Текст книги "Η Καινή Διαθήκη (Μεταγλώττιση)"
Автор книги: Автор Неизвестен
сообщить о нарушении
Текущая страница: 26 (всего у книги 46 страниц)
Κεφάλαιον 21
Το ταξίδι του Παύλου στην Ιερουσαλήμ
1 Μόλις λοιπόν έγινε να ανοιχτούμε στο πέλαγος, όταν αποχωριστήκαμε από αυτούς, ευθυδρομήσαμε και ήρθαμε στην Κω, και την επόμενη στη Ρόδο κι από εκεί στα Πάταρα 2 και, επειδή βρήκαμε πλοίο που επρόκειτο να διαπερνά στη Φοινίκη, επιβιβαστήκαμε σ’ αυτό και ανοιχτήκαμε στο πέλαγος. 3 Και αφού αναφάνηκε σ’ εμάς η Κύπρος και την εγκαταλείψαμε στ’ αριστερά, πλέαμε στη Συρία και κατεβήκαμε στην Τύρο· γιατί εκεί το πλοίο ξεφόρτωνε το φορτίο. 4 Βρήκαμε τότε ύστερα από αναζήτηση τους μαθητές και παραμείναμε εκεί εφτά ημέρες, οι οποίοι έλεγαν στον Παύλο μέσω του Πνεύματος να μην ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα. 5 Όταν λοιπόν έγινε και ολοκληρώσαμε τις ημέρες της παραμονής μας, εξήλθαμε και πορευόμασταν, ενώ μας προέπεμπαν όλοι, μαζί με γυναίκες και παιδιά, ως έξω από την πόλη. Και αφού πέσαμε στα γόνατα πάνω στο γιαλό και προσευχηθήκαμε, 6 αποχαιρετιστήκαμε μεταξύ μας και ανεβήκαμε στο πλοίο, ενώ εκείνοι επέστρεψαν στις κατοικίες τους. 7 Εμείς τότε διανύσαμε την απόσταση ταξιδεύοντας με το πλοίο και από την Τύρο φτάσαμε στην Πτολεμαΐδα και, αφού χαιρετήσαμε τους αδελφούς, μείναμε μία ημέρα κοντά τους. 8 Την επόμενη ημέρα, λοιπόν, εξήλθαμε και ήρθαμε στην Καισάρεια και, αφού εισήλθαμε στον οίκο του Φιλίππου του ευαγγελιστή, που ήταν από τους εφτά, μείναμε μαζί του. 9 Αυτός είχε τέσσερις θυγατέρες παρθένες που προφήτευαν. 10 Παραμέναμε τότε περισσότερες ημέρες και κατέβηκε κάποιος προφήτης από την Ιουδαία με το όνομα Άγαβος 11 και, αφού ήρθε προς εμάς και πήρε τη ζώνη του Παύλου, έδεσε τα πόδια του και τα χέρια του και είπε: «Αυτά λέει το Πνεύμα το Άγιο: “Τον άντρα στον οποίο ανήκει αυτή η ζώνη, έτσι θα τον δέσουν στην Ιερουσαλήμ οι Ιουδαίοι και θα τον παραδώσουν σε χέρια εθνικών”». 12 Μόλις λοιπόν ακούσαμε αυτά, τον παρακαλούσαμε εμείς και οι ντόπιοι να μην ανεβεί στην Ιερουσαλήμ. 13 Τότε αποκρίθηκε ο Παύλος: «Τι κάνετε που κλαίτε και μου εξασθενίζετε την καρδιά; Γιατί εγώ είμαι έτοιμος, όχι μόνο να δεθώ, αλλά και να πεθάνω στην Ιερουσαλήμ υπέρ του ονόματος του Κυρίου Ιησού». 14 Επειδή λοιπόν αυτός δεν πειθόταν, ησυχάσαμε και είπαμε: « Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου». 15 Μετά λοιπόν τις ημέρες αυτές, ετοιμαστήκαμε και ανεβαίναμε στα Ιεροσόλυμα. 16 Ήρθαν τότε μαζί μας και μερικοί από τους μαθητές από την Καισάρεια, φέρνοντας κάποιο Μνάσωνα Κύπριο, παλιό μαθητή, για να φιλοξενηθούμε σ’ αυτόν.
Ο Παύλος επισκέπτεται τον Ιάκωβο
17 Όταν λοιπόν εμείς ήρθαμε στα Ιεροσόλυμα, ευχαρίστως μας υποδέχτηκαν οι αδελφοί. 18 Και την επόμενη ημέρα μπήκε ο Παύλος μαζί μας στην οικία του Ιακώβου και παρευρέθηκαν όλοι οι πρεσβύτεροι. 19 Και αφού τους χαιρέτησε, διηγούνταν καθένα ξεχωριστά αυτά που έκανε ο Θεός μέσα στα έθνη μέσω της διακονίας του. 20 Εκείνοι, όταν άκουσαν, δόξαζαν το Θεό και του είπαν: «Βλέπεις, αδελφέ, πόσες μυριάδες είναι μεταξύ των Ιουδαίων που έχουν πιστέψει και όλοι είναι ζηλωτές του νόμου. 21 Αλλά πληροφορήθηκαν συστηματικά για σένα ότι διδάσκεις αποστασία από το Μωυσή σε όλους τους Ιουδαίους μεταξύ των εθνών, λέγοντας να μην περιτέμνουν αυτοί τα παιδιά τους μήτε να περπατούν σύμφωνα με τα έθιμα. 22 Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Πάντως θα ακούσουν ότι έχεις έρθει. 23 Κάνε, λοιπόν, αυτό που σου λέμε: Έχουμε τέσσερις άντρες που έχουν κάνει ευχή ναζιραίου για τους εαυτούς τους. 24 Τούτους παράλαβε, εξαγνίσου μαζί τους και δαπάνησε χρήματα γι’ αυτούς, για να ξυρίσουν το κεφάλι τους, και θα γνωρίσουν όλοι ότι όσα έχουν πληροφορηθεί συστηματικά για σένα δεν είναι σωστό τίποτα, αλλά στοιχίζεσαι και ο ίδιος ακολουθώντας και φυλάγοντας το νόμο. 25 Και όσον αφορά τους εθνικούς που έχουν πιστέψει εμείς στείλαμε επιστολή, αποφασίζοντας ώστε αυτοί να φυλάγονται από το ειδωλόθυτο και από αίμα και πνιχτό και πορνεία». 26 Τότε ο Παύλος παράλαβε τους άντρες την επόμενη ημέρα και, αφού μαζί τους εξαγνίστηκε, μπήκε στο ναό, για να αναγγείλει την ολοκλήρωση των ημερών του εξαγνισμού, ωσότου προσφερθεί για καθέναν από αυτούς ξεχωριστά η προσφορά της θυσίας.
Η σύλληψη του Παύλου στο ναό
27 Μόλις λοιπόν οι εφτά ημέρες έμελλαν να συντελεστούν, οι Ιουδαίοι από την επαρχία της Ασίας, όταν τον είδαν μέσα στο ναό, προκάλεσαν σύγχυση σε όλο το πλήθος και έβαλαν πάνω του τα χέρια, 28 κράζοντας: «Άντρες Ισραηλίτες, βοηθάτε. Αυτός είναι ο άνθρωπος που διδάσκει όλους παντού κατά του λαού μας και του νόμου και του τόπου τούτου, ακόμα και Έλληνες εισήγαγε στο ναό και έχει μολύνει τον άγιο τούτο τόπο». 29 Γιατί είχαν δει προηγουμένως τον Τρόφιμο τον Εφέσιο μαζί του μέσα στην πόλη, τον οποίο νόμιζαν ότι εισήγαγε ο Παύλος στο ναό. 30 Και κινήθηκε όλη η πόλη και έγινε συρροή του λαού και, αφού έπιασαν τον Παύλο, τον έσερναν έξω από το ναό και αμέσως κλείστηκαν οι θύρες. 31 Και ενώ ζητούσαν να τον σκοτώσουν, ήρθε αναφορά στο χιλίαρχο της στρατιωτικής μονάδας ότι υπάρχει σύγχυση σε όλη την Ιερουσαλήμ. 32 Αυτός παράλαβε αμέσως στρατιώτες και εκατόνταρχους και έτρεξε καταπάνω τους. Εκείνοι, όταν είδαν το χιλίαρχο και τους στρατιώτες, έπαψαν να χτυπούν τον Παύλο. 33 Τότε πλησίασε ο χιλίαρχος, τον συνέλαβε και διέταξε να δεθεί με δύο αλυσίδες, και ζητούσε να μάθει ποιος είναι και τι έχει κάνει. 34 Άλλοι όμως φώναζαν δυνατά ένα πράγμα και άλλοι κάτι άλλο μέσα στον όχλο. Επειδή αυτός δεν μπορούσε λοιπόν να μάθει κάτι το ασφαλές εξαιτίας του θορύβου, διέταξε να οδηγηθεί στο στρατώνα. 35 Όταν λοιπόν ο Παύλος έφτασε πάνω στα σκαλιά, συνέβηκε να βαστάζεται και να μεταφέρεται αυτός από τους στρατιώτες εξαιτίας της βίας του όχλου· 36 γιατί ακολουθούσε το πλήθος του λαού κράζοντας: «Αφάνιζέ τον».
Η απολογία του Παύλου
37 Και ενώ έμελλε να εισάγεται στο στρατώνα, ο Παύλος λέει στο χιλίαρχο: «Μήπως μου επιτρέπεται να πω κάτι προς εσένα;» Εκείνος είπε: «Ελληνικά γνωρίζεις; 38 Άρα δεν είσαι εσύ ο Αιγύπτιος που πριν από αυτές τις ημέρες αναστάτωσε και εξήγαγε στην έρημο τους τέσσερις χιλιάδες άντρες τους μαχαιροβγάλτες;» 39 Είπε τότε ο Παύλος: «Εγώ, βέβαια, είμαι άνθρωπος Ιουδαίος, Ταρσέας της Κιλικίας, πολίτης μιας πόλης όχι άσημης. Σε παρακαλώ, λοιπόν, επίτρεψέ μου να μιλήσω προς το λαό». 40 Και επειδή αυτός το επέτρεψε, ο Παύλος που είχε σταθεί πάνω στα σκαλιά, έσεισε προς τα κάτω το χέρι του στο λαό. Και όταν έγινε πολλή σιγή, τους προσφώνησε στην εβραϊκή διάλεκτο, λέγοντας:
Κεφάλαιον 22
1 Άντρες αδελφοί και πατέρες, ακούστε τώρα την απολογία μου προς εσάς». 2 Όταν άκουσαν τότε ότι προσφωνούσε σ’ αυτούς στην εβραϊκή διάλεκτο, έκαναν περισσότερο ησυχία. Και λέει: 3 «Εγώ είμαι άντρας Ιουδαίος, γεννημένος στην Ταρσό της Κιλικίας, αναθρεμμένος μάλιστα στην πόλη τούτη, εκπαιδευμένος δίπλα στα πόδια του Γαμαλιήλ κατά την ακρίβεια του πατρώου νόμου, και υπήρξα ζηλωτής του Θεού καθώς όλοι εσείς είστε σήμερα· 4 ο οποίος αυτήν την Οδό καταδίωξα μέχρι το θάνατο, βάζοντας δεσμά και παραδίνοντας σε φυλακές άντρες και γυναίκες, 5 όπως και ο αρχιερέας μαρτυρεί για μένα και όλο το πρεσβυτέριο, από τους οποίους δέχτηκα και επιστολές και πορευόμουν προς τους αδελφούς στη Δαμασκό, για να φέρω και αυτούς που ήταν προς τα εκεί, δεμένους στην Ιερουσαλήμ για να τιμωρηθούν».
Ο Παύλος μιλά για την μεταστροφή του στο Χριστό
(Πρ. 9:1-19, 26:12-18)
6 «Μου συνέβηκε τότε, ενώ πορευόμουν και πλησίαζα στη Δαμασκό, περίπου το μεσημέρι, ξαφνικά από τον ουρανό να αστράψει γύρω μου αρκετό φως, 7 και έπεσα στο έδαφος και άκουσα φωνή να μου λέει: “Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις”; 8 Εγώ τότε αποκρίθηκα: “Ποιος είσαι, Κύριε”; Και είπε προς εμένα: “Εγώ είμαι ο Ιησούς ο Ναζωραίος, που εσύ καταδιώκεις”. 9 Εκείνοι που ήταν μαζί μου αφενός είδαν το φως, αφετέρου τη φωνή δεν άκουσαν εκείνου που μου μιλούσε. 10 Είπα λοιπόν: “Τι να κάνω, Κύριε”; Και ο Κύριος είπε προς εμένα: «Σήκω και πήγαινε στη Δαμασκό κι εκεί θα σου ειπωθεί για όλα όσα σου είναι καθορισμένα να κάνεις”. 11 Καθώς λοιπόν δεν έβλεπα από τη λάμψη του φωτός εκείνου, ήρθα στη Δαμασκό χειραγωγούμενος από αυτούς που ήταν μαζί μου. 12 Και κάποιος Ανανίας, άντρας ευλαβής κατά το νόμο, για τον οποίο μαρτυρούσαν καλά όλοι οι Ιουδαίοι που κατοικούσαν εκεί, 13 ήρθε προς εμένα και, αφού στάθηκε κοντά μου, μου είπε: “Σαούλ αδελφέ, ξαναδές”. Κι εγώ αυτήν την ώρα ξαναείδα κοιτώντας προς αυτόν. 14 Εκείνος είπε: “Ο Θεός των πατέρων μας σε προκαθόρισε να γνωρίσεις το θέλημά του και να δεις τον Δίκαιο και να ακούσεις φωνή από το στόμα του, 15 γιατί θα είσαι μάρτυρας γι’ αυτόν προς όλους τους ανθρώπους, για όσα έχεις δει και άκουσες. 16 Και τώρα τι καθυστερείς; Σήκω, βαφτίσου και λούσου από τις αμαρτίες σου, αφού επικαλεστείς το όνομά του”».
Ο Παύλος στέλνεται προς τους εθνικούς
17 «Μου συνέβηκε τότε, όταν επέστρεψα στην Ιερουσαλήμ και ενώ εγώ προσευχόμουν μέσα στο ναό, να έρθω σε έκσταση 18 και να δω αυτόν να μου λέει: “Σπεύσε και έξελθε γρήγορα από την Ιερουσαλήμ, γιατί δε θα παραδεχτούν μαρτυρία σου για μένα”. 19 Κι εγώ είπα: “Κύριε, αυτοί γνωρίζουν καλά ότι εγώ φυλάκιζα συνεχώς και έδερνα συνεχώς από συναγωγή σε συναγωγή αυτούς που πιστεύουν σ’ εσένα, 20 και όταν χυνόταν το αίμα του Στεφάνου του μάρτυρά σου, και εγώ ο ίδιος είχα σταθεί και αισθανόμουν ευαρέσκεια, συμφωνώντας μαζί με τους άλλους, και φύλαγα τα ρούχα αυτών που τον θανάτωναν”. 21 Και είπε προς εμένα: “Πήγαινε, γιατί εγώ θα σε αποστείλω έξω σε έθνη μακριά”».
Ο Παύλος επικαλείται τη ρωμαϊκή του υπηκοότητα
22 Τον άκουγαν, λοιπόν, μέχρις αυτό το σημείο του λόγου, και κατόπιν ύψωσαν τη φωνή τους, λέγοντας: «Αφάνιζε από τη γη τέτοιο άνθρωπο, γιατί δεν έπρεπε αυτός να ζει». 23 Και επειδή αυτοί κραύγαζαν και έριχναν τα ρούχα τους και πέταγαν σκόνη στον αέρα, 24 διέταξε ο χιλίαρχος να εισαχτεί αυτός στο στρατώνα και είπε με μάστιγες να τον ανακρίνουν, για να γνωρίσει καλά για ποια αιτία φώναζαν έτσι εναντίον του. 25 Μόλις λοιπόν τον τέντωσαν με τους ιμάντες, ο Παύλος είπε προς τον εκατόνταρχο που είχε σταθεί εκεί: «Άραγε έναν άνθρωπο Ρωμαίο και χωρίς δίκη επιτρέπεται σ’ εσάς να μαστιγώνετε;» 26 Όταν το άκουσε τότε ο εκατόνταρχος, πλησίασε το χιλίαρχο και του ανάγγειλε λέγοντας: «Τι μέλλεις να κάνεις; Γιατί ο άνθρωπος αυτός είναι Ρωμαίος». 27 Τον πλησίασε λοιπόν ο χιλίαρχος και του είπε: «Λέγε μου, εσύ είσαι Ρωμαίος;» Εκείνος είπε: «Ναι». 28 Αποκρίθηκε τότε ο χιλίαρχος: «Εγώ με πολύ κεφάλαιο απόχτησα αυτό το πολιτικό δικαίωμα». Και ο Παύλος είπε: «Εγώ όμως και έχω γεννηθεί μ’ αυτό». 29 Αμέσως λοιπόν απομακρύνθηκαν από αυτόν όσοι έμελλαν να τον ανακρίνουν, αλλά και ο χιλίαρχος φοβήθηκε, όταν έμαθε ότι είναι Ρωμαίος και ότι τον είχε δέσει.
Ο Παύλος μπροστά στο συνέδριο
30 Και την επόμενη ημέρα, επειδή ήθελε να γνωρίσει με ασφάλεια για το τι κατηγορείται από τους Ιουδαίους, τον έλυσε και διέταξε να συγκεντρωθούν οι αρχιερείς και όλο το συνέδριο και, αφού κατέβασε τον Παύλο, τον έστησε μπροστά τους.
Κεφάλαιον 23
1 Ατένισε λοιπόν ο Παύλος το συνέδριο και είπε: «Άντρες αδελφοί, εγώ με όλη την αγαθή συνείδηση έχω πολιτευτεί ως προς το Θεό μέχρις αυτήν την ημέρα». 2 Αλλά ο αρχιερέας Ανανίας διέταξε σ’ αυτούς που είχαν σταθεί δίπλα του να του χτυπήσουν το στόμα. 3 Τότε ο Παύλος είπε προς αυτόν: «Μέλλει ο Θεός να σε χτυπήσει, τοίχε ασβεστωμένε! Μολονότι εσύ κάθεσαι να με κρίνεις κατά το νόμο, όμως παρανομώντας διατάζεις να με χτυπούν;» 4 Αλλά εκείνοι που είχαν σταθεί δίπλα του είπαν: «Τον αρχιερέα του Θεού βρίζεις;» 5 Και είπε ο Παύλος: «Δεν ήξερα, αδελφοί, ότι είναι αρχιερέας· γιατί είναι γραμμένο: Άρχοντα του λαού σου δε θα κακολογήσεις». 6 Επειδή κατάλαβε τότε ο Παύλος ότι το ένα μέρος είναι Σαδδουκαίοι και το άλλο Φαρισαίοι, έκραζε μέσα στο συνέδριο: «Άντρες αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, γιος Φαρισαίων· για ελπίδα και ανάσταση νεκρών εγώ κρίνομαι». 7 Και όταν αυτός είπε τούτο, έγινε διάσταση των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων και σχίστηκε το πλήθος. 8 Γιατί, βέβαια, οι Σαδδουκαίοι λένε πως δεν υπάρχει ανάσταση μήτε άγγελος μήτε πνεύμα, οι Φαρισαίοι όμως ομολογούν και τα δύο. 9 Έγινε τότε κραυγή μεγάλη και σηκώθηκαν μερικοί από τους γραμματείς του μέρους των Φαρισαίων και έκαναν διαμάχη, λέγοντας: «Τίποτα κακό δε βρίσκουμε στον άνθρωπο τούτο· και αν πνεύμα μίλησε σ’ αυτόν ή άγγελος;» 10 Επειδή λοιπόν έγινε πολλή διάσταση, φοβήθηκε ο χιλίαρχος μην κομματιαστεί ο Παύλος από αυτούς και διέταξε το στράτευμα να κατεβεί και να τον αρπάξει από το μέσο αυτών και να τον οδηγήσει στο στρατώνα. 11 Και την επόμενη νύχτα τού εμφανίστηκε ο Κύριος και είπε: «Έχε θάρρος· γιατί όπως μαρτύρησες επίσημα όσα αφορούν εμένα στην Ιερουσαλήμ, έτσι εσύ πρέπει να μαρτυρήσεις και στη Ρώμη».
Συνωμοσία ενάντια στη ζωή του Παύλου
12 Όταν λοιπόν ξημέρωσε, έκαναν συνωμοσία οι Ιουδαίοι και με όρκο αναθεμάτισαν τους εαυτούς τους, λέγοντας πως δε θα φάνε μήτε θα πιουν, ωσότου σκοτώσουν τον Παύλο. 13 Ήταν τότε περισσότεροι από σαράντα όσοι έκαναν αυτήν τη συνωμοσία, 14 οι οποίοι προσήλθαν στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους και είπαν: «Με ανάθεμα αναθεματίσαμε με όρκο τους εαυτούς μας να μη γευτούμε τίποτα, ωσότου σκοτώσουμε τον Παύλο. 15 Τώρα, λοιπόν, εσείς εμφανιστείτε στο χιλίαρχο μαζί με το συνέδριο, για να τον κατεβάσει σ’ εσάς δήθεν πως μέλλετε να γνωρίσετε ακριβέστερα τα σχετικά μ’ αυτόν. Εμείς, όμως, προτού πλησιάσει αυτός, είμαστε έτοιμοι να τον σκοτώσουμε». 16 Επειδή άκουσε ο γιος της αδελφής του Παύλου την ενέδρα, παρουσιάστηκε και εισήλθε στο στρατώνα και το ανάγγειλε στον Παύλο. 17 Προσκάλεσε τότε ο Παύλος έναν από τους εκατόνταρχους και είπε: «Το νεαρό τούτο οδήγησε προς το χιλίαρχο, γιατί έχει κάτι να του αναγγείλει». 18 Αυτός, λοιπόν, αφού τον παράλαβε, τον οδήγησε προς το χιλίαρχο και λέει: «Ο δέσμιος Παύλος με προσκάλεσε και με παρακάλεσε να οδηγήσω τούτο το νεαρό προς εσένα, γιατί έχει κάτι να σου μιλήσει». 19 Αφού έπιασε λοιπόν το χέρι του ο χιλίαρχος και αναχώρησε ιδιαιτέρως, ζητούσε να μάθει: «Τι είναι αυτό που έχεις να μου αναγγείλεις;» 20 Είπε τότε: «Οι Ιουδαίοι συμφώνησαν να σου ζητήσουν, ώστε αύριο να κατεβάσεις τον Παύλο στο συνέδριο, δήθεν πως πρόκειται κάτι ακριβέστερο να ζητήσουν να μάθουν γι’ αυτόν. 21 Εσύ, λοιπόν, μην πειστείς από αυτούς· γιατί τον ενεδρεύουν περισσότεροι από σαράντα άντρες από αυτούς, οι οποίοι αναθεμάτισαν τους εαυτούς τους μήτε να φάνε μήτε να πιουν, ωσότου τον σκοτώσουν, και τώρα είναι έτοιμοι, περιμένοντας από εσένα την υπόσχεση». 22 Ο χιλίαρχος, λοιπόν, απόλυσε το νεαρό και του παράγγειλε: «Σε κανέναν να μη μιλήσεις έξω ότι αυτά φανέρωσες προς εμένα».
Ο Παύλος μεταφέρεται στο Φήλικα
23 Και αφού προσκάλεσε κάποιους, δύο από τους εκατόνταρχους, είπε: «Ετοιμάστε διακόσιους στρατιώτες, για να πορευτούν ως την Καισάρεια, και εβδομήντα ιππείς και διακόσιους λογχοφόρους από τις εννιά η ώρα τη νύχτα. 24 Και προμηθεύστε ζώα, για να επιβιβάσουν τον Παύλο και να τον διασώσουν προς το Φήλικα τον ηγεμόνα». 25 Και έγραψε επιστολή που είχε αυτόν τον τύπο: 26 «Κλαύδιος Λυσίας προς τον εξοχότατο ηγεμόνα Φήλικα· χαίρε! 27 Τον άντρα τούτο που τον συνέλαβαν οι Ιουδαίοι και έμελλε να σκοτωθεί από αυτούς τον ελευθέρωσα, αφού ήρθα εσπευσμένα μαζί με το στράτευμα, επειδή έμαθα ότι είναι Ρωμαίος. 28 Και επειδή ήθελα να γνωρίσω καλά την αιτία για την οποία τον κατηγορούσαν, τον κατέβασα στο συνέδριό τους. 29 Αυτόν βρήκα να τον κατηγορούν για ζητήματα του νόμου τους, και να μην έχει κάνει κανένα έγκλημα άξιο θανάτου ή φυλακής. 30 Επειδή λοιπόν μου έδωσαν μήνυμα ότι θα γίνει επιβουλή στον άντρα, αμέσως τον έστειλα προς εσένα, αφού παράγγειλα και στους κατηγόρους του να λένε τα εναντίον του μπροστά σου. [Υγίαινε]». 31 Οι στρατιώτες, λοιπόν, πράγματι σύμφωνα με αυτό που τους είχε διαταχτεί, παράλαβαν τον Παύλο και τον οδήγησαν νύχτα στην Αντιπατρίδα, 32 και την επόμενη ημέρα, αφού άφησαν τους ιππείς να φύγουν μαζί του, επέστρεψαν στο στρατώνα. 33 Οι οποίοι, ιππείς, όταν εισήλθαν στην Καισάρεια και έδωσαν την επιστολή στον ηγεμόνα, παρουσίασαν και τον Παύλο σ’ αυτόν. 34 Διάβασε τότε την επιστολή και ρώτησε από ποια επαρχία είναι και, όταν έμαθε ότι είναι από την Κιλικία, είπε: 35 «Θα σε ακούσω πλήρως, όταν και οι κατήγοροί σου παρουσιαστούν». Και διέταξε να φυλάγεται αυτός μέσα στο πραιτώριο του Ηρώδη.
Κεφάλαιον 24
Η κατηγορία κατά του Παύλου
1 Μετά λοιπόν από πέντε ημέρες κατέβηκε ο αρχιερέας Ανανίας μαζί με μερικούς πρεσβυτέρους και με ρήτορα κάποιο Τέρτυλλο, οι οποίοι εμφάνισαν την καταγγελία τους στον ηγεμόνα κατά του Παύλου. 2 Αφού λοιπόν κλήθηκε αυτός, άρχισε να τον κατηγορεί ο Τέρτυλλος λέγοντας: «Επειδή πολλή ειρήνη απολαμβάνουμε μ’ εσένα και μεταρρυθμίσεις γίνονται στο έθνος τούτο μέσω της δικής σου πρόνοιας, 3 με κάθε τρόπο και παντού αποδεχόμαστε αυτά, εξοχότατε Φήλικα, με κάθε ευχαριστία. 4 Αλλά για να μη σε κουράζω περισσότερο, παρακαλώ να μας ακούσεις σύντομα με την επιείκειά σου. 5 Γιατί βρήκαμε τον άντρα τούτο σαν πανούκλα και να υποκινεί στάσεις σε όλους τους Ιουδαίους που είναι στην οικουμένη και να είναι πρωτοστάτης της αιρέσεως των Ναζωραίων. 6 Αυτός ακόμα και το ναό προσπάθησε να βεβηλώσει, τον οποίο τότε κρατήσαμε [και κατά το δικό μας νόμο θελήσαμε να τον κρίνουμε. 7 Ήρθε όμως ο Λυσίας ο χιλίαρχος και με πολλή βία τον απήγαγε από τα χέρια μας, 8 και διέταξε τους κατηγόρους του να έρχονται μπροστά σου]. Από αυτόν θα δυνηθείς ο ίδιος, όταν τον ανακρίνεις, να γνωρίσεις καλά για όλα τούτα που εμείς τον κατηγορούμε». 9 Συμφώνησαν λοιπόν και οι Ιουδαίοι, βεβαιώνοντας ότι έτσι έχουν αυτά.
Ο Παύλος υπερασπίζεται τον εαυτό του
10 Και αποκρίθηκε ο Παύλος, όταν του έγνεψε ο ηγεμόνας να μιλήσει: «Επειδή γνωρίζω καλά πως από πολλά έτη είσαι κριτής στο έθνος τούτο, ευχαρίστως απολογούμαι γι’ αυτά που αφορούν τον εαυτό μου, 11 γιατί μπορείς να μάθεις καλά ότι δεν έχω περισσότερες από δώδεκα ημέρες, αφότου ανέβηκα να προσκυνήσω στην Ιερουσαλήμ. 12 Και ούτε μέσα στο ναό με βρήκαν να συνδιαλέγομαι με κάποιον ή να μαζεύω πλήθος, ούτε μέσα στις συναγωγές ούτε στην πόλη, 13 ούτε δύνανται να αποδείξουν σ’ εσένα εκείνα για τα οποία τώρα με κατηγορούν. 14 Σου ομολογώ λοιπόν αυτό, ότι κατά την Οδό που λένε αίρεση, έτσι λατρεύω τον πατρώο Θεό, πιστεύοντας σε όλα όσα είναι γραμμένα στο νόμο και όσα είναι μέσα στους προφήτες, 15 έχοντας ελπίδα στο Θεό, που και αυτοί οι ίδιοι περιμένουν, ότι μέλλει να γίνει ανάσταση δίκαιων και άδικων. 16 Γι’ αυτό κι εγώ ο ίδιος προσπαθώ να έχω συνείδηση χωρίς πρόσκομμα προς το Θεό και τους ανθρώπους διαπαντός. 17 Ύστερα από πολλά έτη, λοιπόν, παρουσιάστηκα στο έθνος μου, για να κάνω ελεημοσύνες και προσφορές. 18 Με αυτά ασχολούμουν όταν με βρήκαν εξαγνισμένο μέσα στο ναό, όχι μαζί με πλήθος ούτε με θόρυβο, 19 μερικοί λοιπόν Ιουδαίοι από την επαρχία της Ασίας, οι οποίοι έπρεπε να είναι παρόντες μπροστά σου και να με κατηγορούν αν έχουν κάτι εναντίον μου. 20 Ή αυτοί οι ίδιοι ας πουν τι αδίκημα βρήκαν όταν στάθηκα μπροστά στο συνέδριο, 21 ή γι’ αυτήν τη μία φωνή που έκραξα μεταξύ τους όταν είχα σταθεί: “Για ανάσταση νεκρών εγώ κρίνομαι σήμερα μπροστά σας”». 22 Ανέβαλε τότε γι’ αυτούς ο Φήλικας τη δίκη, επειδή ήξερε ακριβέστερα τα σχετικά με την Οδό, και είπε: «Όταν ο Λυσίας ο χιλίαρχος κατεβεί, θα αποφασίσω όσα σας αφορούν». 23 Διέταξε τον εκατόνταρχο να επιτηρείται αυτός και να έχει άνεση και να μην εμποδίζουν κανέναν από τους δικούς του να τον υπηρετεί.
Ο Παύλος κρατείται σε επιτήρηση
24 Και μετά από μερικές ημέρες παρουσιάστηκε ο Φήλικας μαζί με τη Δρουσίλλα, τη δική του γυναίκα που ήταν Ιουδαία, και έστειλε να φέρουν τον Παύλο και τον άκουσε για την πίστη στο Χριστό Ιησού. 25 Ενώ λοιπόν αυτός συνδιαλεγόταν για δικαιοσύνη και για εγκράτεια και για την κρίση τη μελλοντική, γέμισε φόβο ο Φήλικας και αποκρίθηκε: «Προς το παρόν πήγαινε και, όταν έχω καιρό, θα σε ξανακαλέσω». 26 Συγχρόνως και έλπιζε ότι θα δοθούν χρήματα σ’ αυτόν από τον Παύλο· γι’ αυτό και συχνότερα έστελνε να τον φέρνουν και μιλούσε μαζί του. 27 Όταν λοιπόν συμπληρώθηκε μια διετία, ήρθε διάδοχος στο Φήλικα ο Πόρκιος Φήστος και, επειδή ήθελε να κάνει χάρη στους Ιουδαίους, ο Φήλικας εγκατέλειψε τον Παύλο φυλακισμένο.
Κεφάλαιον 25
Ο Παύλος επικαλείται τον Καίσαρα
1Ο Φήστος, λοιπόν, όταν έθεσε το πόδι του στην επαρχία, μετά από τρεις ημέρες ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα από την Καισάρεια, 2 και εμφανίστηκαν σ’ αυτόν οι αρχιερείς και οι πρώτοι των Ιουδαίων κατά του Παύλου και τον παρακαλούσαν, 3 ζητώντας χάρη εναντίον του, για να στείλει να τον φέρουν στην Ιερουσαλήμ, κάνοντας ενέδρα, για να τον σκοτώσουν κατά την οδό. 4 Πράγματι, λοιπόν, ο Φήστος αποκρίθηκε πως επιτηρείται ο Παύλος στην Καισάρεια και ο ίδιος μέλλει γρήγορα να πορευτεί έξω από την Ιερουσαλήμ. 5 «Οι δυνατοί λοιπόν μεταξύ σας», λέει, «ας κατεβούν μαζί μου και, αν κάτι άτοπο υπάρχει στον άντρα, ας τον κατηγορήσουν». 6 Παρέμεινε τότε μεταξύ τους όχι περισσότερες από οχτώ ή δέκα ημέρες, κατέβηκε στην Καισάρεια, την επόμενη ημέρα κάθισε πάνω στο βήμα και διέταξε να φέρουν τον Παύλο. 7 Όταν, λοιπόν, παρουσιάστηκε αυτός, στάθηκαν γύρω του οι Ιουδαίοι που είχαν κατεβεί από τα Ιεροσόλυμα, φέροντας εναντίον του πολλές και βαριές αιτίες κατηγορίας που δεν μπορούσαν να τις αποδείξουν, 8 ενώ ο Παύλος απολογούνταν: «Ούτε στο νόμο των Ιουδαίων ούτε στο ναό ούτε στον Καίσαρα αμάρτησα σε κάτι». 9 Ο Φήστος, λοιπόν, θέλοντας να κάνει χάρη στους Ιουδαίους, αποκρίθηκε στον Παύλο και του είπε: «Θέλεις να ανεβείς στα Ιεροσόλυμα, κι εκεί να κριθείς μπροστά μου γι’ αυτά;» 10 Είπε τότε ο Παύλος: «Μπροστά στο βήμα του Καίσαρα έχω σταθεί όπου πρέπει να κρίνομαι. Τους Ιουδαίους σε τίποτα δεν αδίκησα όπως κι εσύ γνωρίζεις καλύτερα. 11 Αν πράγματι, λοιπόν, αδικώ και έχω πράξει κάτι άξιο θανάτου, δεν αρνούμαι το να πεθάνω. Αν όμως τίποτα δεν υπάρχει από όσα αυτοί με κατηγορούν, κανείς δε δύναται να με χαρίσει σ’ αυτούς· τον Καίσαρα επικαλούμαι». 12 Τότε ο Φήστος, αφού συνομίλησε με το συμβούλιο, αποκρίθηκε: «Τον Καίσαρα έχεις επικαλεστεί, μπροστά στον Καίσαρα θα πορευτείς».
Ο Παύλος μπροστά στον Αγρίππα
13 Αφού πέρασαν λοιπόν μερικές ημέρες, ο βασιλιάς Αγρίππας και η Βερνίκη κατέφθασαν στην Καισάρεια και χαιρέτησαν το Φήστο. 14 Και καθώς περισσότερες ημέρες παράμεναν εκεί, ο Φήστος εξέθεσε στο βασιλιά τα θέματα που αφορούσαν τον Παύλο, λέγοντας: «Κάποιος άντρας είναι εγκαταλειμμένος δέσμιος από το Φήλικα, 15 για τον οποίο, όταν εγώ ήρθα στα Ιεροσόλυμα, εμφανίστηκαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων, ζητώντας εναντίον του καταδίκη. 16 Προς αυτούς αποκρίθηκα ότι δεν είναι συνήθεια στους Ρωμαίους να χαρίζουν κάποιον άνθρωπο στους κατηγόρους του πριν ο κατηγορούμενος έχει κατά πρόσωπο τους κατηγόρους του και λάβει ευκαιρία απολογίας για το έγκλημα. 17 Όταν λοιπόν αυτοί μαζεύτηκαν εδώ, χωρίς να κάνω καμιά αναβολή, την επόμενη ημέρα κάθισα πάνω στο βήμα και διέταξα να φέρουν τον άντρα. 18 Στάθηκαν γι’ αυτόν οι κατήγοροι και δεν έφεραν καμία αιτία κατηγορίας από όσες εγώ υπέθετα κακές, 19 αλλά είχαν εναντίον του κάποια ζητήματα για τη δική τους δεισιδαιμονία και για κάποιον Ιησού που έχει πεθάνει, για τον οποίο έλεγε ο Παύλος ότι ζει. 20 Εγώ λοιπόν απορούσα για τη συζήτηση γύρω από αυτά και έλεγα, αν ήθελε, να πάει στα Ιεροσόλυμα, κι εκεί να κρίνεται γι’ αυτά. 21 Επειδή όμως ο Παύλος επικαλέστηκε το να επιτηρηθεί για την απόφαση του Σεβαστού, διέταξα αυτός να επιτηρείται, ωσότου τον παραπέμψω προς τον Καίσαρα». 22 Ο Αγρίππας τότε είπε προς το Φήστο: «Ήθελα και εγώ ο ίδιος να ακούσω τον άνθρωπο». «Αύριο», του λέει, «θα τον ακούσεις». 23 Την επόμενη ημέρα λοιπόν, όταν ήρθε ο Αγρίππας και η Βερνίκη με πολλή φανταχτερή πομπή και εισήλθαν στην αίθουσα ακρόασης μαζί με χιλίαρχους και με τους έξοχους άντρες της πόλης, τότε διέταξε ο Φήστος και οδηγήθηκε ο Παύλος. 24 Και λέει ο Φήστος: «Βασιλιά Αγρίππα και όλοι οι άντρες που είστε μαζί μας παρόντες, βλέπετε τούτον για τον οποίο όλο το πλήθος των Ιουδαίων με συνάντησε και στα Ιεροσόλυμα και εδώ, φωνάζοντας ότι δεν πρέπει αυτός να ζει πια. 25 Εγώ όμως κατάλαβα πως αυτός τίποτε άξιο θανάτου δεν έχει πράξει και, επειδή αυτός ο ίδιος επικαλέστηκε τον Σεβαστό, αποφάσισα να τον στείλω. 26 Γι’ αυτόν δεν έχω κάτι ασφαλές να γράψω στον κύριο, γι’ αυτό τον έφερα μπροστά σας και μάλιστα μπροστά σ’ εσένα, βασιλιά Αγρίππα, ώστε, όταν γίνει η ανάκριση, να έχω κάτι να γράψω. 27 Γιατί παράλογο μου φαίνεται να στέλνω δέσμιο και να μην επισημάνω τις εναντίον του αιτίες κατηγορίας».