Текст книги "Δυνάμωσε την Ψυχή σου"
Автор книги: Андреас Архимандрит (Конанос)
сообщить о нарушении
Текущая страница: 3 (всего у книги 12 страниц)
Πού είναι η αγάπη; Πού είναι η αγάπη μεταξύ σας;
Θυμάσαι τι έλεγε ο Γ κάνη; «Μου αρέσει πολύ ο Χριστός σε αυτά που λέει, αλλά μ' έχουν απογοητεύσει οι χριστιανοί». Όχι γιατί είναι άνθρωποι και έχουν αδυναμίες. Όλοι έχουμε αδυναμίες, αλλά εντάξει· κάτσε τώρα. Τουλάχιστον αυτός δεν κοινώνησε ποτέ του, τουλάχιστον αυτός δεν κράτησε στα χέρια του κομποσκοίνι. Τουλάχιστον αυτός δεν πήγε στο Άγιο Όρος. Τουλάχιστον αυτός δεν ζούσε τέτοια ζωή μέσα στη χάρη του Θεού. Έτσι;
Άμα λοιπόν λες εσύ ότι: «Άνθρωποι είμαστε και εμείς, άνθρωποι και εσείς». Τότε ποια η διαφορά; Θα 'πρεπε να έχουμε κάνει δρόμο πιο πολύ. Είμαστε πίσω. Είμαστε στάσιμοι, ενώ ο κόσμος θα περίμενε πολλά από εμάς. Και ο Θεός, νομίζω θα περίμενε πολλά από εμάς. Και δεν κάνουμε τίποτα απ' αυτά που θα μπορούσαμε.
Λέει ο άγιος Αγάθωνας. (Είδες ξεκινήσαμε τώρα ιστορίες, ο άγιος Αγάθωνας ο ένας, ο άλλος αλλά ένα σύγχρονο περιστατικό δύσκολα να το πω· ή θα πω πέντε-έξι μόνο). Ο άγιος Αγάθωνας, λοιπόν, πήγαινε να πουλήσει. Τι πούλαγε εκεί πέρα; Τα πανέρια του, και όπως πήγαινε, λέει, βρήκε έναν λεπρό στον δρόμο· το ξέρεις. Και του λέει ο λεπρός: «Πάρε με εκεί που πας για να πουλήσεις. Πάρε με, σήκωσέ με». Τον παίρνει στους ώμους του, τον πάει, τον βάζει δίπλα του. Ο άγιος Αγάθωνας πούλαγε. Με το που πουλάει το πρώτο καλάθι, τού λέει ο λεπρός «Το πούλησες»; «Το πούλησα». «Πόσο το πούλησες»; Του λέει ο άγιος Αγάθωνας «τόσο». Του λέει ο λεπρός «Να σου πω. Μου παίρνεις μια πίτα»; Του λέει ο άγιος Αγάθωνας «Ναι, να σου πάρω μια πίτα». Του παίρνει μια πίτα. «Άντε», λέει ο λεπρός «συνέχισε να πουλάς και τ' άλλα». Πούλαγε. Του λέει ο λεπρός: «Το δεύτερο πανέρι, να σου πω, πόσο το έδωσες»; Του λέει ο άγιος Αγάθωνας, αυτό έκανε τόσο. Να σου πω λέει ο λεπρός «Μου παίρνεις και κάτι άλλο»; Άρχισε και ζήταγε. Κάι ό,τι πούλαγε ο άγιος Αγάθωνας, ο λεπρός του ζήταγε ν' αγοράζει πράγματα. Δεν τον άφηνε να βάζει τα λεφτά στην τσέπη του. Να τα μαζεύει. Του έλεγε μου παίρνεις εκείνο, μου παίρνεις το άλλο. Δηλαδή, πώς λέμε, «Πάρε μου μια κόκα-κόλα, πάρε μου και ένα σάντουιτς, πάρε μου και μια εφημερίδα τώρα. Πάρε μου μετά και ένα παγωτό να δροσιστώ». Και τίποτα δεν έμεινε στον άγιο Αγάθωνα, στην τσέπη. Ό, τι πούλαγε, τα έδινε στο λεπρό. Στο τέλός του λέει ο λεπρός: «Έχεις τίποτα άλλο να πουλήσεις»; Του λέει ο άγιος Αγάθωνας: «Όχι, ό,τι είχα τα πούλησα όλα. Και ό,τι είχα στα 'δωσα τελικά. Πάω να φύγω τώρα, πάω στο κελάκι μου». Και του λέει ο λεπρός «Πού πας τώρα; Πάρε με πάλι, να με πας από εκεί που με πήρες. Να με αφήσεις εκεί που με βρήκες. Σε παρακαλώ! Μπορείς»; Ε, τον πήρε. Είχε βαρύνει εν τω μεταξύ αυτός. Είχε φάει. Είχε όλα τα καλά. Τον πήγε πάλι και τον άφησε στη θέση του. Τον αφήνει κάτω. Και πάει να φύγει. Και ακούει τη φωνή του λεπρού, να λέει: «Ευλογημένος να είσαι», Κέες «Αγάθωνα και στον ουρανό και στη γη. Γιατί είσαι άνθρωπος του Θεού. Είσαι άνθρωπος του Θεού, αληθινός»!..
Όχι λόγια. Από το πρωί ως το βράδυ σου 'βγαλα το λάδι και εσύ δέχτηκες να σε ξεζουμίσω. Γιατί είχες αγάπη και δεν φοβήθηκες από το ξεζούμισμα αυτό. Γιατί θα έβγαινε συνέχεια αγάπη, αγάπη, αγάπη και δεν ήσουν υποκριτής. Δεν ήσουν ψεύτης. Δεν ήσουν ένας Χριστιανός, έτσι, της φινέτσας, του εξωτερικού τύπου. Ήσουν αληθινός· και το απέδειξες. «Ευλογημένος να είσαι», του λέει, «Αγάθωνα, από το Θεό».
Και γυρίζει να τον δει, ο άγιος Αγάθωνας, το λεπρό και είχε εξαφανιστεί! Δεν ήταν λεπρός. Ήταν Άγγελος του Θεού, που ήθελε απλώς ο Θεός, να διαπιστώσει και να δοκιμάσει και ν' αποδείξει και σε όλους εμάς που το βλέπουμε, και τώρα το συζητάμε ότι ο άγιος Αγάθωνας… [Αγάθων: ωραίο όνομα, έχω και φίλο στο Αγιο Όρος, ο πατήρ Αγάθων]. Ωραίο όνομα. Αλλά, το βίωμά του, πιο ωραίο! Αληθινός άνθρωπος του Θεού.
Εγώ, δεν θα το 'κανα αυτό. Δεν το λέω για να καυχηθώ. Ακόμα και η μετάνοια μου, για καύχηση είναι. Αλλά είναι προς ντροπή μου που το λέω αυτό. Δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό. Πες ότι κάνω ένα Ευχέλαιο και μου δίνει κάποιος χρήματα και βγαίνω έξω και μου λέει ένας: «Πόσα έβγαλες»; «Τόσα». «Πόσα σου δώσανε; Δώστα μου όλα»! Θα του έλεγα: «Όλα; Ξέρεις μου έχουν δώσει τριάντα ευρώ. Πενήντα ευρώ. Τι τα θέλεις πενήντα ευρώ»; «Μα γιατί να μην μου τα δώσεις; Δώστα μου όλα»!
Το καταλαβαίνεις τώρα αυτό το πράγμα; Δηλαδή, έχουμε φτάσει σε μια τεράστια απόσταση. Θεωρούμε ότι κάποιοι τα έκαναν αυτά, και πιστεύουμε ότι εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε παρόμοια πράγματα. Γιατί δεν μπορούμε; Δεν ξέρω γιατί. Εγώ δεν τα κάνω, σου λέω. Μην μου πεις ότι σε μαλώνω. Δεν σε μαλώνω, γιατί ούτε και εγώ τα εφαρμόζω αυτά. Αλλά σήμερα, θέλω να αναρωτηθώ μαζί σου. Μαζί μου. Αναρωτιέμαι…
Αλλος, λέει, πάλι στον Ευεργετινό, ήταν ένας μοναχός που είχε το χαρακτηριστικό ό,τι του ζητούσες για εξυπηρέτηση, πάντα σε βοηθούσε. Οτιδήποτε. Δηλαδή του 'λεγες: «Θέλω να με βοηθήσεις να μετακινήσω λίγο το κρεβάτι μου στο δωμάτιό μου, γιατί δεν μπορώ μόνος μου». «Έρχομαι, πάμε»! Άλλος του έλεγε: «Θέλω να με βοηθήσεις να πάμε γι' αυτήν τη δουλειά». «Έρχομαι εγώ να σε βοηθήσω». Άλλος: «Έλα λίγο στον κήπο. Ν' ανοίξω κάτι αυλάκια, θέλω να τα ποτίσω». «Θα 'ρθω εγώ», τους έλεγε. Συνέχεια. Ό,τι του λέγανε, το έκανε. Διακονία, θυσία, αγάπη. Αυτό είναι Χριστιανισμός.
Όταν πάω σ' ένα μοναστήρι και έχει κόσμο – γιατί έχει έρθει κάποιο επίσημο πρόσωπο– με συγκινούν και αυτοί που είναι κοντά στο επίσημο πρόσωπο και το οδηγούν, του μιλάνε, κ.λπ. Αλλά πιο πολύ ξέρεις ποιοι με συγκινούν; Αυτοί οι αφανείς μοναχοί, που φεύγουν νωρίς ενώ θέλουν και αυτοί σαν άνθρωποι να δουν, ποιος ήρθε, τι είπε, τι έκανε; Είναι η ανθρώπινη τάση να δεις π.χ. την επίσημη στιγμή, την τελετή, που κάθονται εκεί οι επίσημοι και μιλάνε. Κι αυτοί φεύγουν! Και πάνε στην κουζίνα· και ετοιμάζουν· και βάζουν τον καφέ. Και βάζουν το κέρασμα, και ετοιμάζουν το φαγητό και δεν τους βλέπει κανείς. Δεν τους βλέπει κανείς. Και μετά παίρνει το δίσκο άλλος μοναχός. Και τον παίρνει, και τον προσφέρει στον επίσημο. Και αυτός που ξεκίνησε την πρώτη-πρώτη θυσία της διακονίας της θυσίας, της αφάνειας. Της αφάνειας, δηλαδή του Χριστού!
Ο Χριστός είναι ο Αφανής! Αυτός δεν φαίνεται. Αυτός δεν ακούγεται. Αυτός όμως, είναι ο αληθινός μαθητής του Χριστού: ο ταπεινός Που ζει εμπράκτως το Ευαγγέλιο. Εγώ, όταν πάω στο Άγιο Όρος, επειδή είμαι ιερέας, τους ιερείς τους έχουνε…, κάνουν π.χ. συλλειτουργό, με πάνε στην τράπεζα δίπλα στον ηγούμενο, εκεί που κάθονται οι επίσημοι. Αυτό είναι αλλιώς. Αυτό είναι ωραίο. Ο άλλος όμως Ο άλλος είναι ταπεινός Ο άλλος είναι άγνωστος. Δεν τον έχεις δει, που την ώρα που εσύ είσαι στην Εκκλησία και θυμιατίζεις και θυμιατίζεσαι και λιβανίζεις και λιβανίζεσαι από τον εγωισμό και την κενοδοξία, αυτός είναι στην κουζίνα· και ετοιμάζει τα φαγητά και ψήνεται και κόβει και καθαρίζει και ταλαιπωρείται. Αυτός είναι ο Χριστιανισμός. Της πράξης! Της πράξης. Τον οποίο εμείς δεν ζούμε. Πού είναι η προθυμία μας; Πού είναι η προθυμία να διακονήσεις κάποιον;
Μου έλεγε μια γυναίκα: «Πάω στο ΠΙΚΠΑ, στην Βούλα, στο Ιδρυμα, τις Κυριακές και βοηθάω τι; Να· νταντεύω τα παιδάκια λέει, που τα φέρνουν με τις ειδικές ανάγκες· να κατέβουν από το αυτοκίνητο· και ανοίγουμε τα καροτσάκια τους να τα βάλουμε πάνω, να τα πάμε στην Εκκλησία, να τα κοινωνήσουμε και μετά να τα ξαναβάλουμε στο αυτοκίνητο και να τα πάμε στο δωμάτιό τους».
Αυτό το άνοιξε-κλείσε το καρότσι· βάλτο μέσα, στοίβαξέ το, κατέβασε το παιδάκι. Και το «κατέβασε το παιδάκι», δεν είναι ένα τσουβάλι που το βγάζεις. Θέλει προσοχή· τα ποδαράκια του, πώς θα γυρίσεις, πώς θ' ακουμπήσει σιγά το κεφάλι του στην στέγη πάνω στο αυτοκίνητο. Ήρεμες κινήσεις, με αγάπη.
Αυτό είναι αγάπη. Αυτό είπε ο Κύριος όμως. Σας έδωσα, λέει, υπόδειγμα. Ό,τι κάνω, να το κάνετε. «Θέλεις να είσαι πρώτος;» είπε ο Κύριος, «Πρέπει να μάθεις να είσαι τελευταίος!».
Πού είναι αυτό; Ποιος είναι τελευταίος; Ποιος Χριστιανός είναι τελευταίος; Ποιος Χριστιανός είναι τελευταίος;… Εγώ δεν θυμάμαι να έχω υπάρξει τελευταίος. Όποιος θέλει να είναι πρώτος, τελευταίος. Όποιος θέλει να έχει εξουσία, να γίνει διάκονος όλων, δούλος όλων!.. Ακου κουβέντες. Για να μην παρεξηγούμε, ότι λέμε αλληγορίες. Τι αλληγορία είναι ο «δούλος»; «Διάκονος», είναι αλληγορικό και αυτό; Τι θα πει αλληγορικό; Εύκολα τα θεολογικά, τα βαθιά. Αλλά εκεί, ποιος θα πάει; Εκεί ποιοι θα πάνε; Κάποιοι άλλοι; Δηλαδή, οι κάποιοι, είναι της υψηλής θεολογίας και οι κάποιοι της ταπεινής διακονίας; Ναι, αλλά ο Κύριος, τελικά, ποιους μακάρισε; Και μου είπε, ότι πήγαινε και στο ΠΙΚΠΑ, στη Βούλα και συγκινήθηκα. Μου έλεγε: «Πάω τις Κυριακές και βοηθάω· και μου αρέσει φυσικά η Εκκλησία, αλλά δεν μπορώ να πάω την ώρα που εγώ θέλω. Θα πάω και λίγο πιο αργά. Δεν θα μπορέσω και να προσέξω εκείνα που εγώ θέλω, γιατί προηγούνται τα παιδιά, να τα βάλω».
Κι όμως, γεμίζει η καρδιά της από την αγάπη και τη χάρη και το έλεος του Θεού κι ας μην προλαβαίνει όλα αυτά που προλαβαίνω εγώ «όρθρου βαθέος», αλλά ζω νυχτωμένος στο βαθύ όρθρο της αμαρτίας, και της ασυνέπειας της πνευματικής χριστιανικής ζωής. Έτσι νομίζω.
Πάει ο άγιος Μακάριος στο κελί του πατρός· (δηλ.) του μοναχού, που ήταν ένα γεροντάκι μόνο του, ήταν μακριά στην έρημο· και πάει να τον επισκεφτεί. Και του λέει: «Τι κάνεις παπούλη; Καλά»; «Καλά. Σ' ευχαριστώ, που ήρθες, πάτερ Μακάριε».
Άγιος Μακάριος. Μέγας άγιος. Με οπτασίες και εμπειρίες και βιώματα. «Τι κάνεις πάτερ;», τον ρωτάει ο άγιος Μακάριος. «Είμαι πολύ καλά, δόξα τω Θεώ!». «Θα ήθελες τίποτα; Θα ήθελες να σου κάνω κάτι εγώ; να κάνω κάτι για εσένα; πες μου! Ζήτησέ μου κάτι». «Τι να σου ζητήσω»; Ε, ντρεπότανε. «Πες, πες μου, τι θέλεις»; «Ε, τίποτα, έχω εδώ χρόνια στην έρημο. Ε, όλο παξιμάδια τρώω». «Πες μου κάτι, τι θέλεις; Πες μου, πάτερ»! «Ε, θα μου άρεσε να είχα ένα παστελάκι! Ένα παστέλι, θα μου άρεσε», του λέει, «το έχω πεθυμήσει. Αλλά έτσι το είπα, επειδή με ρώτησες. Δεν θέλω, όμως τίποτα. Έτσι το είπα. Κάποια άλλη φορά». Του λέει ο άγιος Μακάριος «Περίμενε λίγο· περίμενε λίγο και έρχομαι»! Και φεύγει από το κελί του ο άγιος Μακάριος και πάει – πόσες ώρες δρόμο – να βρει το πρώτο χωριό· το πρώτο χωριό μακριά και να πάρει ένα παστέλι. Και γύρισε στο γεροντάκι αυτό και του λέει, «Πάτερ μου, σου έφερα το παστελάκι που ζήτησες. Πάρ' το παστελάκι να το φας». Του λέει: «Μα τι έκανες, πάτερ! Εγώ έτσι το είπα». «Ε, τι έτσι το είπες;! Έτσι το είπες, αλλά εγώ δεν μπορώ να τ' αφήσω έτσι! Αφού το ζήτησες, γιατί να μην σου κάνω το χατίρι»;
Κατάλαβες; Όχι θεωρίες! Έργα! Συγκεκριμένα πράγματα. Μαθηματικά. Ένα και ένα κάνει δύο. Πού υπάρχει εδώ περιθώριο για θεωρίες; Και για αλληγορίες Και για συμβολισμούς… Δεν είναι συμβολικό τίποτα από όλα αυτά! Συγκεκριμένα βήματα έκανε ο άγιος Μακάριος. Πήγε και γύρισε. Και του έδωσε το παστελάκι.
Είναι μετά αυτό το γεροντάκι να μην συγκινηθεί; Είναι μετά να μην νιώσει την αγάπη του αγίου Μακαρίου; Είναι η καρδιά του να μην δοθεί; Και μετά λένε: «Πραγματικά, είδα Χριστιανό! Να, αυτός είναι Χριστιανός! Αυτός είναι Χριστιανός»! Εγώ τι θα του έλεγα; «Α, παστελάκι σας αρέσει; Ε καλά, καμιά φορά θα έρθω και αν βρω πουθενά και θα δούμε». Και θα δούμε κι αν θα ξαναπάω. Γιατί, αν είναι να πηγαίνω και να ψάχνω παστέλια, τρεις ώρες μακριά και που δεν με βλέπει και κανείς και δεν θ' ακουστώ και δεν θα επαινεθώ; Αυτή δεν είναι η αλήθεια;
Άλλος, λέει, έκανε ψωμιά μια μέρα και μύρισε ο τόπος από ζεστά ψωμιά και είπε να ειδοποιήσει κάποιον να έρθει να πάρει. Και λέει μετά μέσα του: «Καλά, γιατί να τον ειδοποιήσω μέσω άλλου; Ας πάω εγώ να του δώσω το ψωμάκι! Γιατί να έχω άλλους; Να θυσιαστώ και εγώ να πάω να τον δω, να κάνω τον κόπο». Και όπως πήγαινε να του δώσει το ψωμί, λέει, στο δρόμο, στο δρόμο σκόνταψε σε μια πέτρα και άρχισε να τρέχει αίμα από το πόδι του! Εκεί που σκόνταψε, έτρεχε λίγο αίμα, και το σκούπισε. Και εμφανίστηκε Άγγελος Κυρίου και του είπε: «Ξέρεις κάτι; Τα βήματα που κάνεις γι' αυτήν την αγάπη τώρα – γιατί κάνεις αγάπη χριστιανική – τα γράφει ο Θεός. Να ξέρεις», λέει, «αυτός ο κόπος δεν πάει χαμένος. Το σημειώνει ο Θεός»! Α, χαρά αυτός μεγάλη! Ξέχασε και την πληγή, ξέχασε και το πόδι και λέει: «Άμα είναι έτσι, Δόξα τω Θεώ! Εγώ το έκανα αυτό έτσι απλά. Και τώρα ο Θεός το υπολογίζει αυτό, ένα μικρό δρομολόγιο»! Και πήγε. Και την άλλη μέρα, είπε να ξαναπάει αλλού. «Αν είναι έτσι», λέει, «να πάω, να δείχνω αγάπη, να βοηθάω, να μην είμαι λόγια· να κάνω πράξεις».
Και όπως πήγαινε κάπου αλλού να δώσει ψωμιά, ερχόταν από την άλλη κατεύθυνση, αυτός που πήγαινε. Δηλαδή, δεν πρόλαβε να πάει να τον δει, γιατί ερχότανε και αυτός στον οποίο πήγαινε. Συναντηθήκανε στη μέση του δρόμου. Και λέει αυτός «Γιατί ήρθες, πάτερ; Θα ερχόμουνα εγώ στο κελί σου να σου φέρω το ψωμί! Γιατί ήρθες εδώ; Έπρεπε να με αφήσεις να κάνω όλο τον κόπο για σένα»! Και του απαντάει ο άλλος: «Γιατί, βρε πάτερ», του λέει, «Συγγνώμη· η πόρτα του Παραδείσου μόνο εσένα χωράει; Δεν μπορούμε να μπούμε και οι δύο; Έκανες εσύ το μισό κόπο. Να κάνω και εγώ το μισό. Να κάνουμε και οι δύο κόπο. Να πάρουμε μισθό από το Θεό». Του λέει ο άλλος: «Όχι – έπρεπε να κάτσεις να ξεκουραστείς. Εγώ έπρεπε να έρθω να σε βρω»! Του απαντά ο άλλος «Μα τι λες τώρα; Έπρεπε…». Και αρχίσανε και λέγανε τέτοια. Και εμφανίστηκε άγγελος Κυρίου και τι τους είπε; «Αυτή η φαγωμάρα και ο τσακωμός σας είναι σαν οσμή ευωδίας απέναντι στο Θεό. Σαν λιβάνι ανεβαίνει στο Θεό. Είναι οι μόνοι καυγάδες που αρέσουν στο Θεό».
Τέτοιου είδους καυγάς καυγάς από αγάπη! Να τσακώνεσαι επειδή αγαπάς. Φαντάσου· του έλεγε ο άλλος: «Μα όχι, έπρεπε να κάτσεις, να μην κουραστείς». «Μα τι λες τώρα;», και τέτοια.
Έχεις τσακωθεί ποτέ από αγάπη; Έχεις τσακωθεί ποτέ με τη γυναίκα σου, επειδή θέλει να δει αυτή ένα έργο και εσύ θέλεις να δεις ένα άλλο στην τηλεόραση και να πεις «Μα τι λες τώρα, αγάπη μου! Το δικό σου να δούμε. Συγγνώμη που κοίταζα τόση ώρα τα δικά μου. Είχα ξεχαστεί ότι άρχισε το έργο που σου αρέσει. Να δούμε τη δική σου εκπομπή»! Το έχεις κάνει αυτό; Παρά ο καθένας κοιτάει το δικό του. Λέει: «Τι ώρα είναι; Άλλαξε το έργο τώρα, έχει αρχίσει αυτό που θέλω να δω». Αυτό που θες εσύ να δεις. Γιατί, αυτό που θέλω εγώ να δω; Μα τι, αυτό που θες εσύ να δεις; Εγώ θέλω να δω. Μα εγώ θέλω! Και λέει: η λύση είναι να πάρουμε άλλη μία τηλεόραση. Να πάρεις εσύ τη δική σου. Να πάρω και εγώ τη δική μου και να βλέπουμε ο καθένας ό, τι θέλει ο καθένας. Δηλαδή, να γίνεται το δικό μας στο σπίτι. Το δικό μου και το δικό σου. Και ποτέ να μη γίνει θυσία ο ένας για τον άλλον.
Σκέψου να τσακωθούν τα ζευγάρια και να λένε, «Πού θα πάμε διακοπές»; Και να λέει ο ένας: «Όπου θες εσύ, αγάπη μου · στο δικό σου το χωριό. Γιατί όλο στο δικό μου πηγαίνουμε· να δούμε και τους δικούς σου». Και να λέει η γυναίκα: «Μα τι λες τώρα; Να αφήσουμε τη μητέρα σου χωρίς να την δούμε; Πάμε, πάμε στο δικό σου το χωριό»! Και να τσακώνονται. Τι είπε; «Σαν λιβάνι ανεβαίνει ο τσακωμός σας στο Θεό. Σαν θυσία. Σαν οσμή ευωδίας πνευματικής». Πού είναι τέτοιοι τσακωμοί; Πού είναι αυτοί οι τσακωμοί; Φοβερό μου φαίνεται.
Είχα πάει σε μια εκκλησία· και ήτανε ένα γεροντάκι ιερέας, που κανονικά αυτός έπρεπε να είναι στη θεία Λειτουργία πρώτος, κανονικά. Αλλά επειδή με κάλεσαν εμένα για να λειτουργήσω και να μιλήσω, μου λέει: «Πάτερ, εσύ θα λειτουργήσεις. Μου το είπε και ο υπεύθυνος εδώ, δεν θα είμαι εγώ πρώτος στη θεία Λειτουργία, θα είσαι εσύ. Εγώ θα κάθομαι στο πλάι σου». Φαντάσου τώρα. Και το δεχότανε. Του λέω: «Πάτερ, δεν πειράζει εγώ θα μιλήσω όταν έρθει η ώρα, αλλά τώρα εσείς να είστε στο κέντρο της Αγίας Τραπέζης». «Όχι, όχι, όχι». Και μερικές στιγμές που τον έβαζα να κάτσει με το ζόρι, δεν ήθελε. Και χαιρόταν. Και στο τέλος μου βγάζει μια τέτοια χαρά, που τελείωσε η Θεία Λειτουργία και μου λέει: «Πάτερ πολύ χάρηκα που συλλειτουργήσαμε». Και έβλεπα ότι δεν το έλεγε υποκριτικά, ψεύτικα· να λέει μέσα του: «Χάρηκα, αλλά τέλος πάντων, ήρθες εσύ τώρα εδώ πέρα και μας έκανες τον έξυπνο. Και ήρθες εσύ ο νεότερος». Όχι· έβγαζε αληθινή αγάπη. Και έλεγα μέσα μου: «Θεέ μου, όταν φτάσω και εγώ στην ηλικία του, να έχω τέτοια καθαρή αγάπη που να θυσιάζομαι για τον νεότερο και να μην με πειράζει, αν χάσω την σειρά μου, τα πρωτεία μου, την εξουσία μου». Γιατί και εκεί, υπάρχει μια διαβάθμιση. Καταλάβατε τι εννοώ; Υπάρχει μια τάξη. Θα πει τώρα κανείς, που ξέρει από αυτά, «αυτή είναι η τάξη της Εκκλησίας»!
Εντάξει, η τάξη της Εκκλησίας είναι αυτή. Αλλά και η αγάπη μερικές φορές, έστω σαν εξαίρεση, μπορεί να πει κάτι άλλο. Η αγάπη. Έτσι δεν είναι; Δηλαδή, αν εγώ είχα τον πατέρα Πορφύριο στην Εκκλησία μου και – πες ότι εγώ ήμουν αρχαιότερός του – έπρεπε να του πω: «Πάτερ, κάτσε στο πλάι επειδή εγώ είμαι αρχαιότερος»; Η αγάπη αυτό έλεγε: να του πω: «Πάτερ, ελάτε εσείς εδώ». Και να μου έλεγε: «Όχι, εσύ να κάτσεις». Και θα τσακωνόμασταν. Αυτό που είπε ο άγγελος. Τέτοιοι τσακωμοί είναι οι πιο όμορφοι μπροστά στον Θεό. Από αγάπη χριστιανική να τσακώνεσαι. Όχι, όμως, από εγωισμό! Αλλά από διάθεση θυσίας.
Πού είναι αυτά; Ε; Τα ζούμε αυτά; Εγώ δεν ξέρω να τα ζούμε. Όσοι τα ζούνε είναι μακάριοι. Τα ζεις. Εσύ μερικές φορές, τα έχεις ζήσει αυτά και τα προσπαθείς και τα παλεύεις. Και είσαι αξιέπαινος/-η. Και, αλήθεια σου λέω, μπροστά σου, υποκλίνομαι και συγκινούμαι από αυτήν την ταπείνωση που δείχνεις μερικές φορές.
Αλλά μιλάω έτσι σαν σύνολο, στην Εκκλησία. Δεν ξέρω εσύ, Βασίλη Χατζηνικολάου, είσαι και εσύ. Και σ' ευχαριστώ πάρα πολύ που και σήμερα μας βοηθάς με τη μουσική σου και έχεις και εσύ εμπειρίες και εκκλησιαστικές, αλλά και μουσικές, και μ' εταιρείες διάφορες. Δηλαδή κάπου ψάχνεις να δεις το Χριστιανισμό να βιώνεται, βρε παιδί μου· να βιώνεται! Και λες να βιώνεται, έτσι, όχι μόνο στα λόγια. Να βιώνεται σε τέτοια μικρά περιστατικά, στιγμιότυπα, που, και μικρά να είναι, δείχνουν κάτι πολύ μεγάλο που κρύβεις μέσα σου ή που δεν κρύβεις. Δηλαδή αποκαλύπτεσαι! Ξεσκεπάζεται η αλήθεια της ζωής σου κάποια στιγμή.
Άκου τώρα· ο άγιος Σεραπίων ο Ιινδόνιος, το όνομά του ήταν Σινδόνιος, γιατί φόραγε ένα σεντόνι μόνο. Και γιατί είχε μόνο ένα σεντόνι; Γιατί, όλα τ' άλλα τα παπλωματά του, και τα λεφτά του και τα περιουσιακά του, τα είχε δώσει. Δεν ήθελε τίποτα να έχει δικό του. Τίποτα δικό του. Δεν ήθελε να έχει δική του περιουσία. Ούτε δωμάτιο. Ούτε σπίτι. Τίποτα. Ένα σεντόνι να τυλίγεται. Γιατί; Γιατί ήθελε ν' αγαπά τόσο πολύ, που να μην κρατά τίποτα για τον εαυτό του. Όλα για τους άλλους. Και έφτανε στο σημείο από την πολλή αγάπη να πηγαίνει, να πουλιέται μόνος του σαν δούλος σε ανθρώπους που είχανε ανάγκη για να τους βοηθήσει. Ας πούμε, έλεγε σ' έναν φίλο του: «Πήγαινε να με πουλήσεις σ' αυτό το σπίτι γιατί υπάρχει λόγος». Πήγαινε, τον πούλαγε ο φίλος του. Καθόταν αυτός δυο-τρία χρόνια. Είχε προβλήματα ας πούμε το σπίτι· τσακωμούς, διαζύγια, προβλήματα- και αυτός με την καλοσύνη του, τους άλλαζε το μυαλό, την καρδιά. Τους μαλάκωνε. Και έλεγαν οι άλλοι: «Μα πώς μας έκανες έτσι; Εσύ δεν είσαι δούλος. Εσένα, έπρεπε να σε κάνουμε δάσκαλό μας. Είσαι πνευματικός άνθρωπος. Έχεις αγάπη. Έχεις αγάπη Χριστού».
Και ξέρεις τι λέει στο βίο του; Δεν μίλαγε, λέει, αρχικά για το Χριστό· δεν έλεγε πολλά. Αλλά αυτή η αγάπη η έμπρακτη, τον άλλον τον προβληματίζει. Και σου λέει: «Βρε παιδί μου, σαν το Χριστό κάνεις εσύ». Φαντάσου! Στο έχει πει κανείς αυτό, αγαπητέ μου; Να σου πει κανείς: «Βρε παιδί μου, σαν το Χριστό κάνεις! Σαν το Χριστό κάνεις»!
Και όταν τους μόνοιασε, λέει: «Όχι, όχι· εγώ δεν είμαι, εγώ για τέτοια. Αφού τα βρήκατε, αφού αγαπηθήκατε, αφού ταιριάζατε, εγώ φεύγω· και τα λεφτά που μ' αγοράσατε, πάρτε τα, γιατί είναι δικά σας». Άκου, τους έδωσε πίσω και τα λεφτά που τον αγόρασαν! Μα λέει: «Όχι, Όχι! Πάρτε τα, πάρτε τα». Και φεύγει. Και ξαναβρίσκει το φίλο του και λέει: «Να σου πω· πήγαινε να με πουλήσεις σε αυτό το σπίτι». Γιατί; «Γιατί εκεί είναι ένας αιρετικός που θέλω να τον βοηθήσω να καταλάβει κάποια πράγματα και να επιστρέφει στην αληθινή πίστη». Και καθότανε δύο-τρία χρόνια στον αιρετικό. Τον έσωζε και αυτόν. Τον βοηθούσε και αυτόν. Μετά πήγαινε αλλού. Μια ζωή…
Καταλαβαίνεις Τι ζούσανε αυτοί οι άνθρωποι στην καρδιά τους Και άντεχαν. Γιατί, για να τα κάνεις όλα αυτά, πρέπει να έχεις μέσα σου μια χαρά, που να τ' αντέχεις! Αυτοί οι άνθρωποι δεν βασανίζονταν, δεν υπέφεραν που το έκαναν. Ένιωθαν μέσα τους μια άλλη πηγή δύναμης οπότε δεν ένιωθαν στέρηση τραγική· γιατί είχαν χαρά. Αυτήν τη χαρά να μας δώσει ο Κύριος της αληθινής βίωσης του Ευαγγελίου. Να ζήσουμε Κύριε, το πιο μεγάλο θαύμα και εμείς! Να καταλάβουμε μερικά πράγματα. Να καταλάβουμε ότι άλλα μας είπες άλλα κάνουμε. Να καταλάβουμε ότι έχουμε παραποιήσει τα λόγια Ιου. Ότι μπορεί στα δόγματα να φωνάζουμε και να λέμε, ούτε ένα γιώτα ούτε μια κεραία. Αλλά δεν είπες μόνο αυτά. Είπες και τόσα άλλα πρακτικά πράγματα που στην καθημερινή μας ζωή, δεν τα κάνουμε.
Να φοβηθούμε λίγο και να έχουμε ένα ερωτηματικό μέσα μας και να πούμε: «Άραγε, ο Κύριος εμένα τι θα μου πει, όταν με δει; Σε ξέρω, ή δεν σε ξέρω»; Γιατί είπε, ότι θα το πει και σε ιερείς αυτό. Ότι: «ούκ οϊδα υμάς». Και θα του πούμε: «Μα εμείς δεν κάναμε μπροστά σου τόσα πολλά»; «Δεν σας ξέρω παιδιά, δεν σας ξέρω. Γιατί δεν βλέπω να φοράτε, αυτό που φόραγα εγώ· το λέντιο». Αυτή την ποδιά που έβαλε ο Κύριος και έπλυνε τα πόδια των μαθητών στο Μυστικό Δείπνο. Θα πει: «Εγώ δεν σας βλέπω να φοράτε τίποτα τέτοια. Εσείς είστε όλοι άψογοι, όλοι τέλειοι, όλοι σιδερωμένοι, περιποιημένοι, αξιοπρεπείς, καθαροί, σωστοί αλλά υποκριτές. Μέσα σε όλα αυτά, ψεύτικοι. Ενώ, Εγώ; Εγώ, δεν ήμουν τόσο αξιοπρεπής σαν και εσάς».
Αλλά, πώς θα δείξεις αγάπη αν είσαι «καθαρός»; Πώς θα πας να βοηθήσεις τον άλλον, αν δεν λερωθείς και εσύ μαζί του; Αν δεν γονατίσεις να του πλύνεις τα πόδια που είναι μέσα στις σκόνες και στη λάσπη; Πώς θα γίνουν όλα αυτά; Πώς – αν δεν ιδρώσεις – να επισκεφτείςτον αδερφό σου, που είναι στο δωματιάκι του μόνος, να του πας το παστελάκι του, που ζήτησε ένα παστελάκι.
Αυτά θέλουν θυσία. Θέλουν κόπο. Θέλουν περιφρόνηση. Θέλουν αφάνεια. Θέλουν περιθώριο· και εσύ δεν τα θες αυτά. Θες τα κεντρικά μόνο της εκκλησιαστικής ζωής. Τη δόξα, τ' όνομα, τη φήμη, τη φίρμα. Και ο Χριστός τι σχέση έχει με όλα αυτά;
Πω! Πω! Πω! Σήμερα, σήμερα, καλά συγγνώμη, δηλαδή, εγώ πρέπει να μετανοώ δημοσίως; Δεν είναι σωστό τώρα και αυτό το πράγμα – νομίζω – που κάνω. Γιατί, όλα τώρα αυτά που λέω είναι στην πραγματικότητα μια δική μου περιγραφή. Σου λέω· έχω δει πολλούς αγίους ανθρώπους, Χριστιανούς και σήμερα· σύγχρονους γονείς, μητέρες, πατέρες, παιδιά, νέους ανθρώπους, κοπέλες, αγόρια, παππούδες, γιαγιάδες. Υπάρχουν! Υπάρχουν! Αλλά, κάπου λέω… αυτά που είπα. Συγγνώμη, που σου είπα όλα αυτά τα πράγματα. Να εύχεσαι να μ' αναγνωρίσει ο Χριστός όταν με δει και να μην μου πει: «Δεν σε ξέρω». Και τότε θ' αρχίσετε εσείς να λέτε: «Μα πώς δεν τον ξέρεις αφού αυτός μίλαγε για Σένα». Και θα σας πει ο Κύριος: «Μην μιλάτε τώρα εσείς. Δεν τον ξέρω. Έλεγε· αλλά δεν έκανε».
Δεν έχω τι να πω. Πρέπει να σταματήσω να λέω και πρέπει να μετανοήσω. Και αν θες, να μετανοήσεις και εσύ. Πρέπει να σκεφτείς γιατί να μετανοήσεις. Έτσι; Όχι μετάνοια χωρίς λόγο.
Συγκεκριμένα, να πεις «Αυτή την ευκαιρία που μου δόθηκε, δεν την υλοποίησα. Την κλότσησα. Αυτή την δυνατότητα που είχα, δεν την αξιοποίησα. Αυτό που με κάλεσε ο Χριστός να κάνω. Όχι αόριστες μετάνοιες. Δηλαδή, μετανοώ, έτσι, συναισθηματικά. Για ποιο λόγο μετανιώνεις; Γιατί, αν μετανιώσεις συγκεκριμένα, θα διορθωθείς μετά και συγκεκριμένα! Αλλιώς, θα είμαστε μόνο της θεωρίας και του συναισθήματος».
Λοιπόν, ευχαριστώ πάρα πολύ που και σήμερα μ' ανέχτηκες και είχες υπομονή. Αυτό είναι χριστιανικό πάντως που κάνεις η υπομονή στον αδερφό σου· κι ας είναι και ιερέας και ακούςτα λάθη του, να μετανιώνει μπροστά σου· και εσύ τον ακούς και τον δέχεσαι και τον συγχωρείς. Νατ και τον συγχωρείς και δεν σκανδαλίζεσαι. Και αυτό είναι χριστιανικό. Αυτό που κάνεις τώρα εσύ είναι χριστιανικό. […]
Καλή δύναμη! Ευχαριστώ πάρα πολύ το Βασίλη Χατζηνικολάου που έδειξε έμπρακτη χριστιανική αγάπη με την όμορφη μουσική του. Και θα χαρώ πολύ να τα ξαναπούμε την επόμενη φορά. Η εκπομπή αναμεταδίδεται. Θα σας το πούνε στο σταθμό, αν πάρετε τηλέφωνο. Καλή συνέχεια. Και καλή αξιοποίηση κάθε ευκαιρίας που μας δίνει ο Κύριος. Να ζήσουμε το ωραιότερο θαύμα· που είναι η βιωματική, καθημερινή εφαρμογή των όσων είπε ο Κύριος πάνω στη ζωή μας, πάνω στην ψυχή μας, πάνω στο σώμα μας, πάνω στην καθημερινότητά μας. Χαίρετε, αγαπητοί μου φίλοι!





