355 500 произведений, 25 200 авторов.

Электронная библиотека книг » Н. Самохвалова » Новогреческие народные сказки и легенды » Текст книги (страница 10)
Новогреческие народные сказки и легенды
  • Текст добавлен: 4 октября 2016, 23:47

Текст книги "Новогреческие народные сказки и легенды"


Автор книги: Н. Самохвалова



сообщить о нарушении

Текущая страница: 10 (всего у книги 13 страниц)

Ο ναύτης και ο διάβολος. (Моряк и бес)

Πριν πολλά χρόνια (назад много лет = много лет назад) ένας άνθρωπος είχε δυνατό πόνο στο στομάχι (один человек имел = у одного человека была сильная боль в желудке). Πήρε βοτάνια (взял растения = лечился травами), ήπιε μαντζούνια (пил /разные/ средства; το μα(ν)τζούνι – знахарское / народное средство), τίποτα (ничего = никакого результата). Ο πόνος, πόνος (боль, боль). Χαμένα τα γιατροσόφια (потерянные снадобья = тщетно принимал он снадобья). Το πήρε απόφαση πως θα πεθάνει (принял решение = решил, что умрёт). Έστειλε να φωνάξουν τον παπα-Μανόλη (послал, чтобы позвали отца Манолиса; речь идёт о священнике) να τον μεταλάβει (чтобы его причастил), να πάει διαβασμένος και τακτοποιημένος (чтобы умер: "ушёл" отпетый и умиротворённый; τακτοποιώ – приводить в порядок, упорядочивать; улаживать).

Πριν πολλά χρόνια ένας άνθρωπος είχε δυνατό πόνο στο στομάχι. Πήρε βοτάνια, ήπιε μαντζούνια, τίποτα. Ο πόνος, πόνος. Χαμένα τα γιατροσόφια. Το πήρε απόφαση πως θα πεθάνει. Έστειλε να φωνάξουν τον παπα-Μανόλη να τον μεταλάβει, να πάει διαβασμένος και τακτοποιημένος.

Καβαλάει το γαϊδούρι ο παπα-Μανόλης (сел верхом на осла отец Манолис) με το πετραχήλι και τη μεταλαβιά (с епитрахилью и причастием) και πάει να διαβάσει τον άνθρωπο (и едет, чтобы отпеть: "отчитать" человека). Εκεί που τον διάβαζε και τον θυμιάτιζε (когда его отпевал и над ним кадил), του ξέφυγε και έριξε πολύ θυμίαμα (на него выпало и упало много фимиама). Απ' το στόμα του αρρώστου μέσα (изо рта больного изнутри) ξεπρόβαλε ο διάβολος (появился бес). Αρπάζει τότε ένα μπουκάλι άδειο ο παπα-Μανόλης (хватает тогда бутылку пустую отец Манолис), τον κλείνει μέσα (его заключает внутрь) και τον ταπώνει καλά (и его затыкает как следует: «хорошо» /пробкой/). Ο άρρωστος ζωντάνεψε (больной ожил), πάει κι ο πόνος, πάνε κι όλα (ушла и боль, ушло и всё).

Καβαλάει το γαϊδούρι ο παπα-Μανόλης με το πετραχήλι και τη μεταλαβιά και πάει να διαβάσει τον άνθρωπο. Εκεί που τον διάβαζε και τον θυμιάτιζε, του ξέφυγε και έριξε πολύ θυμίαμα. Απ' το στόμα του αρρώστου μέσα ξεπρόβαλε ο διάβολος. Αρπάζει τότε ένα μπουκάλι άδειο ο παπα-Μανόλης, τον κλείνει μέσα και τον ταπώνει καλά. Ο άρρωστος ζωντάνεψε, πάει κι ο πόνος, πάνε κι όλα.

Παίρνει ο παπάς το μπουκάλι με το διάβολο (берёт священник бутылку с бесом) και το πετάει στη θάλασσα (и её бросает в море). Το μπουκάλι πήγαινε πέρα δώθε μέσα στη θάλασσα (бутылка идёт = плывёт далеко оттуда в море) κι ο διάβολος πήγαινε να σκάσει απ' το κακό του (и бес готов лопнуть от злости; πηγαίνω – идти; приближаться; σκάζω – лопаться, взрываться; σκάζω απ' το κακό μου – лопаться от злости) και μονολογούσε (и рассуждал сам с собой):

– Πού θα πάει; (куда пойдёт? = куда поплывёт бутылка?) Δε θα βγει στη στεριά; (не выплывет: "выйдет" на сушу?) Κάποιος θα το βρει και θα το ανοίξει (кто-нибудь её найдёт и её откроет). Θα βγω έξω και τότε, τρέμε, κόσμε (выйду наружу и тогда, дрожи, мир)!

Παίρνει ο παπάς το μπουκάλι με το διάβολο και το πετάει στη θάλασσα. Το μπουκάλι πήγαινε πέρα δώθε μέσα στη θάλασσα κι ο διάβολος πήγαινε να σκάσει απ' το κακό του και μονολογούσε:

– Πού θα πάει; Δε θα βγει στη στεριά; Κάποιος θα το βρει και θα το ανοίξει. Θα βγω έξω και τότε, τρέμε, κόσμε!

Πέρασε πολύς καιρός (прошло много времени). Μια μέρα φύσηξε άνεμος δυνατός (в один день = однажды подул ветер сильный) κι ένα κύμα έβγαλε το μπουκάλι στη στεριά (и волна вынесла бутылку на сушу). Χάρηκε ο διάβολος (обрадовался бес).

«Κάποιος θα με βρει, κάποιος θα στραβωθεί», σκέφτηκε ("кто-нибудь меня найдёт, кто-нибудь ослепнет = согрешит", думал /он/; στραβώνω – кривить, искривлять; извращать; ослеплять).

Κι έτσι έγινε (и так вышло). Ένας ναύτης σκόνταψε στο μπουκάλι (один моряк споткнулся о бутылку), έσκυψε, το πήρε και τ' άνοιξε (наклонился, её взял и её открыл).

Πέρασε πολύς καιρός. Μια μέρα φύσηξε άνεμος δυνατός κι ένα κύμα έβγαλε το μπουκάλι στη στεριά. Χάρηκε ο διάβολος.

«Κάποιος θα με βρει, κάποιος θα στραβωθεί», σκέφτηκε.

Κι έτσι έγινε. Ένας ναύτης σκόνταψε στο μπουκάλι, έσκυψε, το πήρε και τ' άνοιξε.

– Επιτέλους (наконец)! Ζει ο διάβολος στο μπουκάλι κλεισμένος; (живёт бес, в бутылке запертый?) Ανάθεμα τον παπα-Μανόλη που μ' έκλεισε (проклятие отцу Манолису, который меня запер)! φώναζε και χοροπηδούσε γύρω απ' το ναύτη ο διάβολος (кричал и прыгал вокруг моряка бес).

Ο ναύτης σάστισε (моряк растерялся). Τι ήταν τούτο; (что было это? = что это было?)

Είμαι ο διάβολος κι είμαι στις προσταγές σου (/я/ бес и /я/ к твоим услугам; η προσταγή – предписание, приказ; веление). Ζήτα μου ό, τι θες (проси у меня то, что хочешь) κι εγώ θα σ' το χαρίσω (и я тебе это подарю).

Τι να σου ζητήσω; (что /мне/ у тебя попросить?) τραύλισε ο ναύτης (пробормотал моряк; τραυλίζω – заикаться, запинаться; невнятно бормотать, лепетать). Συμμαχία με το διάβολο γίνεται; (союз с бесом происходит?)

Γίνεται και παραγίνεται (происходит и перепроисходит = происходит и происходит). Πες μου τι θες και θα δεις (скажи мне, что хочешь, и увидишь).

Επιτέλους! Ζει ο διάβολος στο μπουκάλι κλεισμένος; Ανάθεμα τον παπα-Μανόλη που μ' έκλεισε! φώναζε και χοροπηδούσε γύρω απ' το ναύτη ο διάβολος.

Ο ναύτης σάστισε. Τι ήταν τούτο;

Είμαι ο διάβολος κι είμαι στις προσταγές σου. Ζήτα μου ό, τι θες κι εγώ θα σ' το χαρίσω.

Τι να σου ζητήσω; τραύλισε ο ναύτης. Συμμαχία με το διάβολο γίνεται;

Γίνεται και παραγίνεται. Πες μου τι θες και θα δεις.

– Τι να θέλω; (что /мне/ хотеть?) Ξέμπαρκος είμαι (/я/ на суше = оказавшийся на берегу; ξεμπαρκάρω – высаживаться на берег). Έχασα το βαπόρι που σαλπάρισε το πρωί (/я/ лишился корабля, который отплывал утром; το βαπόρι – пароход, теплоход; σαλπάρω – поднимать якорь, отчаливать) και τώρα είμαι ξέμπαρκος και άφραγκος (и теперь я на берегу и без денег; το φράγκο – франк; /вообще/деньги).

– Και γι' αυτό σκας; (и поэтому мучаешься? σκά(ζ)ω) Εσύ μ' έβγαλες απ' το μπουκάλι το μαγκούφικο (ты меня вытащил из бутылки несчастной = из этой несчастной бутылки; μαγκούφης – одинокий; бедный, несчастный; неудачливый) κι εγώ έτσι θα σ' αφήσω; (и я так тебя оставлю?) Άκου και δε θα χάσεις (слушай и не пропадёшь; χάνω – терять; лишаться; упускать /случай/): Ο άρχοντας της χώρας θ' αρρωστήσει (правитель страны заболеет). Εγώ θα μπω στ' αυτί του (я влезу в ухо его; μπαίνω) και θα του τριβελίζω το τύμπανο (и ему буду сверлить барабанную перепонку; το τύμπανο – барабан; барабанная перепонка). Κανένας γιατρός δε θα μπορεί (никакой врач не сможет) να τον γιατρέψει (его излечить), κανένα γιατροσόφι (никакое снадобье; το γιατροσόφι – снадобье; знахарское лечение). Τότε θα 'ρθεις εσύ (тогда придёшь ты) κι εγώ θα βγω από τ' αυτί (и я выйду из уха; βγαίνω). Ο άρχοντας θα γιατρευτεί (правитель излечится) και θα σου δώσει πολλά φλουριά (и тебе даст много денег; το φλουρί – дукат; золотая монета). Ύστερα θα μοιράσουμε τα φλουριά (потом поделим деньги) κι ο καθένας θα τραβήξει το δρόμο του (и каждый последует своей дорогой). Τι λες; (что скажешь?)

Τι να θέλω; Ξέμπαρκος είμαι. Έχασα το βαπόρι που σαλπάρισε το πρωί και τώρα είμαι ξέμπαρκος και άφραγκος.

Και γι' αυτό σκας; Εσύ μ' έβγαλες απ' το μπουκάλι το μαγκούφικο κι εγώ έτσι θα σ' αφήσω; Άκου και δε θα χάσεις: Ο άρχοντας της χώρας θ' αρρωστήσει. Εγώ θα μπω στ' αυτί του και θα του τριβελίζω το τύμπανο. Κανένας γιατρός δε θα μπορεί να τον γιατρέψει, κανένα γιατροσόφι. Τότε θα 'ρθεις εσύ κι εγώ θα βγω από τ' αυτί. Ο άρχοντας θα γιατρευτεί και θα σου δώσει πολλά φλουριά. Ύστερα θα μοιράσουμε τα φλουριά κι ο καθένας θα τραβήξει το δρόμο του. Τι λες;

Σαν καλή (как хорошая = хорошей) μου φαίνεται η ιδέα σου (мне кажется идея твоя), θαύμασε ο ναύτης (восхитился моряк; θαυμάζω – удивляться; восхищаться). Και πού θα σε βρω (и где тебя найду) να μοιράσουμε τα φλουριά; (чтобы /мы/ разделили деньги?)

Στο κόκκινο το κονοστάσι τα μεσάνυχτα (у красного иконостаса в полночь), αποκρίθηκε ο διάβολος και χάθηκε απ' τα μάτια του ναύτη (ответил бес и исчез с глаз моряка).

Την άλλη μέρα συναγερμός σήμανε στην πολιτεία (на следующий день тревога была объявлена в городе):

– Ο άρχοντας προστάζει όλους τους γιατρούς της χώρας (правитель приказывает всем врачам страны) να τρέξουν στο παλάτι (бежать во дворец = спешить во дворец) να του γιατρέψουν το αυτί (чтобы ему вылечили ухо), φώναζε ο ντελάλης (кричал глашатай).

– Σαν καλή μου φαίνεται η ιδέα σου, θαύμασε ο ναύτης. Και πού θα σε βρω να μοιράσουμε τα φλουριά;

– Στο κόκκινο το κονοστάσι τα μεσάνυχτα, αποκρίθηκε ο διάβολος και χάθηκε απ' τα μάτια του ναύτη.

Την άλλη μέρα συναγερμός σήμανε στην πολιτεία:

– Ο άρχοντας προστάζει όλους τους γιατρούς της χώρας να τρέξουν στο παλάτι να του γιατρέψουν το αυτί, φώναζε ο ντελάλης.

Γιατροί μπαίναν, γιατροί βγαίναν απ' το παλάτι, τίποτα (врачи входили, врачи выходили из дворца – ничего). Ο πόνος, πόνος (боль, боль). Την άλλη μέρα παρουσιάστηκε ο ναύτης στο βασιλιά (на следующий день предстал моряк перед царём).

– Βασιλιά μου, γιατρός δεν είμαι (царь мой, /я/ не врач), μα ξέρω ένα γιατροσόφι απ' τη μάνα μου (но знаю снадобье от мамы моей), που διώχνει τον πόνο ώσπου να πεις κύμινο (которое изгоняет боль молниеносно: "пока скажешь " тмин"), είπε ο ναύτης και ζήτησε να του φέρουν ένα τσουκάλι (сказал моряк и попросил, чтобы ему принесли горшок).

Γιατροί μπαίναν, γιατροί βγαίναν απ' το παλάτι, τίποτα. Ο πόνος, πόνος. Την άλλη μέρα παρουσιάστηκε ο ναύτης στο βασιλιά.

– Βασιλιά μου, γιατρός δεν είμαι, μα ξέρω ένα γιατροσόφι απ' τη μάνα μου, που διώχνει τον πόνο ώσπου να πεις κύμινο, είπε ο ναύτης και ζήτησε να του φέρουν ένα τσουκάλι.

Έριξε μέσα ασβέστη και θειάφι (бросил /моряк/ внутрь известь и серу), τ' ανακάτωσε και τα 'κανε αλοιφή (их смешал и из них сделал мазь; άνω – вверх, κάτω – вниз; ανακατώνω – смешивать). Άλειψε τ' αυτί του άρχοντα μια, δυο, τρεις φορές (помазал ухо правителя один, два, три раза; αλείφω). Την τρίτη φορά έγνεψε στο διάβολο (на третий раз подал знак бесу; γνέφω – давать знак) κι εκείνος φραπ! βγήκε από τ' αυτί του βασιλιά (и тот – раз! – вышел из уха царя). Ο βασιλιάς έγινε περδίκι μεμιάς (царь выздоровел моментально; το περδίκι – маленькая куропатка; είμαι περδίκι – быть здоровым; γίνομαι περδίκι – выздоравливать, набираться сил)!

– Χαλάλι σου ένα πουγκί φλουριά (для тебя не жалко кошелька монет; χαλάλι σου – для тебя не жалко). Με γιάτρεψες (/ты/ меня вылечил) κι ανάθεμα τους γιατρούς και τις σοφίες τους (и проклятье врачам и премудростям их; η σοφία – мудрость), είπε ο βασιλιάς και του 'δωσε τα φλουριά (сказал царь и ему дал деньги).

Έριξε μέσα ασβέστη και θειάφι, τ' ανακάτωσε και τα 'κανε αλοιφή. Άλειψε τ' αυτί του άρχοντα μια, δυο, τρεις φορές. Την τρίτη φορά έγνεψε στο διάβολο κι εκείνος φραπ! βγήκε από τ' αυτί του βασιλιά. Ο βασιλιάς έγινε περδίκι μεμιάς!

– Χαλάλι σου ένα πουγκί φλουριά. Με γιάτρεψες κι ανάθεμα τους γιατρούς και τις σοφίες τους, είπε ο βασιλιάς και του 'δωσε τα φλουριά.

Τα παίρνει ο ναύτης (их берёт моряк) και τρέχει αμέσως για το κόκκινο κονοστάσι (и бежит тотчас к красному иконостасу). Να σου κι ο διάβολος ακριβώς τα μεσάνυχτα (вот тебе и бес, точно в полночь).

– Δεν πιστεύω να περιμένεις μερτικό; (не верю, /неужели ты/ ждёшь доли /своей/?) Διάβολος είσαι, δε σου λείπουν τα φλουριά (/ты/ бес, тебе не недостает денег = тебе хватает денег). Κι ύστερα μου το χρώσταγες (и потом /ты/ мне задолжал; χρωστώ – быть должником, задолжать). Εγώ σε γλίτωσα απ' το μπουκάλι του παπα-Μανόλη (я тебя освободил из бутылки отца Манолиса; γλιτώνω / γλύτωνω – спасать, освобождать; спасаться, избавляться).

Αυτά είπε ο ναύτης κοροϊδευτικά στο διάβολο (это сказал моряк насмешливо бесу) και τράβηξε για το χωριό του (и отправился в деревню свою).

Τα παίρνει ο ναύτης και τρέχει αμέσως για το κόκκινο κονοστάσι. Να σου κι ο διάβολος ακριβώς τα μεσάνυχτα.

– Δεν πιστεύω να περιμένεις μερτικό; Διάβολος είσαι, δε σου λείπουν τα φλουριά. Κι ύστερα μου το χρώσταγες. Εγώ σε γλίτωσα απ' το μπουκάλι του παπα-Μανόλη.

Αυτά είπε ο ναύτης κοροϊδευτικά στο διάβολο και τράβηξε για το χωριό του.

– Θα μου το πληρώσεις (/ты/ мне за это заплатишь)! Εμένα με λένε διάβολο και δε θα μου γλιτώσεις (меня зовут бес = я – бес, и не избавишься от меня)!

Ο ναύτης πήγε στο χωριό του (моряк отправился в деревню свою) κι ο διάβολος σε μια άλλη πολιτεία, στο παλάτι (и бес в другой город, во дворец), κατευθείαν στο αυτί του βασιλιά (прямиком в ухо царя). Τι έγινε το ξέρετε (что случилось – это /вы/ знаете)! Τα ίδια και χειρότερα (то же и хуже)! Πονούσε κι αυτός ο βασιλιάς (заболел и этот царь), φώναζε ο ντελάλης στους δρόμους (кричал глашатай на дорогах), το 'μαθε ο άλλος βασιλιάς που είχε γιατρευτεί (это узнал другой царь, который вылечился) και τους έστειλε τα μαντάτα (и им послал известия; το μαντάτο – весть, известие, новость):

– Θα μου το πληρώσεις! Εμένα με λένε διάβολο και δε θα μου γλιτώσεις!

Ο ναύτης πήγε στο χωριό του κι ο διάβολος σε μια άλλη πολιτεία, στο παλάτι, κατευθείαν στο αυτί του βασιλιά. Τι έγινε το ξέρετε! Τα ίδια και χειρότερα! Πονούσε κι αυτός ο βασιλιάς, φώναζε ο ντελάλης στους δρόμους, το 'μαθε ο άλλος βασιλιάς που είχε γιατρευτεί και τους έστειλε τα μαντάτα:

– Θα πάτε να βρείτε το ναύτη που με γιάτρεψε (пойдите найдите моряка, который меня излечил), να βρει κι ο βασιλιάς σας την υγειά του (чтобы обрёл: " нашёл" и царь ваш здоровье его).

Ρωτάνε, ξαναρωτάνε οι αυλικοί (спрашивали, снова спрашивали придворные), τον βρίσκουν το ναύτη στο χωριό του (нашли моряка в деревне его) να τρώει με χρυσά κουτάλια (/когда он/ ел золотыми ложками).

– Έλα να γιατρέψεις και το δικό μας βασιλιά (давай излечи и нашего царя) κι ύστερα θα τρως με κουτάλια μαλαματένια, του είπαν (и потом будешь есть ложками золотыми, – ему сказали).

Κι ο ναύτης δέχτηκε και πήγε μαζί τους (и моряк согласился, и пошёл с ними; δέχομαι – принимать; соглашаться). Βρήκαν το βασιλιά να βογκάει απ' τον πόνο (нашли царя, стонущего от боли; βογγάω – стонать, охать; реветь, шуметь).

– Θα πάτε να βρείτε το ναύτη που με γιάτρεψε, να βρει κι ο βασιλιάς σας την υγειά του.

Ρωτάνε, ξαναρωτάνε οι αυλικοί, τον βρίσκουν το ναύτη στο χωριό του να τρώει με χρυσά κουτάλια.

– Έλα να γιατρέψεις και το δικό μας βασιλιά κι ύστερα θα τρως με κουτάλια μαλαματένια, του είπαν.

Κι ο ναύτης δέχτηκε και πήγε μαζί τους. Βρήκαν το βασιλιά να βογκάει απ' τον πόνο.

– Μη στενοχωριέσαι, μεγαλειότατε, εγώ θα σε γιατρέψω (не расстраивайся, /ваше/ величество, я тебя вылечу), είπε ο ναύτης κι έφτιαξε την αλοιφή με τον ασβέστη και το θειάφι (сказал моряк и сделал смесь из извести и серы).

Αλείφει μια, δυο, τρεις φορές το αυτί του βασιλιά (мажет один, два, три раза ухо царя), κάνει νόημα στο διάβολο να βγει (делает знак бесу, чтобы /он/ вышел), τίποτα ο διάβολος (ничего /не делает/ бес). Του 'γνεφε μέσα από τ' αυτί (/бес/ ему делал знак из уха) πως ο βασιλιάς θα τον κρεμάσει (что царь его повесит), αν δεν του γιατρέψει το αυτί (если ему не вылечит ухо).

– Μη στενοχωριέσαι, μεγαλειότατε, εγώ θα σε γιατρέψω, είπε ο ναύτης κι έφτιαξε την αλοιφή με τον ασβέστη και το θειάφι.

Αλείφει μια, δυο, τρεις φορές το αυτί του βασιλιά, κάνει νόημα στο διάβολο να βγει, τίποτα ο διάβολος. Του 'γνεφε μέσα από τ' αυτί πως ο βασιλιάς θα τον κρεμάσει, αν δεν του γιατρέψει το αυτί.

– Μεγαλειότατε (ваше величество), λέει τότε ο ναύτης (говорит тогда моряк), το δικό σου το αυτί είναι άλλη περίπτωση (твоё ухо – /это/ другой случай). Για να γίνει καλά (чтобы выздоровело: "стало хорошо") δε φτάνει η αλοιφή (не достаточна мазь). Να διατάξεις αύριο το πρωί (прикажи, /чтобы/ завтра утром) να γίνει μεγάλο πανηγύρι (произошёл большой праздник; το πανηγύρι – праздник; гулянье; веселье). Να βαρούν τα τύμπανα (пусть бьют барабаны), να παίζουν οι σάλπιγγες (пусть играют трубы), να πέφτουν κανονιές (пусть гремят: "падают" залпы; η κανονία – пушечный выстрел).

Έτσι κι έγινε (так и вышло). Την άλλη μέρα έγινε πανζουρλισμός στο παλάτι (на следующий день настало всеобщее безумие во дворце; η ζούρλα – сумасшествие, помешательство). Τύμπανα, τρομπέτες, κανονιές (барабаны, трубы, залпы)!

– Μεγαλειότατε, λέει τότε ο ναύτης, το δικό σου το αυτί είναι άλλη περίπτωση. Για να γίνει καλά δε φτάνει η αλοιφή. Να διατάξεις αύριο το πρωί να γίνει μεγάλο πανηγύρι. Να βαρούν τα τύμπανα, να παίζουν οι σάλπιγγες, να πέφτουν κανονιές.

Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα έγινε πανζουρλισμός στο παλάτι. Τύμπανα, τρομπέτες, κανονιές!

Τ' ακούει ο διάβολος κι απορεί (их слышит бес и недоумевает; απορώ – недоумевать; удивляться):

– Μα τι γίνεται σήμερα, ναύτη, τι σαματάς είν' αυτός; (но что происходит сегодня, моряк, что /за/ шум это?)

– Α, δεν τα 'μαθες διάβολε; (а, не знаешь, бес?) Έρχεται ο παπα-Μανόλης να διαβάσει το βασιλιά (идёт отец Манолис отпевать царя) και τον υποδέχονται (и его встречают; υποδέχομαι – встречать, принимать), αποκρίθηκε ο ναύτης (ответил моряк).

Τ' ακούει ο διάβολος κι απορεί:

Μα τι γίνεται σήμερα, ναύτη, τι σαματάς είν' αυτός;

Α, δεν τα 'μαθες διάβολε; Έρχεται ο παπα-Μανόλης να διαβάσει το βασιλιά και τον υποδέχονται, αποκρίθηκε ο ναύτης.

Σαν άκουσε ο διάβολος τ' όνομα του παπά, βουρλίστηκε (когда услышал бес имя отца, вышел из себя; βουρλίζομαι – выходить из себя; неистовствовать, бушевать). Ούτε κατάλαβε (и даже /сам/ не понял) πώς βγήκε από τ' αυτί του βασιλιά (как вышел из уха царя) κι έγινε καπνός (и стал дымом). Από τότε κανείς δεν τον ξαναείδε σ' εκείνα τα μέρη (с тех пор: "от тогда" никто больше: "снова" его не видел в той местности)…

Όσο για το ναύτη (что касается моряка), τώρα έτρωγε με μαλαματένια κουτάλια (теперь ел золотыми ложками) κι είχε να το λέει (и имел это говорить = и у него было, что порассказать), μα κανείς δεν τον πίστευε (но никто ему не верил) κι όλοι έλεγαν πως αυτά μόνο στα παραμύθια γίνονται (и все говорили, что это только в сказках случается)…

Σαν άκουσε ο διάβολος τ' όνομα του παπά, βουρλίστηκε. Ούτε κατάλαβε πώς βγήκε από τ' αυτί του βασιλιά κι έγινε καπνός. Από τότε κανείς δεν τον ξαναείδε σ' εκείνα τα μέρη…

Όσο για το ναύτη, τώρα έτρωγε με μαλαματένια κουτάλια κι είχε να το λέει, μα κανείς δεν τον πίστευε κι όλοι έλεγαν πως αυτά μόνο στα παραμύθια γίνονται…

Ο βασιλιάς Τριαντάφυλλος. (Царь Роза)

Μια φορά κι έναν καιρό (однажды), σε μια χώρα μακρινή (в стране далёкой), ζούσε ένας βασιλιάς με τη γυναίκα του (жил один царь с женой своей). Είχανε και τρεις όμορφες θυγατέρες (имели и трёх красивых дочерей) που τις αγαπούσανε πολύ (которых очень любили), και περισσότερο την τρίτη (и особенно третью), που ήτανε η πιο όμορφη και η πιο χαϊδεμένη (которая была самая красивая и самая ласковая).

Μια μέρα (в один день = однажды) ο βασιλιάς χρειάστηκε να ταξιδέψει μακριά (царь нуждался = царю было нужно поехать далеко; ταξιδεύω – путешествовать), σ' άλλον τόπο (в другое место), για υποθέσεις του βασιλείου (по делам царства).

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή, ζούσε ένας βασιλιάς με τη γυναίκα του. Είχανε και τρεις όμορφες θυγατέρες που τις αγαπούσανε πολύ, και περισσότερο την τρίτη, που ήτανε η πιο όμορφη και η πιο χαϊδεμένη.

Μια μέρα ο βασιλιάς χρειάστηκε να ταξιδέψει μακριά, σ' άλλον τόπο, για υποθέσεις του βασιλείου.

Προτού ξεκινήσει για το ταξίδι του (прежде чем отправиться в путешествие своё), ρώτησε τη γυναίκα και τις κόρες του (спросил жену и дочерей своих) τι θέλανε να φέρει στην καθεμιά (что бы /они/ хотели, чтобы /он/ привёз каждой). Η βασίλισσα ζήτησε να της φέρει (царица попросила, чтобы /он/ ей привёз) ένα περιδέραιο για το λαιμό (ожерелье на шею). Η πρωτοκόρη του ζήτησε ένα βραχιόλι (первая = старшая дочь у него попросила браслет), η μεσαία μια καρφίτσα (средняя – брошку) και η μικρότερη, αφού συλλογίστηκε πολύ (и младшая, когда подумала долго: "много"), ζήτησε να της φέρει ένα τριαντάφυλλο (попросила ей привезти розу).

Εκείνο τον καιρό (в то время) τα τριαντάφυλλα ήτανε σπάνια λουλούδια (розы были редкие цветы), που φυτρώνανε σ' άλλες χώρες, μακρινές (которые росли в других странах, далёких).

Προτού ξεκινήσει για το ταξίδι του, ρώτησε τη γυναίκα και τις κόρες του τι θέλανε να φέρει στην καθεμιά. Η βασίλισσα ζήτησε να της φέρει ένα περιδέραιο για το λαιμό. Η πρωτοκόρη του ζήτησε ένα βραχιόλι, η μεσαία μια καρφίτσα και η μικρότερη, αφού συλλογίστηκε πολύ, ζήτησε να της φέρει ένα τριαντάφυλλο.

Εκείνο τον καιρό τα τριαντάφυλλα ήτανε σπάνια λουλούδια, που φυτρώνανε σ' άλλες χώρες, μακρινές.

Μπήκε ο βασιλιάς στο καράβι κι έφυγε (поднялся царь на корабль и уехал). Έλειψε καιρό (прошло время), τελείωσε τις υποθέσεις του (закончил дела свои), πήρε τα δώρα που του 'χανε ζητήσει (взял = купил подарки, которые у него просили), μα λησμόνησε το τριαντάφυλλο της μικρής του θυγατέρας (но забыл розу младшей дочери).

Σαν μπήκανε στο καράβι του γυρισμού (когда поднялись на корабль возвращения) με την ακολουθία του (со свитой его) και βρεθήκανε στη μέση του πελάγου (и оказались посреди моря), το καράβι σταμάτησε απότομα (корабль остановился внезапно) και δεν πήγαινε ούτε μπροστά ούτε πίσω (и не шёл ни вперёд, ни назад).

Μπήκε ο βασιλιάς στο καράβι κι έφυγε. Έλειψε καιρό, τελείωσε τις υποθέσεις του, πήρε τα δώρα που του 'χανε ζητήσει, μα λησμόνησε το τριαντάφυλλο της μικρής του θυγατέρας.

Σαν μπήκανε στο καράβι του γυρισμού με την ακολουθία του και βρεθήκανε στη μέση του πελάγου, το καράβι σταμάτησε απότομα και δεν πήγαινε ούτε μπροστά ούτε πίσω.

Ο καπετάνιος ρώτησε τους ταξιδιώτες (капитан спросил путешественников):

– Μην είχατε κανένα τάμα και το λησμονήσατε (нет ли у вас: "не имеете ли" какого-нибудь обета, и его забыли), να γυρίσουμε πίσω (чтобы /мы/ вернулись назад), για να προχωρήσει το καράβι στο ταξίδι του; (чтобы продвигался корабль в путешествии его?)

Κανένας δε θυμότανε (никто не вспомнил). Έξαφνα ο βασιλιάς θυμήθηκε (вдруг царь вспомнил) πως είχε λησμονήσει το τριαντάφυλλο της μικρής του θυγατέρας (что забыл розу младшей своей дочери). Γυρίσανε πίσω, λοιπόν… (вернулись назад, итак…)

Ξαναβγαίνει ο βασιλιάς (снова идёт царь) με την ακολουθία του στην ξένη χώρα (со свитой своей в чужую страну). Έψαξε ολούθε για τριαντάφυλλα (искал повсюду розы), μα δε βρήκε πουθενά (но не нашёл нигде), γιατί σ' εκείνη τη χώρα δε φυτρώνανε (потому что в той стране /розы/ не росли).

Ο καπετάνιος ρώτησε τους ταξιδιώτες:

– Μην είχατε κανένα τάμα και το λησμονήσατε, να γυρίσουμε πίσω, για να προχωρήσει το καράβι στο ταξίδι του;

Κανένας δε θυμότανε. Έξαφνα ο βασιλιάς θυμήθηκε πως είχε λησμονήσει το τριαντάφυλλο της μικρής του θυγατέρας. Γυρίσανε πίσω, λοιπόν…

Ξαναβγαίνει ο βασιλιάς με την ακολουθία του στην ξένη χώρα. Έψαξε ολούθε για τριαντάφυλλα, μα δε βρήκε πουθενά, γιατί σ' εκείνη τη χώρα δε φυτρώνανε.

Εκεί που έψαχνε (там, где искал), συνάντησε ένα γέροντα (встретил старика):

– Άκουσε, άρχοντα μου (послушай, правитель мой). Αν ψάχνεις για τριαντάφυλλα (если ищешь розы), θα πας σε μια χώρα πολύ μακριά από δω (пойдёшь в одну страну очень далеко отсюда), σ' ένα άλλο βασίλειο (в другое царство). Εκεί βασιλεύει ένας βασιλιάς (там царствует царь) που καλλιεργεί στους κήπους του (который разводит в садах своих) μόνο τριαντάφυλλα (только розы) και γι' αυτό τον έχουνε ονομάσει (и поэтому его прозвали) «ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος» (царь Роза).

Ξεκίνησε ο βασιλιάς με την ακολουθία του και τ' άλογα τους (снова отправился царь со свитой его и лошадьми их) κι ύστερα από μέρες (и потом через дни = по прошествии нескольких дней) φτάσανε στο μακρινό βασίλειο του βασιλιά Τριαντάφυλλου (прибыли в далёкое царство царя Розы).

Εκεί που έψαχνε, συνάντησε ένα γέροντα:

– Άκουσε, άρχοντα μου. Αν ψάχνεις για τριαντάφυλλα, θα πας σε μια χώρα πολύ μακριά από δω, σ' ένα άλλο βασίλειο. Εκεί βασιλεύει ένας βασιλιάς που καλλιεργεί στους κήπους του μόνο τριαντάφυλλα και γι' αυτό τον έχουνε ονομάσει «ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος».

Ξεκίνησε ο βασιλιάς με την ακολουθία του και τ' άλογα τους κι ύστερα από μέρες φτάσανε στο μακρινό βασίλειο του βασιλιά Τριαντάφυλλου.

Χτύπησε, του ανοίγουν (постучал, ему открывают), παρουσιάζεται, λέει (представляется, говорит):

– Είμαι ο βασιλιάς του τάδε μέρους (я царь таких-то мест).

Τον δεχτήκανε με τιμές (его приняли с почестями), τον φιλοξένησαν (ему оказали гостеприимство). Την άλλη μέρα ο βασιλιάς λέει (на следующий день царь говорит):

Το και το (так и так), δεν μπορώ να γυρίσω (не могу вернуться) πίσω στο σπίτι μου (назад в дом мой), αν δεν πάω ένα τριαντάφυλλο (если не привезу розу) στη μικρή μου θυγατέρα (младшей моей дочери).

Από τους κήπους μου (из садов моих) δεν κόβω ποτέ τριαντάφυλλα (не срезаю никогда розы), μα αφού το θέλει τόσο πολύ η κόρη σου (но раз этого хочет так сильно: "настолько много" дочь твоя), χαλάλι της (для неё не жалко), θα σου χαρίσω ένα (/я/ тебе подарю одну) να της το πας (чтобы /ты/ ей её отвёз), του αποκρίθηκε ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος (ему ответил царь Роза).

Και του 'κοψε το πιο όμορφο τριαντάφυλλο (и ему срезал самую красивую розу).

Χτύπησε, του ανοίγουν, παρουσιάζεται, λέει:

Είμαι ο βασιλιάς του τάδε μέρους. Τον δεχτήκανε με τιμές, τον φιλοξένησαν. Την άλλη μέρα ο βασιλιάς λέει:

Το και το, δεν μπορώ να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου, αν δεν πάω ένα τριαντάφυλλο στη μικρή μου θυγατέρα.

Από τους κήπους μου δεν κόβω ποτέ τριαντάφυλλα, μα αφού το θέλει τόσο πολύ η κόρη σου, χαλάλι της, θα σου χαρίσω ένα να της το πας, του αποκρίθηκε ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος.

Και του 'κοψε το πιο όμορφο τριαντάφυλλο.

Τον αποχαιρέτισε ο βασιλιάς (с ним попрощался царь) και τον προσκάλεσε στο παλάτι του (и его пригласил во дворец свой) να τον φιλοξενήσει κι αυτός (чтобы ему оказал гостеприимство и он). Έφυγε, λοιπόν, και γύρισε στη χώρα του (уехал, итак, и вернулся в страну свою).

Πέρασε καιρός (прошло время). Ήρθε η μέρα που ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος (пришёл день, когда царь Роза) πήγε να τους επισκεφτεί (приехал их посетить).

Έμεινε αρκετές ημέρες (оставался достаточно дней). Προτού φύγει, λέει στο βασιλιά (прежде чем уехать, сказал царю):

– Θέλω να μου δώσεις (хочу, чтобы /ты/ мне дал) για γυναίκα μου τη μικρή σου κόρη (в жёны мне младшую твою дочь). Μα, να ξέρεις (но, чтобы /ты/ знал), θα την πάω πολύ μακριά, στον τόπο μου (/я/ её увезу очень далеко, в место моё = туда, где я живу).

Τον αποχαιρέτισε ο βασιλιάς και τον προσκάλεσε στο παλάτι του να τον φιλοξενήσει κι αυτός. Έφυγε, λοιπόν, και γύρισε στη χώρα του.

Πέρασε καιρός. Ήρθε η μέρα που ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος πήγε να τους επισκεφτεί.

Έμεινε αρκετές ημέρες. Προτού φύγει, λέει στο βασιλιά:

– Θέλω να μου δώσεις για γυναίκα μου τη μικρή σου κόρη. Μα, να ξέρεις, θα την πάω πολύ μακριά, στον τόπο μου.

Ο βασιλιάς το κουβέντιασε με τη βασίλισσα (царь это обсудил с царицей) και στο τέλος αποφάσισαν να δώσουν τη μικρή (и наконец решили отдать младшую /дочь/).

Τόν θέλεις; της είπαν (его хочешь? – ей сказали).

Τόν θέλω (его хочу).

Γίνηκαν οι γάμοι (были свадьбы), έγιναν πανηγύρια μεγάλα σ' όλη τη χώρα (были гулянья большие по всей стране), σημαιοστολίστηκε η πολιτεία (украсился флагами город; η σημαία – флаг) … Την παίρνει μ' ένα ωραίο καράβι (её взял на красивый корабль) και φύγανε για το βασίλειο του (и уплыли в царство его), όπου είχε τα τριαντάφυλλα (где /он/ имел розы).

Ο βασιλιάς το κουβέντιασε με τη βασίλισσα και στο τέλος αποφάσισαν να δώσουν τη μικρή.

Τόν θέλεις; της είπαν.

Τόν θέλω.

Γίνηκαν οι γάμοι, έγιναν πανηγύρια μεγάλα σ' όλη τη χώρα, σημαιοστολίστηκε η πολιτεία… Την παίρνει μ' ένα ωραίο καράβι και φύγανε για το βασίλειο του, όπου είχε τα τριαντάφυλλα.

Όταν φτάσανε εκεί (когда прибыли туда), ζούσαν πάρα πολύ αγαπημένοι (жили очень любящие = в согласии), μα πάρα πολύ αγαπημένοι (действительно в большом согласии; μα – но; /употребляется в клятвах, уверениях/ честное слово и т.п).

Ένα, δύο, τρία χρόνια (один, два, три года), στο τέλος άρχισε η βασιλοπούλα να μελαγχολεί (под конец начала царевна тосковать; μελαγχολία – меланхолия, уныние, грусть). Και μια φορά (и однажды) που 'χαν πάει έναν ωραίο περίπατο (когда пошли на красивую прогулку) κι ο βασιλιάς είχε σκύψει το κεφάλι του (и царь склонил голову свою) στα γόνατα της (на колени её) και του χάιδευε τα μαλλιά (и /она/ ему ласкала волосы = и она гладила его по голове), τα δάκρυα της πέσανε στο πρόσωπο του καυτά (слёзы её падали на лицо его горячие). Σηκώνεται πάνω και της λέει (поднимается вверх и говорит /царь/):

– Γιατί κλαις, κυρά μου; (почему плачешь, госпожа моя?)

Όταν φτάσανε εκεί, ζούσαν πάρα πολύ αγαπημένοι, μα πάρα πολύ αγαπημένοι.

Ένα, δύο, τρία χρόνια, στο τέλος άρχισε η βασιλοπούλα να μελαγχολεί. Και μια φορά που 'χαν πάει έναν ωραίο περίπατο κι ο βασιλιάς είχε σκύψει το κεφάλι του στα γόνατα της και του χάιδευε τα μαλλιά, τα δάκρυα της πέσανε στο πρόσωπο του καυτά. Σηκώνεται πάνω και της λέει:

Γιατί κλαις, κυρά μου;

Αχ! Νοστάλγησα πολύ τον πατέρα μου (тосковала очень по отцу моему; ср. η νοσταλγία), τη μητέρα μου και τις δυο μου αδερφάδες (по матери моей и двум моим сёстрам). Πώς θα 'θελα (как бы /я/ хотела) να πήγαινα για λίγες ημέρες να τους ξαναδώ… (поехать на несколько дней, чтобы снова их увидеть)

Όταν την είδε έτσι βαλαντωμένη (когда её увидел так расстроенную), τόσο πολύ την αγαπούσε, που της λέει (так сильно её любил, что ей говорит):

– Θα σε στείλω στους δικούς σου (/я/ тебя пошлю к твоим /родным/), αλλά δε θα μείνεις περισσότερο από τρεις ημέρες (но не останешься больше, чем на три дня).

Την άλλη μέρα την ετοίμασε (на следующий день её подготовил = собрал) και την έστειλε στους γονιούς της (и её послал к родителям её).

– Αχ! Νοστάλγησα πολύ τον πατέρα μου, τη μητέρα μου και τις δυο μου αδερφάδες. Πώς θα 'θελα να πήγαινα για λίγες ημέρες να τους ξαναδώ…

Όταν την είδε έτσι βαλαντωμένη, τόσο πολύ την αγαπούσε, που της λέει:

– Θα σε στείλω στους δικούς σου, αλλά δε θα μείνεις περισσότερο από τρεις ημέρες.

Την άλλη μέρα την ετοίμασε και την έστειλε στους γονιούς της.

Όταν την είδαν οι αδερφάδες της (когда её увидели сёстры её), ο πατέρας της, η μάνα της (отец её, мать её), χαρές, φιλιά, αγκαλιές (радости, поцелуи, объятия)… Παίζανε οι αδερφάδες χαρούμενες (играли сёстры обрадованные) σαν και πρώτα στους κήπους του παλατιού (как и раньше в садах дворца).

Σαν έφτασε η τρίτη μέρα (когда наступил третий день), για να φύγει (чтобы уезжать), η βασιλοπούλα άρχισε να κλαίει και να στενοχωριέται (царевна начала плакать и грустить).

– Πήγαινε στον άντρα σου (иди к мужу своему), της λένε οι γονιοί της (ей говорят родители её), εδώ δεν έχεις καμιά θέση (здесь не имеешь никакого места). Μας είδες, σε είδαμε, φύγε (нас увидела, тебя увидели, уходи).

Όταν την είδαν οι αδερφάδες της, ο πατέρας της, η μάνα της, χαρές, φιλιά, αγκαλιές… Παίζανε οι αδερφάδες χαρούμενες σαν και πρώτα στους κήπους του παλατιού.


    Ваша оценка произведения:

Популярные книги за неделю