Текст книги "Новогреческие народные сказки и легенды"
Автор книги: Н. Самохвалова
Жанр:
Иностранные языки
сообщить о нарушении
Текущая страница: 7 (всего у книги 13 страниц)
Ο Τσερίσης που έπεσε στην παδέλα. (Церисис, который упал в кастрюлю; η παδέλα – большая глиняная кастрюля)
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσανε (однажды жили) σ' ένα χωριό ένας γέρος και μια γριά (в одной деревне старик и старуха). Ζούσανε καλά κι ήτανε πολύ αγαπημένοι (жили /они/ хорошо и были очень любящие /друг друга/; αγαπημένος – любимый; дружный, согласный), αλλά είχανε μεγάλο καημό (но имели большое горе) που δεν είχανε παιδιά (что не имели детей). Παρακαλούσανε λοιπόν μέρα νύχτα το Θεό (молили, итак, днём /и/ ночью Бога) να τους χαρίσει ένα παιδάκι (чтобы подарил им ребёночка), κι ας ήτανε και μικρουλάκι, μια στάλα (и пусть = пусть даже /он/ был бы малюсенький, крошечка; μικρός – маленький; η στάλα – капля; капелька, чуточка).
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσανε σ' ένα χωριό ένας γέρος και μια γριά. Ζούσανε καλά κι ήτανε πολύ αγαπημένοι, αλλά είχανε μεγάλο καημό που δεν είχανε παιδιά. Παρακαλούσανε λοιπόν μέρα νύχτα το Θεό να τους χαρίσει ένα παιδάκι, κι ας ήτανε και μικρουλάκι, μια στάλα.
Ο Θεός άκουσε τα παρακάλια τους (Бог услышал мольбы их) και η γριά γέννησε ένα παιδάκι πολύ μικρό (и старуха родила ребёнка очень маленького), που το βγάλανε Τσερίση (которого назвали Церисис). Ο Τσερίσης, ας ήτανε μικρός (Церисис, пусть /и/ был маленький), ήτανε πολύ καλό παιδάκι (был очень хорошим ребёночком). Άκουγε τον πατέρα και τη μάνα του (слушал отца своего и маму свою), κι όσο μεγάλωνε (и сколько вырастал = и когда подрос), έκανε δουλειές και θελήματα (выполнял: "делал" работы и поручения). Έσπαγε βέργες (ломал ветки), έπλενε τα φλιτζάνια και τα ποτήρια (мыл чашки и стаканы) κι εσύμπαγε τη φωτιά (и раздувал огонь) για να βράζει το φαί (чтобы варить еду). Όλοι τον αγαπάγανε (все его любили), οι γειτόνοι κι όσοι τον γνωρίζανε (соседи и /те/, кто его знали).
Ο Θεός άκουσε τα παρακάλια τους και η γριά γέννησε ένα παιδάκι πολύ μικρό, που το βγάλανε Τσερίση. Ο Τσερίσης, ας ήτανε μικρός, ήτανε πολύ καλό παιδάκι. Άκουγε τον πατέρα και τη μάνα του, κι όσο μεγάλωνε, έκανε δουλειές και θελήματα. Έσπαγε βέργες, έπλενε τα φλιτζάνια και τα ποτήρια κι εσύμπαγε τη φωτιά για να βράζει το φαί. Όλοι τον αγαπάγανε, οι γειτόνοι κι όσοι τον γνωρίζανε.
Μια Κυριακή ο γέρος και η γριά (в одно воскресенье старик и старуха) θέλανε να πάνε στην εκκλησία (хотели пойти в церковь; η εκκλησία – церковь; /церковная/ служба). Τόνε φωνάζει η μάνα του από την αυλή (тогда позвала мама его из двора), που έπαιζε, και του λέει (где /он/ играл, и ему говорит):
Τσερίση, Τσερισάκο μου, εμείς θα πάμε στην εκκλησία (мы пойдём в церковь). Εσύ να προσέχεις το φαΐ (ты последи за едой; προσέχω – следить, наблюдать; быть внимательным) που έχω απάνω στη φωτιά (которая у меня: "которую имею" на огне). Να βάνεις ξύλο μη σβήσει (положи дрова, /чтобы/ не потухло) και να ρίχνεις και λίγο νερό (и брось = прысни и немного воды). Πρόσεχε όμως (смотри однако), μη σκύβεις πολύ στην παδέλα (не наклоняйся сильно в кастрюлю) και πέσεις μέσα και τσουρουφλιστείς (и /не/ упади внутрь = в неё и /не/ обожгись; τσουρουφλίζω – опалить /на огне/)!
Έγνοια σου, μάνα, της λέει (будь спокойна, мама, – ей говорит; έγνοια – забота; беспокойство; έγνοια σου – будь спокоен, успокойся).
Μια Κυριακή ο γέρος και η γριά θέλανε να πάνε στην εκκλησία. Τόνε φωνάζει η μάνα του από την αυλή, που έπαιζε, και του λέει:
Τσερίση, Τσερισάκο μου, εμείς θα πάμε στην εκκλησία. Εσύ να προσέχεις το φαΐ που έχω απάνω στη φωτιά. Να βάνεις ξύλο μη σβήσει και να ρίχνεις και λίγο νερό. Πρόσεχε όμως, μη σκύβεις πολύ στην παδέλα και πέσεις μέσα και τσουρουφλιστείς!
Έγνοια σου, μάνα, της λέει.
Η γριά κι ο γέρος ήσυχοι κινήσανε για την εκκλησία (старуха и старик, спокойные, отправились в церковь).
Ο Τσερίσης μπαινόβγαινε από την αυλή στο σπίτι (Церисис сновал туда-сюда из двора в дом; μπαινοβγαίνω – сновать взад и вперёд; ср. μπαίνω – входить; βγαίνω – выходить) και πρόσεχε το φαΐ (и следил за едой). Εσύμπαγε τη φωτιά (раздул огонь) κι έριχνε κι από λίγο νερό (и бросил = прыснул немного воды). Μια στιγμή όμως (в один момент однако), που άργησε λίγο στο παιχνίδι (когда замешкался чуть-чуть в игре), του φάνηκε πως μύριζε το φαγητό (ему показалось, что запахла еда), κι έσκυψε να δεί καλά (и наклонился, чтобы увидеть хорошо = как следует), πέφτει μέσα στην παδέλα και ζεματίστηκε (падает внутрь кастрюли и ослеп)!
Κανείς δεν τον είδε ούτε τον άκουσε (никто его не видел и его не слышал)…
Η γριά κι ο γέρος ήσυχοι κινήσανε για την εκκλησία.
Ο Τσερίσης μπαινόβγαινε από την αυλή στο σπίτι και πρόσεχε το φαΐ. Εσύμπαγε τη φωτιά κι έριχνε κι από λίγο νερό. Μια στιγμή όμως, που άργησε λίγο στο παιχνίδι, του φάνηκε πως μύριζε το φαγητό, κι έσκυψε να δεί καλά, πέφτει μέσα στην παδέλα και ζεματίστηκε!
Κανείς δεν τον είδε ούτε τον άκουσε…
Όταν σκόλασε η εκκλησία (когда закончилась служба), η γριά κι ο γέρος κινήσανε για το σπίτι τους (старуха и старик отправились домой). Ο γέρος βρήκε κι ένα φίλο του (старик нашёл = встретил и друга его) και τον πήρανε κι αυτόν μαζί τους για μουσαφίρη (и взяли и его с собой в гости), να του κάνουνε το τραπέζι (чтобы ему сделали стол = чтобы его угостить).
Φτάνοντας η γριά στο σπίτι (пришедшая старуха в дом = когда старуха пришла домой) ξαφνιάστηκε που δεν είδε τον Τσερίση (удивилась, что не увидела Церисиса; ξαφνιάζομαι – поражаться, удивляться; пугаться). Φωνάζει (зовёт):
– Τσερίση, Τσερισάκο μου… Τίποτα (ничего)!
Όταν σκόλασε η εκκλησία, η γριά κι ο γέρος κινήσανε για το σπίτι τους. Ο γέρος βρήκε κι ένα φίλο του και τον πήρανε κι αυτόν μαζί τους για μουσαφίρη, να του κάνουνε το τραπέζι.
Φτάνοντας η γριά στο σπίτι ξαφνιάστηκε που δεν είδε τον Τσερίση. Φωνάζει:
– Τσερίση, Τσερισάκο μου… Τίποτα!
Βγαίνει στην αυλή, φωνάζει, τίποτα (выходит во двор, зовёт, ничего). Ρωτάει τα γειτονοπούλα μην τον είδανε (спрашивает соседушек, не видели ли его; ο γείτονας – сосед).
– Τώρα, πριν λίγη ώρα (сейчас, назад маленькое время = совсем недавно) μπήκε μες στο σπίτι, της λένε (вошёл в дом, – ей говорят).
Ψάχνει σ' όλο το σπίτι, φωνάζει, τίποτα (ищет во всём доме, зовёт – ничего). Πλησιάζει να δεί το φαγητό (приближается посмотреть еду), βλέπει την παδέλα ξέσκεπη (видит кастрюлю без крышки; ξέσκεπος = ξεσκέπαστος – не покрытый, не имеющий крыши), κοιτάει μέσα και τον βλέπει ζεματισμένον (смотрит внутрь и его видит ослеплённого). Αρχίζει να τραβάει τα μαλλιά της (начинает тянуть волосы свои = рвать на себе волосы):
– Αχ, Τσερίση μου, τι κακό που έπαθα (ах, Церисис мой, какое зло /я/ перенесла = какая беда со мной случилась)!
Βγαίνει στην αυλή, φωνάζει, τίποτα. Ρωτάει τα γειτονοπούλα μην τον είδανε.
– Τώρα, πριν λίγη ώρα μπήκε μες στο σπίτι, της λένε.
Ψάχνει σ' όλο το σπίτι, φωνάζει, τίποτα. Πλησιάζει να δεί το φαγητό, βλέπει την παδέλα ξέσκεπη, κοιτάει μέσα και τον βλέπει ζεματισμένον. Αρχίζει να τραβάει τα μαλλιά της:
– Αχ, Τσερίση μου, τι κακό που έπαθα!
Ο γέρος, μόλις τ' άκουσε (старик, едва её услышал), άρχισε από τη λύπη του να τραβάει τα γένια του (стал от горя рвать бороду свою).
Ο μουσαφίρης, που τα είδε όλα αυτά (гость, когда увидел всё это), άρχισε να πετάει τη σκούφια του (стал бросать шапку свою).
Τα παραθυρόφυλλα, που είδανε τι γινότανε μέσα (ставни, когда увидели, что происходило внутри; τα παραθυρόφυλλα: το παράθυρο – окно + το φύλλο – лист), άρχισαν να χτυποβροντάνε (начали барабанить; χτυποβροντώ: χτυπώ – бить, стучать + βροντώ – греметь, грохотать).
Ο γέρος, μόλις τ' άκουσε, άρχισε από τη λύπη του να τραβάει τα γένια του.
Ο μουσαφίρης, που τα είδε όλα αυτά, άρχισε να πετάει τη σκούφια του.
Τα παραθυρόφυλλα, που είδανε τι γινότανε μέσα, άρχισαν να χτυποβροντάνε.
Κείνη την ώρα περνάει ένας αϊτός (в то время идёт орёл = летит мимо орёл). Ρωτάει (спрашивает):
Παραθυρόφυλλα, γιατί χτυποβροντάτε; (ставни, почему барабаните?)
Αχ, δεν το 'μαθες; του λένε (ах, /ты/ этого не знаешь? – ему говорят; μαθαίνω – учить, выучить; слышать, узнавать). Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα (Церисис упал в кастрюлю). Η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του (старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду), ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του κι εμείς χτυποβροντάμε (гость бросает шапку свою, и мы барабаним).
Κείνη την ώρα περνάει ένας αϊτός. Ρωτάει:
– Παραθυρόφυλλα, γιατί χτυποβροντάτε;
– Αχ, δεν το 'μαθες; του λένε. Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα. Η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του κι εμείς χτυποβροντάμε.
– Αχ! λέει ο αϊτός (ах! – говорит орёл). Κι εγώ θα πετάξω το χρυσοφτέρουγό μου (и я сброшу золотое крыло моё)! Και, λέγοντας αυτά (и, говоря это), ανεβαίνει στη σκεπή του σπιτιού (поднимается на крышу дома) και με τη μύτη του δίνει μια τραβηξιά (и клювом своим даёт дёрганье = щиплет себя; η μύτη – нос; η τραβηξιά – таскание, дёргание) και ξεκολλάει το χρυσοφτέρουγό του και το πετάει (и отдирает золотое крыло своё и его сбрасывет; ξεκολλώ – отклеивать; отрывать).
Σε λίγο φτερακάει (через немногое /время/ устаёт) κι ανεβαίνει στην κορφή μιας μηλιάς για να ξεκουραστεί (и поднимается на вершину яблони, чтобы отдохнуть). Τόνε ρωτάει η μηλιά (тогда спрашивает яблоня):
Αϊτέ μου, πού 'ναι το χρυσοφτέρουγό σου; (орёл мой, где золотое крыло твоё?)
Αχ! λέει ο αϊτός. Κι εγώ θα πετάξω το χρυσοφτέρουγό μου! Και, λέγοντας αυτά, ανεβαίνει στη σκεπή του σπιτιού και με τη μύτη του δίνει μια τραβηξιά και ξεκολλάει το χρυσοφτέρουγό του και το πετάει.
Σε λίγο φτερακάει κι ανεβαίνει στην κορφή μιας μηλιάς για να ξεκουραστεί. Τόνε ρωτάει η μηλιά:
– Αϊτέ μου, πού 'ναι το χρυσοφτέρουγό σου;
Αχ, της λέει, δεν το ξέρεις; (ах, – ей говорит, – этого не знаешь?) Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του (Церисис упал в кастрюлю, старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду, гость бросает шапку его), τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε κι εγώ πέταξα το χρυσοφτέρουγό μου (ставни барабанят и я сбросил золотое крыло моё).
Κι εγώ, λέει τότε η μηλιά (и я, – говорит тогда яблоня), θα πετάξω όλα μου τα μήλα (сброшу все мои яблоки)!
Και δίνει μια τιναξιά (и даёт встряхивание = и встряхивается) και τα τινάζει όλα κάτω (и стряхивает всё вниз), και τα γερά και τα σάπια (и здоровые и гнилые).
Αχ, της λέει, δεν το ξέρεις; Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε κι εγώ πέταξα το χρυσοφτέρουγό μου.
Κι εγώ, λέει τότε η μηλιά, θα πετάξω όλα μου τα μήλα!
Και δίνει μια τιναξιά και τα τινάζει όλα κάτω, και τα γερά και τα σάπια.
Πάει ένα γουρούνι κάτω απ' τη μηλιά (идёт свинья под яблоню) να φάει σάπια μήλα (чтобы поесть гнилых яблок) και τα βλέπει όλα χάμου στρώμα (и их видит все на земле слоем).
Μηλιά, της λέει, γιατί πέταξες όλα σου τα μήλα; (яблоня, – ей говорит, – почему /ты/ сбросила все свои яблоки?)
Δεν το 'μαθες; του λέει (этого не знаешь? – ему говорит). Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του (Церисис упал в кастрюлю, старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду, гость бросает шапку его, ставни барабанят, орёл сбрасывает золотое крыло своё), κι εγώ πέταξα όλα μου τα μήλα (и я сбросила все мои яблоки).
– Κι εγώ, λέει το γουρούνι, θα πετάξω όλα μου τα δόντια (и я, – говорит свинья, – выброшу все мои зубы)! Και τα πέταξε (и их выбросила).
Πάει ένα γουρούνι κάτω απ' τη μηλιά να φάει σάπια μήλα και τα βλέπει όλα χάμου στρώμα.
– Μηλιά,της λέει, γιατί πέταξες όλα σου τα μήλα;
– Δεν το 'μαθες; του λέει. Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, κι εγώ πέταξα όλα μου τα μήλα.
– Κι εγώ, λέει το γουρούνι, θα πετάξω όλα μου τα δόντια! Και τα πέταξε.
Πηγαίνει σε λίγο (идёт через немного /времени/) στη βρύση να πίνει νερό (к источнику попить воды). Η βρύση του λέει παραξενεμένη (источник ей говорит, недоумевающий; παραξενεύω – вызывать удивление; παράξενος – странный, удивительный):
Γουρούνι μου (свинья моя), πού 'ναι τα δόντια σου, τι γίνανε; (где зубы твои, что случилось?)
Αχ, της λέει, βρύση μου (ах, – ему говорит /свинья/, – источник мой), δεν το έμαθες πως ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα (этого не знаешь, что Церисис упал в кастрюлю), η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του (старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду, гость бросает шапку его, ставни барабанят, орёл сбрасывает золотое крыло своё), η μηλιά πέταξε τα μήλα της κι εγώ πέταξα τα δόντια μου; (яблоня сбросила яблоки свои и я выбросила зубы мои?)
Δεν το 'ξερα, λέει η βρύση (я этого не знал, – сказал источник). Τότε κι εγώ θα βρομέψω το νερό μου (тогда и я испорчу воду мою; βρομάω = βρωμάω – скверно пахнуть, тухнуть)! Και το βρόμεψε (и её испортил).
Πηγαίνει σε λίγο στη βρύση να πίνει νερό. Η βρύση του λέει παραξενεμένη:
– Γουρούνι μου, πού 'ναι τα δόντια σου, τι γίνανε;
– Αχ, της λέει, βρύση μου, δεν το έμαθες πως ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, η μηλιά πέταξε τα μήλα της κι εγώ πέταξα τα δόντια μου;
– Δεν το 'ξερα, λέει η βρύση. Τότε κι εγώ θα βρομέψω το νερό μου! Και το βρόμεψε.
Κείνη την ώρα πάνε κάτι κοπέλες (в то время шли какие-то девушки) με κόφες γεμάτες ρούχα (с корзинами, полными одежды), να τα νεροπεράσουν στο καθαρό νερό της βρύσης (чтобы их прополоскать в чистой воде источника). Το βλέπουν βρόμικο (её видят грязную = видят, что вода грязная) και τη ρωτάνε γιατί το 'κανε αυτό (и его /источник/ спрашивают, почему /он/ сделал это).
– Δεν το ξέρετε, τους λέει, ότι ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα (этого не знаете, – им говорит, – что Церисис упал в кастрюлю), η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, η μηλιά πετάει τα μήλα της, το γουρούνι πετάει τα δόντια του (старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду, гость бросает шапку его, ставни барабанят, орёл сбрасывает золотое крыло своё, яблоня сбрасывает яблоки свои, свинья выбрасывает зубы свои) κι εγώ βρόμεψα το νερό μου; (и я испачкал воду мою?)
Κείνη την ώρα πάνε κάτι κοπέλες με κόφες γεμάτες ρούχα, να τα νεροπεράσουν στο καθαρό νερό της βρύσης. Το βλέπουν βρόμικο και τη ρωτάνε γιατί το 'κανε αυτό.
– Δεν το ξέρετε, τους λέει, ότι ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, η μηλιά πετάει τα μήλα της, το γουρούνι πετάει τα δόντια του κι εγώ βρόμεψα το νερό μου;
Τότε λένε κι αυτές (тогда говорят и они):
– Κι εμείς θα πετάξουμε τα ρούχα μας στον γκρεμό (и мы бросим одежды наши в обрыв)!
Και τα πετάνε (и их бросили).
Γυρίσανε τότε στο σπίτι τους αδειανές (вернулись тогда в дом их порожние), χωρίς ρούχα (без одежд).
Τότε λένε κι αυτές:
– Κι εμείς θα πετάξουμε τα ρούχα μας στον γκρεμό! Και τα πετάνε.
Γυρίσανε τότε στο σπίτι τους αδειανές, χωρίς ρούχα.
Ο Καπινούλης. (дымок; ο καπνός – дым).
Μία φορά κι έναν καιρό (однажды) ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρία κορίτσια (/жил-/был один царь и было у него три дочери). Απέξω απ' το παλάτι τους ήτανε μια πλατέα (снаружи дворца их была площадь) και πηγαίνανε κάθε ημέρα (и приходили каждый день) σαράντα παλικάρια άγνωστα (сорок молодцев неизвестных), από άλλο μέρος (из другой местности), κρεμάγανε τις κάπες τους σ' ένα δέντρο (вешали шубы свои на дерево; η κάπα – бурка; тулуп) και μετά αρχίναγαν το παιχνίδι (и потом начинали игру), ρίχναν το λιθάρι και πηδάγανε (бросали камень и прыгали), ποιος να πρωτοβγεί (кто будет первым). Ολωνών οι κάπες ήτανε ίδιες (всех шубы были одинаковые), αλλά του αρχηγού, του μεγαλύτερου, ήτανε χρυσή (но /шуба/ предводителя, главного, была золотая)!
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρία κορίτσια. Απέξω απ' το παλάτι τους ήτανε μια πλατέα και πηγαίνανε κάθε ημέρα σαράντα παλικάρια άγνωστα, από άλλο μέρος, κρεμάγανε τις κάπες τους σ' ένα δέντρο και μετά αρχίναγαν το παιχνίδι, ρίχναν το λιθάρι και πηδάγανε, ποιος να πρωτοβγεί. Ολωνών οι κάπες ήτανε ίδιες, αλλά του αρχηγού, του μεγαλύτερου, ήτανε χρυσή!
Τα κορίτσια 'πό μέσα απ' τα παράθυρα (девушки изнутри, из окон) τα 'βλεπαν όλα (смотрели на всё) και καμάρωναν τα παλικάρια (и любовались парнями). Απ' όλους όμως πιο πολύ και οι τρεις ζηλέψανε τον αρχηγό (из всех, однако, больше всего все три восхищались предводителем; ζηλεύω – ревновать; завидовать; восхищаться, удивляться).
Όταν έφευγαν τα παλικάρια (когда уходили молодцы) κι έπαιρναν τις κάπες τους (и брали шубы свои), αυτές εδιαφωνούσαν συναμεταξύ τους για τον αρχηγό (они /девушки/ спорили между собой о предводителе).
Τα κορίτσια 'πό μέσα απ' τα παράθυρα τα 'βλεπαν όλα και καμάρωναν τα παλικάρια. Απ' όλους όμως πιο πολύ και οι τρεις ζηλέψανε τον αρχηγό.
Όταν έφευγαν τα παλικάρια κι έπαιρναν τις κάπες τους, αυτές εδιαφωνούσαν συναμεταξύ τους για τον αρχηγό.
– Εγώ τον αγαπάω, έλεγε η μία (я его люблю, – говорила одна /из сестёр/).
Όχι, εγώ, έλεγε η άλλη (нет, я, – говорила другая). Αρχινάγανε πάλι (начинали снова):
Εμένα θα πάρει, η μία (меня возьмёт /в жёны, – говорила/ одна).
– Όχι, εμένα θα πάρει, έλεγε η άλλη (нет, меня возьмёт, – говорила другая).
– Εγώ τον αγαπάω, έλεγε η μία.
Όχι, εγώ, έλεγε η άλλη. Αρχινάγανε πάλι:
Εμένα θα πάρει, η μία.
Όχι, εμένα θα πάρει, έλεγε η άλλη.
Ο αρχηγός κατάλαβε (предводитель понял) ότι μαλώνανε για χάρη του (что ссорятся из-за него; για χάρη του – ради него, для него) και, αφού πέρασε καιρός (и, когда прошло время), μια μέρα φωνάζει τη μικρότερη (однажды зовёт младшую) να κατέβει κάτω να της ειπεί (чтобы /она/ спустилась вниз, чтобы /он/ ей сказал /кое-что/). Πήγε κάτω η κοπέλα και της λέει (пришла вниз девушка, и /он/ ей говорит):
Ο αρχηγός κατάλαβε ότι μαλώνανε για χάρη του και, αφού πέρασε καιρός, μια μέρα φωνάζει τη μικρότερη να κατέβει κάτω να της ειπεί. Πήγε κάτω η κοπέλα και της λέει:
– Το καταλαβαίνω ότι μαλώνετε με τις αδερφάδες σου (понимаю, что ссоритесь с сёстрами твоими), αλλά εγώ εσένα αγαπάω και εσένα θα πάρω (но я тебя люблю и тебя возьму /в жёны/)! Μόνο μην το μαρτυρήσεις κανενού (только не рассказывай этого никому), γιατί άμα το μαρτυρήσεις (потому что когда это расскажешь), θα δεις τον καπινούλη μου (увидишь дымок мой), κι άμα το μάθεις (и когда это узнаешь), θα το μάθεις από όνειρο κι από τσοπανόπουλο (это узнаешь из сна и от пастушка)!
Κι έτσι κι έγινε (и так и вышло).
– Το καταλαβαίνω ότι μαλώνετε με τις αδερφάδες σου, αλλά εγώ εσένα αγαπάω και εσένα θα πάρω! Μόνο μην το μαρτυρήσεις κανενού, γιατί άμα το μαρτυρήσεις, θα δεις τον καπινούλη μου, κι άμα το μάθεις, θα το μάθεις από όνειρο κι από τσοπανόπουλο!
Κι έτσι κι έγινε.
Οι βασιλοπούλες συνεχίζανε να μαλώνουνε (царевны продолжали ссориться), «εμένα θα πάρει» κι «εμένα θα πάρει» ("меня возьмёт /в жёны/" и "меня возьмёт"). Στενοχωρήθηκε η μικρή (огорчалась маленькая = младшая) κι απ' το πολύ καπρίτσιο τους λέει (и из большого каприза им говорит):
– Εμένα αγαπάει κι εμένα θα πάρει (меня любит и меня возьмёт /в жёны/)! Την ώρα που τα 'λεγε πλια αυτά η κοπέλα (в /то/ время, когда уже это
говорила девушка), ότι «μ' αγαπάει» (что "меня любит"), είδε μακριά έναν καπνό (увидела вдалеке дым). Τότε μπήκε στο νόημα (тогда пришло на ум) ότι έπαθε ζημιά μεγάλη (что перенесла потерю большую), θυμήθηκε τα λόγια του κι έβαλε τα κλάματα (вспомнила слова его и зарыдала; βάλλω – бросать; пускать; το κλάμα – плач).
Οι βασιλοπούλες συνεχίζανε να μαλώνουνε, «εμένα θα πάρει» κι «εμένα θα πάρει». Στενοχωρήθηκε η μικρή κι απ' το πολύ καπρίτσιο τους λέει:
– Εμένα αγαπάει κι εμένα θα πάρει!
Την ώρα που τα 'λεγε πλια αυτά η κοπέλα, ότι «μ' αγαπάει», είδε μακριά έναν καπνό. Τότε μπήκε στο νόημα ότι έπαθε ζημιά μεγάλη, θυμήθηκε τα λόγια του κι έβαλε τα κλάματα.
Πολεμάγανε να την παρηγορήσουνε (старался чтобы её утешить; πολεμώ – сражаться, воевать; стараться), ο πατέρας της, που την αγαπούσε (отец её, который её любил) που 'τανε η μικρότερη (которая была младшая), τίποτα (ничего)! Αυτή στενοχωρήθηκε πολύ (она огорчалась очень), ούτε έτρωγε, ούτε έπινε (и не ела, и не пила), ούτε μίλαγε (и не говорила).
Έβαλε τότε ο βασιλιάς ντελάλη (послал тогда царь глашатая) και είπε (и сказал): «Όποιος δει όνειρο (кто видел сон) να πάει στο βασιλιά (пусть придёт к царю) να του το εξηγήσει (чтобы ему его /сон/ рассказал) και θα τον πληρώσει (и
/царь/ ему заплатит)».
Όποιος, το λοιπόν, έβλεπε ένα όνειρο (кто, итак, видел сон), ό, τι όνειρο να 'τανε (какой бы сон ни был), έτρεχε αμέσως στο βασιλιά για να πάρει το παραδάκι (бежал тотчас к царю, чтобы получить деньги).
Πολεμάγανε να την παρηγορήσουνε, ο πατέρας της, που την αγαπούσε που 'τανε η μικρότερη, τίποτα! Αυτή στενοχωρήθηκε πολύ, ούτε έτρωγε, ούτε έπινε, ούτε μίλαγε.
Έβαλε τότε ο βασιλιάς ντελάλη και είπε: «Όποιος δει όνειρο να πάει στο βασιλιά να του το εξηγήσει και θα τον πληρώσει».
Όποιος, το λοιπόν, έβλεπε ένα όνειρο, ό, τι όνειρο να 'τανε, έτρεχε αμέσως στο βασιλιά για να πάρει το παραδάκι.
Κάποιο τσοπανάκι που φύλαγε τα πρόβατα (какой-то пастушок, который сторожил овец) πήγε και ξάπλωσε πάνω σε μια πλάκα (пошёл и улёгся сверху на /каменной/ плите; ξαπλώνομαι – ложиться; растягиваться, разваливаться), κοντά στον ποτισώνα (рядом с водопоем) που πότιζε τα ζώα του (где поил животных своих). Εκεί, μέσα στον ύπνο του (там, внутри сна своего = во сне) άκουσε να βαράει δυνατά τρεις φορές (услышал, /как/ бьёт сильно три раза) ένα σίδερο, σαν να 'ταν σήμαντρο (железо, как если бы /это/ было било; το σήμαντρο – било /для подачи сигналов/; ср. το σήμα – знак, сигнал), νταν, νταν, νταν (звукоподражательное), και μια φωνή να λέει (и /услышал, как/ голос говорит):
Κάποιο τσοπανάκι που φύλαγε τα πρόβατα πήγε και ξάπλωσε πάνω σε μια πλάκα, κοντά στον ποτισώνα που πότιζε τα ζώα του. Εκεί, μέσα στον ύπνο του άκουσε να βαράει δυνατά τρεις φορές ένα σίδερο, σαν να 'ταν σήμαντρο, νταν, νταν, νταν, και μια φωνή να λέει:
«Κλαίτε, πόρτες, παραθύρια (оплакивайте, двери, окна), τον καημό της
Μαριετούλας (горе Мариетулы = Машеньки)» – έτσι λέγαν τη μικρή βασιλοπούλα (так звали маленькую царевну).
Την άλλη μέρα το ίδιο όνειρο (на следующий день тот же самый сон)!
Έρχεται η μάνα του (приходит мама его) να του φέρει φαγητό (чтобы ему принести еду).
«Κλαίτε, πόρτες, παραθύρια, τον καημό της Μαριετούλας» – έτσι λέγαν τη μικρή βασιλοπούλα.
Την άλλη μέρα το ίδιο όνειρο!
Έρχεται η μάνα του να του φέρει φαγητό.
Μάνα, της λέει (мама, – ей говорит), εδώ που πέφτω να κοιμηθώ (здесь, где ложусь спать), ακούω αυτά κι αυτά τα λόγια (слышу эти и эти слова = слышу такие-то и такие-то слова)…
Τι λες, παιδάκι μου! του λέει (что /ты/ говоришь, деточка моя! – ему говорит /мать/). Τρέχα στο βασιλιά (беги к царю) να του πεις τ' όνειρο σου (чтобы ему сказал сон свой), να σου δώσει λεφτά (чтобы /царь/ тебе дал денег) να πάρεις τσαρούχια (чтобы /ты/ купил лапти)! Τράβα και κάθομαι εγώ με τα πρόβατα (отправляйся, и посижу я с овцами).
Μάνα, της λέει, εδώ που πέφτω να κοιμηθώ, ακούω αυτά κι αυτά τα λόγια…
Τι λες, παιδάκι μου! του λέει. Τρέχα στο βασιλιά να του πεις τ' όνειρο σου, να σου δώσει λεφτά να πάρεις τσαρούχια! Τράβα και κάθομαι εγώ με τα πρόβατα.
Πάει το παιδί (идёт юноша). Μόλις επλησίασε στο παλάτι του βασιλιά (едва приблизился ко дворцу царя) και του είπε να του εξηγήσει ένα όνειρο (и ему сказал, что ему рассказал бы сон), του πέφτουν κοντά οι άλλες οι κόρες (с ним очутились рядом другие сёстры; πέφτω – падать; очутиться, попасть):
– Άντε από δω (иди отсюда), που 'ρθες κι εσύ, τσοπάνε (что /зачем/ пришёл и ты, пастух), να μας πεις τ' όνειρο σου (нам /рас/сказать сон твой).
Πάει το παιδί. Μόλις επλησίασε στο παλάτι του βασιλιά και του είπε να του εξηγήσει ένα όνειρο, του πέφτουν κοντά οι άλλες οι κόρες:
– Άντε από δω, που 'ρθες κι εσύ, τσοπάνε, να μας πεις τ' όνειρο σου.
Το παιδί φοβήθηκε (юноша испугался) μην το χτυπήσουνε (/как бы/ его не побили) κι έκανε να φύγει (и попытался удрать; φεύγω – бежать, убегать; уходить). Οι παλατιανοί όμως το γυρίζουνε πίσω (придворные, однако, его вернули назад; το παλάτι – дворец):
– Έλα δω να μας πεις τι είδες (давай сюда = иди сюда, скажи нам, что /ты/ видел).
– Αφέντη βασιλιά (господин царь), κει που κοιμόμουνα κοντά στον ποτισώνα (там, где я спал рядом с водопоем; ср. ποτίζω – поить), άκουσα να βαρεί ένα σίδερο (услышал, /как/ бьёт железо) – νταν, νταν, νταν – και μια φωνή να λέει (и голос говорит): «Κλαίτε, πόρτες, παραθύρια, τον καημό της Μαριετούλας (оплакивайте, двери, окна, горе Мариетулы)».
Το παιδί φοβήθηκε μην το χτυπήσουνε κι έκανε να φύγει. Οι παλατιανοί όμως το γυρίζουνε πίσω:
– Έλα δω να μας πεις τι είδες.
Αφέντη βασιλιά, κει που κοιμόμουνα κοντά στον ποτισώνα, άκουσα να βαρεί ένα σίδερο – νταν, νταν, νταν – και μια φωνή να λέει: «Κλαίτε, πόρτες, παραθύρια,τον καημό της Μαριετούλας».
Ζύγωσε κοντά, παιδί μου, του λέει ο βασιλιάς (подойди поближе, дитя моё, – ему говорит царь), γιατί άκουσε τη λέξη «Μαριετούλα» (потому что услышал слово "Мариетула").
Άφησε με, κυρ βασιλιά, να φύγω (пусти меня, господин царь, чтобы /я/ ушёл), είπε το τσοπανάκι φοβισμένο (сказал пастушок напуганный), γιατί νόμισε πως θα του κάνει κακό (потому что считал, что /царь/ ему сделает плохое).
Θέλω το καλό σου (хочу добра тебе), του είπε ο βασιλιάς (ему сказал царь) και του γέμισε λεφτά το σακουλάκι (и ему наполнил деньгами мешочек) που 'βανε το ψωμί (в который /пастушок/ клал хлеб).
Ζύγωσε κοντά, παιδί μου, του λέει ο βασιλιάς, γιατί άκουσε τη λέξη «Μαριετούλα».
Άφησε με, κυρ βασιλιά, να φύγω, είπε το τσοπανάκι φοβισμένο, γιατί νόμισε πως θα του κάνει κακό.
Θέλω το καλό σου, του είπε ο βασιλιάς και του γέμισε λεφτά το σακουλάκι που 'βανε το ψωμί.
Η βασιλοπούλα πήγε τότε κοντά στο τσοπανάκι (царевна подошла тогда близко к пастушку).
– Θα μου ειπείς, του λέει (скажи мне, – ему говорит), πού το 'δες τ' όνειρο και πού (где видел сон и где = скажи мне, где ты видел сон).
Κινήσανε λοιπόν μαζί (отправились, итак, вместе), κι όταν έφτασαν (и когда прибыли), έψαξαν δώθε-κείθε ολοτρόγυρα (искали там и сям вокруг), ώσπου πάνω σε μια πλάκα βρήκαν μια χαλκάδα (пока сверху на плите /не/ нашли кольцо) που κράταε στη γης χάμω (которое было на земле на полу; κρατώ – держать). Μόλις την πιάσανε τη χαλκάδα (только /они/ взялись за кольцо), τραβάνε την πλάκα (потянули плиту) κι από κάτου κατέβαινε μια σκάλα (и снизу спустилась лестница) στα βάθη της γης (в глубину земли)!
Η βασιλοπούλα πήγε τότε κοντά στο τσοπανάκι.
– Θα μου ειπείς, του λέει, πού το 'δες τ' όνειρο και πού.
Κινήσανε λοιπόν μαζί, κι όταν έφτασαν, έψαξαν δώθε-κείθε ολοτρόγυρα, ώσπου πάνω σε μια πλάκα βρήκαν μια χαλκάδα που κράταε στη γης χάμω. Μόλις την πιάσανε τη χαλκάδα, τραβάνε την πλάκα κι από κάτου κατέβαινε μια σκάλα στα βάθη της γης!
Η κοπέλα δεν εδείλιασε (девушка не струсила; δειλός – трусливый; нерешительный, робкий), γιατί αγαπούσε, και κατεβαίνει πρώτη κάτω (потому что любила, и спускается первая вниз). Φτάνει κάτω και τι να δει (достигает низа = спускается донизу и что /же/ видит)! Βρίσκει και τις σαράντα κάπες των παλικαριών (находит и сорок шуб молодцев) κρεμασμένες μαζί με τη χρυσή του αρχηγού (повешенных вместе с золотой /шубой/ предводителя). Τότε κατάλαβε ότι ήταν εκείνοι (тогда поняла, что были они) και ευχαριστήθηκε (и обрадовалась). Πιάνει σκουπίζει (берёт убирает = начинает убираться), ετοιμάζει το σπίτι (готовит дом = прибирает дом), βρήκε λαγούς, βρήκε πέρδικες (нашла зайцев, нашла куропаток), έβαλε μαγέρεψε (приготовила = взяла и приготовила: «бросила приготовила»). Τα παλικάρια κάπου λείπαν μακριά (мόлодцы где-то отсутствовали далеко = были где-то далеко). Όταν τέλειωσε (когда закончила), πήγε και χώθηκε στη σιδερένια σεντούκα (пошла и спряталась в железный сундук) που 'χαν κάτω στη σπηλιά (который имели = который у них был внизу в пещере).
Η κοπέλα δεν εδείλιασε, γιατί αγαπούσε, και κατεβαίνει πρώτη κάτω. Φτάνει κάτω και τι να δεί! Βρίσκει και τις σαράντα κάπες των παλικαριών κρεμασμένες μαζί με τη χρυσή του αρχηγού. Τότε κατάλαβε ότι ήταν εκείνοι και ευχαριστήθηκε. Πιάνει σκουπίζει, ετοιμάζει το σπίτι, βρήκε λαγούς, βρήκε πέρδικες, έβαλε μαγέρεψε. Τα παλικάρια κάπου λείπαν μακριά. Όταν τέλειωσε, πήγε και χώθηκε στη σιδερένια σεντούκα που 'χαν κάτω στη σπηλιά.
Πέρασε η μισή μέρα (прошла половина дня), το τσοπανόπουλο έκλεισε κι έφυγε (пастушок закрыл /вход в пещеру/ и ушёл). Καμιά βολά γυρίσανε τα παλικάρια (в какой-то момент вернулись мόлодцы; καμιά βολά /μιά βολά – однажды). Ανοίξανε, κατεβήκανε κάτω (открыли, спустились вниз), τηράνε, συγυρισμένα, μαγερεμένα (посмотрели – /всё/ убрано, приготовлено), άνθρωπο δε βλέπαν, τίποτα (человека не видели, ничего = но не увидели никого)! Πήρε ο αρχηγός το σίδερο (взял предводитель железку; το σίδερο – железо) και βάραγε – νταν, νταν, νταν – πάνω στη σεντούκα (и /стал/ стучать – бум, бум, бум – по сундуку) κι έλεγε με παράπονο (и говорил с болью; το παράπονο – жалоба, сетование; огорчение, досада):
Πέρασε η μισή μέρα, το τσοπανόπουλο έκλεισε κι έφυγε. Καμιά βολά γυρίσανε τα παλικάρια. Ανοίξανε, κατεβήκανε κάτω, τηράνε, συγυρισμένα, μαγερεμένα, άνθρωπο δε βλέπαν, τίποτα! Πήρε ο αρχηγός το σίδερο και βάραγε – νταν, νταν, νταν – πάνω στη σεντούκα κι έλεγε με παράπονο:
– Κλαίτε, πόρτες, παραθύρια, τον καημό της Μαριετούλας (оплакивайте, двери, окна, горе Мариетулы). Γιατί το 'χε καημό κι αυτός (потому что имеет горе и тот = потому что горе и у того) που την έχασε (кто её потерял).
Ίσαμε τότε (до тогда = до сих пор), κάθε φορά που έλεγε φωναχτά τον καημό του το παλικάρι (каждый раз, как говорил громко горе своё мόлодец = когда кричал о своём горе мόлодец), κλαίγαν οι πόρτες και τα παραθύρια (плакали двери и окна), ακόμα και τα σίδερα (вдобавок и засовы).
Κείνη την ώρα (в тот момент), που η κοπέλα ήταν κρυμμένη στη σιδερένια σεντούκα (когда девушка была спрятана в железном сундуке; κρύβω), γίνηκε κάτι παράξενο (случилось нечто странное). «Κα, κα, κα!» τα γέλια ("ха-ха-ха" хохот), γέλαγαν οι πόρτες και τα παραθύρια (смеялись двери и окна), ακόμη και τα σίδερα (вдобавок и засовы), κι εκείνη μέσα (и она внутри).