355 500 произведений, 25 200 авторов.

Электронная библиотека книг » Н. Самохвалова » Новогреческие народные сказки и легенды » Текст книги (страница 4)
Новогреческие народные сказки и легенды
  • Текст добавлен: 4 октября 2016, 23:47

Текст книги "Новогреческие народные сказки и легенды"


Автор книги: Н. Самохвалова



сообщить о нарушении

Текущая страница: 4 (всего у книги 13 страниц)

Σαν έφτασαν στο παλάτι, μπαίνει μπροστά ο τρίτος αδερφός με το μαγεμένο ρόδι στα χέρια του και πάει και το βάζει μες στην αγκαλιά της πεθαμένης βασιλοπούλας. Κι εκείνη άνοιξε μεμιάς τα μάτια της κι ήρθε ξανά το χρώμα στα μαγουλά της και κοκκίνισαν τα χείλη της. Ο βασιλιάς δεν έβρισκε λόγια να τους ευχαριστήσει. Ποιον όμως να διαλέξει γι' άντρα της μονάκριβης βασιλοπούλας;

Παλικάρια μου, τους είπε (молодцы мои, – им сказал), κι οι τρεις είστε άξιοι και πεντάξιοι (и три = все три /вы/ достойные и очень достойные; πέντε – пять). Μα ένας θα πάρει τη βασιλοπούλα (но один возьмёт царевну /в жёны/). Θα σας βάλω ένα αίνιγμα (/я/ вам загадаю загадку) κι όποιος το λύσει (и кто её решит) αυτός θα πάρει την κόρη μου (тот возьмёт дочь мою /в жёны/): Θέλω ως αύριο το πρωί να μου φέρετε (хочу до завтра утра чтобы мне принесли = хочу, чтобы вы принесли мне до завтрашнего утра) το κεφάλι μου στο πιάτο (голову мою на тарелке)!

Παλικάρια μου, τους είπε, κι οι τρεις είστε άξιοι και πεντάξιοι. Μα ένας θα πάρει τη βασιλοπούλα. Θα σας βάλω ένα αίνιγμα κι όποιος το λύσει αυτός θα πάρει την κόρη μου: Θέλω ως αύριο το πρωί να μου φέρετε το κεφάλι μου στο πιάτο!

Τα παλικάρια έμειναν ασάλευτα (молодцы остались неподвижные = замерли от удивления).

– Το κεφάλι σου στο πιάτο; (голову твою на тарелке?) Αυτό δε γίνεται, βασιλιά μου (это невозможно: "это не происходит", царь мой), είπαν κι οι τρεις μ' ένα στόμα (сказали трое в один голос: "одним ртом").

– Γίνεται, γίνεται (возможно, возможно) και ξαναματαγίνεται (и снова

вновь возможно = ещё как возможно; ξανα-, ματαприставки, обозначающие

повторение действия) σιγοτραγούδησε ο βασιλιάς και τους άφησε (медленно пропел царь и их оставил; σιγο– – первая часть сложных слов – тихо; медленно).

Τα παλικάρια έμειναν ασάλευτα.

Το κεφάλι σου στο πιάτο; Αυτό δε γίνεται, βασιλιά μου, είπαν κι οι τρεις μ' ένα στόμα.

Γίνεται, γίνεται και ξαναματαγίνεται, σιγοτραγούδησε ο βασιλιάς και τους

άφησε.

Οι τρεις γιοι, σκεφτικοί και αμίλητοι (три сына, задумавшиеся и безмолвные; σκέφτομαι – думать; μιλώ – говорить), πήραν το δρόμο για το πατρικό (отправляются в отчий /дом/). Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα (когда рассвело: "когда рассвёл Бог день"), πήγαν και βρήκαν τον πατέρα τους (пошли и нашли отца их).

– Πατέρα, είπε ο πρώτος (отец, – сказал первый), εγώ δεν μπόρεσα να βρω λύση στο αίνιγμα του βασιλιά (я не смог найти решения загадке царя) κι ούτε μπορώ να του πάρω το κεφάλι (и не могу ему отрубить голову: "взять голову"). Δεν είμαι άξιος για τη βασιλοπούλα (/я/ не достоин царевны).

– Πατέρα, είπε ο δεύτερος (отец, – сказал второй) ούτε εγώ είμαι άξιος (и я не достоин) κι ούτε μπορώ να πάρω το κεφάλι του βασιλιά (и не могу отрубить голову царю).

Οι τρεις γιοι, σκεφτικοί και αμίλητοι, πήραν το δρόμο για το πατρικό. Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, πήγαν και βρήκαν τον πατέρα τους.

– Πατέρα, είπε ο πρώτος, εγώ δεν μπόρεσα να βρω λύση στο αίνιγμα του βασιλιά κι ούτε μπορώ να του πάρω το κεφάλι. Δεν είμαι άξιος για τη βασιλοπούλα.

– Πατέρα, είπε ο δεύτερος ούτε εγώ είμαι άξιος κι ούτε μπορώ να πάρω το κεφάλι του βασιλιά.

– Πατέρα, δώσε μου μόνο ένα φλουρί (отец, дай мне только одну золотую монету), ένα πιάτο και την ευχή σου, είπε ο τρίτος (тарелку и благословение твоё, – сказал третий).

Ο πατέρας παραξενεύτηκε (отец удивился), μα του 'δωσε το φλουρί που του ζήτησε (но ему дал монету, которую /тот/ у него просил). Πήρε κι ένα πιάτο το παλικάρι (взял и тарелку мόлодец) και ξεκίνησε για το παλάτι (и отправился во дворец). Σαν έφτασε (когда пришёл), έβαλε το φλουρί μέσα στο πιάτο (положил монету на тарелку) και το 'δειξε στο βασιλιά (и её показал царю).

– Πατέρα, δώσε μου μόνο ένα φλουρί, ένα πιάτο και την ευχή σου, είπε ο τρίτος.

Ο πατέρας παραξενεύτηκε, μα του 'δωσε το φλουρί που του ζήτησε. Πήρε κι ένα πιάτο το παλικάρι και ξεκίνησε για το παλάτι. Σαν έφτασε, έβαλε το φλουρί μέσα στο πιάτο και το 'δειξε στο βασιλιά.

Η μία όψη στο φλουρί (изображение на монете; η όψη – вид; форма; облик, внешность; образ) τ' αφέντη μου η κεψαλή (хозяина моего голова), είπε το παλικάρι στο βασιλιά (сказал молодец царю) κι εκείνος χαμογέλασε (и тот улыбнулся) ευχαριστημένος με την εξυπνάδα και την αξιοσύνη του (довольный сообразительностью и ловкостью его).

Και πήρε ο τρίτος γιος τη βασιλοπούλα για γυναίκα του (и взял третий сын царевну в жёны себе) κι έγινε κι αυτός μια μέρα άξιος βασιλιάς (и стал и он однажды: "в один день" достойным царём).

Κι ήταν όλοι στο παλάτι πλούτο (и были все во дворце богатом) και χαρά γεμάτοι (и радости полные)!

Η μία όψη στο φλουρί τ' αφέντη μου η κεψαλή, είπε το παλικάρι στο βασιλιά κι εκείνος χαμογέλασε ευχαριστημένος με την εξυπνάδα και την αξιοσύνη του.

Και πήρε ο τρίτος γιος τη βασιλοπούλα για γυναίκα του κι έγινε κι αυτός μια μέρα άξιος βασιλιάς.

Κι ήταν όλοι στο παλάτι πλούτο και χαρά γεμάτοι!

Ο σοφός χωρικός. (Мудрый крестьянин)

Μια φορά και έναν καιρό (один раз и в одно время = однажды), ήταν ένας βασιλιάς που ντύθηκε κουρελής (был царь, который оделся бродягой; το κουρέλι – тряпка, во мн. ч. – тряпьё, лохмотья) και βγήκε να δει πώς ζουν (и вышел посмотреть, как живут) οι άνθρωποι στο βασίλειο του (люди в царстве его). Περπάτησε, περπάτησε, κανένας δεν τον γνώρισε (шёл, шёл, никто его не узнал), στο τέλος (под конец) συνάντησε έναν άνθρωπο (встретил человека) που έσκαβε το χωράφι (который вскапывал поле).

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που ντύθηκε κουρελής και βγήκε να δει πώς ζουν οι άνθρωποι στο βασίλειο του. Περπάτησε, περπάτησε, κανένας δεν τον γνώρισε, στο τέλος συνάντησε έναν άνθρωπο που έσκαβε το χωράφι.

Ο Θεός να σ' έχει καλά (Бог тебе да пошлёт добра), άνθρωπε της γης (человек земли), είπε ο βασιλιάς (сказал царь).

Και σένα, άρχοντα της γης (и тебе, правитель земли), αποκρίθηκε ο χωρικός (ответил крестьянин).

– Γιατί με λες άρχοντα; (почему меня называешь правителем?: "меня говоришь правителем") Σου μοιάζω γι' άρχοντας εγώ ο κουρελής; (тебе напоминаю правителя я, бродяга?)

Ο Θεός να σ' έχει καλά, άνθρωπε της γης, είπε ο βασιλιάς.

Και σένα, άρχοντα της γης, αποκρίθηκε ο χωρικός.

Γιατί με λες άρχοντα; Σου μοιάζω γι' άρχοντας εγώ ο κουρελής;

– Όλοι άρχοντες της γης είμαστε (все /мы/ правители земли). Ο Θεός μας έκανε για τη γη (Бог нас создал для земли).

Ο βασιλιάς θαύμασε τα λόγια του χωρικού (царь удивился словам крестьянина) και του είπε (и ему сказал):

Δουλεύεις πολύ (работаешь много) κι ας είσαι περασμένος στα χρόνια (пусть и преклонный в годах = хоть ты и преклонных лет).

Δουλεύω για να θρέψω (работаю, чтобы кормить) ανθρώπους πιο γέρους από μένα (людей более старых, чем я).

Όλοι άρχοντες της γης είμαστε. Ο Θεός μας έκανε για τη γη. Ο βασιλιάς θαύμασε τα λόγια του χωρικού και του είπε:

Δουλεύεις πολύ κι ας είσαι περασμένος στα χρόνια.

Δουλεύω για να θρέψω ανθρώπους πιο γέρους από μένα.

Και πόσα βγάζεις; (и сколько выручаешь?)

– Βγάζω όσα χρειάζονται (выручаю, сколько необходимо) για να φάω εγώ κι η γυναίκα μου (чтобы ел я и жена моя), άλλα τόσα για να ξεπληρώσω (ещё столько, чтобы выплачивать; άλλος – прочий, другой, следующий) ένα χρέος μου παλιό (долг мой старый), άλλα τόσα για να δανείζω (ещё столько, чтобы давать в долг; το δάνειο – заём) κι άλλα τόσα για να πετώ στον αέρα (и ещё столько, чтобы бросать в воздух).

– Και πόσα βγάζεις;

– Βγάζω όσα χρειάζονται για να φάω εγώ κι η γυναίκα μου, άλλα τόσα για να ξεπληρώσω ένα χρέος μου παλιό, άλλα τόσα για να δανείζω κι άλλα τόσα για να πετώ στον αέρα.

Ο βασιλιάς απόρησε (царь удивился; απορώ – удивляться, недоумевать):

Τι λες, άνθρωπε μου; (что говоришь, мил человек: "человек мой"?) Τι εννοείς με όλα αυτά; (Что подразумеваешь под всем этим?)

Κάτσε (садись) να σου πω (/я/ тебе скажу) να καταλάβεις (чтобы /ты/ понял). Βγάζω όσα χρειάζονται για να φάω εγώ κι η γυναίκα μου (выручаю, сколько необходимо, чтобы ел я и жена моя). Αυτό το κατάλαβες (это /ты/ понял). Ξεπληρώνω το χρέος (выплачиваю долг) που έχω απέναντι στους γονείς μου (который имею перед родителями моими) και βγάζω όσα χρειάζονται (и зарабатываю, сколько нужно) για να φάνε τα παιδιά μου (чтобы ели дети мои). Κι αυτά είναι τα δανεικά (и это данное взаймы) που θα μου γυρίσουν σα γεράσω (которое мне вернут, когда состарюсь).

Ο βασιλιάς απόρησε:

Τι λες, άνθρωπε μου; Τι εννοείς με όλα αυτά;

Κάτσε να σου πω να καταλάβεις. Βγάζω όσα χρειάζονται για να φάω εγώ κι η γυναίκα μου. Αυτό το κατάλαβες. Ξεπληρώνω το χρέος που έχω απέναντι στους γονείς μου και βγάζω όσα χρειάζονται για να φάνε τα παιδιά μου. Κι αυτά είναι τα δανεικά που θα μου γυρίσουν σα γεράσω.

Καλά μέχρι εδώ (хороши до сих пор: "досюда") και σοφά τα λόγια σου (и мудры слова твои). Μα αυτά που πετάς στον αέρα (но то, что бросаешь в воздух) για ποιον τα πετάς; (для кого это бросаешь?)

– Αυτά που πετώ στον αέρα (то, что бросаю в воздух) είναι ο φόρος που δίνω στο βασιλιά (это/ налог, который даю царю) και ποτέ δε γυρίζει πίσω (и никогда не возвращается назад), αποκρίθηκε ο χωρικός δίχως να ξέρει σε ποιον μιλάει (ответил крестьянин, не зная: "без того, чтобы знал", с кем говорит).

Καλά μέχρι εδώ και σοφά τα λόγια σου. Μα αυτά που πετάς στον αέρα για ποιον τα πετάς;

Αυτά που πετώ στον αέρα είναι ο φόρος που δίνω στο βασιλιά και ποτέ δε γυρίζει πίσω, αποκρίθηκε ο χωρικός δίχως να ξέρει σε ποιον μιλάει.

Ο βασιλιάς έμεινε άφωνος (царь остался онемевший = царь онемел). Τι να κάνει; (Что ему делать?) Να του πάρει το κεφάλι (ему отрубить голову: "забрать голову") που μιλάει έτσι για το βασιλιά (который говорит так о царе) ή να θαυμάσει τη σοφία του; (или удивиться мудрости его?)

– Μιλάς έτσι (говоришь так) γιατί δεν ξέρεις σε ποιον μιλάς (потому что не знаешь, с кем говоришь), του είπε και του φανερώθηκε ποιος είναι (ему сказал /царь/ и показался, кто /он/ есть; φανερώνομαι – появляться; раскрываться, обнаруживаться).

– Βασιλιά μου, για να 'ρθεις κουρελής (царь мой, раз /ты/ пришёл бродягой), ήθελες ν' ακούσεις αλήθειες (/ты/ хотел услышать правду) κι όχι να σου χαϊδεύουν τ' αυτιά σου (а не чтобы тебе ласкали уши твои), αποκρίθηκε ο χωρικός (ответил крестьянин).

Ο βασιλιάς έμεινε άφωνος. Τι να κάνει; Να του πάρει το κεφάλι που μιλάει έτσι για το βασιλιά ή να θαυμάσει τη σοφία του;

– Μιλάς έτσι γιατί δεν ξέρεις σε ποιον μιλάς, του είπε και του φανερώθηκε ποιος είναι.

– Βασιλιά μου, για να 'ρθεις κουρελής, ήθελες ν' ακούσεις αλήθειες κι όχι να σου χαϊδεύουν τ' αυτιά σου, αποκρίθηκε ο χωρικός.

– Έτσι είναι (это так). Έχεις δίκιο (ты прав = имеешь правоту; ср. το δίκαιο / το δίκιο – право; правота) κι ας μη μ' αρέσουν αυτά που είπες (пусть даже мне не нравится то, что ты говоришь). Κοίτα όμως (смотри, однако), μην πεις πουθενά όσα κουβεντιάσαμε (не скажи нигде, о чём /мы/ говорили; κουβεντιάζω – обсуждать, беседовать). Πουθενά! Μονάχα μπροστά στο πρόσωπο μου (только перед лицом моим), αλλιώς σου πήρα το κεφάλι (иначе тебе отрублю голову)!

Αυτά είπε ο βασιλιάς (это сказал царь) και γύρισε στο παλάτι (и вернулся во дворец).

– Έτσι είναι. Έχεις δίκιο κι ας μη μ' αρέσουν αυτά που είπες. Κοίτα όμως, μην πεις πουθενά όσα κουβεντιάσαμε. Πουθενά! Μονάχα μπροστά στο πρόσωπο μου, αλλιώς σου πήρα το κεφάλι!

Αυτά είπε ο βασιλιάς και γύρισε στο παλάτι.

Φόρεσε ξανά τα βασιλικά του ρούχα (надел снова царские свои одежды) και κάλεσε τους συμβούλους του τους σοφούς (и позвал советников своих мудрых) που του χάϊδευαν τ' αυτιά (которые ему ласкали уши) και τους είπε τα λόγια του χωρικού (и им сказал слова крестьянина):

– Το και το και (то-то и то-то), κι αν δε μου βρείτε (и если мне не найдёте) τι σημαίνουν όλα αυτά (что значит всё это) σε τρεις μέρες (в течение трёх дней), σας διώχνω απ' το παλάτι (вас прогоню из дворца).

Φόρεσε ξανά τα βασιλικά του ρούχα και κάλεσε τους συμβούλους του τους σοφούς που του χάϊδευαν τ' αυτιά και τους είπε τα λόγια του χωρικού:

– Το και το και, κι αν δε μου βρείτε τι σημαίνουν όλα αυτά σε τρεις μέρες, σας διώχνω απ' το παλάτι.

Σκέφτηκαν, ξανασκέφτηκαν οι σοφοί (думали, снова думали мудрецы), δεν τους έκοβε άλλο το μυαλό (им не интересовало другое ум = ничто другое не занимало их ум; κόβω – резать; αυτό με κόβει – меня это интересует). Ρίχνουν τελικά τα μούτρα τους (отчаялись наконец; το μούτρο – рожа, морда; ρίχνω – бросать; ρίχνω τα μούτρα – окунуться во что-либо с головой /т.е. отдаться делу/; отчаяться) και την τρίτη μέρα πάνε (и на третий день пошли) και βρίσκουν το χωρικό (и нашли крестьянина).

Πες μας (скажи нам), τι ήταν τα λόγια που είπες στο βασιλιά; (какие были слова, которые /ты/ сказал царю?) Θα μας διώξει απ' το παλάτι αν δεν τα εξηγήσουμε (/он/ нас прогонит из дворца, если это не объясним)!

Δε γίνεται (не выйдет). Μονάχα μπροστά στο πρόσωπο του (только перед лицом его) θα μιλήσω (/я/ буду говорить), όπως με διέταξε (как /он/ мне приказал).

Σκέφτηκαν, ξανασκέφτηκαν οι σοφοί, δεν τους έκοβε άλλο το μυαλό. Ρίχνουν τελικά τα μούτρα τους και την τρίτη μέρα πάνε και βρίσκουν το χωρικό.

Πες μας, τι ήταν τα λόγια που είπες στο βασιλιά; Θα μας διώξει απ' το παλάτι αν δεν τα εξηγήσουμε!

Δε γίνεται. Μονάχα μπροστά στο πρόσωπο του θα μιλήσω, όπως με διέταξε.

Του τάζουν όσα φλουριά θέλει (ему обещали /столько/, сколько золотых монет хочет), αρκεί να τους μαρτυρήσει (достаточно, чтобы /он/ им рассказал). Παίρνει ο χωρικός τα φλουριά (берёт крестьянин монеты) και τους τα μαρτυράει (и им это рассказывает). Γυρνάνε οι σοφοί στο παλάτι όλο χαρά (возвращаются мудрецы во дворец довольные; дословно: «всё радость») κι απαντούν στο βασιλιά (и отвечают царю). Ο βασιλιάς το κατάλαβε (царь это понял) κι έγινε έξω φρενών (и вышел из себя: «стал вне разума»; ср. τα φρένα – разум). Διατάζει και του φέρνουν το χωρικό στο παλάτι (приказывает – и ему приводят крестьянина во дворец), να του κόψουν το κεφάλι (чтобы ему отрубили голову).

Του τάζουν όσα φλουριά θέλει, αρκεί να τους μαρτυρήσει. Παίρνει ο χωρικός τα φλουριά και τους τα μαρτυράει. Γυρνάνε οι σοφοί στο παλάτι όλο χαρά κι απαντούν στο βασιλιά. Ο βασιλιάς το κατάλαβε κι έγινε έξω φρενών. Διατάζει και του φέρνουν το χωρικό στο παλάτι, να του κόψουν το κεφάλι.

Βασιλιά μου, είσαι άδικος (царь мой, /ты/ несправедлив). Εσύ ντύθηκες κουρελής (ты оделся бродягой) κι ήρθες ν' ακούσεις την αλήθεια (и пришёл, чтобы услышать правду). Ας καθόσουν στο παλάτι σου (сидел бы /ты/ во дворце твоём) να σου χαϊδεύουν τ' αυτιά σου (чтобы тебе ласкали уши твои).

Δεν είναι για τα σοφά λόγια που είπες (это не о мудрых словах, которые /ты/ сказал). Είναι γιατί δεν κράτησες το λόγο σου (это потому что не сдержал /ты/ слово своё) και μαρτύρησες χωρίς να δεις το πρόσωπο μου (и рассказал, не видя: " без того, чтобы ты видел" лицо моё).

Βασιλιά μου, είσαι άδικος. Εσύ ντύθηκες κουρελής κι ήρθες ν' ακούσεις την αλήθεια. Ας καθόσουν στο παλάτι σου να σου χαϊδεύουν τ' αυτιά σου.

Δεν είναι για τα σοφά λόγια που είπες. Είναι γιατί δεν κράτησες το λόγο σου και μαρτύρησες χωρίς να δεις το πρόσωπο μου.

Πώς δεν το είδα, βασιλιά μου; (Как /же я/ его не видел, царь мой?) Μπροστά μου το είχα όταν μιλούσα (передо мной его имел, когда говорил). Για δες και συ (посмотри и ты).

Βγάζει απ' την τσέπη του ένα φλουρί (вытащил из кармана своего монету) και το γυρνάει απ' τη μεριά της κεφαλής (и её перевернул стороной головы = аверсом). Βλέπει ο βασιλιάς το κεφάλι του (видит царь голову свою) στο φλουρί και θαυμάζει (на монете и удивляется).

– Πώς δεν το είδα, βασιλιά μου; Μπροστά μου το είχα όταν μιλούσα. Για δες και συ.

Βγάζει απ' την τσέπη του ένα φλουρί και το γυρνάει απ' τη μεριά της κεφαλής. Βλέπει ο βασιλιάς το κεφάλι του στο φλουρί και θαυμάζει.

– Άιντε, λέει στους συμβουλάτορες (ну-ка, – говорит советникам). Άιντε να κάνετε χωράφι (ну-ка давайте делайте поле = идите-ка обрабатывать поле), μπας και μυαλώσετε (может, и поумнеете; ср. το μυαλό – мозг; разум) και πάψετε να χαϊδεύετε τ' αυτιά μου (и перестанете ласкать уши мои).

Και τους έδιωξε απ' το παλάτι (и их изгнал из дворца). Και πήρε σύμβουλο το χωρικό (и взял в советники крестьянина), που από φτωχός έγινε άρχοντας (который из бедного стал богатым) κι από σοφός σοφότερος (и из мудрого мудрейшим).

– Άιντε, λέει στους συμβουλάτορες. Άιντε να κάνετε χωράφι, μπας και μυαλώσετε και πάψετε να χαϊδεύετε τ' αυτιά μου.

Και τους έδιωξε απ' το παλάτι. Και πήρε σύμβουλο το χωρικό, που από φτωχός έγινε άρχοντας κι από σοφός σοφότερος.

Ο σοφός δικαστής. (Мудрый судья)

Μια φορά και έναν καιρό (один раз и в одно время = однажды), ζούσε ένας πλούσιος αφέντης (жил богатый хозяин). Μια μέρα (в один день = однажды), καθώς γύριζε στο σπιτικό του (когда вернулся в дом свой), κατάλαβε πως του 'λειπε (понял, что у него не хватает) το πουγκί με τους παράδες (кошелька с деньгами). Έψαξε, έψαξε (искал, искал), έφαγε τον τόπο (всё обыскал: "съел место"), πουθενά το πουγκί, άφαντο (нигде /нет/ кошелька, след простыл; άφαντος – исчезнувший; невидимый, незримый; έγινε άφαντο – его и след простыл). Μια και δυο βάζει τον ντελάλη να διαλαλήσει (тотчас отправил глашатая, чтобы /он/ объявил):

Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας πλούσιος αφέντης. Μια μέρα, καθώς γύριζε στο σπιτικό του, κατάλαβε πως του 'λειπε το πουγκί με τους παράδες. Έψαξε, έψαξε, έφαγε τον τόπο, πουθενά το πουγκί, άφαντο. Μια και δυο βάζει τον ντελάλη να διαλαλήσει:

– Ακούσατε, ακούσατε (слушайте, слушайте)! Όποιος βρει το πουγκί του αφέντη (кто найдёт кошелёк хозяина), θα πάρει μια λίρα για τον κόπο του (возьмёт = получит одну лиру за труд его)!

Την άλλη μέρα (на следующий день), παρουσιάστηκε πρωί πρωί (предстал рано-рано; το πρωί – утро) στον αφέντη ένας φουκαράς (перед хозяином один нищий).

– Αφέντη μου, αυτό είναι το πουγκί σου; (хозяин мой, это твой кошелёк?)

– Αυτό είναι, άνθρωπε μου (это, мил человек: "человек мой"). Κάτσε (садись), καλύτερα να τ' ανοίξω για να σιγουρευτώ (лучше /я/ его открою, чтобы удостовериться; είμαι σίγουρος – я уверен).

Ακούσατε, ακούσατε! Όποιος βρει το πουγκί του αφέντη, θα πάρει μια λίρα για τον κόπο του!

Την άλλη μέρα, παρουσιάστηκε πρωί πρωί στον αφέντη ένας φουκαράς.

– Αφέντη μου, αυτό είναι το πουγκί σου;

– Αυτό είναι, άνθρωπε μου. Κάτσε, καλύτερα να τ' ανοίξω για να σιγουρευτώ.

Το ανοίγει ο άρχοντας (его открывает богач; ο άρχοντας – правитель, богатый / знатный человек), μετράει τις λίρες (считает лиры) και βρίσκει μία λιγότερη (и находит одну меньшую = и обнаруживает, что в кошельке одной лирой меньше).

– Καλά έκανες (/ты/ хорошо сделал) και κράτησες τη μία λίρα για τον κόπο σου (и удержал одну лиру за труд твой), την αξίζεις (/ты/ её достоин)!

Μα, αφέντη μου (но, хозяин мой), εγώ δεν το άνοιξα το πουγκί (я не открывал кошелька). Δε μέτρησα τις λίρες σου (/я/ не считал лиры твои), ούτε πήρα τίποτα για μένα (и не взял ничего для себя: "для меня").

Μπας και πας να με κλέψεις; (может, и собираешься меня обокрасть?) Θες να σου δώσω κι άλλη λίρα; (Хочешь, чтобы /я/ тебе дал и другую лиру?) Ό, τι ήταν να πάρεις (то, что было, чтобы /ты/ взял = то, что ты должен был взять), το πήρες (это /ты/ взял).

Εγώ σου 'φερα το πουγκί (я тебе принёс кошелёк) κι εσύ με βγάζεις κλέφτη; (а ты меня называешь вором?) Φτωχός είμαι, άρχοντα μου (/я/ бедняк, богач мой), δεν είμαι κλέφτης (не вор).

Το ανοίγει ο άρχοντας, μετράει τις λίρες και βρίσκει μία λιγότερη.

– Καλά έκανες και κράτησες τη μία λίρα για τον κόπο σου, την αξίζεις!

Μα, αφέντη μου, εγώ δεν το άνοιξα το πουγκί. Δε μέτρησα τις λίρες σου, ούτε πήρα τίποτα για μένα.

Μπας και πας να με κλέψεις; Θες να σου δώσω κι άλλη λίρα; Ό, τι ήταν να πάρεις, το πήρες.

Εγώ σου 'φερα το πουγκί κι εσύ με βγάζεις κλέφτη; Φτωχός είμαι, άρχοντα μου, δεν είμαι κλέφτης.

Κουβέντα στην κουβέντα (слово за слово; η κουβέντα – беседа, разговор) μπερδεύτηκαν περισσότερο (запутывались /всё/ больше) κι είπαν να πάνε στο δικαστή (и сказали = решили пойти к судье) να βρουν το δίκιο τους (чтобы найти справедливость их = чтобы добиться справедливости). Ο δικαστής δεν μπόρεσε να βγάλει άκρη (судья не мог вынести решение: "вытащить край"). Δεν ήταν τόσο για τη μια λίρα που έλειπε (не было = дело шло не столько об одной лире, которой недоставало: "которая недоставала"), αλλά γιατί ο φουκαράς ο φτωχός (но потому что нищий бедняк), αντί να ακούσει ένα «ευχαριστώ» (вместо того, чтобы услышать "спасибо") για την πράξη του (за дело его), θα 'βγαινε κλέφτης (будет назван вором) και θα τον έκλειναν στην φυλακή (и его запрут в тюрьму = посадят в тюрьму).

Κουβέντα στην κουβέντα μπερδεύτηκαν περισσότερο κι είπαν να πάνε στο δικαστή να βρουν το δίκιο τους. Ο δικαστής δεν μπόρεσε να βγάλει άκρη. Δεν ήταν τόσο για τη μια λίρα που έλειπε, αλλά γιατί ο φουκαράς ο φτωχός, αντί να ακούσει ένα «ευχαριστώ» για την πράξη του, θα 'βγαινε κλέφτης και θα τον έκλειναν στην φυλακή.

Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε ο δικαστής (думал, снова думал судья) και σε τρεις μέρες τους φώναξε (и через три дня их вызвал) για να τους βοηθήσει να βρουν το δίκιο τους (чтобы им помочь добиться справедливости).

Άρχοντα, εσύ λες (богач, ты говоришь) ότι απ' το πουγκί σου λείπει μια λίρα (что в кошельке твоём недостаёт одной лиры: "что из кошелька твоего недостаёт одна лира").

Έτσι ακριβώς, δικαστή μου (вот точно, судья мой).

Εσύ, άνθρωπε μου (ты, мил человек), λες ότι το πουγκί που βρήκες (говоришь, что кошелёк, который /ты/ нашёл) είχε μέσα τόσες λίρες (имел внутри столько лир). Μία λιγότερη απ' το πουγκί του άρχοντα (одной меньше по сравнению с кошельком богача).

Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε ο δικαστής και σε τρεις μέρες τους φώναξε για να τους βοηθήσει να βρουν το δίκιο τους.

Άρχοντα, εσύ λες ότι απ' το πουγκί σου λείπει μια λίρα.

Έτσι ακριβώς, δικαστή μου.

Εσύ, άνθρωπε μου, λες ότι το πουγκί που βρήκες είχε μέσα τόσες λίρες. Μία λιγότερη απ' το πουγκί του άρχοντα.

– Έτσι είναι, δικαστή μου (так, судья мой). Αν ήμουν κλέφτης (если бы /я/ был вором), θα κρατούσα το πουγκί ολόκληρο (удержал бы кошелёк целиком), δε θα 'παιρνα μονάχα μια λίρα (не взял бы только одну лиру).

Κι ο δικαστής έβγαλε την απόφαση του (и судья вынес решение своё):

– Έτσι είναι, δικαστή μου. Αν ήμουν κλέφτης, θα κρατούσα το πουγκί ολόκληρο, δε θα 'παιρνα μονάχα μια λίρα.

Κι ο δικαστής έβγαλε την απόφαση του:

Αφού εσύ, άρχοντα μου (поскольку ты, богач мой), λες ότι το πουγκί σου είχε μια λίρα παραπάνω (говоришь, что кошелёк твой имел /=в кошельке твоём была/ одна лира сверх), κάτι ξέρεις (кое-что знаешь = утверждаешь это не просто так). Εγώ σε πιστεύω (я тебе верю). Το πουγκί αυτό όμως (кошелёк это, однако) είχε μια λίρα λιγότερο (имеет одной лирой меньше). Αρα δεν ήταν το πουγκί που έχασες (тогда /это/ не был кошелёк, который /ты/ потерял). Μακάρι να βρεθεί το πουγκί σου (пусть ты найдёшь кошелёк свой) και να πάρεις τις λίρες που σου ανήκουν πίσω (и получишь лиры, которые тебе принадлежат, назад).

Αφού εσύ, άρχοντα μου, λες ότι το πουγκί σου είχε μια λίρα παραπάνω, κάτι ξέρεις. Εγώ σε πιστεύω. Το πουγκί αυτό όμως είχε μια λίρα λιγότερο. Αρα δεν ήταν το πουγκί που έχασες. Μακάρι να βρεθεί το πουγκί σου και να πάρεις τις λίρες που σου ανήκουν πίσω.

Ύστερα γυρίζει προς το φτωχό (потом /судья/ вернулся к бедняку):

– Εσύ, άνθρωπε μου (ты, мил человек), άδικα βρίσκεσαι εδώ (несправедливо находишься здесь). Αφού το πουγκί που βρήκες (поскольку кошелёк, который /ты/ нашёл) έχει λιγότερες λίρες απ' το πουγκί του άρχοντα (имеет меньше лир, чем кошелёк богача), είναι άλλο πουγκί (/это/ другой кошелёк). Και, αφού τόσες μέρες (и, поскольку /за/ столько дней) δεν ήρθε κανένας να το ζητήσει (не пришёл никто его потребовать), είναι δικό σου (/он/ твой).

Ύστερα γυρίζει προς το φτωχό:

– Εσύ, άνθρωπε μου, άδικα βρίσκεσαι εδώ. Αφού το πουγκί που βρήκες έχει λιγότερες λίρες απ' το πουγκί του άρχοντα, είναι άλλο πουγκί. Και, αφού τόσες μέρες δεν ήρθε κανένας να το ζητήσει, είναι δικό σου.

Πέταξε τη σκούφια του (подбросил шапку свою) απ' τη χαρά του ο φτωχός (от радости своей бедняк) και γύρισε στο καλύβι του πλούσιος (и вернулся в хижину свою богатый). Κατέβασε το κεφάλι ο αφέντης (опустил голову хозяин) και γύρισε στ' αρχοντικό του φτωχότερος (и вернулся в богатый свой /дом/ беднее).

Πέταξε τη σκούφια του απ' τη χαρά του ο φτωχός και γύρισε στο καλύβι του πλούσιος. Κατέβασε το κεφάλι ο αφέντης και γύρισε στ' αρχοντικό του φτωχότερος.


    Ваша оценка произведения:

Популярные книги за неделю