαυτό μου, όσο το να τελειώσω το δρόμο μου και τη διακονία που έλαβα από τον Κύριο Ιησού: το να μαρτυρήσω επίσημα το ευαγγέλιο της χάρης του Θεού. 25 Και τώρα ιδού, εγώ ξέρω ότι δε θα δείτε πια το πρόσωπό μου εσείς όλοι μεταξύ των οποίων πέρασα κηρύττοντας τη βασιλεία. 26 Γιατί μαρτυρώ σ’ εσάς τη σημερινή ημέρα ότι είμαι καθαρός από το αίμα όλων· 27 γιατί δεν υπέκρυψα κάτι από φόβο, ώστε να μη σας αναγγείλω όλη τη βουλή του Θεού. 28 Προσέχετε τους εαυτούς σας και όλο το ποίμνιο, στο οποίο το Πνεύμα το Άγιο σας έθεσε επισκόπους, για να ποιμαίνετε την εκκλησία του Θεού, την οποία απόχτησε με το αίμα το δικό του. 29 Εγώ ξέρω ότι θα εισέλθουν σ’ εσάς μετά την αναχώρησή μου λύκοι άγριοι, που δε θα λυπούνται το ποίμνιο, 30 και από εσάς τους ίδιους θα σηκωθούν άντρες μιλώντας διεστραμμένα, για να αποσπούν τους μαθητές πίσω τους. 31 Γι’ αυτό αγρυπνείτε και να θυμάστε ότι για τρία έτη νύχτα και ημέρα δεν έπαψα με δάκρυα να νουθετώ καθέναν ξεχωριστά. 32 Και τώρα σας παραθέτω προς φύλαξη στο Θεό και στο λόγο της χάρης του, σ’ αυτόν που δύναται να σας οικοδομήσει και να σας δώσει την κληρονομιά ανάμεσα σε όλους τους αγιασμένους. 33 Άργυρο ή χρυσάφι ή ιματισμό κανενός δεν επιθύμησα. 34 Οι ίδιοι γνωρίζετε ότι στις ανάγκες μου και στις ανάγκες αυτών που ήταν μαζί μου υπηρέτησαν τα χέρια αυτά. 35 Σε όλα υπέδειξα σ’ εσάς ότι κοπιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να βοηθάτε τους ασθενείς, και να θυμάστε τους λόγους του Κυρίου Ιησού, γιατί αυτός είπε: “Μακάριο είναι περισσότερο να δίνει κανείς, παρά να λαβαίνει”». 36 Και αφού είπε αυτά, έπεσε στα γόνατά του και προσευχήθηκε μαζί με όλους αυτούς. 37 Τότε έγινε αρκετό κλάμα από όλους και έπεσαν πάνω στον τράχηλο του Παύλου και τον καταφιλούσαν, 38 πονώντας περισσότερο απ’ όλα για το λόγο που είχε πει, ότι δε μέλλουν πια να δουν το πρόσωπό του. Και τον προέπεμπαν στο πλοίο.


    Ваша оценка произведения:

Популярные книги за неделю