Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση)"
Автор книги: Автор Неизвестен
сообщить о нарушении
Текущая страница: 21 (всего у книги 46 страниц)
Κεφάλαιον 19
1 Τότε, λοιπόν, έλαβε ο Πιλάτος τον Ιησού και τον μαστίγωσε. 2 Και οι στρατιώτες, αφού έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια, το επέθεσαν στο κεφάλι του και τον έντυσαν με ιμάτιο πορφυρό 3 και έρχονταν προς αυτόν και έλεγαν: «Χαίρε, βασιλιά των Ιουδαίων». Και του έδιναν χαστούκια. 4 Και βγήκε πάλι έξω ο Πιλάτος και τους λέει: «Να, εγώ σας τον φέρνω έξω, για να καταλάβετε ότι καμιά αιτία καταδίκης δε βρίσκω σ’ αυτόν». 5 Βγήκε λοιπόν ο Ιησούς έξω, φορώντας το αγκάθινο στεφάνι και το πορφυρό ιμάτιο. Και τους λέει ο Πιλάτος: «Ιδού ο άνθρωπος». 6 Όταν λοιπόν τον είδαν οι αρχιερείς και οι υπηρέτες του ναού, κραύγασαν λέγοντας: «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον». Τους λέει ο Πιλάτος: «Λάβετέ τον εσείς και σταυρώστε τον, γιατί εγώ δεν βρίσκω σ’ αυτόν αιτία καταδίκης». 7 Αποκρίθηκαν σ’ αυτόν οι Ιουδαίοι: «Εμείς έχουμε νόμο και κατά το νόμο οφείλει να πεθάνει, γιατί έκανε τον εαυτό του Υιό Θεού». 8 Όταν λοιπόν άκουσε ο Πιλάτος αυτόν το λόγο, φοβήθηκε περισσότερο, 9 και εισήλθε στο πραιτώριο πάλι και λέει στον Ιησού: «Από πού είσαι εσύ;» Αλλά ο Ιησούς δεν του έδωσε απόκριση. 10 Λέει τότε σ’ αυτόν ο Πιλάτος: «Σ’ εμένα δε μιλάς; Δεν ξέρεις ότι έχω εξουσία να σε απολύσω και έχω εξουσία να σε σταυρώσω;» 11 Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Δε θα είχες εξουσία κατεπάνω μου καμιά, αν δε σου ήταν δοσμένο από επάνω. Γι’ αυτό εκείνος που με παράδωσε σ’ εσένα έχει μεγαλύτερη αμαρτία». 12 Γι’ αυτό που είπε, ο Πιλάτος ζητούσε να τον απολύσει. Αλλά οι Ιουδαίοι κραύγασαν λέγοντας: «Αν τούτον απολύσεις, δεν είσαι φίλος του Καίσαρα. Καθένας που κάνει τον εαυτό του βασιλιά αντιτίθεται στον Καίσαρα». 13 Ο Πιλάτος, λοιπόν, όταν άκουσε τα λόγια αυτά, έφερε έξω τον Ιησού και κάθισε πάνω σε βήμα, σ’ έναν τόπο που λέγεται Λιθόστρωτο και στα εβραϊκά “Γαββαθά”. 14 Ήταν τότε παρασκευή του Πάσχα, η ώρα ήταν περίπου δώδεκα το μεσημέρι. Και λέει στους Ιουδαίους: «Να ο βασιλιάς σας». 15 Κραύγασαν τότε εκείνοι: «Αφάνισέ τον, αφάνισέ τον, σταύρωσέ τον». Τους λέει ο Πιλάτος: «Το βασιλιά σας να σταυρώσω;» Αποκρίθηκαν οι αρχιερείς: «Δεν έχουμε βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα». 16 Τότε, λοιπόν, τον παράδωσε σ’ αυτούς για να σταυρωθεί.
Η σταύρωση του Ιησού
(Μτ. 27:32-44, Μκ. 16:21-32, Λκ. 23:26-43)
Παράλαβαν λοιπόν τον Ιησού, 17 και βαστάζοντας στον εαυτό του το σταυρό, εξήλθε από την πόλη στο λεγόμενο “Κρανίου Τόπο”, που λέγεται εβραϊκά “Γολγοθά”, 18 όπου τον σταύρωσαν, και μαζί του άλλους δύο, δώθε και κείθε, και στο μέσο τον Ιησού. 19 Ο Πιλάτος έγραψε τότε και μια επιγραφή και την έθεσε πάνω από το σταυρό. Και ήταν γραμμένο: “Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλιάς των Ιουδαίων”. 20 Αυτή, λοιπόν, την επιγραφή διάβασαν πολλοί από τους Ιουδαίους, γιατί ήταν κοντά στην πόλη ο τόπος όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς. Και ήταν γραμμένη εβραϊκά, ρωμαϊκά, ελληνικά. 21 Έλεγαν λοιπόν στον Πιλάτο οι αρχιερείς των Ιουδαίων: «Να μη γράφεις, “Ο βασιλιάς των Ιουδαίων”, αλλά ότι “Εκείνος είπε: Βασιλιάς είμαι των Ιουδαίων”». 22 Αποκρίθηκε ο Πιλάτος: «Ό,τι έχω γράψει, έχω γράψει». 23 Οι στρατιώτες, λοιπόν, όταν σταύρωσαν τον Ιησού, έλαβαν τα ιμάτιά του και τα έκαναν τέσσερα μέρη, για κάθε στρατιώτη ένα μέρος, και το χιτώνα. Και ήταν ο χιτώνας χωρίς ραφή, από πάνω ως κάτω υφαντός ολόκληρος. 24 Είπαν λοιπόν μεταξύ τους: «Ας μην τον σκίσουμε, αλλά ας ρίξουμε λαχνό γι’ αυτόν να δούμε ποιανού θα είναι» – για να εκπληρωθεί η Γραφή που λέει: Διαμοιράστηκαν τα ιμάτιά μου μεταξύ τους και πάνω στον ιματισμό μου έριζαν κλήρο. Αφενός, λοιπόν, οι στρατιώτες έκαναν αυτά. 25 Αφετέρου είχαν σταθεί κοντά στο σταυρό του Ιησού η μητέρα του και η αδελφή της μητέρας του, η Μαρία η γυναίκα του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή. 26 Ο Ιησούς, τότε, όταν είδε τη μητέρα του και το μαθητή που αγαπούσε να έχει σταθεί εκεί κοντά, λέει στη μητέρα του: «Γυναίκα, να ο γιος σου». 27 Έπειτα λέει στο μαθητή: «Να η μητέρα σου». Και από εκείνη την ώρα έλαβε αυτήν ο μαθητής στην οικία του.
Ο θάνατος του Ιησού
(Μτ. 27:45-56, Μκ. 15:33-41, Λκ. 23:44-49)
28 Μετά από αυτό, επειδή ήξερε ο Ιησούς ότι ήδη όλα έχουν τελεστεί, για να εκπληρωθεί η Γραφή, λέει: «Διψώ». 29 Ένα σκεύος ήταν τοποθετημένο εκεί γεμάτο ξίδι. Αφού, λοιπόν, έθεσαν ένα σφουγγάρι γεμάτο με το ξίδι γύρω σ’ ένα κλαδί από ύσσωπο, το πρόσφεραν στο στόμα του. 30 Όταν τότε έλαβε το ξίδι, ο Ιησούς είπε: «Τετέλεσται». Και αφού έγειρε το κεφάλι, παράδωσε το πνεύμα.
Ένας στρατιώτης λογχίζει την πλευρά του Ιησού
31 Τότε οι Ιουδαίοι, επειδή ήταν ημέρα προπαρασκευής του Πάσχα, για να μη μείνουν πάνω στο σταυρό τα σώματα το Σάββατο, επειδή ήταν μεγάλη η ημέρα εκείνου του Σαββάτου, παρακάλεσαν τον Πιλάτο να τους σπάσουν τα σκέλη και να τους πάρουν από εκεί. 32 Ήρθαν λοιπόν οι στρατιώτες, και αφενός του πρώτου έσπασαν τα σκέλη όπως και του άλλου που σταυρώθηκε μαζί του. 33 Στον Ιησού, όμως, όταν ήρθαν, μόλις είδαν ότι αυτός είχε ήδη πεθάνει, δεν έσπασαν τα σκέλη του, 34 αλλά ένας από τους στρατιώτες τρύπησε με λόγχη την πλευρά του, και εξήλθε ευθύς αίμα και νερό. 35 Και εκείνος που το έχει δει έχει μαρτυρήσει, και αληθινή είναι η μαρτυρία του, και εκείνος ξέρει ότι λέει αληθινά πράγματα, για να πιστέψετε κι εσείς. 36 Επειδή έγιναν αυτά, για να εκπληρωθεί η Γραφή: Οστό του δε θα συντριφτεί. 37 Και πάλι άλλο μέρος της Γραφής λέει: Θα δουν αυτόν που κέντησαν.
Η ταφή του Ιησού
(Μτ. 27:57-61, Μκ. 15:42-47, Λκ. 23:50-56)
38 Και μετά από αυτά, παρακάλεσε τον Πιλάτο ο Ιωσήφ που ήταν από την Αριμαθαία, ο οποίος ήταν μαθητής του Ιησού, αλλά κρυφός για το φόβο των Ιουδαίων, να πάρει το σώμα του Ιησού. Και το επέτρεψε ο Πιλάτος. Ήρθε, λοιπόν, και πήρε το σώμα του. 39 Ήρθε τότε και ο Νικόδημος, που είχε έρθει προς αυτόν νύχτα την πρώτη φορά, και έφερε μείγμα από σμύρνα και αλόη περίπου τριάντα πέντε κιλά. 40 Έλαβαν, λοιπόν, το σώμα του Ιησού και το έδεσαν με επιδέσμους μαζί με τα αρώματα, καθώς είναι έθιμο στους Ιουδαίους να ενταφιάζουν. 41 Και υπήρχε κήπος στον τόπο όπου σταυρώθηκε, και στον κήπο ήταν ένα καινούργιο μνήμα μέσα στο οποίο ποτέ κανείς δεν ήταν τοποθετημένος. 42 Εκεί λοιπόν έθεσαν τον Ιησού, γιατί ήταν ημέρα προπαρασκευής του Πάσχα των Ιουδαίων, επειδή το μνήμα ήταν κοντά.
Κεφάλαιον 20
Η ανάσταση του Ιησού
(Μτ. 28:1-10, Μκ. 16:1-8, Λκ. 24:1-12)
1 Και την πρώτη ημέρα μετά το Σάββατο η Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί στο μνήμα, ενώ ήταν ακόμα σκοτάδι, και βλέπει το λίθο σηκωμένο από το μνήμα. 2 Τρέχει, λοιπόν, και έρχεται προς το Σίμωνα Πέτρο και προς τον άλλο μαθητή που αγαπούσε ο Ιησούς, και τους λέει: «Πήραν τον Κύριο από το μνήμα και δεν ξέρουμε πού τον έθεσαν». 3 Εξήλθε τότε ο Πέτρος και ο άλλος μαθητής και έρχονταν στο μνήμα. 4 Έτρεχαν, λοιπόν, και οι δυο μαζί. Αλλά ο άλλος μαθητής έτρεξε μπροστά ταχύτερα από τον Πέτρο και ήρθε πρώτος στο μνήμα 5 και, αφού έσκυψε, βλέπει να βρίσκονται κάτω οι επίδεσμοι, δεν εισήλθε όμως. 6 Έρχεται τότε και ο Σίμωνας Πέτρος, που τον ακολουθούσε, και εισήλθε στο μνήμα. Και βλέπει τους επιδέσμους να βρίσκονται κάτω, 7 και το μαντίλι, που ήταν πάνω στο κεφάλι του, να μη βρίσκεται κάτω μαζί με τους επιδέσμους, αλλά χωριστά τυλιγμένο σε ένα μέρος. 8 Τότε, λοιπόν, εισήλθε και ο άλλος μαθητής που ήρθε πρώτος στο μνήμα, και είδε και πίστεψε. 9 Γιατί δεν είχαν ακόμη καταλάβει τη Γραφή, ότι αυτός πρέπει από τους νεκρούς να αναστηθεί. 10 Έφυγαν τότε πάλι για την οικία τους οι μαθητές.
Η εμφάνιση του Ιησού στη Μαρία τη Μαγδαληνή
(Μκ. 16:9-11)
11Η Μαρία, όμως, είχε σταθεί κοντά στο μνήμα, κλαίγοντας έξω. Καθώς λοιπόν έκλαιγε, έσκυψε κάτω στο μνήμα 12 και βλέπει δυο αγγέλους στα λευκά καθισμένους, έναν προς το μέρος της κεφαλής και έναν προς το μέρος των ποδιών, όπου ήταν τοποθετημένο το σώμα του Ιησού. 13 Τότε εκείνοι της λένε: «Γυναίκα, τι κλαις;» Τους απαντά: «Πήραν τον Κύριό μου και δεν ξέρω πού τον έθεσαν». 14 Όταν είπε αυτά, στράφηκε προς τα πίσω και βλέπει τον Ιησού να έχει σταθεί, αλλά δεν κατάλαβε ότι είναι ο Ιησούς. 15 Της λέει ο Ιησούς: «Γυναίκα, τι κλαις; Ποιον ζητάς;» Εκείνη, επειδή νόμιζε ότι είναι ο κηπουρός, του λέει: «Κύριε, αν εσύ τον βάσταξες, πες μου πού τον έθεσες κι εγώ θα τον πάρω». 16 Λέει σ’ αυτήν ο Ιησούς: «Μαριάμ!» Στράφηκε εκείνη και του λέει εβραϊκά: «Ραββουνί!» (που λέγεται “Δάσκαλε”). 17 Της λέει ο Ιησούς: «Μη με κρατάς, γιατί δεν έχω ανεβεί ακόμα προς τον Πατέρα. Πήγαινε όμως προς τους αδελφούς μου και πες τους: “Ανεβαίνω προς τον Πατέρα μου και Πατέρα σας, και Θεό μου και Θεό σας”». 18 Έρχεται η Μαρία η Μαγδαληνή και αναγγέλλει στους μαθητές: «Έχω δει τον Κύριο!», και αυτά που της είπε.
Η εμφάνιση του Ιησού στους μαθητές
(Μτ. 28:16-20, Μκ. 16:14-18, Λκ. 24:36-49)
19 Ενώ λοιπόν ήταν βράδυ την ημέρα εκείνη, την πρώτη μετά το Σάββατο, και ενώ οι θύρες ήταν κλεισμένες εκεί όπου ήταν οι μαθητές για το φόβο των Ιουδαίων, ήρθε ο Ιησούς και στάθηκε στο μέσο και τους λέει: «Ειρήνη σ’ εσάς». 20 Και αφού είπε αυτό, έδειξε τα χέρια και την πλευρά του σ’ αυτούς. Χάρηκαν τότε οι μαθητές, όταν είδαν τον Κύριο. 21 Τους είπε λοιπόν πάλι ο Ιησούς: «Ειρήνη σ’ εσάς· καθώς με έχει αποστείλει ο Πατέρας κι εγώ στέλνω εσάς». 22 Και όταν είπε αυτό, φύσηξε στο πρόσωπό τους και τους λέει: «Λάβετε Πνεύμα Άγιο. 23 Αν σε κάποιους αφήσετε τις αμαρτίες, έχουν αφεθεί σ’ αυτούς, αν σε κάποιους τις κρατάτε, έχουν κρατηθεί».
Ο Ιησούς και ο Θωμάς
24Ο Θωμάς, όμως, ένας από τους δώδεκα, ο λεγόμενος, “Δίδυμος”, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς. 25 Του έλεγαν λοιπόν οι άλλοι μαθητές: «Έχουμε δει τον Κύριο!» Εκείνος τους είπε: «Αν δε δω στα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δε βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι των καρφιών και δε βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δεν θα πιστέψω». 26 Και μετά από οχτώ ημέρες ήταν πάλι μέσα οι μαθητές του και ο Θωμάς μαζί τους. Έρχεται ο Ιησούς, ενώ ήταν οι θύρες κλεισμένες, και στάθηκε στο μέσο και είπε: «Ειρήνη σ’ εσάς». 27 Έπειτα λέει στο Θωμά: «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου, και φέρε το χέρι σου και βάλε το στην πλευρά μου, και μη γίνεσαι άπιστος αλλά πιστός». 28 Αποκρίθηκε ο Θωμάς και του είπε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» 29 Του λέει ο Ιησούς: «Επειδή με έχεις δει, έχεις πιστέψει; Μακάριοι όσοι δεν είδαν και όμως πίστεψαν».
Ο σκοπός της γραφής του Ευαγγελίου
30 Βέβαια, και άλλα πολλά θαυματουργικά σημεία έκανε ο Ιησούς μπροστά στους μαθητές του, που δεν είναι γραμμένα στο βιβλίο τούτο. 31 Αυτά όμως έχουν γραφτεί, για να πιστέψετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, και πιστεύοντας να έχετε ζωή στο όνομά του.
Κεφάλαιον 21
Η εμφάνιση του Ιησού σε εφτά μαθητές.
1 Μετά από αυτά, φανέρωσε τον εαυτό του πάλι ο Ιησούς στους μαθητές κοντά στη λίμνη της Τιβεριάδας. Και τον φανέρωσε έτσι: 2 Ήταν μαζί ο Σίμωνας Πέτρος και ο Θωμάς ο λεγόμενος “Δίδυμος” και ο Ναθαναήλ που ήταν από την Κανά της Γαλιλαίας και οι γιοι του Ζεβεδαίου και άλλοι δύο από τους μαθητές του. 3 Λέει σ’ αυτούς ο Σίμωνας Πέτρος: «Πηγαίνω να ψαρέψω». Του λένε: «Ερχόμαστε κι εμείς μαζί σου». Εξήλθαν και μπήκαν στο πλοίο, αλλά εκείνη τη νύχτα δεν έπιασαν τίποτα. 4 Όταν, λοιπόν, ήδη είχε γίνει πρωί, στάθηκε ο Ιησούς στο γιαλό· όμως δεν ήξεραν οι μαθητές ότι είναι ο Ιησούς. 5 Τους λέει λοιπόν ο Ιησούς: «Παιδιά, μήπως έχετε κανένα προσφάγι;» Του αποκρίθηκαν: «Όχι». 6 Εκείνος είπε σ’ αυτούς: «Ρίξτε στο δεξί μέρος του πλοίου το δίχτυ και θα βρείτε». Το έριξαν, λοιπόν, και δεν μπορούσαν πια να το τραβήξουν από το πλήθος των ψαριών. 7 Εκείνος ο μαθητής που αγαπούσε ο Ιησούς λέει τότε στον Πέτρο: «Ο Κύριος είναι!» Τότε ο Σίμωνας Πέτρος, όταν άκουσε ότι ο Κύριος είναι, ζώστηκε γύρω του τον επενδύτη, γιατί ήταν γυμνός, και ρίχτηκε στη λίμνη. 8 Και οι άλλοι μαθητές ήρθαν με το πλοιάριο, γιατί δεν ήταν μακριά από την ξηρά, αλλά απείχαν περίπου εκατό μέτρα, σέρνοντας το δίχτυ με τα ψάρια. 9 Μόλις λοιπόν αποβιβάστηκαν στην ξηρά, βλέπουν να βρίσκεται κάτω ανθρακιά και πάνω της να βρίσκεται ψάρι, και άρτος. 10 Λέει σ’ αυτούς ο Ιησούς: «Φέρτε από τα ψάρια που πιάσατε τώρα». 11 Ανέβηκε τότε ο Σίμωνας Πέτρος και τράβηξε το δίχτυ στη γη γεμάτο από εκατόν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια. Και ενώ ήταν τόσο πολλά, δε σκίστηκε το δίχτυ. 12 Τους λέει ο Ιησούς: «Ελάτε να προγευματίσετε». Κανείς όμως δεν τολμούσε από τους μαθητές να τον εξετάσει ρωτώντας: «Εσύ ποιος είσαι;» Γιατί ήξεραν ότι είναι ο Κύριος. 13 Έρχεται ο Ιησούς και λαβαίνει τον άρτο και τους τον δίνει, και το ψάρι ομοίως. 14 Αυτή ήταν ήδη η τρίτη φορά που φανερώθηκε ο Ιησούς στους μαθητές του, όταν εγέρθηκε από τους νεκρούς.
Ο Ιησούς και ο Πέτρος
15 Όταν λοιπόν προγευμάτισαν, λέει ο Ιησούς στο Σίμωνα Πέτρο: «Σίμωνα, γιε του Ιωάννη, με αγαπάς περισσότερο από αυτούς;» Του απαντά: «Ναι, Κύριε, εσύ ξέρεις ότι σε αγαπώ ως φίλος». Του λέει: «Βόσκε τα αρνιά μου». 16 Λέει σ’ αυτόν πάλι, για δεύτερη φορά: «Σίμωνα, γιε του Ιωάννη, με αγαπάς;» Του απαντά: «Ναι, Κύριε, εσύ ξέρεις ότι σε αγαπώ ως φίλος». Του λέει: «Ποίμαινε τα πρόβατά μου». 17 Λέει σ’ αυτόν για τρίτη φορά: «Σίμωνα, γιε του Ιωάννη, με αγαπάς ως φίλος;» Λυπήθηκε ο Πέτρος, επειδή του είπε για τρίτη φορά: «Με αγαπάς ως φίλος;» Και του απαντά: «Κύριε, τα πάντα εσύ ξέρεις, εσύ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ ως φίλος». Λέει σ’ αυτόν ο Ιησούς: «Βόσκε τα πρόβατά μου. 18 Αλήθεια, αλήθεια σου λέω, όταν ήσουν νεότερος, έζωνες τον εαυτό σου και περπατούσες όπου ήθελες. Όταν όμως γεράσεις, θα εκτείνεις τα χέρια σου και άλλος θα σε ζώσει και θα σε φέρει εκεί όπου δε θέλεις». 19 Και αυτό το είπε, για να δώσει σημάδι με ποιο θάνατο θα δοξάσει ο Πέτρος το Θεό. Και αφού είπε αυτό, του λέει: «Ακολούθα με».
Ο Ιησούς και ο αγαπημένος του μαθητής
20 Στράφηκε πίσω ο Πέτρος και βλέπει το μαθητή που αγαπούσε ο Ιησούς να ακολουθεί, ο οποίος και έπεσε, κατά το δείπνο πάνω στο στήθος του και είπε: «Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα σε παραδώσει;» 21 Αυτόν, λοιπόν, όταν τον είδε ο Πέτρος, λέει στον Ιησού: «Κύριε, και σ’ αυτόν τι θα συμβεί;» 22 Του απαντά ο Ιησούς: «Αν θέλω αυτός να μένει ωσότου έρθω, τι σε αφορά; Εσύ ακολούθα με». 23 Εξήλθε λοιπόν αυτή η φήμη στους αδελφούς, ότι εκείνος ο μαθητής δεν πεθαίνει. Δεν είπε όμως σ’ αυτόν ο Ιησούς ότι δεν πεθαίνει, αλλά: «Αν θέλω αυτός να μένει ωσότου έρθω, τι σε αφορά;» 24 Αυτός είναι ο μαθητής που μαρτυρεί γι’ αυτά και τα έγραψε, και ξέρουμε ότι είναι αληθινή η μαρτυρία του. 25 Αλλά υπάρχουν και άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, τα οποία αν γράφονταν καθένα, νομίζω ότι ούτε αυτός ο κόσμος δε θα χωρούσε τα γραφόμενα βιβλία.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Κεφάλαιον 1
Η υπόσχεση του Αγίου Πνεύματος
1 Το πρώτο βέβαια διήγημα έκανα για όλα, ω Θεόφιλε, αυτά που άρχισε ο Ιησούς να κάνει και να διδάσκει, 2 μέχρι την ημέρα που έδωσε εντολή στους αποστόλους, τους οποίους εξέλεξε μέσω του Πνεύματος του Αγίου, και αναλήφθηκε. 3 Στους οποίους και παρουσίασε τον εαυτό του ζωντανό μετά το πάθος του με πολλά τεκμήρια, ενώ βλεπόταν για σαράντα ημέρες από αυτούς και έλεγε τα σχετικά με τη βασιλεία του Θεού. 4 Και ενώ έτρωγε μαζί τους, παράγγειλε σ’ αυτούς να μην αποχωρούν από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν την υπόσχεση του Πατέρα «που ακούσατε από εμένα, 5 γιατί αφενός ο Ιωάννης βάφτισε σε νερό, αφετέρου εσείς θα βαφτιστείτε μέσα σε Πνεύμα Άγιο όχι πολλές ημέρες μετά από αυτές που ζούμε τώρα».
Η ανάληψη του Ιησού
6 Αυτοί, λοιπόν, όταν συγκεντρώθηκαν, τον ρωτούσαν λέγοντας: «Κύριε, μήπως κατά τούτο το χρονικό διάστημα αποκαθιστάς τη βασιλεία στον Ισραήλ;» 7 Είπε τότε προς αυτούς: «Δεν ανήκει σ’ εσάς να γνωρίσετε χρόνους ή καιρούς που ο Πατέρας έθεσε στη δική του εξουσία, 8 αλλά θα λάβετε δύναμη, όταν έρθει το Άγιο Πνεύμα πάνω σας, και θα μου είστε μάρτυρες μέσα στην Ιερουσαλήμ και μέσα σε όλη την Ιουδαία και τη Σαμάρεια και ως τα έσχατα της γης». 9 Και όταν είπε αυτά, ενώ αυτοί έβλεπαν, ανυψώθηκε και μια νεφέλη τον πήρε από κάτω, μακριά από τα μάτια τους. 10 Και καθώς ατένιζαν συνεχώς στον ουρανό, ενώ αυτός πορευόταν, τότε ιδού, δύο άντρες είχαν σταθεί κοντά τους με στολές λευκές, 11 οι οποίοι και τους είπαν: «Άντρες Γαλιλαίοι, τι έχετε σταθεί βλέποντας μέσα στον ουρανό; Αυτός ο Ιησούς, που αναλήφτηκε από εσάς στον ουρανό, έτσι θα έρθει, με αυτόν τον τρόπο που τον είδατε να πορεύεται στον ουρανό».
Η εκλογή του διαδόχου του Ιούδα
12 Τότε επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ από το όρος που καλείται Ελαιώνας, που είναι κοντά στην Ιερουσαλήμ, απέχοντας οδό Σαββάτου. 13 Και όταν εισήλθαν, ανέβηκαν στο υπερώο όπου παράμεναν συνεχώς, ο Πέτρος και ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος και ο Ανδρέας, ο Φίλιππος και ο Θωμάς, ο Βαρθολομαίος και ο Ματθαίος, ο Ιάκωβος ο γιος του Αλφαίου και ο Σίμωνας ο Ζηλωτής και ο Ιούδας ο γιος του Ιακώβου. 14 Αυτοί όλοι συνεχώς επέμεναν καρτερικά και ομόψυχα στην προσευχή μαζί με μερικές γυναίκες και με τη Μαριάμ, τη μητέρα του Ιησού, και με τους αδελφούς του. 15 Και κατά τις ημέρες αυτές σηκώθηκε ο Πέτρος στο μέσο των αδελφών και είπε – ήταν ένα πλήθος περίπου εκατόν είκοσι ατόμων στο ίδιο μέρος: 16 «Άντρες αδελφοί, έπρεπε να εκπληρωθεί η Γραφή που προείπε το Πνεύμα το Άγιο μέσω του στόματος του Δαβίδ για τον Ιούδα, που έγινε οδηγός σ’ αυτούς που συνέλαβαν τον Ιησού, 17 γιατί ήταν καταριθμημένος μεταξύ μας και έλαχε τον κλήρο αυτής της διακονίας. 18 Αυτός πράγματι, λοιπόν, απόχτησε χωράφι από το μισθό της αδικίας και, αφού έπεσε μπρούμυτα, έσκασε στη μέση και ξεχύθηκαν όλα τα σπλάχνα του. 19 Και γνωστό έγινε σε όλους όσοι κατοικούν στην Ιερουσαλήμ, ώστε να κληθεί το χωράφι εκείνο στη δική τους διάλεκτο “Ακελδαμάχ”, τουτέστι “Χωράφι Αίματος”. 20 Γιατί είναι γραμμένο στο βιβλίο των Ψαλμών: Ας γίνει η έπαυλή του έρημη και ας μην υπάρχει αυτός που κατοικεί σ’ αυτήν, και: Την επισκοπή του ας τη λάβει άλλος. 21 Πρέπει, λοιπόν, από τους άντρες που μας συνόδεψαν καθόλο το χρόνο που εισήλθε και εξήλθε μεταξύ μας ο Κύριος Ιησούς, 22 όταν άρχισε από το βάφτισμα του Ιωάννη ως την ημέρα που αναλήφτηκε από εμάς, ένας από αυτούς να γίνει μαζί μας μάρτυρας της ανάστασής του». 23 Και έστησαν δύο για να διαλέξουν: τον Ιωσήφ που καλείται Βαρσαβάς, ο οποίος επικλήθηκε Ιούστος, και το Ματθία. 24 Και αφού προσευχήθηκαν, είπαν: «Εσύ Κύριε, καρδιογνώστη όλων, ανάδειξε αυτόν που εξέλεξες, έναν από τούτους τους δύο, 25 για να λάβει τη θέση αυτής της διακονίας και της αποστολής από την οποία ξέκλινε ο Ιούδας, για να πορευτεί στον τόπο που διάλεξε το δικό του». 26 Και έδωσαν κλήρους γι’ αυτούς και έπεσε ο κλήρος στο Ματθία και συγκαταριθμήθηκε μαζί με τους έντεκα αποστόλους.
Κεφάλαιον 2
Ο ερχομός του Αγίου Πνεύματος
1 Και καθώς συμπληρωνόταν η ημέρα της Πεντηκοστής, ήταν όλοι μαζί στο ίδιο μέρος. 2 Και έγινε ξαφνικά από τον ουρανό ήχος, όπως ακριβώς όταν φυσά βίαιος άνεμος, και γέμισε όλο τον οίκο όπου κάθονταν. 3 Και φάνηκαν να διαμερίζονται σ’ αυτούς γλώσσες σαν φωτιάς και κάθισε καθεμιά πάνω σε καθέναν ξεχωριστά από αυτούς, 4 και γέμισαν όλοι από Πνεύμα Άγιο και άρχισαν να λαλούν σε άλλες γλώσσες καθώς το Πνεύμα τούς έδινε να εκφράζονται. 5 Τότε στην Ιερουσαλήμ κατοικούσαν συνεχώς Ιουδαίοι, άντρες ευλαβείς από κάθε έθνος που είναι κάτω από τον ουρανό. 6 Όταν έγινε λοιπόν η βοή αυτή, συγκεντρώθηκε το πλήθος και κυριεύτηκε από σύγχυση, γιατί άκουγαν καθένας ξεχωριστά στη δική του διάλεκτο να μιλούν αυτοί. 7 Έμεναν λοιπόν εκστατικοί και θαύμαζαν, λέγοντας: «Ιδού, όλοι αυτοί που μιλούν δεν είναι Γαλιλαίοι; 8 Και πώς εμείς τους ακούμε, καθένας στη δική μας διάλεκτο, στην οποία γεννηθήκαμε; 9 Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίτες και όσοι κατοικούν στη Μεσοποταμία, στην Ιουδαία και στην Καππαδοκία, στον Πόντο και στην επαρχία της Ασίας, 10 στη Φρυγία και στην Παμφυλία, στην Αίγυπτο και στα μέρη της Λιβύης που είναι κοντά στην Κυρήνη, και όσοι Ρωμαίοι παρεπιδημούν, 11 Ιουδαίοι και προσήλυτοι, Κρητικοί και Άραβες, ακούμε να μιλούν αυτοί στις δικές μας γλώσσες τα μεγαλεία του Θεού». 12 Έμεναν λοιπόν εκστατικοί όλοι και απορούσαν, λέγοντας ο ένας προς τον άλλο: «Τι μπορεί να θέλει να σημαίνει αυτό;» 13 Άλλοι όμως χλευάζοντας πολύ, έλεγαν: «Είναι γεμάτοι γλεύκος».
Το κήρυγμα του Πέτρου κατά την Πεντηκοστή
14 Στάθηκε τότε ο Πέτρος μαζί με τους έντεκα, ύψωσε τη φωνή του και απευθύνθηκε σ’ αυτούς: «Άντρες Ιουδαίοι και όλοι όσοι κατοικείτε στην Ιερουσαλήμ, ας είναι γνωστό αυτό σ’ εσάς και βάλτε στ’ αυτιά σας τα λόγια μου. 15 Γιατί αυτοί δε μεθάνε όπως εσείς νομίζετε, επειδή είναι εννιά η ώρα το πρωί, 16 αλλά αυτό είναι εκείνο που έχει ειπωθεί μέσω του προφήτη Ιωήλ: 17 Και θα γίνει κατά τις έσχατες ημέρες, λέει ο Θεός, θα εκχύσω από το Πνεύμα μου πάνω σε κάθε σάρκα, και θα προφητέψουν οι γιοι σας και οι θυγατέρες σας και οι νεαροί σας θα δουν οράματα και οι πρεσβύτεροί σας στην ηλικία θα δουν όνειρα. 18 Και βέβαια πάνω στους δούλους μου και στις δούλες μου κατά τις ημέρες εκείνες θα εκχύσω από το Πνεύμα μου, και θα προφητέψουν. 19 Και θα δώσω τέρατα στον ουρανό πάνω, και σημεία στη γη κάτω, αίμα και φωτιά και στήλη καπνού. 20 Ο ήλιος θα μεταβληθεί σε σκοτάδι και η σελήνη σε αίμα, πριν έρθει η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και επιφανής. 21 Και θα συμβεί καθένας που επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου να σωθεί. 22 Άντρες Ισραηλίτες, ακούστε τα λόγια αυτά: Τον Ιησού το Ναζωραίο, άντρα που είχε αποδειχτεί σταλμένος από το Θεό σ’ εσάς με δυνάμεις και με τέρατα και με σημεία, που έκανε μέσω αυτού ο Θεός στο μέσο σας καθώς οι ίδιοι ξέρετε, 23 τούτον, ο οποίος σύμφωνα με την ορισμένη βουλή και πρόγνωση του Θεού σάς παραδόθηκε, και με χέρια άνομα καρφώσατε και σκοτώσατε, 24 αυτόν ο Θεός ανάστησε, αφού του έλυσε τις ωδίνες του θανάτου, καθότι δεν ήταν δυνατό αυτός να κρατείται από αυτόν. 25 Γιατί ο Δαβίδ λέει γι’ αυτόν: Έβλεπα τον Κύριο μπροστά μου διαπαντός, επειδή είναι από τα δεξιά μου, για να μη σαλευτώ. 26 Γι’ αυτό ευφράνθηκε η καρδιά μου και αγαλλίασε η γλώσσα μου, μάλιστα ακόμα και η σάρκα μου θα κατασκηνώσει στον τάφο με ελπίδα, 27 γιατί δε θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη ούτε θα παραδώσεις τον όσιό σου να δει φθορά. 28 Μου γνώρισες οδούς ζωής, θα με γεμίσεις ευφροσύνη με το πρόσωπό σου. 29 Άντρες αδελφοί, επιτρέπεται να πω με παρρησία προς εσάς για τον πατριάρχη Δαβίδ ότι και πέθανε και τάφηκε, και το μνήμα του είναι μεταξύ μας μέχρι την ημέρα αυτή. 30 Επειδή ήταν λοιπόν προφήτης και ήξερε ότι με όρκο ορκίστηκε σ’ αυτόν ο Θεός πως ο Χριστός θα καθίσει πάνω στο θρόνο του, προερχόμενος από τον καρπό της οσφύος του, 31 προείδε και μίλησε για την ανάσταση του Χριστού ότι ούτε εγκαταλείφτηκε στον άδη ούτε η σάρκα του είδε φθορά. 32 Αυτόν τον Ιησού ανάστησε ο Θεός, του οποίου όλοι εμείς είμαστε μάρτυρες. 33 Αφού λοιπόν με το δεξί χέρι του Θεού υψώθηκε και έλαβε από τον Πατέρα την υπόσχεση του Πνεύματος του Αγίου, εξέχυσε αυτό που εσείς και βλέπετε και ακούτε. 34 Γιατί ο Δαβίδ δεν ανέβηκε στους ουρανούς, λέει όμως αυτός: Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου, Κάθου από τα δεξιά μου, 35 ωσότου θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδιών σου. 36 Ασφαλώς, λοιπόν, ας γνωρίζει όλος ο οίκος Ισραήλ ότι και Κύριο και Χριστό ο Θεός έκανε αυτόν, τούτον τον Ιησού που εσείς σταυρώσατε». 37 Όταν άκουσαν, λοιπόν, ένιωσαν κατάνυξη στην καρδιά και είπαν προς τον Πέτρο και προς τους υπόλοιπους αποστόλους: «Τι να κάνουμε, άντρες αδελφοί;» 38 Ο Πέτρος τότε λέει προς αυτούς: «Μετανοήστε, και ας βαφτιστεί καθένας από εσάς στο όνομα του Ιησού Χριστού σε άφεση των αμαρτιών σας, και θα λάβετε τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. 39 Γιατί για σας είναι η υπόσχεση και για τα τέκνα σας και για όλους όσοι είναι μακριά, όσους προσκαλέσει ο Κύριος ο Θεός μας». 40 Και με άλλα, περισσότερα λόγια μαρτυρούσε επίσημα και τους παρακαλούσε λέγοντας: «Σωθείτε από τη γενιά αυτήν τη διεστραμμένη». 41 Αυτοί λοιπόν που αποδέχτηκαν το λόγο του βαφτίστηκαν και προστέθηκαν την ημέρα εκείνη περίπου τρεις χιλιάδες ψυχές. 42 Και επέμεναν καρτερικά συνεχώς στη διδαχή των αποστόλων και στην κοινωνία και στο κόψιμο με τα χέρια του άρτου και στις προσευχές.
Η ζωή στην πρώτη εκκλησία
43 Υπήρχε λοιπόν φόβος σε κάθε ψυχή, και γίνονταν πολλά τέρατα και σημεία μέσω των αποστόλων. 44 Και όλοι όσοι πίστευαν ήταν στο ίδιο μέρος και τα είχαν όλα κοινά, 45 και τα κτήματα και τις περιουσίες τους πουλούσαν και τα διαμοίραζαν σε όλους ανάλογα με την ανάγκη που είχε καθένας. 46 Και κάθε ημέρα επέμεναν καρτερικά να πηγαίνουν ομόψυχα στο ναό, και έκοβαν κατ’ οίκο άρτο και λάβαιναν μέρος στην τροφή με αγαλλίαση και με απλότητα καρδιάς, 47 αινώντας το Θεό και έχοντας χάρη μπροστά σε όλο το λαό. Και ο Κύριος πρόσθετε στο ίδιο μέρος αυτούς που σώζονταν κάθε ημέρα.