![](/files/books/160/oblozhka-knigi-novogrecheskie-narodnye-skazki-i-legendy-132226.jpg)
Текст книги "Новогреческие народные сказки и легенды"
Автор книги: Н. Самохвалова
Жанр:
Иностранные языки
сообщить о нарушении
Текущая страница: 3 (всего у книги 13 страниц)
Νικόλας ο Βιολιτζής (Никόлас скрипач; το βιολί – скрипка)
Ζούσε μια φορά (жил один раз = однажды), τα χρόνια εκείνα τα παλιά (в времена те давние), ένας βιολιτζής που τον έλεγαν Νικόλα (скрипач, которого звали Николас). Γύριζε στα πανηγύρια (приходил на праздники; γυρίζω – возвращаться; бродить, гулять) κι έπαιζε το βιολί του (и играл на скрипке своей) για να βγάλει μεροκάματο ο φτωχός (чтобы заработал дневной заработок бедняк /Николас/; βγάζω).
Ζούσε μια φορά, τα χρόνια εκείνα τα παλιά, ένας βιολιτζής που τον έλεγαν Νικόλα. Γύριζε στα πανηγύρια κι έπαιζε το βιολί του για να βγάλει μεροκάματο ο
φτωχός.
Μια Κυριακή πρωί (в одно воскресенье утром), καθώς πήγαινε σ' ένα πανηγύρι (когда шёл на праздник), δυο ώρες δρόμο με τα πόδια (два часа пути пешком: "с ногами"), πήρε το μάτι του (заметил: "взял глаз его") κάτω στη ρεματιά ένα καλύβι (внизу в овраге хижину). Περίεργο, πώς δεν το 'χε ξαναδεί; (любопытно, как её не видел /раньше/; ξαναβλέπω – видеть снова) Τόσες φορές τον περπάτησε αυτόν το δρόμο (/он/ столько раз по ней проходил, по этой дороге). Πήρε τον κατήφορο (спустился; παίρνω τον κατήφορο – спускаться; ο κατήφορος – спуск, склон) γεμάτος περιέργεια (исполненный любопытства; γεμάτος – полный) και χτύπησε την πόρτα (и постучал в дверь) να δει ποιος μένει μέσα (чтобы увидеть, кто живёт внутри).
Μια Κυριακή πρωί, καθώς πήγαινε σ' ένα πανηγύρι, δυο ώρες δρόμο με τα πόδια, πήρε το μάτι του κάτω στη ρεματιά ένα καλύβι. Περίεργο, πώς δεν το 'χε ξαναδεί; Τόσες φορές τον περπάτησε αυτόν το δρόμο. Πήρε τον κατήφορο γεμάτος περιέργεια και χτύπησε την πόρτα να δει ποιος μένει μέσα.
Του άνοιξε ένας καλόγερος (ему открыл /дверь/ монах).
Καλώς τον (добро пожаловать)! Περνά μέσα να ξαποστάσεις (проходи внутрь, отдохни), του είπε (ему сказал).
Ώρα καλή σου ("время доброе тебе" = дай тебе Бог здоровья; вообще пожелание счастья /благополучия, доброй дороги и пр.), γέροντα (старче). Είμαι ο Νικόλας ο βιολιτζής (я Николас скрипач). Πάω για την Περαχώρα (иду в Перахора; досл.: "Дальнее место, Дальний край"), να παίξω στο πανηγύρι (чтобы играть на празднике).
Δε μου παίζεις κι εμένα κάτι (не сыграешь и мне что-нибудь), ν' αγαλλιάσει η ψυχή μου; (чтобы порадовалась душа моя? αγαλλιώ – ликовать, очень сильно радоваться) του είπε ο καλόγερος (ему сказал монах).
Του άνοιξε ένας καλόγερος.
Καλώς τον! Περνά μέσα να ξαποστάσεις, του είπε.
Ώρα καλή σου, γέροντα. Είμαι ο Νικόλας ο βιολιτζής. Πάω για την Περαχώρα, να παίξω στο πανηγύρι.
Δε μου παίζεις κι εμένα κάτι, ν' αγαλλιάσει η ψυχή μου; του 'πε ο καλόγερος.
Κι ο Νικόλας του 'παιξε ένα σκοπό με το βιολί του (и Николас ему сыграл мелодию на своей скрипке).
– Να είσαι καλά (пусть у тебя всё будет хорошо), άνθρωπε μου (человек мой). Πάρε κι αυτό για τον κόπο σου (возьми и это за труд твой), είπε ο καλόγερος και του έδωσε μια λίρα (сказал монах и ему дал лиру).
Μια λίρα για ένα σκοπό (лира за одну мелодию)! Ο Νικόλας έμεινε με το στόμα ανοιχτό (Николас остался с ртом открытым). Την άλλη Κυριακή ο δρόμος έφερε το Νικόλα (в следующее воскресенье дорога принесла Николаса = привела) και πάλι απ' τα μέρη του καλόγερου (и опять в местность монаха). Μια και δυο του ξαναχτυπά την πόρτα (сразу ему снова постучал в дверь; ξανα – снова, χτυπώ – бить, стучать).
Κι ο Νικόλας του 'παιξε ένα σκοπό με το βιολί του.
– Να 'σαι καλά, άνθρωπε μου. Πάρε κι αυτό για τον κόπο σου, είπε ο καλόγερος και του έδωσε μια λίρα.
Μια λίρα για ένα σκοπό! Ο Νικόλας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Την άλλη Κυριακή ο δρόμος έφερε το Νικόλα και πάλι απ' τα μέρη του καλόγερου. Μια και δυο του ξαναχτυπά την πόρτα.
Να σου παίξω ένα σκοπό, γέροντα (я тебе сыграю мелодию, старче), ν' αγαλλιάσει η ψυχή σου; (чтобы порадовалась душа твоя?)
Ο Θεός σ' έστειλε τώρα (Бог тебя послал сейчас) που είμαι κουρασμένος (когда я усталый). Παίξε και να 'χεις την ευχή μου (сыграй и благословляю тебя: "пусть ты имеешь моё благословение"), αποκρίθηκε ο γέροντας (ответил старец).
Τότε ο Νικόλας έπιασε ένα σκοπό κι ο γέροντας καταυχαριστήθηκε (тогда Николас сыграл мелодию, и старец очень обрадовался).
– Να 'σαι καλά (пусть у тебя всё будет хорошо) κι αγαλλίασε η ψυχή μου (и порадовалась душа моя), είπε ο καλόγερος και του 'δωσε άλλη μια λίρα χρυσή (сказал монах и ему дал ещё одну лиру золотую).
Μια λίρα το σκοπό (лира /за/ мелодию)! Ο Νικόλας πέταξε από χαρά (Николас летал от радости).
– Να σου παίξω ένα σκοπό,γέροντα, ν' αγαλλιάσει η ψυχή σου;
– Ο Θεός σ' έστειλε τώρα που είμαι κουρασμένος. Παίξε και να 'χεις την ευχή μου, αποκρίθηκε ο γέροντας.
Τότε ο Νικόλας έπιασε ένα σκοπό κι ο γέροντας καταυχαριστήθηκε.
– Να 'σαι καλά κι αγαλλίασε η ψυχή μου, είπε ο καλόγερος και του 'δωσε άλλη μια λίρα χρυσή.
Μια λίρα το σκοπό! Ο Νικόλας πέταξε από χαρά.
Πέρασε καιρός πολύς (прошло время многое = прошло много времени) κι είπε να ξαναπάει (и подумал снова пойти; λέγω – говорить; думать, полагать)
μπας και βρει τον καλόγερο (может быть, и найдёт монаха) ο Νικόλας. Χτύπησε, ξαναχτύπησε (стучал, снова стучал), τίποτα, ούτε φωνή (ничего /не услышал в ответ/, ни звука). Παίρνει την απόφαση (принимает решение) κι ανοίγει την πόρτα (и открывает дверь). Τι να δει (что же он видит)! Πάνω στο κρεβάτι (сверху на кровати) τα κόκαλα του καλόγερου (кости монаха). Ποιος ξέρει πότε πέθανε ο δύστυχος (кто знает, когда умер несчастный) και κανείς δεν πήρε χαμπάρι (и никто /об этом/ не узнал; το χαμπάρι – новость, известие; παίρνω χαμπάρι – разузнавать; δεν έχω / παίρνω χαμπάρι – понятия не имею).
Πέρασε καιρός πολύς κι είπε να ξαναπάει μπας και βρει τον καλόγερο ο Νικόλας. Χτύπησε, ξαναχτύπησε, τίποτα, ούτε φωνή. Παίρνει την απόφαση κι ανοίγει την πόρτα. Τι να δει! Πάνω στο κρεβάτι τα κόκαλα του καλόγερου. Ποιος ξέρει πότε πέθανε ο δύστυχος και κανείς δεν πήρε χαμπάρι.
Θεοσεβούμενος ο Νικόλας (благочестивый Николас), πάει βρίσκει ένα σακί (идёт находит мешок), μαζεύει ευλαβικά τα κόκαλα (собирает благочестиво кости), τα φορτώνει (их уносит; φορτώνω – грузить, нагружать, взваливать) και τα θάβει στην αυλή του σπιτιού του (и их хоронит в дворе дома своего). Πάνω στο χρόνο (через какое-то время) φυτρώνει εκεί μια μηλιά (выросла там яблоня), μα τι μηλιά (но какая яблоня)! Μηλιά με χρυσά μήλα (яблоня с золотыми яблоками)! Μήλα μάζευε ο Νικόλας (яблоки собирал Николас), χρυσάφι έβγαζε (золото выделял /из них/)! Κι από βιολιτζής έγινε άρχοντας (и из скрипача стал богачом; ο άρχοντας – правитель; барин; богач)! Μα το μυστικό, μυστικό (но секрет, секрет)! Τάφος (могила)! Ούτε η Νικόλαινα δεν το 'ξερε (даже жена Николаса не это знала = этого не знала).
Θεοσεβούμενος ο Νικόλας, πάει βρίσκει ένα σακί, μαζεύει ευλαβικά τα κόκαλα, τα φορτώνει και τα θάβει στην αυλή του σπιτιού του. Πάνω στο χρόνο φυτρώνει εκεί μια μηλιά, μα τι μηλιά! Μηλιά με χρυσά μήλα! Μήλα μάζευε ο Νικόλας, χρυσάφι έβγαζε! Κι από βιολιτζής έγινε άρχοντας! Μα το μυστικό, μυστικό! Τάφος! Ούτε η Νικόλαινα δεν το 'ξερε.
Πες μου, Νικόλα, τι μηλιά είν' αυτή; (скажи мне, Николас, что это за яблоня?)
Δεν είναι δουλειά σου, γυναίκα ("не работа твоя, жена" = не твоё дело, жена), απαντούσε ο Νικόλας (отвечал Николас).
Πες, πες (мало-помалу), όμως, τον κατάφερε (однако, его уговорила) και της είπε το μυστικό (и ей сказала тайну). Γυναίκα ήταν (/она/ женщина была), καυχησιάρα ήταν (хвастливая была), δεν άντεξε (не удержалась; αντέχω – выдержать, устоять). Το 'πε το μυστικό (сказала тайну). Το 'πε στη γυναίκα του Σάββα του σαράφη (сказала жене Саввы-менялы). Το 'μαθε κι ο Σάββας (это узнал и Савва) και μια και δυο πάει στο Νικόλα (и тотчас идёт к Николасу).
Πες μου, Νικόλα, τι μηλιά είν' αυτή;
Δεν είναι δουλειά σου, γυναίκα, απαντούσε ο Νικόλας.
Πες, πες, όμως, τον κατάφερε και της είπε το μυστικό. Γυναίκα ήταν, καυχησιάρα ήταν, δεν άντεξε. Το 'πε το μυστικό. Το 'πε στη γυναίκα του Σάββα του σαράφη. Το 'μαθε κι ο Σάββας και μια και δυο πάει στο Νικόλα.
Το 'μαθα το μυστικό (узнал тайну)! Ξέρω τι έσπειρες και φύτρωσε η μηλιά (знаю, что /ты/ посеял, и выросла яблоня)!
Δεν ξέρεις (не знаешь) κι ούτε πρόκειται να μάθεις (и даже речи не идёт, чтоб /ты/ узнал; πρόκειται για – речь идёт о…; дело в том, что…), χτυπιόταν ο Νικόλας (бросил Николас; χτυπώ – бить; резко отвечать).
Στοίχημα το βίος μου (спорим на состояние моё; στοίχημα – пари; спор, заклад), του απαντάει ο Σάββας (ему отвечает Савва) και ο Νικόλας δέχεται το στοίχημα (и Николас принимает пари).
Τα κόκαλα του καλόγερου έθαψες (кости монаха похоронил) και, αν θες, σκάβουμε στη ρίζα (и, если хочешь, будем копать у корня) και τα βρίσκουμε, καυχήθηκε ο Σάββας (и их найдём, – похвастался Савва).
Το 'μαθα το μυστικό! Ξέρω τι έσπειρες και φύτρωσε η μηλιά!
Δεν ξέρεις κι ούτε πρόκειται να μάθεις, χτυπιόταν ο Νικόλας.
Στοίχημα το βίος μου, του απαντάει ο Σάββας και ο Νικόλας δέχεται το στοίχημα.
Τα κόκαλα του καλόγερου έθαψες και, αν θες, σκάβουμε στη ρίζα και τα βρίσκουμε, καυχήθηκε ο Σάββας.
Έπεσε να πεθάνει ο Νικόλας (упал умереть Николас = страшно огорчился). Τα 'βαλε με τη Νικόλαινα (стал спорить с женой). Μα ποιο το όφελος; ("но какая польза" = и что с того?) Πάει το βίος, πάνε και τα μήλα (уходит состояние, уходит и богатство). Όλα ανήκαν πλέον στο Σάββα (всё принадлежит уже Савве)… Πήρε των ομματίων του κι έφυγε (ушёл с глаз долой и уехал; παίρνω των ομματίων μου – уходить с глаз долой). Έφυγε πολύ μακριά (уехал очень далеко) να βρει την τύχη του (чтобы найти судьбу свою; η τύχη – судьба, участь; удача; случай). Ποια τύχη όμως; (какую судьбу, однако?) Μια φορά σου χτυπάει την πόρτα (однажды тебе стучит в дверь /судьба/).
Ένα απομεσήμερο (однажды после полудня: "в один после полудня"), κει που έπαιζε το βιολί του λυπητερά (когда играл на скрипке своей печально; εκεί / κει – там, туда; εκεί / κει που – когда, в то время как), ήρθε και κάθισε πάνω στο δοξάρι ένας παπαγάλος (пришёл = прилетел и сел сверху на смычок попугай).
Έπεσε να πεθάνει ο Νικόλας. Τα 'βαλε με τη Νικόλαινα. Μα ποιο το όφελος; Πάει το βίος, πάνε και τα μήλα. Όλα ανήκαν πλέον στο Σάββα… Πήρε των ομματίων του κι έφυγε. Έφυγε πολύ μακριά να βρει την τύχη του. Ποια τύχη όμως; Μια φορά σου χτυπάει την πόρτα.
Ένα απομεσήμερο, κει που έπαιζε το βιολί του λυπητερά, ήρθε και κάθισε πάνω στο δοξάρι ένας παπαγάλος.
Δε σε βλέπω καλά, αφεντικό (с тобой что-то не так, хозяин: "не вижу тебя хорошо / в порядке"), είπε με ανθρώπινη λαλιά ο παπαγάλος (сказал человеческим голосом попугай).
Το και το (так и так), πιάνει και του τα ιστορεί όλα ο Νικόλας (берёт и ему рассказывает всё Николас) κι αλάφρωσ' η καρδιά του (и успокаивается сердце его; αλαφρώνω – облегчать; успокаивать; αλαφρύς – лёгкий).
– Έννοια σου, αφεντικό (не беспокойся, хозяин; έννοια – забота, хлопоты). Πάρε με μαζί σου (возьми меня с собой) και θα τον κανονίσουμε το Σάββα το σαράφη (и /мы/ ему устроим, Савве-меняле; κανονίζω – упорядочивать; образумливать; θα σε κανονίζω – я тебе задам, я тебе всыплю).
– Δε σε βλέπω καλά, αφεντικό, είπε με ανθρώπινη λαλιά ο παπαγάλος.
– Το και το, πιάνει και του τα ιστορεί όλα ο Νικόλας κι αλάφρωσ' η καρδιά του.
– Έννοια σου, αφεντικό. Πάρε με μαζί σου και θα τον κανονίσουμε το Σάββα το σαράφη.
Έτσι είπε ο παπαγάλος (так сказал попугай) και του ψιθύρισε κάτι στ' αυτί (и ему прошептал что-то на ухо). Τι του είπε; (что ему сказал?) Πού να ξέρω κι εγώ (понятия не имею и я). Ο Νικόλας πάντως ξαστέρωσε (Николас, во всяком случае, обрадовался; ξαστερώνω – проясняться (о погоде); становиться чистым, прозрачным), γέλασε το χείλι του (улыбнулся рот его; το χείλι – губа; уста) κι αμέσως, μπροστά αυτός με το βιολί του (и тотчас, впереди он со скрипкой его), πίσω ο παπαγάλος (сзади попугай), πήραν το δρόμο του γυρισμού (отправились в обратный путь: "взяли дорогу возвращения"). Σαν κοντοζύγωσαν στο χωριό (когда приблизились к деревне; κοντοζυγώνω – близко подходить, вплотную приближаться), του λέει ο παπαγάλος (ему говорит попугай):
– Όπως είπαμε, αφεντικό (как сказали, хозяин = как договорились, хозяин). Κρύψε με τώρα στο σακί (спрячь меня теперь в мешок) και τ' άλλα άσ' τα σ' εμένα (а остальное, оставь это мне; άσε – дай, оставь; άσ' τα – оставь это, пусть это остаётся).
Έτσι είπε ο παπαγάλος και του ψιθύρισε κάτι στ' αυτί. Τι του είπε; Πού να ξέρω κι εγώ. Ο Νικόλας πάντως ξαστέρωσε, γέλασε το χείλι του κι αμέσως, μπροστά αυτός με το βιολί του, πίσω ο παπαγάλος, πήραν το δρόμο του γυρισμού. Σαν κοντοζύγωσαν στο χωριό, του λέει ο παπαγάλος:
– Όπως είπαμε, αφεντικό. Κρύψε με τώρα στο σακί και τ' άλλα άσ'τα σ' εμένα.
Τον κρύβει ο Νικόλας στο σακί (его прячет Николас в мешок), το δένει από πάνω (его завязывает сверху) και τραβάει γραμμή στο σπίτι του Σάββα του σαράφη (и держит путь к дому Саввы-менялы).
Ήρθα να πάρω το βίος μου πίσω, του λέει (/я/ пришёл взять моё богатство назад, – ему говорит).
Να 'σαι καλά, Νικόλα (будь здоров, Николас: "пусть /ты/ будешь хорошо"), μ' έκανες και γέλασα (/ты/ меня насмешил), του απαντάει ο Σάββας (ему отвечает Савва).
Τον κρύβει ο Νικόλας στο σακί, το δένει από πάνω και τραβάει γραμμή στο σπίτι του Σάββα του σαράφη.
Ήρθα να πάρω το βίος μου πίσω, του λέει.
Να 'σαι καλά, Νικόλα, μ' έκανες και γέλασα, του απαντάει ο Σάββας.
Πάμε ξανά ένα στοίχημα (заключим: "пойдём" снова пари), τι έχω μέσα στο σακί; (что имею внутри мешка? = что у меня в мешке?) Αν χάσω (если проиграю), σου δίνω ό (тебе даю то), τι έβγαλα τόσον καιρό στα ξένα (что получил / заработал за столько времени на чужбине). Αν κερδίσω (если выиграю), μου δίνεις το βίος μου πίσω (мне даёшь богатство моё обратно), του λέει ο Νικόλας (ему говорит Николас).
Κι ο Σάββας δέχτηκε το στοίχημα (и Савва принял пари).
Μαζεύτηκε κόσμος την άλλη μέρα (собрался народ на следующий день) στην πλατεία για να δουν (на площади, чтобы посмотреть) ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει (кто выиграет и кто проиграет).
– Πάμε ξανά ένα στοίχημα, τι έχω μέσα στο σακί; Αν χάσω, σου δίνω ό, τι έβγαλα τόσον καιρό στα ξένα. Αν κερδίσω, μου δίνεις το βίος μου πίσω, του λέει ο Νικόλας.
Κι ο Σάββας δέχτηκε το στοίχημα.
Μαζεύτηκε κόσμος την άλλη μέρα στην πλατεία για να δουν ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει.
– Πάει ο καημένος ο Νικόλας (идёт несчастный Николас), του σάλεψε (/он/ сошёл с ума; σαλεύω – двигать; σάλεψε το μυαλό του – он сошёл с ума), έλεγαν μεταξύ τους (говорили между собой: "между ними").
– Τι το 'βαλε το στοίχημα; (на что поставил пари? = на что он спорил?)
Γάτα είναι στο σακί (кошка в мешке). Δεν την ακούει; (/разве/ не слышишь её?) Ως πέρα ακούγεται το νιαούρισμα (издалека слышится мяуканье).
Μη, Νικόλα μου, του φώναζε η Νικόλαινα (нет, Николас мой, – ему закричала жена). Κράτα αυτά που έβγαλες στα ξένα (сохрани то, что приобрёл на чужбине; κρατώ – держать; удерживать) κι άσ' το να πάει στο καλό (и будь что будет: «оставь это идти к хорошему»).
Πάει ο καημένος ο Νικόλας, του σάλεψε, έλεγαν μεταξύ τους.
Τι το 'βαλε το στοίχημα;
Γάτα είναι στο σακί. Δεν την ακούει; Ως πέρα ακούγεται το νιαούρισμα.
– Μη, Νικόλα μου, του φώναζε η Νικόλαινα. Κράτα αυτά που έβγαλες στα ξένα κι άσ' το να πάει στο καλό.
Ο Νικόλας ατάραχος (Николас /оставался/ невозмутимый), δεκάρα δεν έδινε (не обращал внимания; η δεκάρα – монета в 10 лепт; небольшая сумма денег; δεκάρα δε δίνω – мне до этого дела нет, меня это не касается; гроша ломаного не дам).
– Λοιπόν, Σάββα, τι έχει μέσα το σακί; (итак, Савва, что имеет внутри мешка? = что у Николаса в мешке?)
Κι ο Σάββας γελώντας κοροϊδευτικά (и Савва, улыбаясь насмешливо, /говорит/):
– Γάτα έχει (кошку имеет = кошка у него там). Ξέρεις άλλο ζώο να νιαουρίζει; (знаешь другое животное, чтобы мяукало?)
– Πώς δεν ξέρω! Για δες! (как не знаю = как не знать! Вот, посмотри / давай, посмотри!)
Ο Νικόλας ατάραχος, δεκάρα δεν έδινε.
Λοιπόν, Σάββα, τι έχει μέσα το σακί; Κι ο Σάββας γελώντας κοροϊδευτικά:
Γάτα έχει. Ξέρεις άλλο ζώο να νιαουρίζει;
Πώς δεν ξέρω! Για δες!
Και φραπ! (и – раз!) Ανοίγει το σακί (открывает мешок) και πετιέται από μέσα ο παπαγάλος (и вылетает изнутри попугай)!
– Να σου γίνει μάθημα (пусть тебе станет уроком)! Να σου γίνει μάθημα! Να σου γίνει μάθημα, κυρ Σάββα, είπε ο παπαγάλος (пусть тебе станет уроком, господин Савва, сказал попугай) και του 'ριξε μια κουτσουλιά κατευθείαν στο μουστάκι (и ему сбросил помёт прямо на усы).
Ο Νικόλας, λοιπόν, πήρε πίσω το βίος του (Николас, итак, взял обратно имущество своё) κι η Νικόλαινα έκλεισε για καλά το στόμα της (и его жена закрыла как следует рот свой; για καλά – здорово, сильно, основательно). Κι ο παπαγάλος έζησε μαζί τους (и попугай жил с ними) ζωή χαρισάμενη (жизнью прекрасной) κι εμείς ακόμα καλύτερη (и мы ещё лучше).
Και φραπ! Ανοίγει το σακί και πετιέται από μέσα ο παπαγάλος!
– Να σου γίνει μάθημα! Να σου γίνει μάθημα! Να σου γίνει μάθημα, κυρ Σάββα, είπε ο παπαγάλος και του 'ριξε μια κουτσουλιά κατευθείαν στο μουστάκι.
Ο Νικόλας, λοιπόν, πήρε πίσω το βίος του κι η Νικόλαινα έκλεισε για καλά το στόμα της. Κι ο παπαγάλος έζησε μαζί τους ζωή χαρισάμενη κι εμείς ακόμα καλύτερη.
Τα δώρα της βασιλοπούλας. (подарки царевны = для царевны)
Ζούσε μια φορά ένας άρχοντας (жил однажды: "один раз" богач) που είχε τρεις γιους (который имел трёх сыновей). Ήταν τρία παλικάρια (были три мόлодца), σαν τα κρύα τα νερά (как холодные воды), το ένα καλύτερο απ' το άλλο (один красивее другого).
Τα χρόνια περνούσαν (время шло) κι ο άρχοντας καταλάβαινε (и богач понимал) πως έπρεπε να παντρέψει τα παιδιά του (что нужно женить детей его), να δει κι αυτός εγγόνια (чтобы увидел и он внуков).
Πιάνει τον πρώτο, τον μεγαλύτερο και του λέγει (берёт = зовёт первого, старшего, и ему говорит):
Ζούσε μια φορά ένας άρχοντας που είχε τρεις γιους. Ήταν τρία παλικάρια, σαν τα κρύα τα νερά, το ένα καλύτερο απ' το άλλο.
Τα χρόνια περνούσαν κι ο άρχοντας καταλάβαινε πως έπρεπε να παντρέψει τα παιδιά του, να δει κι αυτός εγγόνια.
Πιάνει τον πρώτο, τον μεγαλύτερο και του λέγει:
– Άιντε, γιε μου (давай-ка, сын мой), να βρούμε μια νύφη να σε παντρέψουμε (найдём невесту, чтобы тебя женить), να πάρουν σειρά τ' αδέρφια σου (чтобы заняли очередь братья твои = чтобы следующими были братья твои).
Την κόρη του βασιλιά θέλω, πατέρα (дочь царя хочу /в жёны/, отец). Ή αυτήν ή καμιά άλλη (или её или никакую другую).
Πήραν τα μυαλά σου αέρα; (ты зазнался?: "взяли мозги твои воздух?") Εμείς δεν είμαστε βασιλιάδες (мы не цари) για να πάρουμε νύφη βασιλοπούλα (чтобы брать невесту царевну).
Άιντε, γιε μου, να βρούμε μια νύφη να σε παντρέψουμε, να πάρουν σειρά τ' αδέρφια σου.
– Την κόρη του βασιλιά θέλω, πατέρα. Ή αυτήν ή καμιά άλλη.
– Πήραν τα μυαλά σου αέρα; Εμείς δεν είμαστε βασιλιάδες για να πάρουμε νύφη βασιλοπούλα.
Πάει πιάνει τον δεύτερο (идёт берёт второго = царь зовёт второго сына).
Γιε μου (сын мой), κάνε εσύ την αρχή (сделай ты начало = начни ты), μια κι ο μεγάλος είναι κοκορόμυαλος (раз уж старший /сын/ – легкомысленный; μια και – раз, если; ο κόκ(κ)ορας – петух, το μυαλό – мозг, ум) και μεγαλοπιάνεται (и заносится; μεγαλοπιάνομαι – важничать, чваниться).
Την κόρη του βασιλιά θέλω, πατέρα (дочь царя хочу, отец). Ή αυτήν ή καμία άλλη (или её или никакую другую).
Βρε, κακό που με βρήκε (эх, вот горе-то на мою голову: "зло, которое меня нашло")! Παρ' τον έναν (схвати одного) και χτύπα τον άλλο (и побей другого)! φώναξε ο πατέρας (закричал отец).
Πάει πιάνει τον δεύτερο.
Γιε μου, κάνε εσύ την αρχή, μια κι ο μεγάλος είναι κοκορόμυαλος και μεγαλοπιάνεται.
Την κόρη του βασιλιά θέλω, πατέρα. Ή αυτήν ή καμία άλλη.
Βρε, κακό που με βρήκε! Παρ' τον έναν και χτύπα τον άλλο! φώναξε ο πατέρας.
Ήρθε κι η σειρά του τρίτου του μικρότερου (пришла и очередь третьего, младшего).
– Βρε, μπας κι είσαι κι εσύ (эй, может, и ты) σαν τ' αδέρφια σου (как братья твои) κι έχεις βάλει στο μάτι τη βασιλοπούλα; (и положил глаз на царевну? "и положил в глаз царевну?")
– Ή αυτήν ή καμιά άλλη, αποκρίθηκε ο τρίτος (или её или никакую другую, – ответил третий).
Ήρθε κι η σειρά του τρίτου του μικρότερου.
– Βρε, μπας κι είσαι κι εσύ σαν τ' αδέρφια σου κι έχεις βάλει στο μάτι τη βασιλοπούλα;
– Ή αυτήν ή καμιά άλλη, αποκρίθηκε ο τρίτος.
Μεγάλους μπελάδες έβαλε ο άρχοντας στο κεφάλι του (большие хлопоты положил богач в голову свою = призадумался богач). Τι να κάνει; (что ему делать?) Πώς να παντρέψει τους γιους του με τη βασιλοπούλα; (как /он/ поженит сыновей своих на царевне?) Έκατσε, σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε (сел, подумал, снова подумал), φύσηξε, ξεφύσηξε (пыхтел-пыхтел: "вдыхал, выдыхал"), στο τέλος τη βρήκε τη λύση (наконец нашёл решение).
Μεγάλους μπελάδες έβαλε ο άρχοντας στο κεφάλι του. Τι να κάνει; Πώς να παντρέψει τους γιους του με τη βασιλοπούλα; Έκατσε, σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε, φύσηξε, ξεφύσηξε, στο τέλος τη βρήκε τη λύση.
– Ένα έχω να σας πω, τους λέγει (одно имею вам сказать = вот что я вам только скажу, – им говорит). Αν θέλετε να 'χετε μούτρα (если хотите иметь лица = если хотите осмелиться; παίρνω τα μούτρα μου – осмеливаться, набираться наглости) να ζητήσετε τη βασιλοπούλα για γυναίκα σας (попросить царевну для жены вашей = в жёны), πρέπει να 'στε άξιοι (дόлжно, чтобы /вы/ были достойными). Πάρτε όσα φλουριά θέλετε (берите сколько монет хотите = берите столько денег, сколько захотите) και τραβήξτε το δρόμο σας (и отправляйтесь своей дорогой). Ψάξτε και βρείτε κι οι τρεις (ищите и найдите и три = все трое ищите и найдите) από ένα δώρο για τη βασιλοπούλα (по одному подарку для царевны). Όποιος φέρει το πιο καλό δώρο (кто приносит самый хороший подарок), αυτός θα τη ζητήσει απ' το βασιλιά (тот её попросит /в жёны/ у царя).
Έτσι κι έγινε (так и случилось).
– Ένα έχω να σας πω, τους λέγει. Αν θέλετε να 'χετε μούτρα να ζητήσετε τη βασιλοπούλα για γυναίκα σας, πρέπει να 'στε άξιοι. Πάρτε όσα φλουριά θέλετε και τραβήξτε το δρόμο σας. Ψάξτε και βρείτε κι οι τρεις από ένα δώρο για τη βασιλοπούλα. Όποιος φέρει το πιο καλό δώρο, αυτός θα τη ζητήσει απ' το βασιλιά.
Έτσι κι έγινε.
Παίρνει ο πρώτος δρόμο προς την ανατολή (отправляется первый /сын/ на восток: "берёт первый дорогу на восток"). Γύρισε χώρες και χώρες (проходил страны и страны), πολιτείες και χωριά (города и деревни), ώσπου στο τέλος έφτασε σ' ένα μεγάλο παζάρι (пока наконец /не/ прибыл на один базар). Τίποτα δεν του φαινόταν άξιο (ничто ему не казалось достойным) για τη βασιλοπούλα (для царевны). Ξαφνικά βλέπει ένα νάνο κουτσό (вдруг видит карлика хромого) και κακομούτσουνο (и некрасивого; κακός – плохой, дурной; η μουτσούνα – рожа) να διαλαλεί την πραμάτεια του (расхваливающего товар свой), ένα παλιό σκοροφαγωμένο χαλί (старый, изъеденный молью ковёр):
Παίρνει ο πρώτος δρόμο προς την ανατολή. Γύρισε χώρες και χώρες, πολιτείες και χωριά, ώσπου στο τέλος έφτασε σ' ένα μεγάλο παζάρι. Τίποτα δεν του φαινόταν άξιο για τη βασιλοπούλα. Ξαφνικά βλέπει ένα νάνο κουτσό και κακομούτσουνο να διαλαλεί την πραμάτεια του, ένα παλιό σκοροφαγωμένο χαλί:
Πάρε, πάρε το χαλάκι (возьми, возьми коврик) να πετάξεις σαν πουλάκι (чтобы полететь как птичка).
Άκουσα καλά (слышал хорошо = я правильно тебя расслышал) ή με γελούν τ' αυτιά μου; (или меня обманывают уши мои? γελώ – смеяться; обманывать) του λέει ο νέος (ему говорит юноша).
Είναι μαγικό (/ковёр/ волшебный). Κάτσε πάνω του (садись сверху него = на него), σταύρωσε το στις τέσσερις γωνιές (перекрести его в четырёх углах; ο σταυρός – крест) και θα σε πάει όπου θες (и /он/ тебя отнесёт, куда захочешь).
Πάρε, πάρε το χαλάκι να πετάξεις σαν πουλάκι.
Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; του λέει ο νέος.
Είναι μαγικό. Κάτσε πάνω του, σταύρωσε το στις τέσσερις γωνιές και θα σε πάει όπου θες.
Και πόσα ζητάς; (и сколько просишь /за него/?)
– Χίλια γρόσια για σένα (тысячу грошей для тебя) που φαίνεσαι αρχοντόπουλο (который кажешься сыном богача = раз уж ты выглядишь как сын богача, давай тысячу).
Παζάρι στο παζάρι (торговались они торговались; το παζάρι – рынок, базар; торг, спор) το πήρε μ' οχτακόσια (его /ковёр/ взял = купил за восемьсот).
Και πόσα ζητάς;
Χίλια γρόσια για σένα που φαίνεσαι αρχοντόπουλο.
Παζάρι στο παζάρι το πήρε μ' οχτακόσια.
Ο δεύτερος γιος πήρε το δρόμο για τη θάλασσα (второй сын отправился к морю). Πέρασε κάμπους και βουνά, λιμάνια και λιμάνια (проходил поля и горы, гавани и гавани), κι έφτασε στο τέλος στην καλύβα ενός ψαρά (и пришёл наконец к хижине рыбака). Ο ψαράς κοίταζε πέρα (рыбак смотрел вдаль) κατά τη δύση μ' ένα μονόκυαλο (на запад в подзорную трубу; ср. монокль) και μουρμούριζε (и бормотал):
– Για δες, για δες τι γίνεται πέρα, μακριά στα ξένα (посмотри, посмотри, что происходит вдали, далеко на чужбине).
Ο δεύτερος γιος πήρε το δρόμο για τη θάλασσα. Πέρασε κάμπους και βουνά, λιμάνια και λιμάνια, κι έφτασε στο τέλος στην καλύβα ενός ψαρά. Ο ψαράς κοίταζε πέρα κατά τη δύση μ' ένα μονόκυαλο και μουρμούριζε:
Για δες, για δες τι γίνεται πέρα, μακριά στα ξένα.
Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; (/я/ слышал хорошо, или меня обманули уши мои?) του λέει ο νέος (ему говорит юноша).
Είναι μαγικό (/она/ волшебная). Πάρ' το (возьми её = купи её) και θα δεις μ' αυτό (и увидишь с ней = с её помощью) ό, τι βάλει ο νους σου (всё, что придёт тебе на ум: «то, что бросает ум твой»; ср. ο νους του πάντα πάει στο κακό – ум его всегда идёт к плохому = у него всегда плохое на уме), όσο μακριά κι αν είναι (насколько далеко бы /оно/ ни было).
Και πόσα ζητάς; (и сколько просишь?)
Χίλια γρόσια για σένα που φαίνεσαι αρχοντόπουλο (раз ты выглядишь как сын богача, давай тысячу).
Παζάρι στο παζάρι το πήρε μ' οχτακόσια (торговались они торговались, её взял = купил за восемьсот).
– Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; του λέει ο νέος.
– Είναι μαγικό. Πάρ' το και θα δεις μ' αυτό ό, τι βάλει ο νους σου, όσο μακριά κι αν είναι.
– Και πόσα ζητάς;
– Χίλια γρόσια για σένα που φαίνεσαι αρχοντόπουλο. Παζάρι στο παζάρι το πήρε μ' οχτακόσια.
Ο τρίτος γιος τράβηξε κατά τη δύση (третий сын отправился на запад). Πέρασε βουνά και λαγκάδια (проходил горы и долины), ποτάμια και ρεματιές (реки и овраги), κι έφτασε σ' ένα κάστρο αψηλό και σαράνταπυργο (и прибыл в замок высокий и сорокабашенный; ο πύργος – башня). Αφέντης του κάστρου ήταν (хозяин замка был) ο πιο ξακουστός μάγος της δύσης (самый знаменитый волшебник запада). Τον κατάλαβε ο μάγος (его заметил волшебник; καταλαβαίνω – понимать; замечать) και βγήκε ψηλά στο παραθύρι (и вышел = высунулся высоко в окно). Κρατούσε ένα ρόδι και τραγουδούσε (держал гранат и пел):
Ο τρίτος γιος τράβηξε κατά τη δύση. Πέρασε βουνά και λαγκάδια, ποτάμια και ρεματιές, κι έφτασε σ' ένα κάστρο αψηλό και σαράνταπυργο. Αφέντης του κάστρου ήταν ο πιο ξακουστός μάγος της δύσης. Τον κατάλαβε ο μάγος και βγήκε ψηλά στο παραθύρι. Κρατούσε ένα ρόδι και τραγουδούσε:
Και χαράς τον που θα το 'χει (и радость тому, кто его будет иметь = кто будет им обладать)
και το θάνατο θα διώχνει (и смерть изгонит).
– Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; του λέει ο νέος.
– Είναι μαγικό. Μπορεί ν' αναστήσει πεθαμένο (может воскресить умершего), αν δεν έχει κλείσει ένα μερόνυχτο (если не прошли сутки; το μερόνυχτο: η μέρα – день + η νύχτα – ночь) απ' την ώρα που πέθανε (с момента, когда /тот/ умер).
– Και πόσα ζητάς;
– Δεν το πουλώ (его не продаю), χάρισμα σου (подарок тебе), γιατί 'σαι αρχοντόπουλο (потому что /ты/ сын богача) και το θες για την καλή σου (и его /гранат/ хочешь для любимой тоей; καλός – хороший; любимый), είπε ο μάγος που όλα τα 'ξερε κι όλα τα προνοούσε (сказал волшебник, который всё знал и всё предвидел).
Και χαράς τον που θα το 'χει
και το θάνατο θα διώχνει.
– Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; του λέει ο νέος.
– Είναι μαγικό. Μπορεί ν' αναστήσει πεθαμένο, αν δεν έχει κλείσει ένα μερόνυχτο απ' την ώρα που πέθανε.
– Και πόσα ζητάς:
– Δεν το πουλώ, χάρισμα σου, γιατί 'σαι αρχοντόπουλο και το θες για την καλή σου, είπε ο μάγος που όλα τα 'ξερε κι όλα τα προνοούσε.
Κι έτσι ο τρίτος γιος πήρε το ρόδι το μαγεμένο (и вот третий сын взял гранат заколдованный) για να το πάει στην καλή του (чтобы отнести любимой своей), όπως του 'πε ο μάγος (как ему сказал волшебник).
Μια μέρα (в один день = однажды), σ' ένα δρόμο έξω απ' το χωριό (на одной дороге далеко от деревни; έξω από – вне, за пределами; подальше от), τα τρία αδέρφια αντάμωσαν (три брата встретились) για να δείξουν τα δώρα τους ο ένας στον άλλο (чтобы показать подарки их друг другу: "один другому"), πριν πάνε στο πατρικό τους (прежде чем идти в отчий /дом/ свой).
– Για να δούμε τι γίνεται στον κόσμο (давайте посмотрим, что происходит в мире), είπε ο δεύτερος γιος κι έβγαλε το μονόκυαλο (сказал второй брат и достал трубу) και κοίταξε πέρα, προς το παλάτι του βασιλιά (и посмотрел вдаль, на дворец царя).
Κι έτσι ο τρίτος γιος πήρε το ρόδι το μαγεμένο για να το πάει στην καλή του, όπως του 'πε ο μάγος.
Μια μέρα, σ' ένα δρόμο έξω απ' το χωριό, τα τρία αδέρφια αντάμωσαν για να δείξουν τα δώρα τους ο ένας στον άλλο, πριν πάνε στο πατρικό τους.
– Για να δούμε τι γίνεται στον κόσμο, είπε ο δεύτερος γιος κι έβγαλε το μονόκυαλο και κοίταξε πέρα, προς το παλάτι του βασιλιά.
Αμέσως κοκάλωσε (тотчас оцепенел). Τι ήταν αυτό που είδε (что он увидел! "что было то, что увидел")! Τη βασιλοπούλα την πεντάμορφη (царевну прекраснейшую) πεθαμένη στο κρεβάτι της (умершую на кровати её) κι από πάνω το βασιλιά και τη βασίλισσα να μοιρολογάνε (и над /ней/ царя и царицу, причитающих)!
– Μπρος, αδέρφια μου, είπε ο πρώτος (вперёд, братья мои, – сказал первый). Ελάτε να κάτσουμε στο χαλί μου (давайте сядем на ковёр мой), να το σταυρώσουμε στις γωνιές (перекрестим его в углах) και γραμμή για το παλάτι (и прямиком во дворец).
Έτσι κι έγινε (так и случилось).
Αμέσως κοκάλωσε. Τι ήταν αυτό που είδε! Τη βασιλοπούλα την πεντάμορφη πεθαμένη στο κρεβάτι της κι από πάνω το βασιλιά και τη βασίλισσα να μοιρολογάνε!
– Μπρος, αδέρφια μου, είπε ο πρώτος. Ελάτε να κάτσουμε στο χαλί μου, να το σταυρώσουμε στις γωνιές και γραμμή για το παλάτι.
Έτσι κι έγινε.
Σαν έφτασαν στο παλάτι (когда прибыли во дворец), μπαίνει μπροστά ο τρίτος αδερφός (выходит вперёд третий брат) με το μαγεμένο ρόδι στα χέρια του (с заколдованным гранатом в руках его) και πάει και το βάζει μες στην αγκαλιά της πεθαμένης βασιλοπούλας (и идёт и его помещает в руки: "объятия" умершей царевны; η αγκαλιά – объятие). Κι εκείνη άνοιξε μεμιάς τα μάτια της (и она открыла тотчас глаза её; μεμιάς – моментально, сразу) κι ήρθε ξανά το χρώμα στα μαγουλά της (и пришёл снова = и вернулся цвет на щёки её) και κοκκίνισαν τα χείλη της (и покраснели губы её). Ο βασιλιάς δεν έβρισκε λόγια (царь не находил слов) να τους ευχαριστήσει (чтобы их отблагодарить). Ποιον όμως να διαλέξει γι' άντρα (кого же, однако, /ему/ выбрать в мужья) της μονάκριβης βασιλοπούλας; (одной-единственной царевне?)