355 500 произведений, 25 200 авторов.

Электронная библиотека книг » Н. Самохвалова » Новогреческие народные сказки и легенды » Текст книги (страница 5)
Новогреческие народные сказки и легенды
  • Текст добавлен: 4 октября 2016, 23:47

Текст книги "Новогреческие народные сказки и легенды"


Автор книги: Н. Самохвалова



сообщить о нарушении

Текущая страница: 5 (всего у книги 13 страниц)

Θοδωρής και Ξάνθω (Тодорис и Ксанто)

Ζούσε, μια φορά και έναν καιρό (жила, однажды), ένα αντρόγυνο (супружеская пара; ο άντρας – мужчина, муж; η γυναίκα – женщина, жена): ο Θοδωρής κι η Ξάνθω (Тодорис и Ксанто). Παιδιά δεν είχαν (детей не имели), είχαν όμως ζωντανά (имели, однако, скот; το ζωντανό – животное, скотина; во мн. ч. скот) και τα βοσκούσαν (и его пасли). Τη μέρα πήγαινε για βοσκή η Ξάνθω (днём шла на пастбище Ксанто) και τις νύχτες ο Θοδωρής (и ночами Тодорис). Τα καλοκαίρια (летом), σα φύλαγε τα ζωντανά ο Θοδωρής τα βράδια (когда сторожил скот Тодорис по вечерам), τον έπαιρνε καμιά φορά ο ύπνος (его охватывал иногда: "в некоторый раз" сон). Άφηνε τα σκυλιά να ξαγρυπνούν (оставлял собак, чтобы бодрствовали). Για προσκέφαλο είχε ένα κούτσουρο (для подушки = в качестве подушки имел пень), που ήταν κούφιο στη μέση (который был гнилой внутри).

Ζούσε, μια φορά και έναν καιρό, ένα αντρόγυνο: ο Θοδωρής κι η Ξάνθω. Παιδιά δεν είχαν, είχαν όμως ζωντανά και τα βοσκούσαν. Τη μέρα πήγαινε για βοσκή η Ξάνθω και τις νύχτες ο Θοδωρής. Τα καλοκαίρια, σα φύλαγε τα ζωντανά ο Θοδωρής τα βράδια, τον έπαιρνε καμιά φορά ο ύπνος. Άφηνε τα σκυλιά να ξαγρυπνούν. Για προσκέφαλο είχε ένα κούτσουρο, που ήταν κούφιο στη μέση.

Ένα χειμώνα έκαψαν όλα τα ξύλα (одной зимой сожгли все дрова) κι ο Θοδωρής δεν έβρισκε (и Тодорис не нашёл) τι να ρίξει στη φωτιά για να μη σβήσει (что бросить в огонь, чтобы не потух). Πάει και παίρνει το κούτσουρο (пошёл и взял пень) να το κάψει (чтобы его жечь). Όπως έκανε να το ρίξει στη φωτιά (когда собрался его бросить в огонь), πετάγεται από μέσα ένα φίδι (вылезла из середины змея). Τα 'χασε ο Θοδωρής (растерялся Тодорис; τα έχασε / έχασε τα μυαλά – потерял самообладание; растерялся, смутился) και έσκυψε να πάρει το τσαπί (и нагнулся, чтобы взять мотыгу) να το σκοτώσει (чтобы её убить).

Ένα χειμώνα έκαψαν όλα τα ξύλα κι ο Θοδωρής δεν έβρισκε τι να ρίξει στη φωτιά για να μη σβήσει. Πάει και παίρνει το κούτσουρο να το κάψει. Όπως έκανε να το ρίξει στη φωτιά, πετάγεται από μέσα ένα φίδι. Τα 'χασε ο Θοδωρής και έσκυψε να πάρει το τσαπί να το σκοτώσει.

– Μη με σκοτώνεις (не убивай меня), άκουσε το φίδι να του λέει με ανθρώπινη φωνή (услышал змею, ему говорящую человеческим голосом). Τόσο καιρό κοιμάσαι πάνω απ' το στόμα μου (столько времени спишь сверху над ртом моим) κι εγώ δε σε δάγκωσα (и я тебя не укусила). Άσε με να φύγω (позволь мне уйти) κι έχω κάτι να σου δώσω (и имею кое-что тебе дать = и тогда я тебе кое-что дам).

– Σαν τι θα μου δώσεις, φίδι πράμα; (ну и что ты мне дашь, змея, а?)

Μη με σκοτώνεις, άκουσε το φίδι να του λέει με ανθρώπινη φωνή. Τόσο καιρό κοιμάσαι πάνω απ' το στόμα μου κι εγώ δε σε δάγκωσα. Άσε με να φύγω κι έχω κάτι να σου δώσω.

Σαν τι θα μου δώσεις, φίδι πράμα;

Τη σοφία μου (мудрость мою). Ξέρω (знаю = умею) να ακούω και να καταλαβαίνω (слушать и понимать) τις φωνές των ζώων και των πουλιών (голоса животных и птиц). Έλα (давай), φέρε το στόμα σου στο στόμα μου (поднеси рот свой ко рту моему), να πάρεις τη σοφία μου (чтобы /ты/ взял мудрость мою).

Το πίστεψε κι ο Θοδωρής (ей поверил и Тодорис) και πλησίασε το στόμα του στο στόμα του φιδιού (и приблизил рот свой ко рту змеи).

– Τη σοφία μου. Ξέρω να ακούω και να καταλαβαίνω τις φωνές των ζώων και των πουλιών. Έλα, φέρε το στόμα σου στο στόμα μου, να πάρεις τη σοφία μου.

Το πίστεψε κι ο Θοδωρής και πλησίασε το στόμα του στο στόμα του φιδιού.

– Από δω και πέρα (отныне: "отсюда и дальше") θα 'χεις τη σοφία μου (будешь иметь мудрость мою). Πρόσεξε, όμως (будь осторожен, однако), αν το μαρτυρήσεις σε άνθρωπο (если это расскажешь человеку; μαρτυρώ – подтверждать, признавать; выдавать; свидетельствовать), την άλλη μέρα θα πεθάνεις (на следующий день умрёшь).

Αυτά είπε το φίδι (это сказала змея) και σύρθηκε να βρει αλλού να ξεχειμωνιάσει (и отправилась искать в другом месте /где бы ей/ перезимовать).

Την άλλη μέρα (на следующий день), που πήγε στο κοπάδι ο Θοδωρής (когда пошёл к стаду Тодорис) κι άκουσε τα ζώα να βελάζουν (и услышал, /как/ животные блеют), κατάλαβε ποια ήθελαν τάισμα και ποια ήθελαν πότισμα (понял, которые хотели бы еды и которые бы хотели питья; το τά(γ)ισμα – кормление; η ταγή – корм, фураж). Ήταν χαρούμενος (/Тодорис/ был радостный) γιατί τώρα κόπιαζε λιγότερο (потому что теперь уставал меньше; κοπιάζω – усердно трудиться; уставать, утомляться).

– Από δω και πέρα θα 'χεις τη σοφία μου. Πρόσεξε, όμως, αν το μαρτυρήσεις σε άνθρωπο,την άλλη μέρα θα πεθάνεις.

Αυτά είπε το φίδι και σύρθηκε να βρει αλλού να ξεχειμωνιάσει.

Την άλλη μέρα, που πήγε στο κοπάδι ο Θοδωρής κι άκουσε τα ζώα να βελάζουν, κατάλαβε ποια ήθελαν τάισμα και ποια ήθελαν πότισμα. Ήταν χαρούμενος γιατί τώρα κόπιαζε λιγότερο.

Πέρασε ο χειμώνας (прошла зима) κι η Ξάνθω ήθελε να πάει να δει τη μάνα της (и Ксанто захотела пойти повидать: "увидеть" мать её) στο διπλανό χωριό (в соседнюю деревню).

Άιντε, Θοδωρή, να πάρουμε τη φοράδα (эй, Тодорис, давай возьмём лошадь) να πάμε στη μάνα μου (чтобы поехать к маме моей).

Ησύχασε, Ξάνθω (тихо, Ксанто; ησυχάζω – успокаиваться, утихать; отдыхать). Η φοράδα είναι γκαστρωμένη (кобыла – беременная). Κάτσε να γεννήσει (сядь /подожди/, чтобы /она/ родила) κι ύστερα πάμε στο χωριό σου (и потом пойдём в деревню твою).

Πέρασε ο χειμώνας κι η Ξάνθω ήθελε να πάει να δει τη μάνα της στο διπλανό χωριό.

Άιντε, Θοδωρή, να πάρουμε τη φοράδα να πάμε στη μάνα μου.

Ησύχασε, Ξάνθω. Η φοράδα είναι γκαστρωμένη. Κάτσε να γεννήσει κι ύστερα πάμε στο χωριό σου.

– Δεν έχει ανάγκη η φοράδα, αντέχει (не имеет нужды кобыла, выдерживает). Εγώ δεν αντέχω να περιμένω τόσες μέρες (я не выдерживаю ждать столько дней).

Πες, πες (мало-помалу), τον έπεισε να την πάει στο χωριό της (его убедила её отвезти в деревню её; πείθω). Πιάνει ο Θοδωρής, σελώνει τη φοράδα (берёт Тодорис, седлает кобылу) κι ανεβαίνει επάνω η Ξάνθω (садится сверху Ксанто; ανεβαίνω – всходить; подниматься).

Την ώρα που ξεκινούσαν (в /тот/ момент, когда отправились /в путь/), ακούει ο Θοδωρής τη φοράδα να χλιμιντράει (слышит Тодорис, /как/ кобыла ржёт):

– Δεν έχει ανάγκη η φοράδα, αντέχει. Εγώ δεν αντέχω να περιμένω τόσες μέρες.

Πες, πες, τον έπεισε να την πάει στο χωριό της. Πιάνει ο Θοδωρής, σελώνει τη φοράδα κι ανεβαίνει επάνω η Ξάνθω.

Την ώρα που ξεκινούσαν, ακούει ο Θοδωρής τη φοράδα να χλιμιντράει:

– Δε με λυπάσαι, ετοιμόγεννη; (меня не жалеешь, готовую родить? έτοιμος – готовый; γεννώ – родить, рождать) Χάθηκ' ο κόσμος (/разве/ мир рухнет) να μ' αφήσεις να γεννήσω πρώτα; (если мне позволишь родить сначала?) Θες να κουραστώ (хочешь, чтобы /я/ устала) και να μου πεθάνει το πουλάρι μου; (и чтобы у меня умер жеребёнок мой?)

Την πόνεσε ο Θοδωρής (ей посочувствовал Тодорис) και κατέβασε κάτω την Ξάνθω (и спустил вниз Ксанто).

– Δε με λυπάσαι, ετοιμόγεννη; Χάθηκ' ο κόσμος να μ' αφήσεις να γεννήσω πρώτα; Θες να κουραστώ και να μου πεθάνει το πουλάρι μου;

Την πόνεσε ο Θοδωρής και κατέβασε κάτω την Ξάνθω.

Σου σάλεψε, Θοδωρή; (ты сошёл с ума, Тодорис? σαλεύω – двигаться; колебаться, шататься; σάλεψε το μυαλό του – "двинулся ум его", он сошёл с ума) Τι πράγματα είν' αυτά; (что это такое?) Ή εγώ ή η φοράδα, φώναξε η Ξάνθω (или я или кобыла, – закричала Ксанто).

Βρε γυναίκα, ξέρω τι κάνω (эй, женщина, знаю, что делаю). Άκου που σου λέω (слушай, что тебе говорю).

Τίποτα η Ξάνθω (ничего /не поняла/ Ксанто). Ντε και καλά (во что бы то ни стало) να μάθει γιατί τη γύρισε πίσω (/хотелось ей/ узнать, почему её вернул назад).

Σου σάλεψε, Θοδωρή; Τι πράγματα είν' αυτά; Ή εγώ ή η φοράδα, φώναξε η Ξάνθω.

Βρε γυναίκα, ξέρω τι κάνω. Άκου που σου λέω.

Τίποτα η Ξάνθω. Ντε και καλά να μάθει γιατί τη γύρισε πίσω.

Άκου, γυναίκα (слушай, женщина). Αν σου πω το λόγο (если тебе скажу слово), θα πεθάνω αύριο, να ξέρεις (умру завтра, чтобы ты знала = знай!).

Να μου πεις κι ας πεθάνεις (давай /ты/ мне скажешь и пусть умрёшь), αν είναι να μου κρατάς μυστικά (если /идёт речь о том/ чтобы от меня /ты/ держал тайну = если ты от меня что-то скрываешь).

Πάμε τουλάχιστον (пойдём по крайней мере) να ετοιμάσουμε την κηδεία (подготовим похороны), να τα κάνω καταπώς θέλω (чтобы /я/ это сделал как хочу), είπε ο καημένος ο Θοδωρής (сказал опечаленный Тодорис).

Άκου, γυναίκα. Αν σου πω το λόγο, θα πεθάνω αύριο, να ξέρεις.

Να μου πεις κι ας πεθάνεις, αν είναι να μου κρατάς μυστικά.

Πάμε τουλάχιστον να ετοιμάσουμε την κηδεία, να τα κάνω καταπώς θέλω, είπε ο καημένος ο Θοδωρής.

Κι έτσι γύρισαν στο σπίτι τους (и так вернулись в дом их), έβρασαν στάρι (заквасили тесто; βράζω – вариться; бродить, закисать; το σ(ι)τάρι – пшеница; хлеб, зерновые), αγόρασαν κερί (купили воск), ζύμωσαν ψωμί (замесили хлеб) κι ετοίμασαν τα ρούχα της κηδείας (и приготовили одежды похорон = похоронные одежды). Μόλις πήγε να βασιλέψει (едва начало садиться /солнце/), άκουσε ο Θοδωρής τον κόκορα να λαλεί (услышал Тодорис, /как/ петух говорит):

– Είσαι κουτός, αφεντικό (/ты/ глупый, хозяин). Δεν είναι κρίμα (/разве/ не жаль) να πεθάνεις εσύ για την περιέργεια της Ξάνθως; (что умрёшь ты из-за любопытства Ксанто?) Ρίξε το στάρι στο κοτέτσι (брось закваску в курятник), δώσε το ψωμί στα γουρούνια (дай хлеб свиньям) και σύρε το κερί στην εκκλησιά (и отнеси воск в церковь). Ύστερα βάλε τα ρούχα της κηδείας (потом надень одежду похорон) πάρε και μια μαγκούρα (возьми и палку) κι αρχίνα την Ξάνθω στο ξύλο (и начни избивать Ксанто; το ξύλο – дерево; палка; δίνω ξύλο – поколотить; τρώγω ξύλο – быть избитым), αν είσαι άντρας (если /ты/ мужчина). Ακούς εκεί (ты только послушай: "слушай туда") να πεθάνεις (чтобы умереть = ничего себе, умирать /из-за такого/!)!

Κι έτσι γύρισαν στο σπίτι τους, έβρασαν στάρι, αγόρασαν κερί, ζύμωσαν ψωμί κι ετοίμασαν τα ρούχα της κηδείας. Μόλις πήγε να βασιλέψει, άκουσε ο Θοδωρής τον κόκορα να λαλεί:

– Είσαι κουτός, αφεντικό. Δεν είναι κρίμα να πεθάνεις εσύ για την περιέργεια της Ξάνθως; Ρίξε το στάρι στο κοτέτσι, δώσε το ψωμί στα γουρούνια και σύρε το κερί στην εκκλησιά. Ύστερα βάλε τα ρούχα της κηδείας, πάρε και μια μαγκούρα κι αρχίνα την Ξάνθω στο ξύλο, αν είσαι άντρας. Ακούς εκεί να πεθάνεις!

Άρχισε να το σκέφτεται ο Θοδωρής (начал это обдумывать Тодорис): «Βρε, μπας κι έχει δίκαιο ο κόκορας; (ну, может, и прав петух? το δίκαιο – право; правота; έχω δίκαιο – я прав) Αξίζει να πέσω να πεθάνω (стоит упасть умереть = стоит ли умереть) να χάσω τα νιάτα μου και τη λεβεντιά μου; (/и/ потерять юность мою и удаль?)»

Και, πάνω που τα σκεφτόταν αυτά (и, в то время, когда обдумывал это; πάνω που – в то время когда), ακούει τη φωνή της Ξάνθως (слышит голос Ксанто):

– Άιντε, να μου πεις το μυστικό να τελειώνουμε (эй, давай мне скажи тайну, чтобы /мы/ закончили = чтобы покончить с этим). Πήρε και νυχτώνει (начала наступать ночь). Ως πότε θα το κρατάς; (до когда это будешь держать? = до каких пор ты будешь это оттягивать? κρατώ – держать; задерживать)

Άρχισε να το σκέφτεται ο Θοδωρής:

«Βρε, μπας κι έχει δίκαιο ο κόκορας; Αξίζει να πέσω να πεθάνω να χάσω τα νιάτα μου και τη λεβεντιά μου;»

Και, πάνω που τα σκεφτόταν αυτά, ακούει τη φωνή της Ξάνθως:

Άιντε, να μου πεις το μυστικό να τελειώνουμε. Πήρε και νυχτώνει. Ως πότε θα το κρατάς;

Βρε γυναίκα, έλα στα συγκαλά σου (эй, женщина, приди в себя; τα συγκαλά – нормальное состояние; δεν είμαι στα συγκαλά μου – я не в своём уме). Τι θες; (чего /ты/ хочешь?) Να σ' το πω και να πεθάνω; (чтобы /я/ тебе это сказал и умер?)

Να το πεις και να πεθάνεις (пусть скажешь и умрёшь), αν είναι να 'χεις μυστικά από μένα (если есть, что имеешь тайны от меня = если дело в том, что ты имеешь от меня тайны).

Ακούει ο Θοδωρής τότε τη φωνή του γουρουνιού (слышит Тодорис тогда голос свиньи):

– Τι την ακούς, αφεντικό; (что /ты/ её слушаешь, хозяин?) Πάρε τη μαγκούρα και αρχίνα τη (возьми палку и начни её /бить/). Ρίξε το στάρι στο κοτέτσι (брось закваску в курятник), σύρε το κερί στην εκκλησιά (отнеси воск в церковь) και φέρε το ψωμί κατά δω (и принеси хлеб сюда). Ακούς εκεί να πεθάνεις (только послушай, умирать) στα καλά καθούμενα (ни с того ни с сего)!

– Βρε γυναίκα, έλα στα συγκαλά σου. Τι θες; Να σ' το πω και να πεθάνω;

Να το πεις και να πεθάνεις, αν είναι να 'χεις μυστικά από μένα. Ακούει ο Θοδωρής τότε τη φωνή του γουρουνιού:

Τι την ακούς, αφεντικό; Πάρε τη μαγκούρα και αρχίνα τη. Ρίξε το στάρι στο κοτέτσι, σύρε το κερί στην εκκλησιά και φέρε το ψωμί κατά δω. Ακούς εκεί να πεθάνεις στα καλά καθούμενα!

Θα πεις καμιά φορά (скажешь когда-нибудь) το μυστικό να τελειώνουμε; (тайну, чтобы /мы/ закончили /с этим/?) ξαναφώναξε η Ξάνθω (снова кричит Ксанто).

Θα πω, Ξάνθω (скажу, Ксанто). Έλα κοντά μου (иди поближе: "иди близко ко мне"), μη μας ακούσουν οι γειτόνοι (/чтобы/ нас не услышали соседи).

Και μόλις έκανε να σιμώσει η Ξάνθω (и едва начала подходить Ксанто), αρπάζει ο Θοδωρής τη μαγκούρα (хватает Тодорос палку) κι αρχινάει να την κατεβάζει στην πλάτη της Ξάνθως (и начинает её опускать на спину Ксанто).

– Μη, μη βαράς, Θοδωρή μου (не, не бей, Тодорис мой)! Δε θέλω να μάθω (не хочу узнать)! Δε θέλω (не хочу)! Πάει στα κομμάτια το μυστικό σου (пошла к чёрту твоя тайна; κομμάτι – кусок; στα κομμάτια να πάει – пусть идёт к чёрту, пусть сгинет)!

– Θα πεις καμιά φορά το μυστικό να τελειώνουμε; ξαναφώναξε η Ξάνθω.

– Θα πω, Ξάνθω. Έλα κοντά μου, μη μας ακούσουν οι γειτόνοι. Και μόλις έκανε να σιμώσει η Ξάνθω, αρπάζει ο Θοδωρής τη μαγκούρα κι αρχινάει να την κατεβάζει στην πλάτη της Ξάνθως.

Μη, μη βαράς, Θοδωρή μου! Δε θέλω να μάθω! Δε θέλω! Πάει στα κομμάτια το μυστικό σου!

Έσκουζε η Ξάνθω, βαρούσε ο Θοδωρής (кричала Ксанто, бил Тодорис), στο τέλος τη λυπήθηκε (наконец, её пожалел).

– Τι λες τώρα, γυναίκα; (что говоришь теперь, женщина? = что ты теперь скажешь?) Θες να μάθεις το μυστικό μου (хочешь узнать тайну мою) και να πεθάνω την άλλη μέρα; (и чтобы я умер на следующий день?)

– Τι λες, Θοδωρή μου; (что /ты/ говоришь, Тодорис мой?) Εγώ να μάθω; (я чтобы узнала?) Εσύ να 'σαι καλά (ты будь в порядке) κι ας έχεις όσα μυστικά θες (и пусть имеешь сколько тайн хочешь = и имей столько тайн, сколько хочешь). Άντρας είσαι, στο κάτω κάτω (/ты/ мужчина, в конце концов).

Έσκουζε η Ξάνθω, βαρούσε ο Θοδωρής, στο τέλος τη λυπήθηκε.

Τι λες τώρα, γυναίκα; Θες να μάθεις το μυστικό μου και να πεθάνω την άλλη μέρα;

Τι λες, Θοδωρή μου; Εγώ να μάθω; Εσύ να 'σαι καλά κι ας έχεις όσα μυστικά θες. Άντρας είσαι, στο κάτω κάτω.

Έτσι είπε η Ξάνθω και συμμορφώθηκε (так сказала Ксанто и образумилась / исправилась).

– Μπράβο, αφεντικό (браво / молодец, хозяин), είπαν με μια φωνή όλα τα ζωντανά της αυλής (сказали в один голос все животные двора). Ησύχασε κι ο Θοδωρής (успокоился и Тодорис) που στάθηκε άντρας (который остался мужчиной; στέκομαι) και δε φανέρωσε το μυστικό στην Ξάνθω (и не раскрыл тайну Ксанто).

Έτσι είπε η Ξάνθω και συμμορφώθηκε.

– Μπράβο, αφεντικό, είπαν με μια φωνή όλα τα ζωντανά της αυλής. Ησύχασε κι ο Θοδωρής που στάθηκε άντρας και δε φανέρωσε το μυστικό στην Ξάνθω.

Ξημέρωσε κι η άλλη μέρα (начался: "рассвёл" и следующий день) και δεν έγινε η κηδεία του (и не произошли похороны). Έριξε το στάρι στο κοτέτσι (бросил закваску в курятник), το ψωμί στα γουρούνια και πήγε το κερί στην εκκλησιά (хлеб свиньям и отнёс воск в церковь).

Από τη μέρα εκείνη (с дня того) ο Θοδωρής δε ματάκουσε τις φωνές των ζωντανών (Тодорис не снова слышал = больше не слышал голоса животных), ούτε ξαναμάλωσε με την Ξάνθω (и больше не ссорился с Ксанто).

Ξημέρωσε κι η άλλη μέρα και δεν έγινε η κηδεία του. Έριξε το στάρι στο κοτέτσι, το ψωμί στα γουρούνια και πήγε το κερί στην εκκλησιά.

Από τη μέρα εκείνη ο Θοδωρής δε ματάκουσε τις φωνές των ζωντανών, ούτε ξαναμάλωσε με την Ξάνθω.

Ο θυμός του Απόστολου Πέτρου. (Гнев апостола Петра)

Μια φορά (однажды), τα χρόνια που ο Χριστός κι οι μαθητές του (во времена, когда Христос и ученики Его) περιδιάβαιναν την Ιουδαία (бродили по Иудее), βρέθηκαν σ' ένα χωριό (очутились в одной деревне). Τους έπιασε νύχτα (их застигла ночь) κι είπαν να ξαποστάσουν κάπου (и сказали = решили отдохнуть где-нибудь). Βρήκαν ένα χάνι (нашли постоялый двор) και, έτσι όπως ήταν κουρασμένοι (и, так как были уставшие), έπεσαν να κοιμηθούν (упали спать = улеглись спать). Του κάκου όμως (напрасно, однако). Φασαρία και φωνές ακούγονταν από κάτω (шум и голоса слышались снизу). Στέλνει ο Χριστός τον Πέτρο να δει τι γίνεται (посылает Христос Петра посмотреть, что происходит).

Μια φορά, τα χρόνια που ο Χριστός κι οι μαθητές του περιδιάβαιναν την Ιουδαία, βρέθηκαν σ' ένα χωριό. Τους έπιασε νύχτα κι είπαν να ξαποστάσουν κάπου. Βρήκαν ένα χάνι και, έτσι όπως ήταν κουρασμένοι, έπεσαν να κοιμηθούν. Του κάκου όμως. Φασαρία και φωνές ακούγονταν από κάτω. Στέλνει ο Χριστός τον Πέτρο να δει τι γίνεται.

– Σωπάστε κι είμαστε κουρασμένοι (замолчите и /мы/ устали). Ο Δάσκαλος θέλει ν' αναπαυτεί (Учитель хочет отдохнуть), τους λέγει ο Πέτρος κι ανεβαίνει να ησυχάσει (им говорит Пётр и поднимается, чтобы поспать; ησυχάζω – успокаиваться; отдыхать, лежать, спать).

Τι κι αν τους μίλησε; (что толку, что он с ними поговорил?: "что и если с ними поговорил") Σε λίγο (через немного; имеется в виду σε λίγο χρόνο – через некоторое время) ξανάρχισε ο σαματάς (возобновился шум).

Δάσκαλε, σαν να 'ναι πιωμένοι (Учитель, /они/ как будто пьяные). Θα ξαναπάω (снова пойду), μπας και πιάσουν τόπο τα λόγια μου (может быть, и окажутся полезными / возымеют действие слова мои; πιάνω τόπο – оказываться полезным /о советах, просьбах/; досл. «брать место»), είπε ο Πέτρος και ξαναπήγε (сказал Пётр и снова пошёл).

– Σωπάστε κι είμαστε κουρασμένοι. Ο Δάσκαλος θέλει ν' αναπαυτεί, τους λέγει ο Πέτρος κι ανεβαίνει να ησυχάσει.

Τι κι αν τους μίλησε; Σε λίγο ξανάρχισε ο σαματάς.

Δάσκαλε, σαν να 'ναι πιωμένοι. Θα ξαναπάω, μπας και πιάσουν τόπο τα λόγια μου, είπε ο Πέτρος και ξαναπήγε.

Σαν να μη καταλάβατε (будто /вы/ не понимаете) πως είν' αργά (что поздно) κι ο Δάσκαλος αναπαύεται (и Учитель отдыхает). Ησυχάστε (ложитесь), μπας κι ησυχάσουμε κι εμείς επιτέλους (может быть, уснём и мы наконец).

Ο Πέτρος γύρισε στη συντροφιά του (Пётр возвращается к компании своей) κι έπεσε να κοιμηθεί (и ложится спать). Χαμένος κόπος… (потерянный труд = тщетный труд) Δεν πρόλαβε να κλείσει τα μάτια του (не успел закрыть глаза свои) κι ο σαματάς ξαναματάρχισε (и шум снова начался). Τώρα ακούστηκαν αγριεμένες φωνές (теперь слышались раздражённые голоса; αγριεύω – раздражаться, приходить в ярость). Λες και μάλωναν κάποιοι (скажешь = казалось, что и ругались некоторые = кто-то). Αγρίεψε ο Πέτρος (рассердился Пётр). Παίρνει το σπαθί του (взял меч свой) και, δίχως να τον προλάβει ο Χριστός (и, без /того/, чтобы его предупредил Христос), ορμάει στον κάτω οντά (устремляется вниз).

– Σαν να μη καταλάβατε πως είν' αργά κι ο Δάσκαλος αναπαύεται. Ησυχάστε, μπας κι ησυχάσουμε κι εμείς επιτέλους.

Ο Πέτρος γύρισε στη συντροφιά του κι έπεσε να κοιμηθεί. Χαμένος κόπος… Δεν πρόλαβε να κλείσει τα μάτια του κι ο σαματάς ξαναματάρχισε. Τώρα ακούστηκαν αγριεμένες φωνές. Λες και μάλωναν κάποιοι. Αγρίεψε ο Πέτρος. Παίρνει το σπαθί του και, δίχως να τον προλάβει ο Χριστός, ορμάει στον κάτω οντά.

Ήταν δύο που καβγάδιζαν (были двое, кто ссорились), ένας Εβραίος κι ένας Σαμαριναίος (еврей и самаритянин). Μπαίνει στη μέση, μπας και τους χωρίσει (/Пётр/ идёт в середину, может быть, и их растащить). Τίποτα (ничего = безрезультатно). Άνθρωπος ήταν κι ο Πέτρος (человек был и Пётр), αρπάζει το σπαθί (хватает меч) και τους παίρνει τα κεφάλια (и отрубает им головы: "и им взял головы"). Κι έγινε ησυχία (и настала тишина). Ανέβηκε στην κάμαρη ο Απόστολος (поднялся в комнату апостол), τους ήβρε όλους να κοιμούνται (их нашёл всех спящих; βρίσκω) κι έπεσε κι αυτός και κοιμήθηκε (и лёг и сам и уснул).

Ήταν δύο που καβγάδιζαν, ένας Εβραίος κι ένας Σαμαριναίος. Μπαίνει στη μέση, μπας και τους χωρίσει. Τίποτα. Άνθρωπος ήταν κι ο Πέτρος, αρπάζει το σπαθί και τους παίρνει τα κεφάλια. Κι έγινε ησυχία. Ανέβηκε στην κάμαρη ο Απόστολος, τους ήβρε όλους να κοιμούνται κι έπεσε κι αυτός και κοιμήθηκε.

Το πρωί που εξύπνησε ο Χριστός (утром, когда проснулся Христос), τον βρήκε με το κεφάλι σκυμμένο (его нашёл с головой склонённой = опечаленным). Αμέσως τον κατάλαβε (тотчас его понял)! Ο Πέτρος, με δάκρυα στα μάτια (Пётр, со слезами на глазах), του είπε τι έκανε (Ему сказал, что сделал). Ο Χριστός δε θύμωσε (Христос не гневался), δεν τον μάλωσε (его не бранил). Πήγε ήσυχα ήσυχα στον κάτω οντά (пошёл спокойно-спокойно вниз), πήρε τα κομμένα κεφάλια (взял отрубленные головы) και τα 'βαλε στα δυο κορμιά (и их приставил к двум телам) και τ' ανάστησε μεμιάς (и их воскресил тотчас). Όλοι αναστέναξαν βαθιά (все вздохнули глубоко) και θαύμασαν (и удивились). Μόνο οι δυο αναστημένοι δε χάρηκαν (только двое воскресших не обрадовались) κι άρχισαν πάλι να μαλώνουν (и начали снова ссориться).

Το πρωί που εξύπνησε ο Χριστός, τον βρήκε με το κεφάλι σκυμμένο. Αμέσως τον κατάλαβε! Ο Πέτρος, με δάκρυα στα μάτια, του είπε τι έκανε. Ο Χριστός δε θύμωσε, δεν τον μάλωσε. Πήγε ήσυχα ήσυχα στον κάτω οντά, πήρε τα κομμένα κεφάλια και τα 'βαλε στα δυο κορμιά και τ' ανάστησε μεμιάς. Όλοι αναστέναξαν βαθιά και θαύμασαν. Μόνο οι δυο αναστημένοι δε χάρηκαν κι άρχισαν πάλι να μαλώνουν.

Τι είχε γίνει; (что произошло?) Ο Χριστός λάθεψε (Христос ошибся; λαθεύω) και το κεφάλι του Εβραίου (и голову еврея) το 'βαλε στο κορμί του Σαμαριναίου (её приставил к телу самаритянина) και το αντίστροφο (и наоборот).

Από τότε και μέχρι σήμερα (с тех пор и по сей день) κανέναν Εβραίο και κανέναν Σαμαριναίο δεν τον λένε Πέτρο (ни один еврей и ни один самаритянин не упоминают Петра), γιατί θυμούνται το λάθος (потому что помнят ошибку) που έκανε ο Χριστός με τα κεφάλια (которую сделал Христос с головами) κι είναι θυμωμένοι ακόμα με τον Πέτρο (и разгневанные всё ещё на Петра).

Τι είχε γίνει; Ο Χριστός λάθεψε και το κεφάλι του Εβραίου το 'βαλε στο κορμί του Σαμαριναίου και το αντίστροφο.

Από τότε και μέχρι σήμερα κανέναν Εβραίο και κανέναν Σαμαριναίο δεν τον λένε Πέτρο, γιατί θυμούνται το λάθος που έκανε ο Χριστός με τα κεφάλια κι είναι θυμωμένοι ακόμα με τον Πέτρο.


    Ваша оценка произведения:

Популярные книги за неделю