Текст книги "Новогреческие народные сказки и легенды"
Автор книги: Н. Самохвалова
Жанр:
Иностранные языки
сообщить о нарушении
Текущая страница: 6 (всего у книги 13 страниц)
Ο Θεός κι ο Χάρος. (Бог и Харон)
Ζούσε μια φορά (жил однажды), σ' ένα χωριό ξεχασμένο απ' το Θεό (в деревне, забытой Богом), ο Αντώνης ο φαμελιάρης (Адонис многодетный), με τα έξι παιδιά του (с шестью детьми своими). Η γυναίκα του είχε πεθάνει (жена его умерла) κι ο Αντώνης αγωνιζόταν μέρα νύχτα να τ' αναστήσει (и Адонис старался днём /и/ ночью, чтобы их вырастить; αγωνίζομαι – бороться; стараться, усердно трудиться; ανασταίνω – воскрешать; вскармливать, растить, ставить на ноги). Απ' την πολλή δουλειά αρρώστησε βαριά (от многой работы заболел тяжело) και πήγαινε απ' το κακό στο χειρότερο (и шёл от плохого к худшему = и состояние его всё ухудшалось). Τον είδε ο Θεός από ψηλά (его увидел Бог с высоты) που ήταν στα τελευταία του (когда /Адонис/ был у конца своего) και φώναξε το Χάρο (и позвал Харона).
Ζούσε μια φορά, σ' ένα χωριό ξεχασμένο απ' το Θεό, ο Αντώνης ο φαμελιάρης, με τα έξι παιδιά του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει κι ο Αντώνης αγωνιζόταν μέρα νύχτα να τ' αναστήσει. Απ' την πολλή δουλειά αρρώστησε βαριά και πήγαινε απ' το κακό στο χειρότερο. Τον είδε ο Θεός από ψηλά που ήταν στα τελευταία του και φώναξε το Χάρο.
– Απόψε θα πας (вечером пойдёшь) πέρα στο χωριό το ξεχασμένο (далеко в деревню забытую) και θα φέρεις την ψυχή του Αντώνη του φαμελιάρη (и принесёшь душу Адониса многодетного). Οι μέρες του τελείωσαν (дни его закончились). Ας τελειώσουν και τα βάσανα του (пусть закончатся и мучения его).
Αυτά παρήγγειλε ο Θεός (это приказал Бог) κι ο Χάρος έβαλε τα μαύρα του (и Харон надел чёрные свои /одежды/) και τράβηξε για το κρεβάτι του Αντώνη (и направился к кровати Адониса). Σα βρέθηκε πάνω απ' το κρεβάτι, κοντοστάθηκε (когда очутился над кроватью, заколебался). Αυτά που είδε κι αυτά που άκουσε (то, что увидел, и то, что услышал) δεν περιγράφονται (не описывается = неописуемо):
– Απόψε θα πας πέρα στο χωριό το ξεχασμένο και θα φέρεις την ψυχή του Αντώνη του φαμελιάρη. Οι μέρες του τελείωσαν. Ας τελειώσουν και τα βάσανα του.
Αυτά παρήγγειλε ο Θεός κι ο Χάρος έβαλε τα μαύρα του και τράβηξε για το κρεβάτι του Αντώνη. Σα βρέθηκε πάνω απ' το κρεβάτι, κοντοστάθηκε. Αυτά που είδε κι αυτά που άκουσε δεν περιγράφονται:
– Μην τον πάρεις, Χάρε (не бери его, Харон), έκλαιγαν και παρακαλούσαν τα έξι παιδιά (плакали и просили шестеро детей). Πού θα μας αφήσεις εμάς (где нас оставишь = на кого ты нас оставишь), ορφανά κι απροστάτευτα; (сирот и беззащитных? προστατεύω – защищать) Ποιος θα μας αναστήσει (кто нас вырастит) και ποιος θα μας σταθεί; (и кто нас поддержит?)
Μαλάκωσε ο Χάρος (смягчился Харон). Έκανε πίσω (сделал назад = отступил). Σαν να δάκρυσε κιόλας (как будто заплакал уже).
– Μην τον πάρεις, Χάρε, έκλαιγαν και παρακαλούσαν τα έξι παιδιά. Πού θα μας αφήσεις εμάς, ορφανά κι απροστάτευτα; Ποιος θα μας αναστήσει και ποιος θα μας σταθεί;
Μαλάκωσε ο Χάρος. Έκανε πίσω. Σαν να δάκρυσε κιόλας.
Άλλαξε γνώμη (изменил мнение = передумал) κι αντί να πάρει (и вместо того, чтобы взять) την ψυχή του Αντώνη του φαμελιάρη (душу Адониса многодетного), γύρισε πίσω άπραγος (вернулся назад ни с чем; άπραγος / άπραχτος – ничего не добившийся, безуспешный; επανήλθεν / γύρισε άπραχτος – вернулся ни с чем).
– Γιατί γύρισες με τα χέρια άδεια, Χάρε; (почему /ты/ вернулся с руками пустыми, Харон?) Πού είναι η ψυχή (где душа) που σου παρήγγειλα να φέρεις; (которую /я/ тебе приказал принести?) τον μάλωσε ο Θεός (его бранил Бог).
– Χάρος είμαι (Харон /я/), Μεγαλοδύναμε (Всесильный; μεγάλος – большой, великий; η δύναμη – сила), μα ράγισε η καρδιά μου (но сжалось сердце моё; ραγίζω – давать трещину, разрываться) σαν είδα κι άκουσα τα ορφανά (когда увидел и услышал сирот). Τον λυπήθηκα τον Αντώνη (пожалел /я/ Адониса) και τον άφησα να ζήσει (и его оставил жить).
Άλλαξε γνώμη κι αντί να πάρει την ψυχή του Αντώνη του φαμελιάρη, γύρισε πίσω άπραγος.
Γιατί γύρισες με τα χέρια άδεια, Χάρε; Πού είναι η ψυχή που σου παρήγγειλα να φέρεις; τον μάλωσε ο Θεός.
Χάρος είμαι, Μεγαλοδύναμε, μα ράγισε η καρδιά μου σαν είδα κι άκουσα τα ορφανά. Τον λυπήθηκα τον Αντώνη και τον άφησα να ζήσει.
Είσαι άμυαλος, Χάρε (ты глупый, Харон). Σύρε στο βυθό της θάλασσας (иди на дно моря; σέρνω) και φέρε μια πέτρα από κει (и принеси камень оттуда), διέταξε ο Θεός (приказал Бог).
Πάει ο Χάρος στη θάλασσα (идёт Харон в море), βουτάει στο βυθό (ныряет в глубину) και πιάνει μια πέτρα (и берёт камень). Την πάει στο Θεό όπως τον πρόσταξε (его относит Богу, как ему приказал) και την αφήνει στα πόδια του (и его кладёт к ногам Его). Την αρπάζει ο Θεός και την πετάει χάμω (его берёт Господь и его бросает оземь). Η πέτρα έγινε δυο κομμάτια (камень стал двумя кусочками).
– Είσαι άμυαλος, Χάρε. Σύρε στο βυθό της θάλασσας και φέρε μια πέτρα από κει, διέταξε ο Θεός.
Πάει ο Χάρος στη θάλασσα, βουτάει στο βυθό και πιάνει μια πέτρα. Την πάει στο Θεό όπως τον πρόσταξε και την αφήνει στα πόδια του. Την αρπάζει ο Θεός και την πετάει χάμω. Η πέτρα έγινε δυο κομμάτια.
Τι βλέπεις; ρωτάει ο Θεός το Χάρο (Что /ты/ видишь? – спрашивает Бог Харона).
Ένα μικρό σκουλήκι, απαντάει ο Χάρος (маленького червячка, – отвечает Харон).
Ποιος το φροντίζει (кто о нём заботится) αυτό το μικρό σκουλήκι εκεί (об этом маленьком червячке), στα βάθη της θάλασσας; (в глубине моря?)
Εσύ, μεγαλοδύναμε (ты, Всесильный). Εσύ το φροντίζεις (ты о нём заботишься), όπως φροντίζεις το καθετί (как заботишься о каждом).
Τι βλέπεις; ρωτάει ο Θεός το Χάρο.
Ένα μικρό σκουλήκι, απαντάει ο Χάρος.
Ποιος το φροντίζει αυτό το μικρό σκουλήκι εκεί, στα βάθη της θάλασσας;
Εσύ, μεγαλοδύναμε. Εσύ το φροντίζεις, όπως φροντίζεις το καθετί.
– Και θ' άφηνα απροστάτευτα (и /я/ бы оставил беззащитными; προστατεύω – защищать) τα ορφανά του Αντώνη; (сирот Адониса?) Έτσι φαντάστηκες; (Так /ты/ предполагал?; φαντάζω – выделяться; нравиться; иметь вид, выглядеть; φαντάζομαι – воображать; думать, предполагать) Εσύ τα σκέφτεσαι πιότερο από 'μένα; (ты о них думаешь больше, чем я?)
Αυτά είπε ο Θεός κι έριξε έναν κεραυνό (это сказал Бог и бросил = метнул молнию). Απ' τον κρότο το δυνατό (от шума сильного) κουφάθηκε ο Χάρος (оглох Харон) κι από τότε μέχρι σήμερα (и с тех пор и поныне: "и от тогда до сегодня") δεν ακούει κλάματα και παρακάλια (/Харон/ не слышит плачей и просьб), ούτε παίρνει από λόγια (и не берётся словами = и слова на него не действует). Γι' αυτό δε γυρίζει ποτέ πίσω άπραγος (поэтому не возвращается никогда с пустыми руками). Κάνει κατά γράμμα (делает по букве = в точности) ό, τι τον προστάζει ο Θεός (то, что ему приказывает Бог). Κι ο Θεός φροντίζει τα υπόλοιπα (и Бог заботится об остальном).
– Και θ' άφηνα απροστάτευτα τα ορφανά του Αντώνη; Έτσι φαντάστηκες; Εσύ τα σκέφτεσαι πιότερο από 'μένα;
Αυτά είπε ο Θεός κι έριξε έναν κεραυνό. Απ' τον κρότο το δυνατό κουφάθηκε ο Χάρος κι από τότε μέχρι σήμερα δεν ακούει κλάματα και παρακάλια, ούτε παίρνει από λόγια. Γι' αυτό δε γυρίζει ποτέ πίσω άπραγος. Κάνει κατά γράμμα ό, τι τον προστάζει ο Θεός. Κι ο Θεός φροντίζει τα υπόλοιπα.
Τα τρία χρυσά παίδια (три золотых ребёнка) η (или)
Οι τρεις φτωχές (три бедные /девушки/)
Μια φορά κι έναν καιρό (однажды) ήτανε τρία κορίτσια φτωχά (были три девушки бедные), που δεν είχανε ούτε ψωμάκι (которые не имели даже булочки) και κάθονταν το βράδυ (и сидели по вечерам) και γνέθανε βαμπάκι (и пряли хлопок). Δεν είχανε ούτε γονείς, τίποτα (не имели ни родителей, ничего), ήταν ορφανές (были сироты). Από την πείνα τους, τώρα, ελέγανε (от голода их, теперь, говорили):
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε τρία κορίτσια φτωχά, που δεν είχανε ούτε ψωμάκι και κάθονταν το βράδυ και γνέθανε βαμπάκι. Δεν είχανε ούτε γονείς, τίποτα, ήταν ορφανές. Από την πείνα τους, τώρα, ελέγανε:
– Μωρ', λέει η μία (эй, – говорит одна; μωρέ – /при обращении к женщине/ ну, ты! эй, ты!), να 'παιρνα ένα Γιώργο (/я/ бы вышла замуж за
Йоргоса: "взяла бы Йоргоса"), έναν ψωμά, να χόρταινα ψωμάκι (пекаря, наедалась бы булочками; χορταίνω – насыщаться, утолять голод; наедаться; есть досыта)!
Μωρ', λέει η άλλη, μωρ' (эй, – говорит другая, – эй), εγώ να 'παιρνα ένα χασάπη (я бы вышла замуж за мясника), να χόρταινα κρέας (наедалась бы мясом)!
Μωρ', 'γώ, λέει η μικρότερη (эй, я, – говорит младшая), να 'παιρνα το βασιλιά (вышла бы замуж за царя), να του 'κανα τρία χρυσά παιδιά (сделала бы ему = родила бы ему трёх золотых детей)!…
– Μωρ', λέει η μία, να 'παιρνα ένα Γιώργο, έναν ψωμά, να χόρταινα ψωμάκι!
– Μωρ', λέει η άλλη, μωρ', εγώ να 'παιρνα ένα χασάπη, να χόρταινα κρέας!
– Μωρ', 'γώ, λέει η μικρότερη, να 'παιρνα το βασιλιά, να του 'κανα τρία χρυσά παιδιά!…
Σύμπτωση, σ' αυτό το μέρος εκεί (случайно, в этом месте там) ήταν ένα βασιλόπουλο (был царевич) και περιφερότανε το βράδυ αργά στα σπίτια (и бродил вечером поздно у домов) ν' ακούσει τι λέει ο καθένας (чтобы послушать, что говорит каждый). Έτυχε (случился = получилось так, что) λοιπόν κείνη την ώρα (итак, в то время) να βρεθεί απόξω ο βασιλιάς (оказался снаружи царь). Άκουσε τι λέγαν οι κοπέλες κι έφυγε (услышал, что говорили девушки, и ушёл).
Σύμπτωση, σ' αυτό το μέρος εκεί ήταν ένα βασιλόπουλο και περιφερότανε το βράδυ αργά στα σπίτια ν' ακούσει τι λέει ο καθένας. Έτυχε λοιπόν κείνη την ώρα να βρεθεί απόξω ο βασιλιάς. Άκουσε τι λέγαν οι κοπέλες κι έφυγε.
Τ' άλλο βράδυ πάει πίσω (на следующий вечер идёт обратно). Περνώντας, αυτές πίσω (ведущие = вели эти снова), οι κουρούνες από την πείνα τους (несчастные / злополучные от голода их; η κουρούνα – ворона), την ίδια κουβέντα (ту же беседу): «Αν έπαιρνα το χασάπη» («если бы /я/ вышла замуж /"взяла"/ за мясника»), «αν έπαιρνα τον ψωμά», κι «αν έπαιρνα το βασιλιά»… («если бы /я/ вышла замуж за пекаря» и «если бы /я/ вышла замуж за царя»)
Δε βάσταξε ο βασιλιάς (не выдержал царь) τρεις βραδιές συνέχεια να λεν την ίδια κουβέντα (три вечера подряд чтобы /они/ вели: "говорили" ту же беседу), χτυπάει την πόρτα (стучит в дверь). Μόλις τον είδαν (едва его увидели), μαζεύτηκαν εκείνες από την τρομάρα τους (сжались они от страха их; μαζεύω – собираться; ёжиться, сжиматься). Δεν ήθελαν ν' ανοίξουν (не хотели открывать).
Τ' άλλο βράδυ πάει πίσω. Περνώντας, αυτές πίσω, οι κουρούνες, από την πείνα τους, την ίδια κουβέντα: «Αν έπαιρνα το χασάπη», «αν έπαιρνα τον ψωμά», κι «αν έπαιρνα το βασιλιά»…
Δε βάσταξε ο βασιλιάς τρεις βραδιές συνέχεια να λεν την ίδια κουβέντα, χτυπάει την πόρτα. Μόλις τον είδαν, μαζεύτηκαν εκείνες από την τρομάρα τους. Δεν ήθελαν ν' ανοίξουν.
– Ανοιχτέ, σας παρακαλώ (откройте, вас прошу), ανοιχτέ, τους λέει (откройте, им говорит /царь/), δεν είναι τίποτε (всё в порядке: "/это/ ничего").
Άνοιξαν (открыли). Κείνη που είπε για τα χρυσά παιδιά (та, которая сказала о трёх золотых детях), μόλις είδε το βασιλιά (как только увидела царя), ντροπιάστηκε και πήγε και κρύφτηκε (засмущалась и ушла и спряталась).
– Ανοιχτέ, σας παρακαλώ, ανοιχτέ, τους λέει, δεν είναι τίποτε.
Άνοιξαν. Κείνη που είπε για τα χρυσά παιδιά, μόλις είδε το βασιλιά, ντροπιάστηκε και πήγε και κρύφτηκε.
– Ελάτε δω (идите сюда), τους λέει (им говорит /царь/), μη φοβόσαστε (не бойтесь)! Άνθρωπος είμαι κι εγώ (человек и я). Ποια είπε ότι (которая сказала, что), αν πάρει τον ψωμά το Γιώργο (если выйдет замуж за пекаря Йоргоса), θα χορτάσει ψωμί; (будет наедаться хлебом?)
Εγώ, του λέει η μεγάλη (я, – ему говорит старшая).
Ποια είπε για το χασάπη; (которая сказала о мяснике?)
Εγώ, λέει και η άλλη (я, – говорит и другая).
Ποια είπε ότι θα πάρει το βασιλιά (которая сказала, что выйдет замуж за царя), να του κάνει τα τρία χρυσά παιδιά; (чтобы родить: "сделать" ему три золотых ребёнка?)
Ελάτε δω, τους λέει, μη φοβόσαστε! Άνθρωπος είμαι κι εγώ. Ποια είπε ότι, αν πάρει τον ψωμά το Γιώργο, θα χορτάσει ψωμί;
Εγώ, του λέει η μεγάλη.
Ποια είπε για το χασάπη;
Εγώ, λέει και η άλλη.
Ποια είπε ότι θα πάρει το βασιλιά, να του κάνει τα τρία χρυσά παιδιά;
Λένε (говорят):
– Μη μας παρεξηγείς (не пойми нас неправильно; παρεξηγώ – неправильно понимать, обижаться; παρεξήγηση – недоразумение, обида), είμαστε φτωχές, πεινάμε (/мы/ бедные, голодаем), κι από τη στενοχώρια μας τα λέμε όλα αυτά (и от тяжёлого нашего положения говорим всё это; η στενοχώρια – расстройство, огорчение; тяжёлое положение; грусть, тоска). Συχώρα μας (прости нас)! κι ευτού κλάματα… (и тут слёзы)
Λένε:
– Μη μας παρεξηγείς, είμαστε φτωχές, πεινάμε, κι από τη στενοχώρια μας τα λέμε όλα αυτά. Συχώρα μας! κι ευτού κλάματα…
Πετάγεται η μικρότερη από κει που ήτανε (выскакивает младшая оттуда, где была):
– – Εγώ τα είπα, του λέει, τι τρέχει; (я это сказала, – ему говорит, – в чём дело? τι τρέχει – что здесь происходит? в чём дело?)
Είπες τέτοια κουβέντα; (/ты/ сказала эти слова?)
Ναι (да)!
– Θα τα κάνεις τα τρία χρυσά παιδιά; (родишь: "сделаешь" трёх золотых детей?)
– Θα τα κάνω (их сделаю = рожу)!
– Τοιμάσου, της λέει (готовься, – ей говорит), θα σε πάρω (/я/ тебя возьму /в жёны/).
Πετάγεται η μικρότερη από κει που ήτανε:
Εγώ τα είπα, του λέει, τι τρέχει;
Είπες τέτοια κουβέντα;
Ναι!
Θα τα κάνεις τα τρία χρυσά παιδιά;
Θα τα κάνω!
Τοιμάσου, της λέει, θα σε πάρω.
Ξημερώνει ο Θεός την ημέρα (снова начинает Бог день; ξημερώνω – рассветать), πάει, πιάνει το Γιώργο τον ψωμά (идёт, берёт Йоргоса пекаря), του δίνει λεφτά με το τσουβάλι (ему даёт деньги мешками; το τσουβάλι – мешок; με το τσουβάλι – мешками), την παίρνει τη μεγάλη (/Йоргос/ берёт /в жёны/ старшую). Πιάνει το χασάπη (берёт мясника), του δίνει κι εκείνου (даёт /денег/ и ему), τη δίνει και την άλλη (даёт /ему в жёны/ и другую). Κινάει και της λέει της μάνας του (отправляется и говорит матери своей):
– Εγώ θα σου φέρω (я тебе приведу) μια γυναίκα φτωχιά εδώ στο παλάτι (жену бедную сюда во дворец). Θα μου κάνει τρία χρυσά παιδιά (/она/ мне родит трёх золотых детей)!
Ξημερώνει ο Θεός την ημέρα, πάει, πιάνει το Γιώργο τον ψωμά, του δίνει λεφτά με το τσουβάλι, την παίρνει τη μεγάλη. Πιάνει το χασάπη, του δίνει κι εκείνου, τη δίνει και την άλλη. Κινάει και της λέει της μάνας του:
Εγώ θα σου φέρω μια γυναίκα φτωχιά εδώ στο παλάτι. Θα μου κάνει τρία χρυσά παιδιά!
Τι είπες, παιδάκι μου; (что /ты/ говоришь, деточка моя?) Ποια σε κορόιδεψε; (которая тебя разыграла?; κοροϊδεύω – насмехаться; подшучивать; обманывать)
Αυτό που σου λέω εγώ (слушайся меня: "то, что тебе говорю я")! της λέει (ей говорит).
Πολέμησε η γριά ν' αποφύγει (боролась старуха, чтобы избежать /этого/). Τίποτα (ничего). Την πήρε την κοπέλα (её взял /в жёны/ девушку). Κίνησε έγκυος (стала беременная; κινώ – двигать, приводить в движение; затевать).
Τι είπες, παιδάκι μου; Ποια σε κορόιδεψε;
Αυτό που σου λέω εγώ! της λέει.
Πολέμησε η γριά ν' αποφύγει. Τίποτα. Την πήρε την κοπέλα. Κίνησε έγκυος.
Του 'ρθε χαρτί να πάει στον πόλεμο (ему пришла бумага, чтобы ехал на войну). Πήγε στον πόλεμο (поехал на войну). Προτού να φύγει (прежде чем уехать), της λέει της μάνας του (говорит /царь/ матери своей):
Η γυναίκα μου θα κάνει τρία χρυσά παιδιά (жена моя родит трёх золотых детей). Τα μάτια σου τέσσερα (смотри в оба: "глаз твоих четыре"), τα παιδιά (дети = за детьми)!
Ναι, παιδάκι μου (да, деточка моя). Τι να ειπεί η γριά; (что бы сказала старуха? = что ещё было сказать старухе?)
Του 'ρθε χαρτί να πάει στον πόλεμο. Πήγε στον πόλεμο. Προτού να φύγει, της
λέει της μάνας του:
Η γυναίκα μου θα κάνει τρία χρυσά παιδιά. Τα μάτια σου τέσσερα, τα παιδιά!
Ναι, παιδάκι μου. Τι να ειπεί η γριά;
Μόλις ήρθε ο καιρός (как только пришло время) και γέννησε η γυναίκα του (и родила жена его), τα φτιάνει με τη μαμή (/старуха/ их оставляет на повивальную бабку; φτιάνω – приводить в порядок; делать; заниматься) και πιάνει και του γράφει (и берёт и пишет ему; πιάνω – брать; браться, приниматься). «Η γυναίκα σου», λέει («жена твоя», говорит), «έκανε ένα γατάκι, ένα κουταβάκι κι έναν πετεινό» («родила котёнка, щеночка и петуха»), ενώ αυτή είχε γεννήσει τρία χρυσά παιδιά (тогда как она родила трёх золотых детей). Τα συμφωνάει με τη μαμή (об этом договаривается с повивальной бабкой), τα παίρνει η γριά (их /младенцев/ берёт старуха) και τα πάει (и их несёт) και τα ρίνει σε μια σπηλιά μέσα τα παιδάκια (и бросает в одной пещере внутри деток).
Μόλις ήρθε ο καιρός και γέννησε η γυναίκα του, τα φτιάνει με τη μαμή και πιάνει και του γράφει. «Η γυναίκα σου», λέει, «έκαμε ένα γατάκι, ένα κουταβάκι κι έναν πετεινό», ενώ αυτή είχε γεννήσει τρία χρυσά παιδιά. Τα συμφωνάει με τη μαμή, τα παίρνει η γριά και τα πάει και τα ρίνει σε μια σπηλιά μέσα τα παιδάκια.
Αλλά ήτανε θέλημα Θεού (но была воля Божья) και τα παιδάκια δεν πεθάνανε (и детишки не умерли), εζήσανε (выжили). Ένας τσοπάνης είχε το μαντρί του (один пастух имел загон свой) κάπου εκεί κοντά (где-то там рядом). Μια γίδα ήτανε από το Θεό (одна коза была от Бога) και πήγαινε κάθε μέρα στη σπηλιά (и ходила каждый день в пещеру) και τα βύζαινε τα παιδιά (и кормила детей; βυζαίνω – кормить грудью; сосать грудь; το βυζί – женская грудь; вымя). Δεν κρύωναν το ένα με τ' άλλο (не замерзали один с другим = прижавшись друг к другу) και βύζαιναν και μεγαλώνανε (и ели и росли).
Αλλά ήτανε θέλημα Θεού και τα παιδάκια δεν πεθάνανε, εζήσανε. Ένας τσοπάνης είχε το μαντρί του κάπου εκεί κοντά. Μια γίδα ήτανε από το Θεό και πήγαινε κάθε μέρα στη σπηλιά και τα βύζαινε τα παιδιά. Δεν κρύωναν το ένα με τ' άλλο και βύζαιναν και μεγαλώνανε.
Πάει ο τσοπάνης το βράδυ να την αρμέξει (идёт пастух вечером её доить), στάλα γάλα η γίδα (чуточку молока /даёт/ коза; στάλα – капля; капелька, чуточка; чуть-чуть). Την άλλη μέρα στάλα (на другой день чуть-чуть), την άλλη στάλα (на другой чуть-чуть), τη βύζαιναν τα παιδιά (его /молоко/ высасывали дети). Την παρακολουθεί κι ο τσοπάνης τη γίδα (за ней следует и пастух, за козой), πάει στο σπήλαιο (идёт в пещеру), έλαμπε το σπήλαιο μέσα (светится пещера внутри)! Στην αρχή φοβήθηκε (сначала боялся /пастух/), μετά προχώρησε (потом прошёл), τα βρήκε τα παιδιά (нашёл детей), τα πήρε, τα πήγε στην καλύβα (их взял, из принёс в хижину), τα 'λουσε, τ' άλλαξε (их помыл, их переодел), τα τοίμασε και τα συντηρούσε με τη γυναίκα του (их вырастил: "приготовил" и их содержал с женой его). Είχε και δικά του (имел и своих /детей/), τα μεγάλωσε (их вырастил). Άιντε, χάιντε (потихоньку-полегоньку / время шло; присказка), μεγάλωναν τα παιδιά (вырастали дети).
Πάει ο τσοπάνης το βράδυ να την αρμέξει, στάλα γάλα η γίδα. Την άλλη μέρα στάλα, την άλλη στάλα, τη βύζαιναν τα παιδιά. Την παρακολουθεί κι ο τσοπάνης τη γίδα, πάει στο σπήλαιο, έλαμπε το σπήλαιο μέσα! Στην αρχή φοβήθηκε, μετά προχώρησε, τα βρήκε τα παιδιά, τα πήρε, τα πήγε στην καλύβα, τα 'λουσε, τ' άλλαξε, τα τοίμασε και τα συντηρούσε με τη γυναίκα του. Είχε και δικά του, τα μεγάλωσε. Άιντε, χάιντε, μεγάλωναν τα παιδιά.
«Ένας τσοπάνης βρήκε τρία χρυσά παιδιά, ένας τσοπάνης…» (один пастух нашёл трёх золотых детей, один пастух…), ακούστηκε στη Σπάρτη, στην Τρίπολη
(слышалось в Спарте, в Триполи). Όλοι, λοιπόν, περάσανε από τον τσοπάνη να τα δούνε (все, итак, приходили к пастуху, чтобы их увидеть). Έκανε την προκοπή του ο τσοπάνης (делал успех свой пастух = пастух весьма преуспевал; η προκοπή – преуспеяние, благоденствие; κάνω προκοπή – преуспевать, благоденствовать), άλλοι τον πλήρωναν (одни ему платили), άλλοι του κάναν το τραπέζι, και τα λοιπά (другие его угощали обедом: "ему делали стол", и так далее).
Η γριά, μόλις τ' άκουσε (старуха, едва услышала) ότι ο τσοπάνης βρήκε τρία χρυσά παιδιά (что пастух нашёл трёх золотых детей), τη θέρισε μέσα κι έξω ο φόβος (её стал терзать внутри и снаружи страх).
«Ένας τσοπάνης βρήκε τρία χρυσά παιδιά, ένας τσοπάνης…», ακούστηκε στη Σπάρτη, στην Τρίπολη. Όλοι, λοιπόν, περάσανε από τον τσοπάνη να τα δούνε. Έκανε την προκοπή του ο τσοπάνης, άλλοι τον πλήρωναν, άλλοι του κάναν το τραπέζι, και τα λοιπά.
Η γριά, μόλις τ' άκουσε ότι ο τσοπάνης βρήκε τρία χρυσά παιδιά, τη θέρισε μέσα κι έξω ο φόβος.
Τότε το βασιλόπουλο της λέει (тогда царевич ей говорит):
Μάνα, ξέρεις τι; (мама, знаешь, что?)
Τι, παιδάκι μου; (что, деточка моя?)
Εδώ ένας τσοπάνης βρήκε τρία χρυσά παιδιά (тут один пастух нашёл трёх золотых детей) κι όλοι τους κάνουν το τραπέζι (и все их угощают). Θα τους κάνω κι εγώ (их угощу и я), γιατί είμαι βασιλιάς και πρέπει (потому что я царь и должно).
Τι είπες, παιδάκι μου; (что /ты/ сказал, деточка моя?) Ξέρεις τι δαιμονικά είν' εκεί (знаешь, что /за/ сатанинское там), ξέρεις τι διαόλια είναι; (знаешь, что /за/ дьявольское?)
– Όχι, όχι, μάνα, λέει (нет, нет, мама, – говорит).
Τότε το βασιλόπουλο της λέει:
Μάνα, ξέρεις τι;
Τι, παιδάκι μου;
– Εδώ ένας τσοπάνης βρήκε τρία χρυσά παιδιά κι όλοι τους κάνουν το τραπέζι. Θα τους κάνω κι εγώ,γιατί είμαι βασιλιάς και πρέπει.
Τι είπες, παιδάκι μου; Ξέρεις τι δαιμονικά είν' εκεί, ξέρεις τι διαόλια είναι;
Όχι, όχι, μάνα, λέει.
Εν τω μεταξύ, όμως (между тем, однако), τη μάνα των παιδιώνε (мать детей), τότε που γέννησε τα παιδιά (тогда, когда родила детей) και της τα πετάξανε (и от неё их прогнали), ο βασιλιάς, που του το γράψανε ότι αυτό κι αυτό (царь, которому это написали, что так и так), «διώχτε τη από το σπίτι (изгоните её из дома)», είπε, «και βάλτε τη κάτω στους κήπους (сказал, и бросьте = отправьте её вниз, в сады), να φυλάει τους αραπόκοτους, τους γάλους (чтобы стерегла индюков; ο αραπόκοτος /αράπης – чёрный + η κότα – курица / = ο γάλ(λ)ος – индюк)».
Εν τω μεταξύ, όμως, τη μάνα των παιδιώνε, τότε που γέννησε τα παιδιά και της τα πετάξανε, ο βασιλιάς, που του το γράψανε ότι αυτό κι αυτό, «διώχτε τη από το σπίτι», είπε, «και βάλτε τη κάτω στους κήπους, να φυλάει τους αραπόκοτους, τους γάλους».
Ε, αφού επίμενε ο βασιλιάς (и, поскольку настаивал царь) να τους κάνει το τραπέζι (чтобы /он/ их угостил), η γριά δεν μπορούσε να τ' αποφύγει (старуха не могла этого избежать).
– Θα 'ρθουμε (/мы/ придём), τους λέει ο βοσκός (им говорит пастух), αφέντη βασιλέα (хозяин царь), αλλά όσους είναι σπίτι σου (но сколько есть в доме твоём /людей/) να τους έχεις όλους στο τραπέζι (пусть /ты/ их имеешь всех за столом = пусть все они будут за столом). Ακούς, λέει, όλους (слышишь, говорит, всех)!
Ε, αφού επίμενε ο βασιλιάς να τους κάνει το τραπέζι, η γριά δεν μπορούσε να τ' αποφύγει.
– Θα 'ρθουμε, τους λέει ο βοσκός, αφέντη βασιλέα, αλλά όσους είναι σπίτι σου να τους έχεις όλους στο τραπέζι. Ακούς, λέει, όλους!
Ετοιμάζονται, λοιπόν (готовятся, итак), ο τσοπάνης με τα παιδάκια να πάνε (пастух с детишками, чтобы идти). Τοιμάστηκαν τα φαγητά (приготовили еду), τη μάνα τους όμως δεν τη φέρανε στο τραπέζι (мать их, однако, не привели за стол).
– Φάτε, παιδιά (ешьте, дети)! Λέει ο βοσκός (говорит пастух):
– Δεν τους έχεις όλους στο τραπέζι (не имеешь их всех за столом = не все за столом).
Ετοιμάζονται, λοιπόν, ο τσοπάνης με τα παιδάκια να πάνε. Τοιμάστηκαν τα φαγητά, τη μάνα τους όμως δεν τη φέρανε στο τραπέζι.
Φάτε, παιδιά! Λέει ο βοσκός:
Δεν τους έχεις όλους στο τραπέζι.
– Όλους τους έχουμε (всех имеем = все здесь), εδώ είναι και οι υπερέτες (здесь и слуги).
– Δεν τους έχεις όλους (здесь не все).
– Έχουμε, λέει (имеем, говорит = у нас есть, говорит), μια γυναίκα που φυλάει τους αραπόκοτους κάτω (женщина, которая стережёт индюков внизу) κι είναι στα χάλια της (и /она/ себя плохо чувствует; το χάλι – тяжёлое состояние).
Κι αυτή, λέει, πρέπει να 'ρθει (и она, – говорит, – должна прийти).
Όλους τους έχουμε, εδώ είναι και οι υπερέτες.
Δεν τους έχεις όλους.
– Έχουμε, λέει, μια γυναίκα που φυλάει τους αραπόκοτους κάτω κι είναι στα χάλια της.
– Κι αυτή, λέει, πρέπει να 'ρθει.
Στέλνει λοιπόν ο βασιλιάς τους δούλους (посылает, итак, царь слуг), τη λούσανε, την άλλαξαν (её моют, её одевают), την πήγαν, την κουρούνα (её приводят, злополучную; η κουρούνα – ворона). Έκατσε στο τραπέζι (села за стол). Κάναν το σταυρό τους τα παιδιά, άρχισαν (сделали крест свой дети = перекрестились, начали).
Μόλις κάρφωσαν την πρώτη μπουκιά (едва сделали = отрезали первый кусок), την παίρνει το 'να, της τη δίνει (ей берёт /кусок/ один = первый ребёнок, ей его даёт). Κείνη, όπως ήταν απ' τους αραπόκοτους κάτω (та, как была от индюков снизу), κλουπ, έφαε τη μερίδα (раз, и съела порцию). Καρφώνει τη ο δεύτερος (отрезает ей и второй /ребёнок/), της τη δίνει (ей её /т.е. порцию/ даёт). Την τρώει κι εκείνη (ест и ту /порцию/ она). Και το κοριτσάκι της έδωσε κι εκείνο (и девушка /служанка/ ей дала и та = дала ей порцию и девушка; το κοριτσάκι – девчонка, девушка). Της βάζουν και κρασί (ей наливают и вина), το πρώτο το ποτήρι της στάλα (в первый кубок её чуть-чуть; η στάλα – капля), το δεύτερο στάλα, το τρίτο στάλα (/во/ второй чуть-чуть, /в/ третий чуть-чуть).
Στέλνει λοιπόν ο βασιλιάς τους δούλους, τη λούσανε,την άλλαξαν, την πήγαν, την κουρούνα. Έκατσε στο τραπέζι. Κάμαν το σταυρό τους τα παιδιά, άρχισαν.
Μόλις κάρφωσαν την πρώτη μπουκιά, την παίρνει το 'να, της τη δίνει. Κείνη, όπως ήταν απ' τους αραπόκοτους κάτω, κλουπ, έφαε τη μερίδα. Καρφώνει τη ο δεύτερος, της τη δίνει. Την τρώει κι εκείνη. Και το κοριτσάκι της έδωσε κι εκείνο. Της βάζουν και κρασί, το πρώτο το ποτήρι της στάλα, το δεύτερο στάλα, το τρίτο στάλα.
Η γριά πλια από την κακία της (старуха уже от злобы своей) δεν μπόρεσε να κρατήσει και λέει (не могла сдержаться и говорит):
– Κόρακας, ντε (вороны, эх; κόρακας – ругательство, наподобие "чтоб вас", подразумевается: "идите к воронам")! Πώς τα χώρεσε η κοιλιά σου όλα (как вместило чрево твоё всё), και τις μερίδες και το κρασί; (и порции /еды/ и вино?)
Λένε (говорят /дети/):
– Άκου να σου πούμε, γιαγιά (слушай, /что мы/ тебе скажем, бабушка), τις μερίδες και τα ποτήρια πώς τα χώρεσε η κοιλιά της; (порции /еды/ и кубки, как их вместило чрево её?) Εμάς πώς μας χώρεσε η κοιλιά της μάνας μας; (нас, как нас вместило чрево матери нашей?)
Η γριά πλια από την κακία της δεν μπόρεσε να κρατήσει και λέει:
– Κόρακας, ντε! Πώς τα χώρεσε η κοιλιά σου όλα, και τις μερίδες και το κρασί;
Λένε:
– Άκου να σου πούμε, γιαγιά, τις μερίδες και τα ποτήρια πώς τα χώρεσε η κοιλιά της; Εμάς πώς μας χώρεσε η κοιλιά της μάνας μας;
Τότε εμίλησαν πλια και λένε (тогда заговорили уже и сказали):
– Αυτή είναι η μάνα μας (это мама наша), που μας εγέννησε (которая нас родила), και η γιαγιά μας μας επήγε στο σπήλαιο (и бабушка наша нас отнесла в пещеру).
Την έπιασε ο βασιλιάς (её схватил царь) και την έκανε κομματάκια (и из неё сделал кусочки)!
Κι έζησαν κείνοι καλά κι εμείς καλύτερα… (и жили они хорошо, и мы /ещё/ лучше)
Τότε εμίλησαν πλια και λένε:
– Αυτή είναι η μάνα μας, που μας εγέννησε, και η γιαγιά μας μας επήγε στο σπήλαιο.
Την έπιασε ο βασιλιάς και την έκανε κομματάκια! Κι έζησαν κείνοι καλά κι εμείς καλύτερα…