355 500 произведений, 25 200 авторов.

Электронная библиотека книг » Андреас Архимандрит (Конанос) » Δυνάμωσε την Ψυχή σου » Текст книги (страница 4)
Δυνάμωσε την Ψυχή σου
  • Текст добавлен: 8 октября 2016, 09:31

Текст книги "Δυνάμωσε την Ψυχή σου"


Автор книги: Андреас Архимандрит (Конанос)


Жанры:

   

Религия

,

сообщить о нарушении

Текущая страница: 4 (всего у книги 12 страниц)

Διάβασε και διάβασε



«Λοιπόν, δεν είμαι αγία, δυστυχώς, αλλά προσπαθώ… Έχω μόνο ένα γιο, τον Κ. και το μόνο που ζητώ γι' αυτόν από τον Κύριο, είναι να Τον γνωρίσει. Να Τον αγαπήσει. Είναι έξυπνο παιδί και καλός μαθητής και όλοι λένε ότι είναι πολύ ώριμος κ.λπ., μα δεν με νοιάζει, ούτε καμαρώνω γι' αυτό. Καλό είναι βέβαια κι αυτό· αλλά το μόνο που ικετεύω τον Χριστό και την Παναγία, είναι να λατρέψει τον Κύριο. Αυτό ζητώ κάθε μέρα. Δεν πιέζω· δίνω μόνο όση αγάπη μπορώ, με τα λάθη μου βέβαια, συχνά, αλλά χωρίς κριτική και μουρμούρα. Να εύχεστε το παιδί μου να φωτιστεί απ’ το Θεό…»

Τ.Π. Κύπρος (e-mail)

Χαίρετε, αγαπητοί ακροατές της Πειραϊκής Εκκλησίας. Άλλη μια βδομάδα πέρασε και είμαστε πάλι κοντά στην εκπομπή μας «Αθέατα Περάσματα». Δεν είμαστε βέβαια κοντά μόνο μια φορά την εβδομάδα. Εγώ έτσι νιώθω. Είμαστε κοντά όλη τη βδομάδα. Γιατί αυτή η μία φορά που κάνουμε την εκπομπή γίνεται αφορμή να σκεφτούμε, να προβληματιστούμε, να συνδεθούμε και να περιμένει ο ένας τη συνάντηση με τον άλλον. Εγώ περιμένω πότε θα ξανασυναντηθώ μαζί σας στην εκπομπή, εσείς περιμένετε πότε θα ξαναβρεθούμε, ν' ακούσουμε και να τα πούμε· και κυλάει η βδομάδα με τη σκέψη αυτών που είπαμε στα «Αθέατα Περάσματα».

Στην Εκκλησία αυτά που κάνουμε δεν έχουν στιγμιαία διάρκεια. Μας αγγίζουν και μετά. Νομίζεις ότι φεύγει αυτό που πήρες. Πέφτει ο σπόρος στην ψυχή σου και μετά από λίγη ώρα, λίγα λεπτά, λίγες μέρες, λίγους μήνες – ξέρει ο Θεός πόσο – αρχίζει αυτό και δουλεύει μέσα σου. Δουλεύει, το σκέφτεσαι, το σκέφτεσαι και προβληματίζεσαι. Έτσι και τώρα· λέμε μερικά πράγματα την Τρίτη το μεσημέρι – και σε αναμετάδοση που είναι το βράδυ της Δευτέρας – τ' ακούει κανείς και λέει, τ' ακούσε, εντάξει. Ναι, αλλά αυτό που ακούς αρχίζει και δουλεύει μέσα σου. Και με συγκινεί αυτό που μου λένε μερικοί άνθρωποι· ότι: «Αυτό που άκουσα, κάποια στιγμή το θυμήθηκα». Είναι ωραίο ν' ακούς και να ξεχνάς. Κι είναι ωραίο αυτό που ξέχασες να ξανάρθει και να στο θυμίσει μέσα σου ποιος; Ο ίδιος ο Θεός! Το ίδιο το Πανάγιο Πνεύμα! Να σε ξυπνήσει και να σου πει: «Θυμήσου αυτό που άκουσες κάπου, σ' ένα κήρυγμα, σε μια ομιλία. Κάτι που διάβασες, κάτι που κάποτε νόμιζες ότι δε σ' αγγίζει, αλλά τελικά τώρα, που ήρθε η ώρα η κατάλληλη θα σ' αγγίξει. Τώρα που χρειάζεται θα βγει στην επιφάνεια». Κι αυτό φανερώνει τη δυναμική των λόγων του Χριστού. Την αλήθεια των πραγμάτων. Ότι είναι κάτι αληθινό. Τι θα πει αληθινό; Αυτό που δεν ξεχνιέται. Το στερητικό «α-» και λήθη, ξεχνώ, λησμοσύνη. «Αλήθεια» είναι αυτό που δεν ξεχνιέται. Το οποίο, το ξεχνάει ο εγκέφαλός σου, ίσως, αλλά η καρδιά σου δεν το ξεχνάει! Και στο θυμίζει.

Θυμάμαι, κάποτε πήγαινα Κατηχητικό, μικρός· κι ήρθε ένας ξάδερφός μου απ' το χωριό, ο οποίος δεν ήξερε από Κατηχητικά κι εκείνο το απόγευμα είχαμε συνάντηση στο Κατηχητικό. Και λέω: «Τώρα να τον πάρω μαζί ή να μην τον πάρω; Δεν ξέρει αυτός από τέτοια. Δεν έχει μάθει». Ντρεπόμουνα και λίγο να του πω ότι πάω Κατηχητικό. Ρωτάω κάποιο γνωστό. Μου λέει: «Πάρτονε, πάρτονε». Λέω: «Αυτός δεν ασχολείται με τέτοια. Δεν ξέρει και δεν ξέρω αν θα του αρέσει». Λέει: «Δεν πειράζει. Ας έρθει· θ' ακούσει δυο πράγματα. Θα μπούνε στην ψυχή του. Θα πάει στο χωριό του, μπορεί να τα ξεχάσει. Κι αυτά, όταν θα περάσει ο καιρός, θα δουλέψουν μέσα του. Μπορεί μετά από χρόνια να σου πει κάτι που το…, να μη στο πει, δηλαδή, αλλά μες την ψυχή του να δοθεί μια απάντηση και να θυμηθεί με νοσταλγία, αυτή την βραδινή συζήτηση που κάναμε· αυτό το κλίμα κυρίως που πήρε».

Δεν είναι μόνο τα λόγια· είναι η ατμόσφαιρα που μπαίνει στην ψυχή μας κοντά στην Εκκλησία. Είναι αυτό που αγγίζει την καρδιά μας. Είναι η χάρη του Θεού που δεν ξέρεις πώς δουλεύει, δεν ξέρεις πώς λειτουργεί, αλλά βλέπεις τα αποτελέσματα! Όπως, όταν τρως ένα φαγητό. Δε βλέπεις όλη τη διαδικασία της πέψης, πώς χωνεύεις, πώς αναπτύσσεσαι, πώς τα κύτταρα ανανεώνονται, πώς πώς, πώς γίνονται αυτές όλες οι λειτουργίες στον οργανισμό. Αλλά τι βλέπεις Βλέπεις ότι έχεις ευεξία, βλέπεις ότι αντέχεις και ζεις. Βλέπεις ότι αυτό που ακούς, αυτό που τρως σου δίνει δύναμη κι αντοχή στη ζωή. Και μπορείς και συνεχίζεις. Κι αυτό αποδεικνύει ότι τα λόγια που άκουσες δεν ήταν λόγια τυχαία· δεν ήταν λόγια περαστικά· αλλά ήταν λόγια θεϊκά. Βγήκαν από ένα στόμα πήλινο, βγήκαν από έναν άνθρωπο αμαρτωλό – και για να μιλήσουμε, όπως έλεγε ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, «παναμαρτωλό». Είμαστε όλοι πολύ αμαρτωλοί, και πολλές φορές οι άνθρωποι, που μιλούμε για πράγματα άγια και θεϊκά. Μπορεί κι εμείς να είμαστε πολύ αμαρτωλοί – αν κρίνω από τον εαυτό μου. Άλλοι ίσως να μην είναι τόσο. Αλλά παρόλα αυτά, τα λόγια που βγαίνουν από αυτά τα αμαρτωλά χείλη, ζυμώνονται με το Θεό, τη χάρη του Θεού, μπαίνουν στην καλή σου την καρδιά, τη φιλότιμη, την καλοπροαίρετη, τη διψασμένη την καρδιά και μετά φέρνουν αποτέλεσμα. Αυτό είναι το ωραίο! Εσύ θα κάνεις το θαύμα, μαζί μ' αυτά τα φτωχά λόγια.

Λένε μερικοί…: «Πάτερ, αυτά που είπες με προβλημάτισαν, με άγγιξαν». Μου 'πε κάποιος, ότι: «Από τότε που άκουσα εκείνο, που είχες πει για την Αγία Γραφή, θέλω να σε ευχαριστήσω». Λέει: «πάτερ, διαβάζω την Αγία Γραφή». «Διάβαζα», λέει, «και παλιά αλλά δεν το 'χα βάλει και τόσο σύστημα». «Τότε», λέει, «που είπες εκείνο το θέμα, κάπως προβληματίστηκα περισσότερο· με άγγιξε και διαβάζω πιο συχνά την Αγία Γραφή». Ξέρεις τι; Αυτό οφείλεται στην δική σου φιλότιμη, καλοπροαίρετη και διψασμένη ψυχή. Ακόυσες και δυο λογάκια, συνεργάστηκαν όλα αυτά με τη χάρη του Θεού, ζυμώθηκαν στην ψυχή σου κι έφεραν αυτό το ωραίο αποτέλεσμα!

Είναι συγκινητικό, πώς ωφελούνται άνθρωποι μέσα από τα λόγια αυτά που λέμε, στην Πειραϊκή Εκκλησία, όλη τη διάρκεια της ημέρας> όλη τα διάρκεια της νύχτας. Είναι κάτι καταπληκτικό αυτό που γίνεται! Δεν το καταλαβαίνεις εσύ. Μπορεί εσύ να μην ακούσεις αυτή την εκπομπή την άλλη Τρίτη, την παρ' άλλη ή να μην την ξανακούσεις ποτέ. Αλλά κάποιος άλλος μπορεί, τυχαία, ν' ακούσει. Τώρα που κάποιος οδηγεί, ανοίγει το ράδιο και ακούει. Μπορεί ν' ακούσει μια λέξη· μπορεί ν' ακούσει κάτι, να προβληματιστεί. Πού να φανταστούμε, ότι και το βράδυ ακόμα, κάποιοι άνθρωποι ακούνε. Και συγκινούνται· και τους αγγίζουν τα λόγια της Πειραϊκής Εκκλησίας. Οι αναλύσεις που γίνονται στις άλλες εκπομπές, στο Ευαγγέλιο, οι ύμνοι, οι ψαλμοί, τα οδοιπορικά στο Άγιο Όρος, στα Ιεροσόλυμα. Η φωνή του κυρίου Κώστα Γανωτή, που αγγίζει την ψυχή. Τα σχόλια που κάνει. Οι αναλύσεις που κάνει η κυρία Γαλάτεια Γρηγοριάδου Ιουρέλη, η οποία δίνει τέτοια ζωντάνια σ' αυτά που λέει κι αγγίζει τις ψυχές των ανθρώπων και ζωντανεύει το σπίτι που την ακούει, την ώρα που την ακούει. Και τόσοι άλλοι πατέρες που μιλάνε· απλοί χριστιανοί, λαϊκοί, θεολόγοι, φιλόλογοι, επιστήμονες. Αγγίζουν τις ψυχές αυτά τα λόγια, που εσύ δεν το καταλαβαίνεις.

Με συγκίνησε μια κυρία η οποία πήρε τηλέφωνο από τη Λαμία – αν θυμάμαι καλά – και μου λέει: «Εγώ σας ακούω το βράδυ». Γιατί το βράδυ; Γιατί δουλεύει σε γηροκομείο. Βοηθάει ανθρώπους. Και λέω, κοίτα να δεις… Εμείς όλοι στην Αθήνα κοιμόμαστε, οι περισσότεροι, και κάποιοι άλλοι άνθρωποι το βράδυ ακσύνε και ωφελούνται. Ωραία πράγματα γίνονται στην Εκκλησία. Ζούμε σε πάρα πολύ ωραία εποχή· ζούμε σε πάρα πολύ χάλια εποχή· αλλά και (συγχρόνως) πάρα πολύ ωραία εποχή! Γιατί μέσα σ' αυτά τα χάλια, έρχεται ο Θεός και παίρνει τα χάλια μας και τα κάνει χαλιά για τον παράδεισο!! Έτσι λέει ο πατήρ Παΐσιος. «Παίρνει αυτά τα χάλια ο Θεός και τα κάνει χαλιά για τον Παράδεισο». Σαν εκείνα τα χαλιά, που στρώνουν, τα μεγαλοπρεπή· ή σαν εκείνα τα χαλιά που παλιά στα παραμύθια, λέει, ότι πήρε κάποιον και τον πήγε κάπου μακριά το μαγικό χαλί. Το πρόβλημα της εποχής έρχεται ο Θεός και το ευλογεί και το αγιάζει και δίνει άλλη προοπτική στην εποχή μας.

Η εποχή μας είναι πάρα πολύ ωραία. Παρόλο που είναι πολύ αμαρτωλή, γιατί εδώ πέρα «ὑπερεπερίσσευσεν» η χάρις. Πλεονάζει η αμαρτία, αλλά και υπερπερισσεύει η χάρις του Θεού. Γίνονται φοβερά πράγματα· αλλοιώσεις ψυχών· άνθρωποι που αγαπούν την αγιότητα, που αγαπούν την προσευχή. Που έχουν πόθο να αφιερώσουν τη ζωή τους στο Χριστό, μέσα απ' την οικογένεια που θα κάνουν, μέσα απ' τα παιδιά που θα κάνουν, μέσα απ'το σπίτι που θα αγοράσουν, μέσα απ' τις δουλειές τους. Ωραίο πράγμα. (Άνθρωποι) Που έχουν ξεκάθαρη πίστη, ξεκάθαρους στόχους, που διαβάζουν πνευματικά βιβλία… Ζούμε σε πάρα πολύ ωραία εποχή. Από απόψεως πνευματικής προσφοράς. Έχουμε πολλές δυνατότητες. Εσύ, αν είσαι τώρα μεγάλος, πενήντα χρόνων, εξήντα, θυμάσαι στα νιάτα σου, να υπήρχαν τόσες δυνατότητες στην εκκλησιαστική ζωή; Τόσες πολλές δεν υπήρχαν. Ραδιοφωνικοί σταθμοί, βιβλία, πατερικά κείμενα, απίστευτες εκδόσεις, υπέροχες εκδόσεις, και εμφανισιακά ωραίες, αλλά και… τα νοήματα που αναπτύσσουν, αγγίζουν πολύ τις ψυχές. Ζούμε σε πάρα πολύ ωραία εποχή. Που μας τη δίνει ο Θεός αυτή την ευλογία, να πάρουμε δυνάμεις.

Να πάρουμε δυνάμεις, για να αντέχουμε τα προβλήματα. Να πάρουμε δυνάμεις για τα επερχόμενα, ίσως, προβλήματα, που θα 'ρθουν παγκοσμίως. Να 'χουμε αντοχή. Και λέει η Εκκλησία: «Εγώ δεν μπορεί να ασχολούμαι με το σκοτάδι, εγώ δε μπορεί να ασχολούμαι με τα κακώς κείμενα και να σκαλίζω τη βρωμιά του κόσμου. Εγώ έχω την δική μου πρόταση. Τη δική μου αντιπρόταση, τη μοναδική πρόταση! Ποια είναι η πρόταση; Να παρουσιάσω ενώπιόν σου την αλήθεια. Να σου δώσω το φως. Να σου δώσω την υγεία. Να σου δώσω ό,τι σωστό, ό,τι αληθινό, ό,τι γνήσιο! Πάρ' το αυτό κι όταν αγγίξεις το φως και μπει μέσα σου το φως, τότε αυτομάτως, το σκοτάδι θα φύγει».

Τι νόημα έχει να ασχολούμαστε με την κακία του κόσμου; Τι νόημα έχει να ασχολούμαστε με τον πανικό της εποχής μας; Θα μπούμε κι εμείς σ' αυτή τη διαδικασία και θα αρρωστήσουμε κι εμείς μαζί με όλα αυτά. Η λύση δεν είναι αυτή. Η λύση είναι να ζεις σ' ένα δικό σου ωραίο κόσμο. Στον κόσμο της Εκκλησίας, που είναι ο κόσμος της αλήθειας. Αυτά είχα να πω. […]

Θέλουν κάποιοι να μιλήσουμε. Θέλουν κάποιοι να τα πούμε, να συνεννοηθούμε, να συναντηθούμε κ.λπ. Θέλω να σας πω ότι αυτό δεν είναι εύκολο εκ των πραγμάτων. Και για μένα ισχύει αυτό που λένε μερικοί: «Αυτόν καλύτερα να τον ακούς, παρά να τον γνωρίζεις»! Μπορεί, όταν τον γνωρίζεις, ν' απογοητεύεσαι. Ν' απογοητευτείς και να πεις: «Τελικά, δεν ήταν αυτό που νόμιζα». Κι αυτό ισχύει για μένα. Καλύτερα, ν' ακούμε δυο πράγματα που έχουμε να πούμε, παρά να θέλουμε πολλά από κάποιον που δεν έχει να μας δώσει. Εγώ, ομολογώ ότι δεν έχω να σας δώσω κάτι περισσότερο απ' αυτά τα λίγα που λέω κι από ένα «Κύριε, έλέησον» που θα πω στη θεία Λειτουργία. Κι εκεί ο Θεός – όχι επειδή το λέω εγώ, αλλά επειδή μέσα από μένα η αγία ιεροσύνη διοχετεύεται, η ιεροσύνη του Χριστού ενεργεί – μπορεί, κάτι ν' ακούσει ο Θεός στη δική σας προσευχή και να σας βοηθήσει.

Και πρότεινα και το άλλο. Αν κανείς θέλει να πει κάτι και θέλει οπωσδήποτε να επικοινωνήσει, γιατί μερικοί – το λέω γιατί κάποιοι το θεωρούνε πολύ αναγκαίο κάτι να μου πούνε προσωπικά κ.λπ. – γράψτε ένα γράμμα. Γράψτε ένα γράμμα στο Σταθμό. […] Υπάρχει εκεί ένα συρτάρι στην Πειραϊκή Εκκλησία, ένα συρτάρι της εκπομπής, κι ό,τι γράψετε θα δοθεί προσωπικά σ' εμένα. Κάτι που θέλει κανείς να πει, τον πόνο του, μια στεναχώρια, μια απορία, ένα θέμα που θέλει να συζητήσουμε, κάτι που θέλει να διευκρινίσουμε και θέλει να πάρει μια απάντηση μέσα απ' την εκπομπή κάποτε. […]

Μ' αρέσουν τα γράμματα αυτών των ανθρώπων, που λένε κάτι προσωπικό· που λένε κάτι που τους αγγίζει, που τους πονά· ή, μια χαρά τους να τη μοιραστούν και με εμάς… Να μας διδάξουν κι εμάς μ' αυτά που μας λένε… Εγώ νιώθω ότι διδάσκομαι περισσότερο, παρά διδάσκω… Προβληματίζομαι, ωφελούμαι, στηρίζομαι από σας. Αλήθεια σας λέω. Ευχαριστώ πάρα πολύ, όσους ήδη μου 'χουν στείλει κάποια γράμματα. Και κάποιες επιστολές, και κάποιες κάρτες στις γιορτές, αλλά και αυτούς που γράφουν χωρίς να ζητούν πολλά, απλώς να πουν τον πόνο τους. Ευχαριστώ πολύ τη Λ., ξέρει αυτή ποια είναι. Από κάποιο μέρος του κόσμου… Όχι απ' την Ελλάδα. Που μου 'γραψε τον πόνο της και με συγκίνησε, (λέγοντας) ότι δε ζητά τίποτα. Θέλει απλώς να πει ότι: «Πάτερ, είμαστε μαζί. Είμαστε χριστιανοί. Είσαι κι εσύ, είμαστε κι εμείς και να ξέρεις, ότι (θέλουμε) να μοιραστούμε απλά αυτή τη χαρά της επικοινωνίας. Αυτή τη χαρά της αγάπης. Της ενότητας. Ότι ανήκουμε κι οι δυο στο Χριστό». Και δε ζήτησε τίποτε άλλο, παρά να προσεύχομαι γι' αυτήν, και να προσεύχονται ο ένας για τον άλλον. Τι ωραίο πράγμα αυτό!

Μ' αρέσουν πολύ οι άνθρωποι, οι οποίοι είναι ταπεινοί στα προβλήματά τους. Κι ενώ πνίγονται από προβλήματα, δεν έχουν απαιτήσεις, παρά μόνο θέλουν κάπου να πουν τον πόνο τους, να τον μοιραστούν και μετά να συνεχίσουν σιωπηλά τη ζωή τους. Δεν απαιτούν. Δεν έχουν παράπονα. Δε διεκδικούν την ευτυχία. Αλλά την περιμένουν απ' το Θεό. Όταν ο Θεός θέλει να τους δώσει κάτι καλύτερο, τότε. Με συγκίνησε και μια άλλη κυρία που πήρε τηλέφωνο και λέει: «Πάτερ, δεν πειράζει. Ας μη μου μιλήσετε· εγώ αυτά που ακούω θα μου δώσουν απαντήσεις. Δεν αξίζω. Δε θέλω να κουραστείτε με εμένα». Και θέλω να πω ότι όχι απλώς αξίζετε. Αξίζετε κάτι πάρα πολύ, όλοι. Όχι από μένα. Αξίζετε απ' τον ίδιο το Θεό, ο οποίος το κάνει. Ο Θεός ξέρει πόσο πολύ αξίζει ο καθένας μας. Αγαπητέ μου αδελφέ, αγαπητή μου αδελφή, (ο Θεός) ξέρει, ο καθένας πόσο αξίζει γι' αυτό ασχολείται μαζί μας προσωπικά. Κι είναι ο Μόνος κατάλληλος, ν' ασχοληθεί με τη ζωή μας, με την ψυχή μας· να μας στηρίξει και να μας βοηθήσει. Λοιπόν, αυτά είχα να πω σαν εισαγωγικά. Αυτά τα γενικά που λέω, τ' αρχικά…

Για να μπω και πάλι σ' ένα (θέμα) που είχαμε αρχίσει κάποτε και το 'χαμε αφήσει λίγο στη μέση. Και δεν ξέρω αν είναι η μέση, ή αν είναι μόνο η αρχή. Κι αν αυτό το θέμα έχει ποτέ μέση ή (αν) έχει τέλος. Το θέμα των γονέων. Στο σπίτι τους με τα παιδιά τους. Που νομίζω είναι ένα ατέλειωτο θέμα. Ένα θέμα ζωής, που δε θα τελειώσει ποτέ, όσο είστε γονείς. Δεν υπάρχει ποτέ κάποια ομιλία, που θα γίνει στους γονείς και θα τους λύσει τα προβλήματα. Ούτε κάποιο θέμα που τα περικλείει όλα. Γιατί πάντοτε μαθαίνει κανείς μέσα στην οικογενειακή ζωή· από τότε που ξεκινάει και γνωρίζεται, σχετίζεται, αρραβωνιάζεται, παντρεύεται κάνει τα παιδιά του, μέχρι να κλείσει τα μάτια του. Και στο τέλος θα πω και κάτι άλλο… Ούτε και τότε. Συνεχίζεται και μετά. Το να 'σαι γονέας δε σταματά, όταν κλείσεις τα μάτια σου, αλλά συνεχίζεται για πάντα! Στην αιωνιότητα θα συνεχίσεις αυτό το έργο και θα βοηθάς. Τα παιδιά σου και τον κόσμο όλο· αν είσαι σωστός γονιός, θα βοηθάς! Αυτό θα το πω στο τέλος πώς γίνεται. Αν υπάρξει τέλος στο θέμα αυτό σήμερα. Αλλιώς κάποια άλλη φορά.

Θα 'θελα να παρακαλέσω και να σας πω, έτσι, πολύ φιλικά, ότι θα 'ταν πολύ ωραία στο σπίτι, οι γονείς να μη λένε συνέχεια στα παιδιά αυτή τη λέξη που λέτε πολλές φορές, τώρα με τα σχολεία, με τα διαβάσματα: «διάβασε, διάβασε»· αυτή την πίεση, αυτή την καταπίεση των πραγμάτων. Μια ένταση στο κλίμα του καλού, του σωστού. Μα λέει: «πάτερ, δεν πρέπει να διαβάσει; Δεν πρέπει να μάθει τρόπους; Δεν πρέπει να μάθει να ντύνεται στην ώρα του; Να ετοιμάζεται να πάει σχολείο του;». Για τα μικρότερα παιδιά λέμε: «Δεν πρέπει να γυρίζει σπίτι νωρίς;». Όλα αυτά τα «πρέπει», «πρέπει», «πρέπει» κρύβουνε πολύ ωραία πράγματα στην πραγματικότητα. Εννοείται, δε ζητάς τίποτε κακό. Το να διαβάσει το παιδί σου είναι κάτι πολύ ωραίο, πολύ σωστό. Το να ντύνεται ε… και να μη φεύγει έξω έτσι… χωρίς να πάρει το μπουφάν του, χωρίς να ντυθεί, όπως πρέπει και λοιπά…, χωρίς να κουμπωθεί. Τσακώνονται μερικές φορές για τέτοια πραγματάκια στο σπίτι. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν. Όντως. Αλλά ο τρόπος…, ο τρόπος που τα λέμε να 'ναι τέτοιος, που να μη νιώθουν τα παιδιά τη σχέση τους μαζί μας ως ένα μαρτύριο. Δεν είναι μαρτύριο. Η γνώση, η μελέτη, ό,τι ζητάς απ' το παιδί σου, είναι καρπός αγάπης. Να 'ναι καρπός έμπνευσης, να 'ναι καρπός ενθουσιασμού. Μπορείς, να ενθουσιάσεις το παιδί σου να διαβάσει; Μπορείς να κάνεις τα παιδί σου να αγαπήσει το διάβασμα; Να αγαπήσει την ομορφιά; Να αγαπήσει την τάξη στη ζωή του; Να αγαπήσει το νοικοκυριό; Να αγαπήσει το να είναι ένας άνθρωπος συγκροτημένος, ολοκληρωμένος, αυθεντικός; Αυτό είναι το ωραίο. Να «ζηλέψει»· δηλαδή, να έχει το ζήλο. Να θαυμάσει αυτό που κάνεις εσύ. Αυτό είναι το καταπληκτικό.

Μικρός – να πω και κάτι λίγο προσωπικό, αθέατα περάσματα είναι, περνώ λίγο στην ψυχή μου και σας λέω κάτι που θυμάμαι από παλιά – μικρός όταν ήμουνα περίπου Δευτέρα Δημοτικού, θα σας πω πώς «έκοψα» την τηλεόραση, όταν ήμουν μικρός. Τώρα μπορεί να βλέπω λίγο. Αλλά τότε θα σας πω πώς την «έκοψα». Από Δευτέρα Δημοτικού, λοιπόν, έβλεπα τηλεόραση. Πολλή τηλεόραση!.. Τότε βέβαια δεν υπήρχαν πολλά κανάλια, υπήρχε μόνο η ΕΡΤ και η ΥΕΝΕΔ. Δύο κανάλια. ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ. Οι παλιοί θα θυμούνται. Παρόλα αυτά όμως, εγώ έβλεπα πάρα πολύ. Και σε σημείο που δε χρειαζόταν ούτε καν πρόγραμμα να πάρουμε στο σπίτι· διότι ήξερα όλα τα προγράμματα απ' έξω! Δηλαδή ήξερα… τώρα αλλάζουμε, να δούμε το άλλο το έργο. Τώρα θα αλλάξουμε να δούμε το άλλο, αρχίζει το άλλο, δύο προγράμματα. Τα ήξερα απ' έξω σε σημείο πολλής μεγάλης φασαρίας πολλές φορές στο σπίτι. Σε σημείο να μην προλαβαίνω να διαβάσω· αλλά, πώς τα κατάφερνα κι ήμουνα και στο σχολείο καλός κι έβλεπα και πολλή τηλεόραση! Και αυτό μου έδινε και μια επανάπαυση. Κι έλεγα: «Εντάξει, καλά πάω. Δε χρειάζεται…». Οι γονείς μου, όμως, ήθελαν και να κοιμηθώ, ήθελαν και να σταματήσω, ήθελαν να δουν και κάτι δικό τους… Εγώ είχα το δικό μου το πρόγραμμα. Έβλεπα πάρα πολύ. Σε σημείο που πολλές φορές σηκωτό με πήγαιναν να κοιμηθώ! Δεν ξεκόλλαγα από την τηλεόραση!

Ώσπου κάποια φορά, μάλιστα, φώναξε η δασκάλα τη μητέρα μου να της πει συγχαρητήρια. Γιατί; Γιατί, λέει, ήξερα να ανεβαίνω από το δύο μέχρι το είκοσι, δύο-δύο τους αριθμούς. Δύο, τέσσερα, έξι, οκτώ, δέκα, δώδεκα και λοιπά και το 'λεγα γρήγορα. Και κατέβαινα και γρήγορα. Και λέει: «Πες της μητέρας σου, να της πω συγχαρητήρια». Κι εγώ λέω: «Ευχαρίστως να τη φωνάξω! Αλλοίμονο! Για συγχαρητήρια!». Φωνάζω τη μητέρα μου στο σχολείο για να ακούσει συγχαρητήρια από τη δασκάλα. Οπότε η δασκάλα λέει: «Συγχαρητήρια! Το παιδί σας ανέβηκε από το δύο μέχρι τα είκοσι και κατέβηκε πάλι μέχρι το δύο πάρα πολύ γρήγορα. Τ' άλλα παιδάκια», λέει, «δε μπορούσανε». Κι αρχίζει η μητέρα μου, εκεί που εγώ καυχιόμουνα και ο εγωισμός μου είχε φτάσει στο τέρμα, να λέει: «εσείς τον παινεύετε… αλλά να σας πω εγώ τι τραβάμε στο σπίτι μ' αυτόν! Τηλεόραση δε σταματάει να βλέπει απ' την ώρα που θα αρχίσει το πρόγραμμα – τότε δεν είχε το πρωί (είχε) το βράδυ, μέχρι, λέει, να τελειώσει. Ώσπου να πάει να κοιμηθεί, τηλεόραση. Ε… κι έχουμε παράπονα στο σπίτι και τσακωνόμαστε και με τον άντρα μου για το παιδί, που δεν κάνει τίποτε άλλο παρά μόνο τηλεόραση βλέπει»! Και γυρίζει η δασκάλα αυτή – ας είναι καλά, της το 'χω συγχωρέσει – και μου δίνει ένα χαστούκι!! Άστραψε το μάγουλό μου μπροστά στη μητέρα μου! Με χαστουκίζει! Οπότε εγώ, δεν ήξερα τι να κάνω. Εκεί που ήμουνα πανευτυχής και χαρούμενος απ' τα εγκώμια και την υπερηφάνειά μου, ξαφνικά τα χείλη μου άρχισαν να τρέμουν κι ήμουνα μεταξύ να κλάψω… και η ντροπή μου ήταν απίστευτη! Κοκκίνισα, ντράπηκα, ο εγωισμός μου γύρισε απ' την άλλη πλευρά πλέον, το πείσμα μου… Ρεζιλεύτηκα! Μου κακοφάνηκε τόσο πολύ. Κι όταν φύγαμε με κράταγε η μητέρα μου απ' το χέρι – επειδή ήμουνα Δημοτικό– και της το 'σφιγγα! «Άμα σε ξαναφέρω εγώ σχολείο, θα σου πω εγώ. Εγώ σ' έφερα για να ακούσεις επαίνους, κι εσύ μ' έκανες ρεζίλι. Ήταν ανάγκη να τα πεις όλα αυτά στη δασκάλα;». Όλα αυτά 'γίναν στο Δημοτικό.

Ώσπου, πήγα στο Γυμνάσιο. Πρώτη Γυμνασίου, με εντυπωσίασε που σε κάθε μάθημα είχαμε άλλο καθηγητή. Αυτό μου έκανε πολλή εντύπωση. Αυτή η ποικιλία. Λέγαμε Τετάρτη Δημοτικού είχαμε τον κύριο τάδε· Πέμπτη Δημοτικού είχαμε όλη τη χρονιά την κυρία τάδε. Έκτη Δημοτικού.. Γυμνάσιο έβλεπα άλλο φιλόλογο, άλλο μαθηματικό, άλλο φυσικό, γυμναστής, θεολόγος, τι ωραίο πράγμα! Ποικιλία. Βλέπουμε ανθρώπους, γνωρίζουμε χαρακτήρες! Αυτό μου άρεσε. Ανέβαζε έτσι το ηθικό μου και το ενδιαφέρον μου. Πολύ μου άρεσε αυτή η κατάσταση. Και μου άρεσε ότι ο μαθηματικός που είχαμε μας εξήγησε τα πρόσημα, το συν και το πλην, μ' ένα τρόπο πάρα πολύ ελκυστικό. Πάρα πολύ εντυπωσιακό. Μ' άγγιξε πάρα πολύ. Χάρηκα πάρα πολύ. Πάω σπίτι, αλλά το πρόγραμμα της τηλεόρασης άρχιζε. Ήμουνα απογευματινός. Τελείωσε η ώρα, τελείωσε εφτά το σχολείο το απόγευμα και πήγα σπίτι. Πάω, λοιπόν, σπίτι κι απ' τη χαρά που είχα, διότι κάναμε Μαθηματικά τις τελευταίες ώρες λέω: «Θα κάτσω τώρα που 'ναι βραδάκι, να λύσω τις ασκήσεις των μαθηματικών, γιατί τις έχω πολύ νωπές. Φρέσκες στο μυαλό μου απ' το μαθηματικό». Ήμουνα πάρα πολύ χαρούμενος, που τις είχα καταλάβει στο σχολείο. Ενθουσιάστηκα με το μάθημα, αλλά κοίταζα και το ρολόι, γιατί στις οκτώ άρχιζε ένα έργο, το οποίο το παρακολουθούσα. Και λέω: «Γρήγορα τις ασκήσεις, να δούμε το έργο». Οπότε άρχισα να λύνω τις ασκήσεις. Βυθίστηκα μέσα εκεί, ξεχάστηκα… Αγαπούσα αυτό που έκανα, δεν καταλάβαινα τι γινότανε και ξαφνικά γυρίζω πίσω να δω την επαλήθευση του βιβλίου. Λύνω την άσκηση, κοιτάω πίσω… Σωστή η άσκηση!!! Πω πω!!! Είχα άλλες τρεις ασκήσεις. Λοιπόν, τι ώρα είναι; Παρά πέντε. Θα προλάβω· λοιπόν, αρχίζει και το έργο. Και το έργο δε μου 'φευγε απ' το μυαλό. Λοιπόν, να λύσω λίγο ακόμα την άσκηση… Λύνω και την επόμενη άσκηση, κοιτάω την επαλήθευση… Κι αυτή σωστά!!! Πω πω λέω: «Τι ωραία που είναι τα Μαθηματικά!!!». Τ' αγάπησα. Αρχίζει το έργο! Ακούω μέσα στο σαλόνι που ήτανε οι γονείς μου, το μουσικό σήμα. Το σήμα του έργου. Άρχιζε το έργο. Ακόυσα το έργο ότι άρχιζε! Ήταν ένα έργο, θυμάμαι και τον τίτλο… «Ο δρόμος» λεγόταν. Ήταν μια καθημερινή, μια γειτονιά, που 'χε διάφορα σκηνικά… Αθώο έργο. Δηλαδή σε σχέση με τα σημερινά έργα ήτανε πάρα πολύ αθώο. Τίποτα το κακό, τίποτα το πονηρό, τίποτα… Πολύ ανθρώπινο. Καθημερινό. Αρχίζει, λοιπόν, το έργο. Λέω: «Τώρα· τώρα· τώρα θα λύσω κι αυτή την άσκηση κι αμέσως πάω. Αμέσως πάω». Έτοιμος κάθισα στην άκρη της καρέκλας, έτοιμος να φύγω. Αλλά τι έγινε και βυθίστηκα στις ασκήσεις· μαγεύτηκα· κοιτάω λίγο το παρακάτω, την παρακάτω άσκηση, τη λύνω κι αυτή· κοιτάω το επόμενο κεφάλαιο, μπας και το καταλάβω μόνος μου… Το κατάλαβα· και μετά, χωρίς να καταλάβω πώς έγινε αυτό, ακούω το σήμα του έργου. Τι ακούω; Ήταν το έργο που τελείωσε. Τελείωσε το έργο!Είχε πάει η ώρα εννιά παρά, (η ώρα) Που τελείωνε αυτό το έργο. Οπότε, ακούω πάλι το σήμα που τελείωσε το έργο και λέω: «Ωχ, τελείωσε το έργο και δεν είδα τίποτα! Τώρα τι θα γίνει;». Κι αυτομάτως μέσα μου· αυτό ήταν μάλλον ένα θαύμα – βγήκε αυτή η απάντηση. «Δεν πειράζει… Δεν ήταν καλύτερο αυτό που έκανες; Δεν ήταν πολύ ωραία που έλυσες τα Μαθηματικά και χάρηκες μ' αυτό που έκανες;! Το έκανες από αγάπη. Από μεράκι. Δεν θέλω να ξαναδώ το έργο! Θα κάνω ασκήσεις. Θα διαβάζω βιβλία». Αυτό μάλλον ήταν απ' το Θεό. Και από τότε – αλήθεια σας λέω – επειδή ερωτεύτηκα σχεδόν αυτό που έκανα, το διάβασμα αυτό, δεν ξαναείδα τηλεόραση για όλα μου τα χρόνια τα γυμνασιακά, του λυκείου, τα φοιτητικά, τα πανεπιστημιακά όλα, όλα, όλα. Και πάρα πολύ αργά, μετά τα τριάντα τόσα, έβλεπα πάλι επιλεκτικά λίγα πράγματα. Για να 'χω μια μικρή επαφή με τον κόσμο και την πραγματικότητα της ζωής και το σχολείο. Κι αυτό δεν είναι απόλυτο. Και δε χρειάζεται να το κάνει κανείς κι αυτό.

Αλλά λέω ότι από τότε φτάσαμε στο άλλο σημείο· στο σπίτι πλέον, δηλαδή, να μου λένε οι γονείς: «Ε, είπαμε· είπαμε να μη βλέπεις, αλλ' όχι κι έτσι. Έλα ρε παιδάκι μου, κάτσε λίγο στο σαλόνι. Περνάς απ' το σαλόνι και πας στο δωμάτιό σου. Έλα να κάτσεις λίγο μαζί μας». Και τους έλεγα: «Να κάτσω μαζί σας· να κάτσω. Κλείστε την τηλεόραση να καθίσουμε. Να μιλήσουμε, να τα πούμε. Όχι με την τηλεόραση. Δε θέλω να βλέπω τηλεόραση. Μου 'χει γίνει εξάρτηση τόσα χρόνια και τώρα που απαλλάχτηκα, θέλω να ηρεμήσω. Αφήστε με. Θέλω να διαβάζω». Αυτό, αγαπητοί μου, σας λέω αλήθεια, δε μου το δίδαξε κανείς, δε μου είπε κανείς «μη βλέπεις τηλεόραση» με επιχειρήματα, έτσι που να με πείσει. Αλλά μόνο του μου βγήκε απ' την ψυχή μου, επειδή στη θέση αυτής (της τηλεόρασης) βρήκα κάτι ωραιότερο, κάτι ελκυστικότερο· κάτι που σαγήνεψε την ψυχή μου. Κάτι που ομόρφυνε τον εσωτερικό μου κόσμο και το αγάπησα και το ερωτεύτηκα. Αυτό θα πει ο έρωτας κάποιου πράγματος! Η αγάπη κάποιου πράγματος. Με την καρδιά σου. Με όλη τη θερμότητα της ψυχής σου. Αυτό θα είναι που θα σε κάνει ν' αφήσεις κάτι που κάνεις και να το αντικαταστήσεις με κάτι καινούργιο.

Για να κάνει το παιδί αυτό που κάνει σημαίνει – ας πούμε να χαζεύει, με το να μη διαβάζει, με το να μην προσέχει αυτά που εσύ του λες – σημαίνει, ότι ο νους του κάπου αλλού έχει σκαλώσει. Κάτι άλλο έχει αγαπήσει. Κάτι άλλο έχει ερωτευθεί. Η ζωή, αγαπητοί μου… Η λέξη «έρωτας» κατ' αρχάς στην Εκκλησία, να πω, θα πει «σφοδρός πόθος». Δε συνδέεται μόνο με θέματα σαρκικά, αλλά συνδέεται γενικά με τον πόθο, με το μεράκι, μ' αυτό που λέγανε οι άνθρωποι παλιά ότι: «Ο τάδε είναι μερακλής σ' αυτό που κάνει». Το αγαπά πολύ. Λοιπόν, η ζωή χωρίς έρωτα δεν μπορεί να προχωρήσει! Αν αυτό που κάνεις δεν το 'χεις ερωτευθεί, δεν το αγαπάς, δεν προκόβεις. Δεν έχεις απόδοση. Δεν χαίρεσαι αυτό που κάνεις. Γι' αυτό, λοιπόν, αν διαλέξεις κάτι να κάνεις στη ζωή σου, να το κάνεις με μεράκι. Να το αγαπάς. Να το χαίρεσαι.

Εγώ διάλεξα να γίνω κάτι στη ζωή μου, γιατί δεν μπορούσα να διανοηθώ να γίνω κάτι διαφορετικό. Δεν ξέρω αν θα πω αυτά που θέλω. Λυπάμαι, που άλλα ξεκινάω (να πω) κι άλλα λέω, αλλά μου βγαίνουν στην πορεία του λόγου και δεν μπορώ να μην τα πω. Εγώ, όταν διάλεξα να γίνω θεολόγος και πήγα σε σχολείο κλασικό κι έφυγα απ' το Γυμνάσιο το γενικό, με πιάνει ο Μαθηματικός και μου λέει: «Έλα δω, ρε συ. Είσαι καλά; Είδα», λέει, «ότι δήλωσες να πας σε κλασικό. Σε κλασικό Λύκειο. Είσαι καλά;». Λέω «ναι». «Γιατί πας εκεί;». «Γιατί, (λέω…,) δεν ξέρω αν πρέπει να σας το πω αλλά, εγώ Θέλω να γίνω θεολόγος». «Ε δεν πας καλά! Καλά τους βαθμούς σου δεν τους έχεις δει; Έχεις δεκαεννιά στα Μαθηματικά. Έχεις είκοσι στη φυσική, έχεις είκοσι στα άλλα. Τι πας… Δεν κατάλαβα, θεολόγος; Να κάνεις, τι ως Θεολόγος; Τι θες να κάνεις θεολόγος. Κατ' αρχήν, οι θεολόγοι δε θα 'χουνε δουλειά. Δε διορίζονται. Δεύτερον, εσύ μπορεί να σταδιοδρομήσεις σε κάτι άλλο».

Μου 'λεγε διάφορες σχολές που σκεφτόταν αυτός και του λέω: «Μα δε μ' αρέσουν αυτά». «Καλά δε σ' αρέσουν κι έχεις είκοσι;». «Ναι, έχω είκοσι, αλλά τώρα (λέω) έχω αγαπήσει κάτι άλλο και σκέφτομαι να γίνω κάτι προς τα 'κει.

Ξέρω 'γω…, φιλολογία, θεολογία, ε… θέλω ν' ασχοληθώ με ανθρωπιστικές σπουδές, που έχουν να κάνουν όχι, έτσι, με αριθμούς κι αυτά. Μ' αρέσουν (λέω) αυτά, αλλά τώρα θέλω ν' ασχοληθώ με τον άνθρωπο. Ε.. όχι μέσα απ' τα Μαθηματικά. Γιατί όλα τα πράγματα με τον άνθρωπο ασχολούνται, αλλά ήθελα μια πιο προσωπική σχέση με τους ανθρώπους. Και λέω, θα γίνω θεολόγος». Λέει: «Καλά είσαι σοβαρός; Είσαι μικρό παιδί, ρε παιδί μου. Κάτσε και θα το σκεφτείς αργότερα. Πήγαινε σ' ένα Γενικό σχολείο. Μη δεσμεύεσαι εκεί». Γιατί, όταν κανείς πήγαινε στο Κλασικό Λύκειο δε μπορούσε μετά εύκολα να περάσει σε άλλες σχολές. Το βάρος το ρίχνανε τότε στα Λατινικά, Αρχαία, ιστορικά, φιλολογικά μαθήματα. Λέω: «Όχι, όχι, δεν πειράζει· ευχαριστώ πάρα πολύ»…

Και συγκάλεσε το σύλλογο των καθηγητών! για να πει ότι δεν πρέπει να φύγει αυτό το παιδί απ' το σχολείο για να πάει, ας πούμε, σε άλλο. Κι όμως εγώ τόκανα. Ξέρετε γιατί; Και δεν το μετάνιωσα και δοξάζω το Θεό γι αυτό. Παρόλο που 'μουν ανώριμος τότε – γιατί ήμουν μικρό παιδί και πήγα πρώτη Λυκείου – παρόλα αυτά, έλεγα, θέλω να κάνω κάτι το οποίο, όταν πηγαίνω να το εργαστώ, θα ξυπνάω το πρωί και θα χαίρομαι που το κάνω. Δε θα λέω: «Ωχ, τώρα πάλι για δουλειά, ωχ, τώρα πάλι αγγαρεία, ωχ, τώρα θα…» και το κίνητρό μου θα 'ναι μόνο ο μισθός. Όχι αυτό!

Να μην κάνεις ποτέ κάτι στη ζωή σου, που θα σε κρατά όρθιο μόνο για το μισθό. Γιατί κάπου θα σε τσακίσει αυτό ψυχικά. Θα σε κουράσει αυτό. Θες να γίνεις κάτι; Κάν' το. Το πιο παράξενο πράγμα, αν το αγαπήσεις εσύ, θα το πετύχεις. Εσύ θα καρποφορήσεις σ' αυτό τον τομέα που διαλέγεις. Ενώ κάποιος άλλος, αν έκανε αυτό που κάνεις εσύ, δε θα πετύχαινε, αν δεν το αγαπούσε.

Εγώ, λοιπόν, τράβηξα μπροστά με πολλή ελπίδα. Με πολλή πίστη, με πολύ μεράκι γι αυτό που διάλεξα να κάνω. Και πέρασα! Και το άλλο θαυμαστό, είναι ότι διορίστηκα θεολόγος, – που κι αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Και τώρα που ξυπνώ και πάω στο σχολείο και τώρα που ξυπνώ και κάνω το μάθημα στο σχολείο, λέω στα παιδιά: «Παιδιά, να διαλέξετε κάτι στη ζωή σας, που, όταν θα 'ρθει η ώρα να το εργαστείτε και θα διοριστείτε και θα πάτε σε κάποιο γραφείο, σε κάποιο εργοστάσιο, σε κάποια εταιρεία, σε οτιδήποτε κάνεις, να ξυπνάς το πρωί και να χαίρεσαι, που είσαι αυτό που είσαι! Να χαίρεσαι, που είσαι Μαθηματικός· να χαίρεσαι, που είσαι σ' ένα γραφείο· να χαίρεσαι, που δουλεύεις σ' ένα ταξί· να χαίρεσαι, που δουλεύεις στην οικοδομή». Υπάρχουν άνθρωποι που χαίρονται μ' αυτά. Ξέρω παιδιά που δουλεύουν στο σιδεράδικο του πατέρα τους κι είναι πανευτυχή. Γιατί αυτό είναι το μεράκι τους. Τα χέρια τους πιάνουνε. Αυτή είναι η αγάπη της δουλειάς τους. Αυτό τους ικανοποιεί, τους γεμίζει. Θέλουν να πάρουν αυτό εκεί το υλικό το ακατέργαστο και να του δώσουν σχήμα. Να το δούνε σ' ένα σπίτι να πιάνει τόπο. Ξέρω έναν υδραυλικό που έρχεται σπίτι και τον θεωρώ σαν Καθηγητή Πανεπιστημίου, λόγω της χρησιμότητάς του για τη ζωή μου. Τον έχω τόσο ψηλά, που ούτε Καθηγητής Πανεπιστημίου να είναι. Και περιζήτητος! (Διότι) Αυτό που κάνει, το αγαπάει. Το αγαπάει και το κάνει με όρεξη και μεράκι. Δεν αγχώνεται. Εγώ τον βλέπω κι αρρωσταίνω. Δηλαδή, λέω: «αν εγώ έκανα αυτό που κάνει τώρα αυτός, δε Θα το άντεχα αυτό το πράμα. Δεν μπορώ· δε μου ταιριάζει· δε μου βγαίνει».

Ο κάθε άνθρωπος, λοιπόν, να βρούμε τι του βγαίνει. Τι αγαπάει να κάνει. Και μετά έγινα ιερέας, και διάλεξα την ιεροσύνη, που εξ' αρχής την ήθελα. Αυτή είναι άλλη ιστορία, θα πούμε κάποια άλλη φορά για την αγία ιεροσύνη. Σας πειράζει που σας λέω προσωπικά πράγματα; Συγχωρέστε με, δεν ξέρω αν επιτρέπεται κι αυτό. Αν ανήκει στη δεοντολογία ε… των εκπομπών, να λέει κανείς και κάτι δικό του. Αλλά όλα δικά μας είναι, τελικά. Ακόμα κι ο τρόπος που επιλέγουμε κάποια άλλα θέματα και γενικά να μιλά κανείς, τον εαυτό του καθρεφτίζει. Τώρα, λοιπόν, εγώ μιλώ χωρίς καν να καθρεφτίζομαι. Λέω ξεκάθαρα. Όταν, λοιπόν, διάλεξα και το να

γίνω ιερέας, κι αυτό θα 'ταν σίγουρα κάτι το οποίο, όταν θα το 'κανα, θα με γέμιζε χαρά. Όταν θα το 'κανα, θα γέμιζε την ψυχή μου ευτυχία. Κι έρχονται στιγμές, που περνά ο καιρός και ξαναθυμάσαι τα παλιά και λες: «Τι ωραία, που έκανα αυτή την επιλογή!»… και χαίρεσαι! Δοξάζεις το Θεό! Είναι ωραίο αυτό που λέει… να μη μετανιώνεις. Δε μετανιώνω που αγάπησα Εσένα μόνο, Χριστέ μου! Δε μετανιώνω που αγάπησα εσένα μόνο, αγαπημένη μου θεολογία. Δε μετανιώνω που αγάπησα εσένα μόνο, αγαπητό μου σχολείο! Δε μετανιώνω για όλα αυτά. Είναι ωραία να διαλέγεις κάτι για τη ζωή σου και να μην το μετανιώνεις. Είναι ωραία να γίνεις μοναχός και να μην το μετανιώσεις. Και να πεις: «Χριστέμου», αυτό που λένε πολλοί…: «Κι αν ξαναγεννιόμουνα, πάλι αυτό θα 'κανα». Πάλι θα παντρευόμουν. Πάλι θα 'κανα τα παιδιά μου. Πάλι θα 'κανα το επάγγελμά μου. Δεν το κάνω, επειδή είναι ανάγκη να το κάνω· επειδή δεν έχω τι άλλο να κάνω. Δεν πήγα εκεί, επειδή με «έριξε» το μηχανογραφικό και το κομπιούτερ του κράτους, του Υπουργείου Παιδείας. Επειδή δεν είχα πού αλλού να πάω…


    Ваша оценка произведения:

Популярные книги за неделю