Текст книги "Новогреческие народные сказки и легенды"
Автор книги: Н. Самохвалова
Жанр:
Иностранные языки
сообщить о нарушении
Текущая страница: 12 (всего у книги 13 страниц)
Τα μαγικά δώρα του πατέρα. (Волшебные подарки отца)
Ζούσε μια φορά και έναν καίρο (жил один раз и в одно время = жил да был однажды) ένας πατέρας που είχε δύο κόρες (отец, который имел = у которого было две дочери) κι ένα γιο, τον Κωσταντή (и один сын, Константин).
Μια μέρα κατάλαβε ότι ήρθαν τα τελευταία του (однажды понял /отец/, что пришёл конец его) και φώναξε τα παιδιά του (и позвал детей его) να τ' αποχαιρετίσει (чтобы с ними попрощаться).
– Παιδιά μου, τους είπε (дети мои, – им сказал), σας δίνω την ευχή μου (вам даю благословение моё) να ζήσετε τίμια κι αγαπημένα (чтобы /вы/ жили порядочные и дружные; αγαπημένος – любимый; дружный, согласный; ср. η αγάπη – любовь). Λεφτά δεν έχω να σας αφήσω (денег не имею, чтобы вам оставить). Σαν κλείσω τα μάτια μου (когда закрою глаза мои), ψάξτε στο σεντούκι (поищите в сундуке) κι ό, τι βρείτε να το μοιράσετε ίσα (и то, что найдёте, то поделите поровну).
Ζούσε, μια φορά και έναν καίρο, ένας πατέρας που είχε δύο κόρες κι ένα γιο, τον Κωσταντή.
Μια μέρα κατάλαβε ότι ήρθαν τα τελευταία του και φώναξε τα παιδιά του να τ' αποχαιρετίσει.
– Παιδιά μου, τους είπε, σας δίνω την ευχή μου να ζήσετε τίμια κι αγαπημένα. Λεφτά δεν έχω να σας αφήσω. Σαν κλείσω τα μάτια μου, ψάξτε στο σεντούκι κι ό, τι βρείτε να το μοιράσετε ίσα.
Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του (незадолго до /того, как он/ закрыл глаза свои), φώναξε τον Κωσταντή (позвал Константина) και του ψιθύρισε στ' αυτί (и ему прошептал на ухо):
– Κωσταντή μου, να 'χεις την ευχή μου (Константин мой, да будет с тобой моё благословение: "пусть имеешь благословение моё"), να γίνεις μια μέρα βασιλιάς κι οι αδερφές σου πριγκίπισσες (пусть станешь однажды: "в один день" царём и сёстры твои принцессами).
Αυτά είπε ο γέρος (это сказал старик) κι έκλεισε τα μάτια του για πάντα (и закрыл глаза свои навсегда). Τον έκλαψαν πολύ τα παιδιά του (его оплакали очень дети его), γιατί τον αγαπούσαν κι ήταν καλός πατέρας (потому что его любили и /он/ был хорошим отцом). Την άλλη μέρα τον διάβασε ο παπάς (на следующий день его отпел: "отчитал" священник) και τον έθαψαν (и его похоронили). Σαν έσωσαν κι απόσωσαν απ' την κηδεία (когда закончили и завершили похороны), γύρισαν στο πατρικό τους (вернулись в отчий /дом/ их).
Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, φώναξε τον Κωσταντή και του ψιθύρισε στ' αυτί:
– Κωσταντή μου, να 'χεις την ευχή μου, να γίνεις μια μέρα βασιλιάς κι οι αδερφές σου πριγκίπισσες.
Αυτά είπε ο γέρος κι έκλεισε τα μάτια του για πάντα. Τον έκλαψαν πολύ τα παιδιά του, γιατί τον αγαπούσαν κι ήταν καλός πατέρας. Την άλλη μέρα τον διάβασε ο παπάς και τον έθαψαν. Σαν έσωσαν κι απόσωσαν απ' την κηδεία, γύρισαν στο πατρικό τους.
– Κωσταντή, σύρε να φέρεις το σεντούκι (иди принеси сундук) να τ' ανοίξουμε, είπε η πρώτη αδερφή (чтобы /мы/ его открыли, – сказала первая сестра).
– Ποιος ξέρει (кто знает) τι μας άφησε ο πατέρας μας (что нам оставил отец наш), είπε η δεύτερη (сказала вторая).
Το 'φερε ο Κωσταντής (его принёс Константин), το άνοιξαν και τι να δουν (его открыли и что /же они/ увидели)! Μια τρύπια σκούφια (дырявая шапка; τρυπώ – прокалывать, продырявливать; рвать), ένα παλιό ξεχαρβαλωμένο βιολί (старая расстроенная скрипка; ξεχαρβαλωμένος – поломанный; расстроенный; разлаженный) κι ένα άδειο πουγκί (и пустой кошелёк), απ' αυτά που βάζουν μέσα τις λίρες (из тех, в которые кладут внутрь лиры).
Αχ, πατέρα μας (ах, отец наш)! Φτωχός γεννήθηκες, φτωχός πέθανες (бедный родился, бедный умер), είπαν μ' ένα στόμα τα τρία παιδιά (сказали в один голос: "одним ртом" трое детей).
Κωσταντή, σύρε να φέρεις το σεντούκι να τ' ανοίξουμε, είπε η πρώτη αδερφή.
– Ποιος ξέρει τι μας άφησε ο πατέρας μας, είπε η δεύτερη.
Το 'φερε ο Κωσταντής, το άνοιξαν και τι να δουν! Μια τρύπια σκούφια, ένα παλιό ξεχαρβαλωμένο βιολί κι ένα άδειο πουγκί, απ' αυτά που βάζουν μέσα τις λίρες.
– Αχ, πατέρα μας! Φτωχός γεννήθηκες, φτωχός πέθανες, είπαν μ' ένα στόμα τα τρία παιδιά.
Τα μοίρασαν (это /то, что было в сундуке/ поделили), όπως τους παρήγγειλε ο πατέρας (как им приказал отец), και πήρε ο Κωσταντής το πουγκί (и взял Константин кошелёк), η αδερφή η πρώτη τη σκούφια (сестра первая – шапку) κι η αδερφή η δεύτερη το βιολί (и сестра вторая – скрипку).
– Εγώ, αδερφές μου (я, сёстры мои), θα πάω να βρω την τύχη μου στα ξένα (пойду искать судьбу мою на чужбину), είπε ο Κωσταντής.
Πήρε το πουγκί (взял кошелёк), τις χαιρέτισε και πήρε το δρόμο (с ними /сёстрами/ попрощался и пустился в путь: "взял дорогу") με το κεφάλι γεμάτο φουρτούνες και στεναχώρια (с головой, полной горя и печали; η φουρτούνα – буря, шторм; горе, беда). Σα νύχτωσε (когда его застигла ночь; νυχτώνω / νυχτώνομαι – быть застигнутым наступлением ночи), κόντευε να φτάσει σε μια πολιτεία (почти прибыл в один город; κοντεύω – приближаться, подходить; κόντεψε να… – чуть не…, едва не…) κι έκατσε χάμω να ξαποστάσει (и сел на землю, чтобы отдохнуть).
– Ανάθεμα την τύχη μου (проклятие судьбе моей), μουρμούρισε και πέταξε με δύναμη (проворчал и бросил с силой) το πουγκί καταγής (кошелёк оземь).
Τα μοίρασαν, όπως τους παρήγγειλε ο πατέρας, και πήρε ο Κωσταντής το πουγκί, η αδερφή η πρώτη τη σκούφια κι η αδερφή η δεύτερη το βιολί.
– Εγώ, αδερφές μου, θα πάω να βρω την τύχη μου στα ξένα, είπε ο Κωσταντής.
Πήρε το πουγκί, τις χαιρέτισε και πήρε το δρόμο με το κεφάλι γεμάτο φουρτούνες και στεναχώρια. Σα νύχτωσε, κόντευε να φτάσει σε μια πολιτεία κι έκατσε χάμω να ξαποστάσει.
– Ανάθεμα την τύχη μου, μουρμούρισε και πέταξε με δύναμη το πουγκί καταγής.
Και τότε τι να δει (и тогда что /же он/ видит)! Το πουγκί το άδειο (кошелёк пустой), γεμάτο λίρα ως επάνω, ξέχειλο (полный лир доверху, до краёв; ξέχειλος – наполненный до краёв, переполненный)! Το παίρνει (/Константин/ его берёт), το αδειάζει στον κόρφο του (его опустошает /себе/ за пазуху) και το ξαναπετάει (и его снова бросает). Και ξανά το πουγκί γεμάτο λίρα ως επάνω (и снова кошелёк полон лир доверху). Και ξανά και ξανά (и снова и снова) κι όσες φορές το πετούσε το πουγκί (и сколько раз бросал кошелёк), ξαναγέμιζε (снова наполнялся)!
– Αχ, πατέρα μου (ах, отец мой)! Ήξερες τι θησαυρό έκρυβε το σεντούκι σου; (знал, какое сокровище прятал сундук твой?) Να 'σαι συγχωρεμένος (да будешь прощён) κι εγώ δε θα ξεχάσω τις αδερφές μου (и я не забуду сестёр моих).
Και τότε τι να δει! Το πουγκί το άδειο, γεμάτο λίρα ως επάνω, ξέχειλο! Το παίρνει, το αδειάζει στον κόρφο του και το ξαναπετάει. Και ξανά το πουγκί γιομάτο λίρα ως επάνω. Και ξανά και ξανά κι όσες φορές το πετούσε το πουγκί, ξαναγέμιζε!
– Αχ, πατέρα μου! Ήξερες τι θησαυρό έκρυβε το σεντούκι σου; Να 'σαι συγχωρεμένος κι εγώ δε θα ξεχάσω τις αδερφές μου.
Σαν ξημέρωσε η άλλη μέρα (когда начался следующий день), πήρε το δρόμο για την πολιτεία (отправился в город). Αγόρασε ρούχα ακριβά (купил одежды дорогие), στολίδια πλουμιστά (украшения узорчатые; το πλουμί – узор, рисунок; вышивка) κι ένα άσπρο άλογο (и белого коня), σωστός πρίγκιπας ο Κωσταντής (вылитый принц /стал/ Константин). Κι όπως σουλατσάριζε στα σοκάκια (и когда прогуливался по улочкам), άκουσε το ντελάλη να διαλαλεί (услышал, /как/ глашатай объявлял):
– Ακούσατε, ακούσατε (слушайте, слушайте)! Ο πολυχρονεμένος (которому желают долгой жизни = да живёт он долго; πολυ – много; τα χρόνια – годы) μας βασιλιάς (наш царь) έβγαλε φιρμάνι (издал указ; το φιρμάνι – фирман /указ султана, шаха и т. п./). Όποιος του πάει λίρες (который = кто ему принесёт лир) ίσα με το μπόι της βασιλοπούλας (одинаково с ростом царевны = кто насыпет ему гору денег вышиной с царевну), θα την πάρει γυναίκα του (её возьмёт женой своей = в жёны)!
Σαν ξημέρωσε η άλλη μέρα, πήρε το δρόμο για την πολιτεία. Αγόρασε ρούχα ακριβά, στολίδια πλουμιστά κι ένα άσπρο άλογο, σωστός πρίγκιπας ο Κωσταντής. Κι όπως σουλατσάριζε στα σοκάκια, άκουσε το ντελάλη να διαλαλεί:
– Ακούσατε, ακούσατε! Ο πολυχρονεμένος μας βασιλιάς έβγαλε φιρμάνι. Όποιος του πάει λίρες ίσα με το μπόι της βασιλοπούλας, θα την πάρει γυναίκα του!
Μια και δυο ο Κωσταντής τραβάει για το παλάτι (тотчас Константин направляется во дворец). Σαν ήρθε η σειρά του (когда пришла очередь его), παρουσιάστηκε στο βασιλιά (предстал перед царём).
Ποιος είσαι, ξένε (кто ты, чужестранец?); Δεν είσαι από τα μέρη μας (не из мест наших = ты не из наших мест).
Ξένος είμαι κι από χώρα μακρινή (чужестранец /я/ и из страны далёкой), αποκρίθηκε ο Κωσταντής (ответил Константин).
Κι έχεις, ξένε (и имеешь, чужестранец = и у тебя есть), λίρες ίσα με το μπόι της βασιλοπούλας; (лиры одинаково с ростом царевны? = столько лир, какого роста царевна?) ματαρώτησε κοροϊδευτικά ο βασιλιάς (снова спросил насмешливо царь).
Μια και δυο ο Κωσταντής τραβάει για το παλάτι. Σαν ήρθε η σειρά του, παρουσιάστηκε στο βασιλιά.
Ποιος είσαι, ξένε; Δεν είσαι από τα μέρη μας.
Ξένος είμαι κι από χώρα μακρινή, αποκρίθηκε ο Κωσταντής.
– Κι έχεις, ξένε, λίρες ίσα με το μπόι της βασιλοπούλας; ματαρώτησε κοροϊδευτικά ο βασιλιάς.
Και μια και δυο κι όσες φορές θες το μπόι της (и один и два и сколько раз хочешь рост её), βασιλιά μου, του λέει ο Κωσταντης (царь мой, – ему говорит Константин).
Εμπρός, λοιπόν, φανέρωσε τες (ну: "вперёд", итак, покажи их)!
Θέλω δέκα μουλάρια (хочу десять мулов) να τις φορτώσω, βασιλιά μου (чтобы их погрузить, царь мой).
Πάρ' τα, μα πρόσεχε (возьми их, но поостерегись; προσέχω – быть внимательным; быть осторожным), γιατί αν μου λες ψέματα (потому что если мне говоришь неправду), θα σου πάρω το κεφάλι (я отрублю тебе голову: "тебе возьму голову")!
Παίρνει τα δέκα μουλάρια ο Κωσταντης (берёт десять мулов Константин), τα πάει σ' ένα ξέφωτο (их ведёт на поляну) κι αρχίζει να πετάει το πουγκί στο χώμα (и начинает бросать кошелёк на землю). Άδειο το πετούσε (пустым его бросал), γεμάτο το σήκωνε (полным его поднимал). Ως το βράδυ (до вечера) φόρτωσε τη λίρα στα μουλάρια (грузил лиры на мулов) και να σου πάλι μπροστά στο βασιλιά (и вот тебе /он/ снова перед царём).
Και μια και δυο κι όσες φορές θες το μπόι της, βασιλιά μου, του λέει ο Κωσταντης.
Εμπρός, λοιπόν, φανέρωσε τες!
Θέλω δέκα μουλάρια να τις φορτώσω, βασιλιά μου.
– Πάρ' τα, μα πρόσεχε, γιατί αν μου λες ψέματα, θα σου πάρω το κεφάλι! Παίρνει τα δέκα μουλάρια ο Κωσταντης, τα πάει σ' ένα ξέφωτο κι αρχίζει να
πετάει το πουγκί στο χώμα. Άδειο το πετούσε, γιομάτο το σήκωνε. Ως το βράδυ φόρτωσε τη λίρα στα μουλάρια και να σου πάλι μπροστά στο βασιλιά.
– Φώναξε, βασιλιά μου (позови, царь мой), τη βασιλοπούλα να τη χρυσώσω (царевну, чтобы /я/ её озолотил = покрыл золотом) ως το μπόι της κι ακόμα παραπάνω (до макушки: "до роста её" и ещё сверх).
Ήρθε η βασιλοπούλα (пришла царевна) κι αρχίζει να στοιβάζει τη λίρα ο Κωσταντης (и начал выкладывать лиры Константин; στοιβάζω – сваливать в кучу, складывать кипой). Κι η λίρα έφτασε ως το μπόι της (и лиры достигли до роста её = и куча денег достигла высоты её роста) κι ακόμα παραπάνω (и ещё сверх).
Τον θες, κόρη μου, τον ξένο γι' άντρα σου; (его хочешь, дочь моя, чужестранца /чтобы он был/ мужем тебе?)
Τον θέλω και τον παραθέλω, πατέρα μου (его хочу /в мужья/ и его очень хочу, отец мой).
Κι έτσι ο Κωσταντης πήρε γυναίκα του τη βασιλοπούλα (и так Константин взял в жёны себе царевну).
– Φώναξε, βασιλιά μου, τη βασιλοπούλα να τη χρυσώσω ως το μπόι της κι ακόμα παραπάνω.
Ήρθε η βασιλοπούλα κι αρχίζει να στοιβάζει τη λίρα ο Κωσταντης. Κι η λίρα έφτασε ως το μπόι της κι ακόμα παραπάνω.
Τον θες, κόρη μου,τον ξένο γι' άντρα σου;
Τον θέλω και τον παραθέλω, πατέρα μου.
Κι έτσι ο Κωσταντης πήρε γυναίκα του τη βασιλοπούλα.
Ο καιρός περνούσε (время шло) και μια μέρα ρωτάει ο βασιλιάς τη βασιλοπούλα (и однажды спрашивает царь царевну):
– Είναι καλός, κόρη μου, ο άντρας σου; (хороший, дочь моя, муж твой?) Είναι άξιος να γίνει μια μέρα βασιλιάς; (достоин стать однажды царём?)
Πλούσιος είναι, πατέρα μου (/он/ богатый, отец мой). Καλός είναι, μα βασιλιάς δεν είναι (хороший, но не царь). Αύριο, μεθαύριο, θα γίνει βασιλιάς (завтра, послезавтра станет царём). Πώς θα κυβερνήσει; (как будет править? η κυβέρνηση – правительство) Θα βρει εχθρούς βασιλιάδες και βασίλισσες (найдёт врагов царей и цариц = у него появятся враги, цари и царицы). Πώς θα τους πολεμήσει; (как будет с ними воевать? ο πόλεμος – война)
Για ρώτα τον, κόρη μου (давай спроси его, дочь моя), πώς απόχτησε τα πλούτη τα βασιλικά (как приобрёл /он/ богатства царские) άμα δεν είναι βασιλιάς (когда /он/ не царь).
Έτσι κι έκανε η βασιλοπούλα (так и сделала царевна).
Ο καιρός περνούσε και μια μέρα ρωτάει ο βασιλιάς τη βασιλοπούλα:
Είναι καλός, κόρη μου, ο άντρας σου; Είναι άξιος να γίνει μια μέρα βασιλιάς;
Πλούσιος είναι, πατέρα μου. Καλός είναι, μα βασιλιάς δεν είναι. Αύριο, μεθαύριο, θα γίνει βασιλιάς. Πώς θα κυβερνήσει; Θα βρει εχθρούς βασιλιάδες και βασίλισσες. Πώς θα τους πολεμήσει;
Για ρώτα τον, κόρη μου, πώς απόχτησε τα πλούτη τα βασιλικά άμα δεν είναι βασιλιάς.
Έτσι κι έκανε η βασιλοπούλα.
Άντρα μου κι αφέντη μου (муж мой и хозяин мой), βασιλιάς δεν είσαι (/ты/ не царь). Πού τα βρήκες τα πλούτη τα βασιλικά; (где /ты/ нашёл богатства царские?)
Μη με ρωτάς (не спрашивай меня) και δεν μπορώ να σου φανερώσω το μυστικό μου (и не могу тебе открыть тайну мою).
Άντρα μου κι αφέντη μου (муж мой и хозяин мой), πες το μου (скажи это мне) και το σκοτάδι θα το πάρει (и темнота её возьмёт = и тайна эта будет покрыта мраком).
Πες, πες (мало-помалу), τον κατάφερε τον Κωσταντή (уговорила Константина) και της το 'πε το μυστικό (и ей сказал тайну). Μια και δυο η βασιλοπούλα πάει (тотчас царевна идёт) και τα μαρτυράει χαρτί και καλαμάρι (и это рассказывает целиком: "бумагой и чернильницей"; λεώ χαρτί και καλαμάρι – доносить обо всём, ябедничать) στον πατέρα της το βασιλιά (отцу своему, царю).
Πάρ' το το πουγκί, κόρη μου (возьми кошелёк, дочь моя), κρύψ' το στο κελάρι και διώξ' τον απ' το παλάτι (спрячь его в чулане и выгони его /Константина/ из дворца).
Άντρα μου κι αφέντη μου, βασιλιάς δεν είσαι. Πού τα βρήκες τα πλούτη τα βασιλικά;
Μη με ρωτάς και δεν μπορώ να σου φανερώσω το μυστικό μου.
Άντρα μου κι αφέντη μου, πες το μου και το σκοτάδι θα το πάρει.
Πες, πες, τον κατάφερε τον Κωσταντή και της το 'πε το μυστικό. Μια και δυο η βασιλοπούλα πάει και τα μαρτυράει χαρτί και καλαμάρι στον πατέρα της το βασιλιά.
– Πάρ' το το πουγκί, κόρη μου, κρύψ' το στο κελάρι και διώξ' τον απ' το παλάτι.
Παίρνει το πουγκί η βασιλοπούλα (берёт кошелёк царевна), το κρύβει στο κελάρι (его прячет в чулане) και διώχνει τον Κωσταντή απ' το παλάτι (и прогоняет Константина из дворца). Ο καημένος ο Κωσταντής (несчастный Константин), έσκυψε το κεφάλι (наклонил голову = повесил голову) και πήρε το δρόμο για το πατρικό του (и отправился: "взял дорогу" в отчий /дом/ свой). Στο δρόμο μονολογούσε (по дороге рассуждал сам с собой; ср. ο μονόλογος – монолог):
– Καλά να πάθω (хорошо пусть пострадаю = поделом мне). Τι μ' έτρωγε η γλώσσα μου; (что мне ел язык мой? = кто меня за язык тянул?) Παλιά μου τέχνη κόσκινο (я на этом собаку съел /иронически/, досл. «старое мне умение решето»). Φτώχεια και πάλι φτώχεια (бедность и снова бедность).
Σαν έφτασε στο πατρικό του (когда прибыл в отчий /дом/ свой), βρήκε την αδερφή του την πρώτη (нашёл = встретил сестру свою первую).
Παίρνει το πουγκί η βασιλοπούλα, το κρύβει στο κελάρι και διώχνει τον Κωσταντή απ' το παλάτι. Ο καημένος ο Κωσταντής, έσκυψε το κεφάλι και πήρε το δρόμο για το πατρικό του. Στο δρόμο μονολογούσε:
– Καλά να πάθω. Τι μ' έτρωγε η γλώσσα μου; Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Φτώχεια και πάλι φτώχεια.
Σαν έφτασε στο πατρικό του, βρήκε την αδερφή του την πρώτη.
– Αδερφέ μου (брат мой), έλα να σ' αγκαλιάσω φτωχό ή πλούσιο (давай тебя обниму, бедного или богатого), άρχοντα ή υπηρέτη (правителя или слугу).
Έφαγαν κι απόφαγαν (ели и поели; αποτρώω – съедать, доедать) κι ο Κωσταντής δεν έβγαλε κουβέντα (и Константин не завёл беседу) για το πάθημα του (о несчастье своём).
– Αδερφή μου, την τύχη μου δεν την ήβρα (сестра моя, удачи моей /я/ не нашёл; η τύχη – судьба, участь; случай; удача) με το πουγκί του πατέρα μας (с кошельком отца нашего). Άσε με να ματαδοκιμάσω (позволь мне снова попробовать) με τη σκούφια την τρύπια (с шапкой дырявой), μπας κι αλλάξει η τύχη (может, и изменится судьба) και κάνω προκοπή (и буду благоденствовать; η προκοπή – преуспеяние, процветание; κάνω προκοπή – преуспевать, благоденствовать).
– Τι ν' αλλάξεις με μια τρύπια σκούφια (что изменишь /ты/ дырявой шапкой)… Πάρ' την και σύρε στην ευχή (возьми её и ступай с Богом: "иди на благословение").
Την παίρνει ο Κωσταντής (её берёт Константин), τη βάζει στο κεφάλι του (её надевает на голову свою) κι ευθύς χάθηκε απ' τα μάτια της (и тотчас исчезает с глаз её).
– Αδερφέ μου, έλα να σ' αγκαλιάσω φτωχό ή πλούσιο, άρχοντα ή υπηρέτη. Έφαγαν κι απόφαγαν κι ο Κωσταντής δεν έβγαλε κουβέντα για το πάθημα του.
– Αδερφή μου, την τύχη μου δεν την ήβρα με το πουγκί του πατέρα μας. Άσε με να ματαδοκιμάσω με τη σκούφια την τρύπια, μπας κι αλλάξει η τύχη και κάνω προκοπή.
– Τι ν' αλλάξεις με μια τρύπια σκούφια… Πάρ' την και σύρε στην ευχή.
Την παίρνει ο Κωσταντής, τη βάζει στο κεφάλι του κι ευθύς χάθηκε απ' τα μάτια της.
– Κωσταντή, Κωσταντή, πού είσαι; (Константин, Константин, где ты?) Πού χάθηκες; (Куда спрятался?) Έλα και μη φεύγεις (иди и не уходи). Ακόμα δε σε χόρτασα (/я тебя/ ещё не накормила вдоволь; χορταίνω – насыщать, кормить досыта), φώναξε η πρώτη αδερφή (закричала первая сестра).
Ο Κωσταντής κατάλαβε πως η σκούφια είναι μαγική (Константин понял, что шапка волшебная) και πήρε ευθύς το δρόμο για την πολιτεία (и тотчас отправился в город). Απ' όπου κι αν περνούσε (где бы /он/ ни проходил), όποιον κι αν συναντούσε (кого бы ни встречал), κανένας δεν τον έβλεπε (никто его не видел). Σαν έβγαζε τη σκούφια (когда снимал шапку), γινόταν όπως πριν (становился как прежде). Μόλις ζύγωσε στο παλάτι (едва приблизился ко дворцу), έβαλε τη σκούφια και πέρασε τους φρουρούς (надел шапку и прошёл /мимо/ стражей) δίχως να τον δουν (без того, чтобы /они/ его видели). Τράβηξε ίσα (направился прямо), για την κάμαρη της βασιλοπούλας (в комнату царевны). Την ήβρε να στέκεται μπρος στον καθρέφτη της (её нашёл стоящей перед зеркалом её). Τότε έβγαλε τη σκούφια (тогда снял шапку).
– Κωσταντή, Κωσταντή, πού είσαι; Πού χάθηκες; Έλα και μη φεύγεις. Ακόμα δε σε χόρτασα, φώναξε η πρώτη αδερφή.
Ο Κωσταντής κατάλαβε πως η σκούφια είναι μαγική και πήρε ευθύς το δρόμο για την πολιτεία. Απ' όπου κι αν περνούσε, όποιον κι αν συναντούσε, κανένας δεν τον έβλεπε. Σαν έβγαζε τη σκούφια, γινόταν όπως πριν. Μόλις ζύγωσε στο παλάτι, έβαλε τη σκούφια και πέρασε τους φρουρούς δίχως να τον δουν. Τράβηξε ίσα, για την κάμαρη της βασιλοπούλας. Την ήβρε να στέκεται μπρος στον καθρέφτη της. Τότε έβγαλε τη σκούφια.
– Παναγιά μου (Пресвятая Богородица!)! τρόμαξε εκείνη σαν τον είδε στον καθρέφτη (испугалась она, когда его увидела в зеркале).
Γυρνάει, άφαντος ο Κωσταντής (возвращается, исчезнувший Константин = Константин исчезает). Ξαναγυρνάει, πάλι μπροστά της (снова возвращается, опять перед ней). Στο τέλος ο Κωσταντής έβγαλε τη σκούφια (наконец Константин снял шапку), την έκρυψε στον κόρφο του και της φανερώθηκε (её спрятал за пазуху и ей /царевне/ показался).
Πώς χάνεσαι και φανερώνεσαι (как исчезаешь и появляешься), άντρα μου κι αφέντη μου; (муж мой и хозяин мой?) ρωτούσε και ξαναρωτούσε η βασιλοπούλα (спрашивала и снова спрашивала царевна).
Μη ρωτάς και δεν μπορώ να φανερώσω το μυστικό μου (не спрашивай и не могу открыть тайну мою).
Πες μου το μυστικό και το σκοτάδι θα το πάρει (скажи мне тайну, и темнота её возьмёт).
Παναγιά μου! τρόμαξε εκείνη σαν τον είδε στον καθρέφτη.
Γυρνάει, άφαντος ο Κωσταντής. Ξαναγυρνάει, πάλι μπροστά της. Στο τέλος ο Κωσταντής έβγαλε τη σκούφια, την έκρυψε στον κόρφο του και της φανερώθηκε.
Πώς χάνεσαι και φανερώνεσαι, άντρα μου κι αφέντη μου; ρωτούσε και ξαναρωτούσε η βασιλοπούλα.
Μη ρωτάς και δεν μπορώ να φανερώσω το μυστικό μου.
Πες μου το μυστικό και το σκοτάδι θα το πάρει.
Πες, πες (мало-помалу), το φανέρωσε το μυστικό ο Κωσταντής (открыл тайну Константин). Μια και δυο πάει και το μαρτυράει η βασιλοπούλα στο βασιλιά (тотчас идёт и её рассказывает царевна царю).
– Πάρ' την, κόρη μου, τη σκούφια τη μαγική (возьми её, дочь моя, шапку волшебную) και κρύψ' τη στο κελάρι (и спрячь её в чулане). Ύστερα διώξ' τον άντρα σου (потом прогони мужа твоего) κι ας μην ξαναγυρίσει (и пусть не вернётся).
Έτσι κι έγινε (так и случилось). Το βράδυ που κοιμόταν ο Κωσταντής (вечером, когда спал Константин), πήρε η βασιλοπούλα τη σκούφια και την έκρυψε στο κελάρι (взяла царевна шапку и её спрятала в чулане). Δεν πρόλαβε να χαράξει η μέρα (не успел наступить день; χαράζει – светает) κι ο Κωσταντής με σκυμμένο το κεφάλι (и Константин со склонённой головой) τραβούσε δεύτερη βολά για το πατρικό του (отправился во второй раз в отчий /дом/ свой).
Πες, πες, το φανέρωσε το μυστικό ο Κωσταντής. Μια και δυο πάει και το μαρτυράει η βασιλοπούλα στο βασιλιά.
– Πάρ' την, κόρη μου, τη σκούφια τη μαγική και κρύψ' τη στο κελάρι. Ύστερα διώξ' τον άντρα σου κι ας μην ξαναγυρίσει.
Έτσι κι έγινε. Το βράδυ που κοιμόταν ο Κωσταντής, πήρε η βασιλοπούλα τη σκούφια και την έκρυψε στο κελάρι. Δεν πρόλαβε να χαράξει η μέρα κι ο Κωσταντής με σκυμμένο το κεφάλι τραβούσε δεύτερη βολά για το πατρικό του.
– Καλά να πάθω (хорошо пусть пострадаю = поделом мне). Τι μ' έτρωγε η γλώσσα μου; (что мне ел язык мой? = кто меня за язык тянул?) Παλιά μου τέχνη κόσκινο (я на этом собаку съел /иронически/). Φτώχεια και πάλι φτώχεια, μονολογούσε στο δρόμο (бедность и снова бедность, – рассуждал по дороге).
Σαν έφτασε στο πατρικό του (когда прибыл домой), βρήκε την αδερφή του τη δεύτερη (нашёл = встретил сестру свою вторую).
– Αδερφέ μου (брат мой), έλα να σ' αγκαλιάσω φτωχό ή πλούσιο (давай тебя обниму, бедного или богатого), άρχοντα ή υπηρέτη (правителя или слугу).
Έφαγαν, απόφαγαν (ели, поели) κι ο Κωσταντής δεν έβγαλε κουβέντα (и Константин не заводил беседы) για τα παθήματα του (о страданиях его).
Αδερφή μου, την τύχη μου δεν την ήβρα (сестра моя, судьбу мою не нашёл) μήτε με το πουγκί μήτε με τη σκούφια την τρύπια (ни с кошельком, ни с шапкой дырявой). Άσε με να δοκιμάσω με το βιολί το ξεχαρβαλωμένο (позволь мне попробовать со скрипкой расстроенной), μπας κι αλλάξει η τύχη και κάνω προκοπή (может, и изменится судьба, и буду благоденствовать).
Τι ν' αλλάξει μ' ένα βιολί ξεχαρβαλωμένο; (что изменится со скрипкой расстроенной?) Πάρ' το και σύρε στην ευχή (возьми её и ступай с Богом).
Καλά να πάθω. Τι μ' έτρωγε η γλώσσα μου; Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Φτώχεια και πάλι φτώχεια, μονολογούσε στο δρόμο.
Σαν έφτασε στο πατρικό του, βρήκε την αδερφή του τη δεύτερη.
– Αδερφέ μου, έλα να σ' αγκαλιάσω, φτωχό ή πλούσιο, άρχοντα ή υπηρέτη. Έφαγαν, απόφαγαν κι ο Κωσταντής δεν έβγαλε κουβέντα για τα παθήματα
του.
– Αδερφή μου, την τύχη μου δεν την ήβρα μήτε με το πουγκί μήτε με τη σκούφια την τρύπια. Άσε με να δοκιμάσω με το βιολί το ξεχαρβαλωμένο, μπας κι αλλάξει η τύχη και κάνω προκοπή.
– Τι ν' αλλάξει μ' ένα βιολί ξεχαρβαλωμένο; Πάρ' το και σύρε στην ευχή.
Το πήρε ο Κωσταντής και, σαν ξημέρωσε (её взял Константин и, когда рассвело), πήρε το δρόμο του γυρισμού (пошёл обратно: "взял дорогу возвращения"). Τη φορά αυτή τράβηξε γραμμή για το παλάτι (на этот раз направился прямо во дворец).
– Θα πάω κάτω απ' το παραθύρι της (пойду вниз под окно её). Θα παίξω ένα σκοπό λυπητερό (сыграю мелодию жалобную) να βγει να τη δω (чтобы /царевна/ вышла, чтобы /я/ её увидел), να μ' αγαπήσει, να μαλακώσει η καρδιά της (чтобы меня полюбила, чтобы смягчилось сердце её) κι ας μου πάρει ο βασιλιάς το κεφάλι (и пусть отрубит мне царь голову).
Πήγε κάτω απ' το παραθύρι της (пошёл под окно её) κι άρχισε να παίζει ένα σκοπό λυπητερό (и начал играть мелодию жалобную). Μα, σαν έπαιξε την πρώτη δοξαριά (но, когда сыграл первую ноту; досл.: когда сыграл первый удар смычком; το δοξάρι – смычок), ένας στρατός ολάκερος φανερώθηκε (войско огромное появилось) κι υποκλίθηκε μπροστά του σαν να 'ταν βασιλιάς (и склонилось перед ним, как если бы он был царь). Τότε βγήκε η βασιλοπούλα στο παραθύρι της (тогда подошла царевна к окну её) και μόλις είδε το στρατό (и едва увидела /как/ войско) να προσκυνάει τον Κωσταντή σαν να 'ταν βασιλιάς (поклоняется Константину, как если бы он был царём), μαλάκωσε η καρδιά της κι έτρεξε και τον αγκάλιασε (смягчилось сердце её и побежала и его обняла; τρέχω).
Το πήρε ο Κωσταντής και, σαν ξημέρωσε, πήρε το δρόμο του γυρισμού. Τη φορά αυτή τράβηξε γραμμή για το παλάτι.
– Θα πάω κάτω απ' το παραθύρι της. Θα παίξω ένα σκοπό λυπητερό να βγει να τη δω, να μ' αγαπήσει, να μαλακώσει η καρδιά της κι ας μου πάρει ο βασιλιάς το κεφάλι.
Πήγε κάτω απ' το παραθύρι της κι άρχισε να παίζει ένα σκοπό λυπητερό. Μα, σαν έπαιξε την πρώτη δοξαριά, ένας στρατός ολάκερος φανερώθηκε κι υποκλίθηκε μπροστά του σαν να 'ταν βασιλιάς. Τότε βγήκε η βασιλοπούλα στο παραθύρι της και μόλις είδε το στρατό να προσκυνάει τον Κωσταντή σαν να 'ταν βασιλιάς, μαλάκωσε η καρδιά της κι έτρεξε και τον αγκάλιασε.
– Συγχώρα με, άντρα μου, αφέντη μου και βασιλιά μου (прости меня, муж мой, хозяин мой и царь мой), του είπε και τον πήγε στο βασιλιά (ему сказала и его повела к царю).
– Βασιλιά μου και πατέρα μου (царь мой и отец мой), από δω και πέρα ο άντρας μου ο Κωσταντής (отныне и навсегда муж мой Константин) είναι άξιος να σταθεί στο πλάι μου και στο παλάτι σου (достоин быть рядом со мной и во дворце твоём; στέκομαι – стоять; оставаться, быть, находиться).
Κι έγινε ο Κωσταντής βασιλιάς (и стал Константин царём) κι οι αδερφές του πριγκίπισσες (и сёстры его царицы), όπως ήταν τα τελευταία λόγια του πατέρα τους (как были последние слова отца его). Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα (и жили они хорошо и мы ещё лучше).
Συγχώρα με, άντρα μου, αφέντη μου και βασιλιά μου, του είπε και τον πήγε στο βασιλιά.
Βασιλιά μου και πατέρα μου, από δω και πέρα ο άντρας μου ο Κωσταντής είναι άξιος να σταθεί στο πλάι μου και στο παλάτι σου.
Κι έγινε ο Κωσταντής βασιλιάς κι οι αδερφές του πριγκίπισσες, όπως ήταν τα τελευταία λόγια του πατέρα τους. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.