Текст книги "Новогреческие народные сказки и легенды"
Автор книги: Н. Самохвалова
Жанр:
Иностранные языки
сообщить о нарушении
Текущая страница: 9 (всего у книги 13 страниц)
Η βασίλισσα μυλωνού. (царица-/жена/ мельника)
Ζούσε, μια φορά και έναν καίρο (жил, один раз и в одно время = жил да был однажды), σ' ένα μακρινό βασίλειο (в далёком царстве) ένας βασιλιάς με τη βασίλισσα (царь с царицей). Περνούσαν ζωή χαρισάμενη (вели /они/ жизнь прекрасную), όπως όλοι οι βασιλιάδες (как все цари). Μια μέρα (в один день = однажды) είχαν επισκέψεις (имели визиты = у них были гости). Ήρθε ο βασιλιάς απ' το γειτονικό βασίλειο (пришёл царь из соседнего царства) με την ακολουθία του (с свитой своей), που είχαν βγει για κυνήγι (которые отправились на охоту). Η βασίλισσα καλοδέχτηκε (царица принимала; καλοδέχομαι – гостеприимно принимать, встречать с радостью) και περιποιήθηκε τους ξένους (и заботилась о гостях; περιποιούμαι – ухаживать, окружать вниманием; гостеприимно принимать).
Ζούσε, μια φορά και έναν καίρο σ' ένα μακρινό βασίλειο ένας βασιλιάς με τη βασίλισσα. Περνούσαν ζωή χαρισάμενη, όπως όλοι οι βασιλιάδες. Μια μέρα είχαν επισκέψεις. Ήρθε ο βασιλιάς απ' το γειτονικό βασίλειο με την ακολουθία του, που είχαν βγει για κυνήγι. Η βασίλισσα καλοδέχτηκε και περιποιήθηκε τους ξένους.
Έκανε όμως πολλή ζέστη και (было, однако, очень жарко, и), καθώς τους περιποιόταν (когда за ними ухаживала), έσταξε μια σταγόνα ιδρώτας απ' το μέτωπο της (капнула капля пота со лба её; στάζω) στο κρασί του γείτονα βασιλιά (в вино соседа царя). Ο άντρας της ντροπιάστηκε πολύ (муж её стыдил очень; η ντροπή – стыд) κι έτσι, όπως ήταν και λίγο πιωμένος (и вот, так как был и немного пьян; πίνω), την έδιωξε τη δόλια κακώς απ' το παλάτι (её прогнал бедняжку плохо из дворца), μπροστά στους ξένους (перед гостями). Άδικα οι ξένοι τον παρακαλούσαν (напрасно гости его просили) να τη συγχωρέσει (её простить). Τίποτα ο βασιλιάς, αγύριστο κεφάλι (ничего царь = царь ни в какую, упрямая голова).
Έκανε όμως πολλή ζέστη και, καθώς τους περιποιόταν, έσταξε μια σταγόνα ιδρώτας απ' το μέτωπο της στο κρασί του γείτονα βασιλιά. Ο άντρας της ντροπιάστηκε πολύ κι έτσι, όπως ήταν και λίγο πιωμένος, την έδιωξε τη δόλια κακώς απ' το παλάτι, μπροστά στους ξένους. Άδικα οι ξένοι τον παρακαλούσαν να τη συγχωρέσει. Τίποτα ο βασιλιάς, αγύριστο κεφάλι.
Έφυγε η καημένη η βασίλισσα καταντροπιασμένη (ушла несчастная царица посрамлённая; η ντροπή), με το κεφάλι σκυμμένο (с головой склонённой) και τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι (и слёзы текут рекой). Περπάτησε, περπάτησε, μερόνυχτα ατελείωτα (шла, шла, дни и ночи бесконечные; το μερόνυχτο: η μέρα – день + η νύχτα – ночь). Τα ρούχα της πάλιωσαν και κουρελιάστηκαν (одежды её износились и превратились в лохмотья; παλιώνω – изнашиваться, ср. παλιός – старый; κουρελιάζω – рвать в клочки, превращать в лохмотья), τα μαλλιά της μπλέχτηκαν (волосы её спутались; μπλέκω) και τα γοβάκια της έλιωσαν (и туфельки её износились). Με ζητιάνα έμοιαζε παρά με βασίλισσα (на нищенку похожа была /больше/, чем на царицу). Ένα σούρουπο, τα μονοπάτια την έβγαλαν σ' ένα νερόμυλο (в сумерках тропинки её привели к водяной мельнице; ο νερόμυλος: το νερό – вода + ο μύλος – мельница). Έσκυψε στο ρυάκι να πλυθεί (нагнулась /она/ к ручью, чтобы помыться; σκύβω; πλύνω) και τότε την είδε ο μυλωνάς (и тогда её увидел мельник).
Έφυγε η καημένη η βασίλισσα καταντροπιασμένη, με το κεφάλι σκυμμένο και τα δάκρυα να τρέχουν ποτάμι. Περπάτησε, περπάτησε, μερόνυχτα ατελείωτα. Τα ρούχα της πάλιωσαν και κουρελιάστηκαν, τα μαλλιά της μπλέχτηκαν και τα γοβάκια της έλιωσαν. Με ζητιάνα έμοιαζε παρά με βασίλισσα. Ένα σούρουπο, τα μονοπάτια την έβγαλαν σ' ένα νερόμυλο. Έσκυψε στο ρυάκι να πλυθεί και τότε την είδε ο μυλωνάς.
Τι γυρεύεις, κυρά μου (что ищешь, госпожа моя = зачем ты пришла), τέτοια ώρα στα μέρη μας; (в такое время в нашу местность?) τη ρώτησε αφού κατάλαβε πως ήταν ξένη (её спросил, когда понял, что /она/ была чужестранка).
Έχασα το δρόμο μου (потеряла дорогу мою), του αποκρίθηκε εκείνη (ему ответила та).
Κάτσε (садись) να περάσεις εδώ τη νύχτα (проведи здесь ночь), είπε ο μυλωνάς (сказал мельник), που πρόσεξε την ομορφάδα της (который заметил красоту её) και την αρχοντιά της (и благородный вид её; η αρχοντιά – благородство, знатность; ср. ο άρχοντας).
Κι η βασίλισσα έμεινε (и царица осталась) για να περάσει τη νύχτα στο μύλο (провести ночь на мельнице).
– Τι γυρεύεις, κυρά μου, τέτοια ώρα στα μέρη μας; τη ρώτησε αφού κατάλαβε πως ήταν ξένη.
– Έχασα το δρόμο μου, του αποκρίθηκε εκείνη.
– Κάτσε να περάσεις εδώ τη νύχτα, είπε ο μυλωνάς, που πρόσεξε την ομορφάδα της και την αρχοντιά της.
Κι η βασίλισσα έμεινε για να περάσει τη νύχτα στο μύλο.
– Και για πού με το καλό; (и куда /ты идёшь/ в добрый час? με το καλό – счастливого пути; всего вам хорошего) τη ρώτησε ξανά ο μυλωνάς (её спросил снова мельник), που τον έτρωγε η περιέργεια (которого съедало любопытство).
Η άμοιρη η βασίλισσα άρχισε να κλαίει (несчастная /ср. η μοίρα – судьба/ царица начала плакать).
– Δεν έχω πού να πάω (не имею, куда пойти = мне некуда пойти). Μ' έδιωξε ο άντρας μου απ' το σπίτι (меня выгнал муж мой из дома) κι έχω κι ένα παιδί στην κοιλιά μου (и имею и ребёнка в животе моём). Καλύτερα να πέσω στο ποτάμι να πνιγώ (лучше броситься в реку и утонуть; πέφτω – падать, упасть; πνίγω – душить, отсюда – тонуть).
– Άκου να πνιγείς (ещё чего – топиться)! Κι αν σ' έδιωξε ο άντρας σου ο άμυαλος (и раз тебя прогнал муж твой глупый; άμυαλος – досл.: безмозглый; το μυαλό – мозг; разум), εγώ σε θέλω για γυναίκα μου (я хочу, чтоб ты была моей женой: "я тебя хочу для жены") και κυρά μου στο μύλο (и госпожой моей на мельнице). Άρχοντας δεν είμαι (я не правитель), μα δε θα δυστυχήσεις μαζί μου (но /ты/ не будешь несчастной со мной), της είπε ο μυλωνάς (ей сказал мельник).
– Και για πού με το καλό; τη ρώτησε ξανά ο μυλωνάς, που τον έτρωγε η περιέργεια.
Η άμοιρη η βασίλισσα άρχισε να κλαίει.
Δεν έχω πού να πάω. Μ' έδιωξε ο άντρας μου απ' το σπίτι κι έχω κι ένα παιδί στην κοιλιά μου. Καλύτερα να πέσω στο ποτάμι να πνιγώ.
Άκου να πνιγείς! Κι αν σ' έδιωξε ο άντρας σου ο άμυαλος, εγώ σε θέλω για γυναίκα μου και κυρά μου στο μύλο. Άρχοντας δεν είμαι, μα δε θα δυστυχήσεις μαζί μου, της είπε ο μυλωνάς.
Η άμοιρη δέχτηκε να γίνει γυναίκα του (несчастная согласилась стать женой его; δέχομαι) κι έτσι από βασίλισσα έγινε μυλωνού (и так из царицы стала мельничихой: "/женой/ мельника"). Τα χρόνια πέρασαν (годы шли) κι η βασίλισσα, εκτός απ' το βασιλόπουλο που γέννησε (и царица, кроме царевича, который родился), έκανε κι άλλα δυο παιδιά με το μυλωνά (родила: "сделала" и других двух детей с мельником). Ήταν όμως άτυχη (была, однако, несчастна; ср. η τύχη – судьба) γιατί ο μυλωνάς πέθανε (потому что мельник умер) και την άφησε να τα μεγαλώσει μοναχή της (и её оставил их растить одной). Τα 'βαλε τα παιδιά στη δουλειά (бросила детей в работу = дети тоже стали работать). Κουβαλούσαν τα σακιά με το αλεύρι (таскали мешки с мукой), φόρτωναν, ξεφόρτωναν τ' αλέσματα (погружали, разгружали помолотое) και το βράδυ έπαιζαν (и вечером = по вечерам играли), όπως κάνουν όλα τα παιδιά (как делают все дети).
Η άμοιρη δέχτηκε να γίνει γυναίκα του κι έτσι από βασίλισσα έγινε μυλωνού.
Τα χρόνια πέρασαν κι η βασίλισσα, εκτός απ' το βασιλόπουλο που γέννησε, έκανε κι άλλα δυο παιδιά με το μυλωνά. Ήταν όμως άτυχη γιατί ο μυλωνάς πέθανε και την άφησε να τα μεγαλώσει μοναχή της. Τα 'βαλε τα παιδιά στη δουλειά. Κουβαλούσαν τα σακιά με το αλεύρι, φόρτωναν, ξεφόρτωναν τ' αλέσματα και το βράδυ έπαιζαν, όπως κάνουν όλα τα παιδιά.
Τα δύο, τα μικρότερα (два, младшие), τα 'βρισκαν μια χαρά (это находили прекрасно = прекрасно проводили время) στο παιχνίδι (в игре). Τσαλαβουτούσαν στα λασπόνερα (шлёпали по грязной воде; τσαλαβουτώ – шлёпать, ходить по грязи; το λασπονέρι – мутная, грязная вода; η λάσπη – грязь, месиво), έπαιζαν στο χώμα (играли на земле), αλευρώνονταν με το αλεύρι (пачкались мукой). Το μεγάλο όμως ήταν αλλιώτικο (старший, однако, был другой). Ήταν αρχηγός (/он/ был главный /лидер/; ο αρχηγός – вождь, лидер, глава). Του άρεσε να κάνει το βασιλιά (ему нравилось изображать царя: "делать царя"), να πηγαίνει με τ' άλογο του να πολεμάει (ехать на коне своём воевать), να φοράει στο κεφάλι του τη σκούφια του μυλωνά (носить на голове своей шапку мельника) και να λέει τάχα πως είναι κορώνα (и говорить якобы, что /это/ корона = и говорить, что это якобы корона). Η αλήθεια είναι πως ήταν πολύ όμορφο (правда, что он был очень красивый = он, на самом деле, был очень красивый). Σωστό πριγκιπόπουλο (настоящий молодой принц; ο πρίγκιπας – принц).
Τα δύο, τα μικρότερα, τα 'βρισκαν μια χαρά στο παιχνίδι. Τσαλαβουτούσαν στα λασπόνερα, έπαιζαν στο χώμα, αλευρώνονταν με το αλεύρι. Το μεγάλο όμως ήταν αλλιώτικο. Ήταν αρχηγός. Του άρεσε να κάνει το βασιλιά, να πηγαίνει με τ' άλογο του να πολεμάει, να φοράει στο κεφάλι του τη σκούφια του μυλωνά και να λέει τάχα πως είναι κορώνα. Η αλήθεια είναι πως ήταν πολύ όμορφο. Σωστό πριγκιπόπουλο.
Η δόλια η μάνα το 'βλεπε (бедная мать это видела) και σπάραζε η ψυχή της
(и разрывалась душа её). Όμως ποτέ δεν του είπε κουβέντα για τον πατέρα του (однако никогда ему не сказала ни слова об отце его; η κουβέντα – разговор, беседа). Δεν ήθελε να το βάλει να μαλώσει (не хотела его бросать ссориться = не хотела его подталкивать к ссорам) με τ' αδέρφια του (с братьями его).
Έτσι περνούσε ο καιρός (так проходило время), ώσπου μια μέρα (до тех пор, пока однажды) πέρασε απ' το μύλο ο βασιλιάς του γειτονικού βασιλείου (проходил мимо мельницы царь соседнего царства), εκείνος που 'χε πάει επίσκεψη (тот, который приходил в гости) κι έπεσε μια σταγόνα απ' τον ιδρώτα της βασίλισσας στο κρασί του (и упала капля пота царицы в вино его). Είχε βγει για κυνήγι (/он/ пошёл на охоту) και τον έπιασε η νύχτα (и его застигла ночь; πιάνω – брать, поймать).
Η δόλια η μάνα το 'βλεπε και σπάραζε η ψυχή της. Όμως ποτέ δεν του 'πε κουβέντα για τον πατέρα του. Δεν ήθελε να το βάλει να μαλώσει με τ' αδέρφια του.
Έτσι περνούσε ο καιρός, ώσπου μια μέρα πέρασε απ' το μύλο ο βασιλιάς του γειτονικού βασιλείου, εκείνος που 'χε πάει επίσκεψη κι έπεσε μια σταγόνα απ' τον ιδρώτα της βασίλισσας στο κρασί του. Είχε βγει για κυνήγι και τον έπιασε η νύχτα.
Άκουσε τις φωνές των παιδιών και πλησίασε (/он/ услышал голоса детей и приблизился). Είδε τότε τα τρία παιδιά (увидел тогда трёх детей) και το μάτι του καρφώθηκε στο μεγάλο (и глаз его = взгляд его впился в большого = старшего; καρφώνω – вонзать; пристально смотреть, впиваться взглядом). Τι ήταν αυτό που έβλεπε (что же он увидел: "что было то, что увидел")! Ίδιος ο βασιλιάς, ο πατέρας του (вылитый царь, отец его)! Ίδιος κι απαράλλαχτος (вылитый и точно такой же). Και πάνω στη σαστιμάρα του (и во время его смятения; πάνω – сверху; во время чего-л.), να σου κι η μυλωνού (вот тебе и мельничиха). Πού να τη γνωρίσει (если бы /он/ её узнал)!
– Κυρά μου, της λέει (госпожа моя, – ей говорит), είναι δικά σου τούτα τα παλικάρια; (твои эти ребята?)
– Δικά μου είναι, άρχοντα μου (мои, господин мой), αποκρίθηκε η μυλωνού, δίχως να τον γνωρίσει κι αυτή (ответила мельничиха, без /того/, чтобы его узнать и она = тоже не узнав его).
Άκουσε τις φωνές των παιδιών και πλησίασε. Είδε τότε τα τρία παιδιά και το μάτι του καρφώθηκε στο μεγάλο. Τι ήταν αυτό που έβλεπε! Ίδιος ο βασιλιάς, ο πατέρας του! Ίδιος κι απαράλλαχτος. Και πάνω στη σαστιμάρα του, να σου κι η μυλωνού. Πού να τη γνωρίσει!
– Κυρά μου, της λέει, είναι δικά σου τούτα τα παλικάρια;
– Δικά μου είναι, άρχοντα μου, αποκρίθηκε η μυλωνού, δίχως να τον γνωρίσει κι αυτή.
– Και ποιος είν' ο πατέρας τους, ο άντρας σου; (А кто отец их, муж твой?) Η μυλωνού κοκκίνισε (мельничиха покраснела).
Ο άντρας μου πέθανε, άρχοντα μου, μόνη μου (муж мой умер, господин мой, одна /я/).
Τούτο όμως, το μεγάλο (этот, однако, старший), κυρά μου, μοιάζει από άλλη γενιά (госпожа моя, похож /на ребёнка/ из другого рода). Μοιάζει από γενιά βασιλική (похож /на ребёнка/ из рода царского).
Τότε η μυλωνού δάκρυσε (тогда мельничиха заплакала).
– Θα σου πω, άρχοντα μου (я тебе расскажу, господин мой), τη μοίρα μου την κακιά (судьбу свою злую), μα θα μου δώσεις όρκο (но /ты/ мне дашь клятву) πως δε θα πεις ποτέ και πουθενά (что не расскажешь никогда и нигде) όσα θ' ακούσεις (что бы ты ни услышал: «сколько услышишь»).
Και ποιος είν' ο πατέρας τους, ο άντρας σου; Η μυλωνού κοκκίνισε.
Ο άντρας μου πέθανε, άρχοντα μου, μόνη μου.
– Τούτο όμως, το μεγάλο, κυρά μου, μοιάζει από άλλη γενιά. Μοιάζει από γενιά βασιλική.
Τότε η μυλωνού δάκρυσε.
– Θα σου πω, άρχοντα μου, τη μοίρα μου την κακιά, μα θα μου δώσεις όρκο πως δε θα πεις ποτέ και πουθενά όσα θ' ακούσεις.
Κι ο βασιλιάς της έδωσε όρκο (и царь ей дал клятву) κι η βασίλισσα του είπε για την κακή της μοίρα (и царица ему рассказала о злой своей судьбе). Κι έτσι (и вот) όπως μιλούσε (пока говорила) δεν κατάλαβε πως το παιδί της το μεγάλο (не поняла, что сын её старший; το παιδί – ребёнок; мальчик; подросток; юноша; сын, дочь) είχε κρυφτεί και, αφού τ' άκουσε όλα (спрятался и, когда услышал всё), έμαθε ποιος είναι ο πατέρας του (узнал, кто отец его). Μόλις τέλειωσε την ιστορία της (как только /она/ закончила историю её), ο βασιλιάς της είπε ποιος ήταν (царь ей сказал, кто /он/ был) και βάλθηκε να τη βοηθήσει (и бросился / устремился ей помочь).
Κι ο βασιλιάς της έδωσε όρκο κι η βασίλισσα του είπε για την κακή της μοίρα. Κι έτσι όπως μιλούσε δεν κατάλαβε πως το παιδί της το μεγάλο είχε κρυφτεί και, αφού τ' άκουσε όλα, έμαθε ποιος είναι ο πατέρας του. Μόλις τέλειωσε την ιστορία της, ο βασιλιάς της είπε ποιος ήταν και βάλθηκε να τη βοηθήσει.
Θέλω μόνο να μου δώσεις δέκα φλουριά (хочу только, чтобы /ты/ мне дал десять золотых монет), πετάχτηκε το παιδί (выбежал мальчик; πετιέμαι – бросаться; выскакивать; вмешиваться), που τα 'χε μάθει όλα (который узнал всё).
Τι τα θες τα φλουριά, παιδί μου; (зачем /ты/ хочешь монеты, дитя моё?) Άσ' το να πάει στην ευχή (пусть всё идёт своим чередом; η ευχή – желание; благословение) και κάτσε να ζήσεις εδώ (и сядь жить здесь = и оставайся жить здесь) με τ' αδέρφια σου (с братьями твоими), παρακάλεσε η μάνα του (попросила мама его).
– Θα σε βοηθήσω (/я/ тебе помогу), θα σου δώσω ό, τι μου ζητήσεις (/я/ тебе дам то, что у меня попросишь), πετάχτηκε ο βασιλιάς και του 'δωσε τα δέκα φλουριά (вмешался царь и ему дал десять монет).
Θέλω μόνο να μου δώσεις δέκα φλουριά, πετάχτηκε το παιδί, που τα 'χε μάθει όλα.
Τι τα θες τα φλουριά, παιδί μου; Άσ' το να πάει στην ευχή και κάτσε να ζήσεις εδώ με τ' αδέρφια σου, παρακάλεσε η μάνα του.
Θα σε βοηθήσω, θα σου δώσω ό, τι μου ζητήσεις, πετάχτηκε ο βασιλιάς και του 'δωσε τα δέκα φλουριά.
Το παιδί τα πήρε και τους αποχαιρέτησε (мальчик их /монеты/ взял и с ними /царем и матерью/ простился):
– Υπόσχομαι στο λόγο μου και στην τιμή μου (обещаю словом своим и честью своей), πως θα φέρω εδώ το βασιλιά πατέρα μου (что притащу сюда царя, отца моего; φέρω – нести) να πέσει γονατιστός στα πόδια σου (чтобы упал, коленопреклонённый, к ногам твоим), είπε στη μάνα του κι έφυγε (сказал матери своей и ушёл).
Το παιδί τα πήρε και τους αποχαιρέτησε:
– Υπόσχομαι στο λόγο μου και στην τιμή μου, πως θα φέρω εδώ το βασιλιά πατέρα μου να πέσει γονατιστός στα πόδια σου, είπε στη μάνα του κι έφυγε.
Την άλλη μέρα (на следующий день) έφτασε στην πολιτεία (прибыл в город) και πήγε κατευθείαν στο χαλκουργείο (и пошёл прямо в мастерскую медника; ср. ο χαλκός – медь). Παράγγειλε σ' ένα μπακιρτζή (заказал у медника) να του φτιάσει ένα τσουβάλι κριθάρι χάλκινο (чтобы /он/ ему сделал мешок ячменя медный), τριπλό στο μέγεθος απ' το κανονικό (тройной по величине от /по сравнению с/ обычного; ο κανόνας – правило, закон). Ο μπακιρτζής του το 'φτιαξε (медник ему его сделал), τον πλήρωσε με τα φλουριά (ему /меднику/ заплатил золотыми монетами) και τράβηξε για το χάνι (и притащил на постоялый двор; τραβώ) με το κριθάρι στο δισάκι του (с ячменём в котомке своей). Ξεπέζεψε απ' το γαϊδούρι του (спешился с осла своего; πεζός – пеший) κι άφησε χάμω το δισάκι (и поставил на землю котомку) για να φαίνεται από μέσα το κριθάρι (чтобы был виден изнутри ячмень).
Την άλλη μέρα έφτασε στην πολιτεία και πήγε κατευθείαν στο χαλκουργείο. Παράγγειλε σ' ένα μπακιρτζή να του φτιάσει ένα τσουβάλι κριθάρι χάλκινο, τριπλό στο μέγεθος απ' το κανονικό. Ο μπακιρτζής του το 'φτιαξε, τον πλήρωσε με τα φλουριά και τράβηξε για το χάνι με το κριθάρι στο δισάκι του. Ξεπέζεψε απ' το γαϊδούρι του κι άφησε χάμω το δισάκι για να φαίνεται από μέσα το κριθάρι.
Θέλω δυο οκάδες κριθάρι (хочу две оки1 зерна) για το γάιδαρο μου (для осла моего), παράγγειλε στο χαντζή (заказал у хозяина; ο χαν(ι)τζής – содержатель постоялого двора).
Μα εσύ έχεις ένα σωρό κριθάρι στο δισάκι (но ты имеешь кучу ячменя в котомке; ο σωρός – куча, груда; масса, множество), αποκρίθηκε εκείνος (ответил тот).
Α! Αυτό δεν είναι για το γαϊδούρι (это не для осла). Δεν το βλέπεις (/разве/ не видишь) πόσο χοντρό είναι (какой толстый)! Το 'χω για σπορά (его /мешок с ячменём/ имею для посева). Σαν το σπείρεις (когда его посеешь), παίρνεις τριπλή σοδειά απ' το κανονικό (получишь тройной урожай от /по сравнению с/ обычного)!
– Θέλω δυο οκάδες κριθάρι για το γάιδαρο μου, παράγγειλε στο χαντζή.
Μα εσύ έχεις ένα σωρό κριθάρι στο δισάκι, αποκρίθηκε εκείνος.
Α! Αυτό δεν είναι για το γαϊδούρι. Δεν το βλέπεις πόσο χοντρό είναι! Το 'χω για σπορά. Σαν το σπείρεις, παίρνεις τριπλή σοδειά απ' το κανονικό!
1 Η οκά – ока, мера веса (1280 г.)
Πες, πες (мало-помалу), η φήμη για το κριθάρι έφτασε και στο παλάτι (молва о ячмене дошла и до дворца), στ' αυτί του βασιλιά (до ушей царя). Στέλνει αμέσως τη φρουρά του (посылает тотчас стражу свою) και του φέρνουν το παιδί μπροστά του (и ему приводят мальчика перед ним = непосредственно ему, ему на глаза). Ο βασιλιάς έμεινε με το στόμα ανοιχτό (царь остался с ртом открытым = царь открыл рот /от удивления/) μόλις αντίκρισε το παιδί (едва увидел его; αντικρίζω – находиться напротив; видеть, замечать; сталкиваться лицом к лицу). Σαν να 'βλεπε τον εαυτό του (как будто увидел самого себя) στα νιάτα του (в юности своей)! Αλλά ο νους του δεν πήγε τόσο μακριά (но ум его не пошёл так далеко).
Πόσα θες για το κριθάρι σου; (сколько /ты/ хочешь за ячмень свой?) τον ρώτησε (его спросил /царь/).
Βασιλιά μου (царь мой), είπε το παιδί κοιτάζοντας τον κατάματα (сказал юноша, смотрящий ему прямо в глаза; ср. το μάτι – глаз), το κριθάρι αυτό δεν είναι σαν τ' άλλα (ячмень этот не /такой/, как остальные). Δεν μπορεί να το σπείρει όποιος κι όποιος (не может его сеять кто попало; όποιος – всякий, каждый).
Πες, πες, η φήμη για το κριθάρι έφτασε και στο παλάτι, στ' αυτί του βασιλιά. Στέλνει αμέσως τη φρουρά του και του φέρνουν το παιδί μπροστά του. Ο βασιλιάς έμεινε με το στόμα ανοιχτό μόλις αντίκρισε το παιδί. Σαν να 'βλεπε τον εαυτό του στα νιάτα του! Αλλά ο νους του δεν πήγε τόσο μακριά.
– Πόσα θες για το κριθάρι σου; τον ρώτησε.
Βασιλιά μου, είπε το παιδί κοιτάζοντας τον κατάματα, το κριθάρι αυτό δεν είναι σαν τ' άλλα. Δεν μπορεί να το σπείρει όποιος κι όποιος.
Πώς δεν μπορεί; (Как не может) Δηλαδή τι τρόπο χρειάζεται; (И в каком же способе он нуждается?; δηλαδή – то есть, а именно; значит; τι δηλαδή; – что же?)
Πρέπει να το σπείρουν άνθρωποι (нужно, чтобы его сеяли люди) που δε χύνουν στάλα ιδρώτα (которые не льют капли пота = которые не проливает ни капли пота). Αλλιώς κλουβιάζει και δε φυτρώνει (иначе портится и не прорастает; φυτρώνω – прорастать, давать ростки).
Αυτό δε γίνεται (этого не бывает)! Δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι (не существуют такие люди)! Ακόμα και εγώ (даже и я; άκομα – ещё; άκομα και – даже), που είμαι βασιλιάς (который царь = а я ведь царь), δεν μπορώ να το καταφέρω (не могу этого добиться; καταφέρνω – добиваться, справляться)!
Βλέπεις, βασιλιά μου (видишь, царь мой), πως κι εσύ ακόμα που 'σαι βασιλιάς (что даже ты, который царь) δεν μπορείς να τα καταφέρεις; (не можешь с этим справиться?) Τη δόλια τη μάνα μου όμως, τη βασίλισσα (бедную маму мою, однако, царицу), για μια στάλα ιδρώτα την έδιωξες απ' το παλάτι (за одну каплю пота её прогнал из дворца)!
– Πώς δεν μπορεί; Δηλαδή τι τρόπο χρειάζεται;
Πρέπει να το σπείρουν άνθρωποι που δε χύνουν στάλα ιδρώτα. Αλλιώς κλουβιάζει και δε φυτρώνει.
Αυτό δε γίνεται! Δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι! Ακόμα κι εγώ, που είμαι βασιλιάς, δεν μπορώ να το καταφέρω!
Βλέπεις, βασιλιά μου, πως κι εσύ ακόμα που 'σαι βασιλιάς δεν μπορείς να τα καταφέρεις; Τη δόλια τη μάνα μου όμως, τη βασίλισσα, για μια στάλα ιδρώτα την έδιωξες απ' το παλάτι!
Αυτά είπε το παιδί (это сказал юноша) κι ο βασιλιάς δάκρυσε κι έσκυψε (и царь заплакал и склонил /голову/; σκύβω – гнуть, сгибать; σκύβω το κεφάλι – склонять голову; потупиться, понуриться) και τ' αγκάλιασε (и его обнял). Και πήραν κι οι δυο το δρόμο (и отправились оба в дорогу) για το μύλο (к мельнице). Σαν αντάμωσε τη μυλωνού (когда /царь/ увидел мельничиху; η αντάμωση – встреча, свидание), έπεσε γονατιστός στα πόδια της (упал коленопреклонённый к ногам её) και της ζήτησε να τον συγχωρέσει (и её попросил, чтобы его простила). Κι η μυλωνού τον συγχώρεσε (и мельничиха его простила). Κι όλοι μαζί (и все вместе), με τα παιδιά του μυλωνά (с детьми мельника), γύρισαν στο παλάτι (вернулись во дворец).
Κι έτσι η μυλωνού ξανάγινε βασίλισσα (и так мельничиха снова стала царицей) κι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα (и жили они хорошо и мы /ещё/ лучше).
Αυτά είπε το παιδί κι ο βασιλιάς δάκρυσε κι έσκυψε και τ' αγκάλιασε. Και πήραν κι οι δυο το δρόμο για το μύλο. Σαν αντάμωσε τη μυλωνού, έπεσε γονατιστός στα πόδια της και της ζήτησε να τον συγχωρέσει. Κι η μυλωνού τον συγχώρεσε. Κι όλοι μαζί, με τα παιδιά του μυλωνά, γύρισαν στο παλάτι.
Κι έτσι η μυλωνού ξανάγινε βασίλισσα κι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.