Текст книги "Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения"
Автор книги: Ю. Чорногор
Жанр:
Иностранные языки
сообщить о нарушении
Текущая страница: 2 (всего у книги 5 страниц) [доступный отрывок для чтения: 2 страниц]
– Ελπίζω ο Θανάσης να σταματήσει να τρώει τα νύχια του (надеюсь, Фанасис прекратит грызть ногти; σταματάω; φάω), λέει η μία (говорит одна).
– Α, και ο Γιώργος έκανε το ίδιο, αλλά του το έκοψα το συνήθειο (а, Йоргос делал то же самое, но я его отучила: «прекратила эту привычку»; κόβω – резать; прекращать, бросать).
– Τι; Σοβαρά; Πώς (что? серьезно? как?);
– Του έκρυψα τα δόντια του (спрятала его зубы; κρύβω).
Δύο γιαγιάδες συζητάνε για τους συζύγους τους καθώς πίνουν τσάι:
– Ελπίζω ο Θανάσης να σταματήσει να τρώει τα νύχια του, λέει η μία.
– Α, και ο Γιώργος έκανε το ίδιο, αλλά του το έκοψα το συνήθειο.
– Τι; Σοβαρά; Πώς;
– Του έκρυψα τα δόντια του.
* * *
Μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα (после автомобильной аварии), ο ένας οδηγός βλέπει ότι τα ψεύτικα δόντια του σπάσανε (водитель видит, что его искусственные зубы потрескались; σπάζω – разбиваться, ломаться; трескаться).
«Ξέρεις πόσο καιρό θα πάρει να τα αντικαταστήσω (знаешь, сколько времени займет, чтобы их заменить; αντικατασταίνω); Μέχρι τότε θα μπορώ να τρώω μόνο σούπες (до тех пор я смогу есть только супы)! Και όλα αυτά επειδή εσύ δεν είδες το STOP (и все это потому, что ты не видел знака STOP)!» του φωνάζει του άλλου εκνευρισμένος (кричит другому, нервничая)…
«Κάτσε, περίμενε, μπορεί να έχω κάτι για σένα (слушай, погоди: «сядь, подожди», может, у меня есть что-то для тебя)» λέει ο άλλος οδηγός και ανοίγει το πορτμπαγκάζ (говорит другой водитель и открывает багажник). Από εκεί αρχίζει να βγάζει ένα σωρό χρυσά δόντια (оттуда начинает доставать кучу золотых зубов; ο σωρός) και να τα δίνει στον άλλο να τα δοκιμάζει (и дает их другому, чтобы тот их примерил). Τελικά ο τύπος βρήκε ακριβώς τα δόντια που του ταιριάζανε (наконец, человек нашел точно те зубы, которые ему подходят), και ανακουφίστηκε (и успокоился; ανακουφίζομαι).
«Ευτυχώς που είχες όλα αυτά τα δόντια μαζί σου (как хорошо, что у тебя были все эти зубы с собой). Τι είσαι; Οδοντοτεχνίτης ή οδοντίατρος (ты кто? зуботехник или стоматолог?);
«Ενεχυροδανειστής (хозяин ломбарда; το ενέχυρο – залог; δανείζω – давать в долг, давать взаймы).»
Μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, ο ένας οδηγός βλέπει ότι τα ψεύτικα δόντια του σπάσανε.
«Ξέρεις πόσο καιρό θα πάρει να τα αντικαταστήσω; Μέχρι τότε θα μπορώ να τρώω μόνο σούπες! Και όλα αυτά επειδή εσύ δεν είδες το STOP!» του φωνάζει του άλλου εκνευρισμένος…
«Κάτσε, περίμενε, μπορεί να έχω κάτι για σένα» λέει ο άλλος οδηγός και ανοίγει το πορτμπαγκάζ. Από εκεί αρχίζει να βγάζει ένα σωρό χρυσά δόντια και να τα δίνει στον άλλο να τα δοκιμάζει. Τελικά ο τύπος βρήκε ακριβώς τα δόντια που του ταιριάζανε, και ανακουφίστηκε.
«Ευτυχώς που είχες όλα αυτά τα δόντια μαζί σου. Τι είσαι; Οδοντοτεχνίτης ή οδοντίατρος;
«Ενεχυροδανειστής.»
* * *
Οδοντίατρος (стоматолог): Δυστυχώς αυτό το δόντι έχει χαλάσει (к несчатью, этот зуб разрушился; χαλάω – портить(ся)). Φοβάμαι πως τελικά πρέπει να το βγάλουμε (боюсь, что в конце концов придется его удалить; βγάζω – вынимать; снимать /одежду/; удалять /зуб/). Εντάξει (ладно);
Δικαστής ασθενής (судья-пациент; ασθενής – слабый; больной): Ορκίζεστε ότι θα βγάλετε το χαλασμένο δόντι (вы клянетесь, что будете удалять больной: «испорченный» зуб), όλο το χαλασμένο δόντι και μόνο το χαλασμένο δόντι (весь больной зуб и ничего, кроме больного зуба?; μόνο – только);
Οδοντίατρος: Δυστυχώς αυτό το δόντι έχει χαλάσει. Φοβάμαι πως τελικά πρέπει να το βγάλουμε. Εντάξει;
Δικαστής ασθενής: Ορκίζεστε ότι θα βγάλετε το χαλασμένο δόντι, όλο το χαλασμένο δόντι και μόνο το χαλασμένο δόντι;
* * *
Μα μη φωνάζετε (не кричите же)! Δεν άγγιξα ακόμα το δόντι σας (я не трогал еще ваш зуб; αγγίζω)! Το ξέρω γιατρέ, αλλά πατάτε πάνω στο πόδι μου (знаю, доктор, но вы топчетесь на моей ноге; πατάω – ступать ногой, наступать; топтать).
Μα μη φωνάζετε! Δεν άγγιξα ακόμα το δόντι σας! Το ξέρω γιατρέ, αλλά πατάτε πάνω στο πόδι μου.
* * *
Χτυπάει ο ταχυδρόμος το κουδούνι στο σπίτι του Τοτού (звонит почтальон в дверь дома Тотоса; χτυπάω το κουδούνι – звонить в дверь; το κουδούνι – звонок, колокольчик; χτυπάω – бить, стучать) και ανοίγει ο Τοτός, κρατώντας μια μπύρα και καπνίζοντας ένα πούρο (и открывает Тотос, держа /в руках/ пиво и куря сигару). Ακολουθεί ο εξής διάλογος (следует такой диалог):
– Είναι εδώ η μαμά σου (твоя мама здесь?);
– Τρελός είσαι (с ума сошел?);
Χτυπάει ο ταχυδρόμος το κουδούνι στο σπίτι του Τοτού και ανοίγει ο Τοτός, κρατώντας μια μπύρα και καπνίζοντας ένα πούρο. Ακολουθεί ο εξής διάλογος:
– Είναι εδώ η μαμά σου;
– Τρελός είσαι;
* * *
Ο Τοτός τηλεφωνεί στην αστυνομία (Тотос звонит в полицию):
– Τρέξτε γρήγορα (приезжайте скорее; τρέχω – бежать; приезжать), ο πατέρας μου εδώ και μια ώρα παίζει ξύλο με έναν γείτονα (мой отец здесь уже час дерется с соседом; παίζω ξύλο; παίζω – играть; το ξύλο – палка)!
– Και γιατί δεν μας ειδοποίησες νωρίτερα (почему не оповестил нас раньше; ειδοποιώ);
– Γιατί μέχρι τώρα νικούσε ο πατέρας μου (потому что до сих пор побеждал мой отец; νικάω)!
Ο Τοτός τηλεφωνεί στην αστυνομία:
– Τρέξτε γρήγορα, ο πατέρας μου εδώ και μια ώρα παίζει ξύλο με έναν γείτονα!
– Και γιατί δεν μας ειδοποίησες νωρίτερα;
– Γιατί μέχρι τώρα νικούσε ο πατέρας μου!
* * *
Ο Τοτός λέει στη μητέρα του (Тотос говорит своей матери):
– Μαμά, αυτή η καμήλα δεν μοιάζει με τη θεία μου (мама, разве этот верблюд не похож на мою тетю; μοιάζω με κτ.);
– Τοτέ, αυτό που λες δεν είναι καθόλου ευγενικό (Тотос, то, что ты говоришь, совсем не вежливо; λέω)!
– Γιατί, μήπως καταλαβαίνει η καμήλα τι λέω (почему, может быть = разве, понимает верблюд, что я говорю?);
Ο Τοτός λέει στη μητέρα του:
– Μαμά, αυτή η καμήλα δεν μοιάζει με τη θεία μου;
– Τοτέ, αυτό που λες δεν είναι καθόλου ευγενικό!
– Γιατί, μήπως καταλαβαίνει η καμήλα τι λέω;
* * *
Μεταξύ γονιών (между родителями):
– Τι λες, πάμε τον Τοτό στο τσίρκο (что скажешь, отведем Тотоса в цирк; πηγαίνω – ходить; отводить /кого-л. куда-л./);
– Γιατί; Όποιος θέλει να τον δει να έρθει εδώ (Зачем? Кто хочет его видеть, пусть приходит сюда; βλέπω; έρχομαι)!
Μεταξύ γονιών:
– Τι λες, πάμε τον Τοτό στο τσίρκο;
– Γιατί; Όποιος θέλει να τον δει να έρθει εδώ!
* * *
Ο Τοτός καθότανε στο σαλόνι και έπαιζε με τα αυτοκινητάκια του (Тотос сидел в гостиной и играл со своими машинками; κάθομαι; παίζω; το αυτοκίνητο – машина; το αυτοκινητάκι – машинка; -άκι – уменьшит. суффикс), μέχρι που μπήκε ο μπαμπάς του και του λέει (до тех пор, пока не вошел его папа и говорит = сказал ему; μπαίνω):
– Τοτό, διάβασες (Тотос, ты выучил /уроки/; διαβάζω – читать; учить);
– Ναι μπαμπά (да, папа).
– Και τι έχετε για αύριο (и что вам задано: «вы имеете» на завтра);
– Γεωγραφία (география).
– Ωραία, τότε να σε εξετάσω (прекрасно, тогда я тебя проверю; ωραίος – красивый; отличный; εξετάζω – испытывать, обследовать; экзаменовать). Πού βρίσκεται η Αγγλία, παιδί μου (где находится Англия, детка; βρίσκομαι);
– Στην σελίδα 34, μπαμπά (на странице 34, папа)!
Ο Τοτός καθότανε στο σαλόνι και έπαιζε με τα αυτοκινητάκια του, μέχρι που μπήκε ο μπαμπάς του και του λέει:
– Τοτό, διάβασες;
– Ναι μπαμπά.
– Και τι έχετε για αύριο;
– Γεωγραφία.
– Ωραία, τότε να σε εξετάσω. Πού βρίσκεται η Αγγλία, παιδί μου;
– Στην σελίδα 34, μπαμπά!
* * *
Ο μικρός Τοτός επιστρέφει απ' το σχολείο και ανακοινώνει περιχαρής στους γονείς του (маленький Тотос возвращается из школы и объявляет радостно родителям) πως του έδωσαν ρόλο στο θεατρικό έργο που θα ανεβάσει η τάξη του (что ему дали роль в театральной пьесе, которую ставит его класс; δίνω; το έργο – дело; пьеса, произведение; ανεβάζω – поднимать, повышать; ставить /пьесу/; η τάξη – порядок; класс).
– Και τι ρόλο σου δώσανε, γιε μου; ρωτάει η μαμά (и что за роль тебе дали, сын мой; δίνω; ο γιός)…
– Παίζω έναν τύπο ο οποίος είναι είκοσι χρόνια παντρεμένος (играю одного человека, который двадцать лет женат; ο τύπος).
– Μπράβο, γιε μου, σχολιάζει ο πατέρας (молодец, сынок, комментирует отец). Να δεις που αν είσαι καλός ηθοποιός (вот увидишь, если будешь хорошим актером; βλέπω) σε λίγο καιρό θα σου δώσουν και ομιλούντα ρόλο (скоро: «через малое время» тебе дадут и роль со словами; ο ρόλος).
Ο μικρός Τοτός επιστρέφει απ' το σχολείο και ανακοινώνει περιχαρής στους γονείς του πως του έδωσαν ρόλο στο θεατρικό έργο που θα ανεβάσει η τάξη του.
– Και τι ρόλο σου δώσανε, γιε μου; ρωτάει η μαμά…
– Παίζω έναν τύπο ο οποίος είναι είκοσι χρόνια παντρεμένος.
– Μπράβο, γιε μου, σχολιάζει ο πατέρας. Να δεις που αν είσαι καλός ηθοποιός σε λίγο καιρό θα σου δώσουν και ομιλούντα ρόλο.
* * *
Ο Τοτός κάνει δυνατά την προσευχή του (Тотос читает: «делает» громко молитву; δυνατά – сильно, крепко; громко):
– Θεούλη μου, κάνε ο παππούς μου να μου φέρει ποδήλατο για τα γενέθλιά μου (Боженька мой, сделай так, чтобы дедушка мне подарил: «принес» велосипед на день рожденья; φέρνω).
Κι ο μπαμπάς του που τον ακούει τον ρωτάει (и отец, услышав: «который его слышит», спрашивает его):
– Γιατί φωνάζεις παιδί μου, ο Θεός δεν είναι κουφός (зачем ты кричишь, дитя мое, Бог не глухой).
– Ναι, αλλά ο παππούς που είναι στο κάτω όροφο είναι (так, но дедушка, который на первом: «нижнем» этаже, глухой: «является»; ο όροφος).
Ο Τοτός κάνει δυνατά την προσευχή του:
– Θεούλη μου, κάνε ο παππούς μου να μου φέρει ποδήλατο για τα γενέθλιά μου.
Κι ο μπαμπάς του που τον ακούει τον ρωτάει:
– Γιατί φωνάζεις παιδί μου, ο Θεός δεν είναι κουφός.
– Ναι, αλλά ο παππούς που είναι στο κάτω όροφο είναι.
* * *
Ο Τοτός ρωτάει τη μητέρα του (Тотос спрашивает свою мать):
– Τι ωραίο φόρεμα (какое красивое платье)! Ο μπαμπάς σου το χάρισε (папа тебе подарил; χαρίζω);
– Όχι βέβαια (конечно, нет)! αν περίμενα από αυτόν τον τσιγκούνη και άχρηστο ούτε εσένα δεν θα είχα (если б я ждала от этого скряги и никчемного, и тебя бы не имела; περιμένω; ο τσιγκούνης)!
Ο Τοτός ρωτάει τη μητέρα του:
– Τι ωραίο φόρεμα! Ο μπαμπάς σου το χάρισε;
– Όχι βέβαια! αν περίμενα από αυτόν τον τσιγκούνη και άχρηστο ούτε εσένα δεν θα είχα!
* * *
Ένας ταχυδακτυλουργός δούλευε σε ένα κρουαζιερόπλοιο που ταξίδευε στον Ειρηνικό (один фокусник работал на круизном корабле, который плавал: «путешествовал» в Тихом океане; δουλεύω; ταξιδεύω; ο Ειρηνικός Ωκεανός). Το κοινό του άλλαζε κάθε εβδομάδα (его публика менялась каждую неделю; αλλάζω) κι έτσι ο μάγος έκανε πάντα τα ίδια κόλπα (и таким образом маг делал = показывал всегда одни и те же трюки; κάνω). Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι το σώου το παρακολουθούσε και ο παπαγάλος του καπετάνιου κάθε εβδομάδα (единственной проблемой было то, что шоу смотрел: «следил» и попугай капитана каждую неделю; παρακολουθώ – следить, наблюдать; посещать) και στο τέλος έμαθε πώς έκανε όλα τα κόλπα του ο μάγος (и в конце концов он узнал, как делал все свои трюки маг; μαθαίνω – учить; узнавать).
Άρχιζε, λοιπόν, να φωνάζει στη μέση του σώου, μετά από κάθε κόλπο (начинал, таким образом, кричать посреди шоу после каждого трюка; αρχίζω): «Κοιτάξτε, είναι άλλο καπέλο (смотрите, это другая шляпа; κοιτάζω)» ή (или) «Έκρυψε τα λουλούδια κάτω από το τραπέζι (он спрятал цветы под столом; κρύβω)» ή «Γιατί είναι όλα τα τραπουλόχαρτα άσσοι μπαστούνι (почему все карты – трефовые тузы; ο άσος – ас, знаток; туз; το μπαστούνι – палка, трость; треф);» καταστρέφοντας τα κόλπα του ταχυδακτυλουργού (портя трюки фокусника; καταστρέφω – разрушать; портить)…
Εκείνος, φυσικά, είχε εξοργιστεί (тот, естественно, был рассержен; εξοργίζομαι), αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι μια και ο παπαγάλος ανήκε στον καπετάνιο (но не мог ничего сделать, поскольку попугай принадлежал капитану; μπορώ; ανήκω)…
Ξαφνικά, μία νύχτα με άσχημο καιρό (однажды ночью при плохой погоде; ο καιρός – время; погода), το πλοίο βουλιάζει στη μέση του Ειρηνικού (корабль тонет посреди Тихого океана), πνίγοντας σχεδόν όσους επέβαιναν σε αυτό (потопив почти всех находившихся на его борту; πνίγω – душить; топить; επιβαίνω – находиться на борту). Ο ταχυδακτυλουργός βρέθηκε να επιπλέει πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο (фокусник оказался плывущим на доске: «куске дерева»; βρίσκομαι), μαζί με τον παπαγάλο του καπετάνιου (вместе с попугаем капитана)!
Κοιτούσαν ο ένας τον άλλο με μίσος στο βλέμμα και δεν ψέλλιζαν λέξη (смотрели друг на друга с ненавистью во взгляде и не произносили ни слова; κοιτάζω; το μίσος; ψελλίζω). Αυτό συνεχίστηκε μία, δύο, τρεις μέρες, ώσπου στο τέλος ο παπαγάλος δεν άντεξε και φώναξε (это продолжалось один, два, три дня, пока, наконец, попугай не выдержал и закричал; συνεχίζομαι; η μέρα; αντέχω):
– Εντάξει, παραδίνομαι (ладно, сдаюсь)! Πού στο καλό είναι το ηλίθιο πλοίο (куда подевался этот дурацкий корабль; στο καλό – /при прощании/ счастливого пути, в добрый час; ηλίθιος – слабоумный, тупой);
Ένας ταχυδακτυλουργός δούλευε σε ένα κρουαζιερόπλοιο που ταξίδευε στον Ειρηνικό. Το κοινό του άλλαζε κάθε εβδομάδα κι έτσι ο μάγος έκανε πάντα τα ίδια κόλπα. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι το σώου το παρακολουθούσε και ο παπαγάλος του καπετάνιου κάθε εβδομάδα και στο τέλος έμαθε πώς έκανε όλα τα κόλπα του ο μάγος.
Άρχιζε, λοιπόν, να φωνάζει στη μέση του σώου, μετά από κάθε κόλπο: «Κοιτάξτε, είναι άλλο καπέλο» ή «Έκρυψε τα λουλούδια κάτω από το τραπέζι» ή «Γιατί είναι όλα τα τραπουλόχαρτα άσσοι μπαστούνι;» καταστρέφοντας τα κόλπα του ταχυδακτυλουργού…
Εκείνος, φυσικά, είχε εξοργιστεί, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι μια και ο παπαγάλος ανήκε στον καπετάνιο…
Ξαφνικά, μία νύχτα με άσχημο καιρό, το πλοίο βουλιάζει στη μέση του Ειρηνικού, πνίγοντας σχεδόν όσους επέβαιναν σε αυτό. Ο ταχυδακτυλουργός βρέθηκε να επιπλέει πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο, μαζί με τον παπαγάλο του καπετάνιου!
Κοιτούσαν ο ένας τον άλλο με μίσος στο βλέμμα και δεν ψέλλιζαν λέξη. Αυτό συνεχίστηκε μία, δύο, τρεις μέρες, ώσπου στο τέλος ο παπαγάλος δεν άντεξε και φώναξε:
– Εντάξει, παραδίνομαι! Πού στο καλό είναι το ηλίθιο πλοίο;
* * *
Ο μεγάλος αδελφός περιεργάζεται το αδερφάκι του που είναι μόνο μίας μέρας (старший брат рассматривает своего братика, которому только один день) και ήδη χαλάει τον κόσμο με τα ξεφωνητά του (и тот уже разрушает мир своими воплями; χαλάω – портить; расстраивать, нарушать; το ξεφωνητό):
– Δηλαδή αυτό το μωρό μας το έστειλε ο Θεός, μαμά (значит, этого младенца нам послал Бог, мама; στέλνω);
– Ναι, χρυσό μου (да, мое золотце).
– Δηλαδή ήρθε από τον ουρανό (значит, он пришел с неба; έρχομαι; ο ουρανός);
– Ναι, χρυσό μου.
– Τώρα καταλαβαίνω γιατί τον πέταξαν έξω (теперь понятно, почему его выбросили вон; πετάω)!
Ο μεγάλος αδελφός περιεργάζεται το αδερφάκι του που είναι μόνο μίας μέρας και ήδη χαλάει τον κόσμο με τα ξεφωνητά του:
– Δηλαδή αυτό το μωρό μας το έστειλε ο Θεός, μαμά;
– Ναι, χρυσό μου.
– Δηλαδή ήρθε από τον ουρανό;
– Ναι, χρυσό μου.
– Τώρα καταλαβαίνω γιατί τον πέταξαν έξω!
* * *
Στην παραλία (на пляже):
– Κυριέ μου, ο γιος σας πέταξε μια πέτρα στον γιο μου (гражданин: «господин», ваш сын бросил камень в моего сына; πετάω).
– Τον πέτυχε (попал; πετυχαίνω);
– Όχι.
– Τότε δεν ήταν ο γιος μου (тогда это не был мой сын; είμαι)!
Στην παραλία:
– Κυριέ μου, ο γιος σας πέταξε μια πέτρα στον γιο μου.
– Τον πέτυχε;
– Όχι.
– Τότε δεν ήταν ο γιος μου!
* * *
Ο Τοτός λέει στη δασκάλα του (Тотос говорит своей учительнице):
– Δεν θέλω να σας φοβερίσω (не хочу вас напугать; φοβερίζω – пугать /от сущ. o φόβος – страх/), αλλά ο μπαμπάς μου είπε (но папа мне сказал; λέω), πως αν στη συνέχεια της χρονιάς δεν φέρω καλύτερους βαθμούς (что если в течение года я не буду приносить оценки получше; φέρνω; ο βαθμός – градус; отметка, балл, оценка), κάποιος θα φάει ξύλο (кому-то влетит: «кто-то поест дерева»; τρώω)…
Ο Τοτός λέει στη δασκάλα του:
– Δεν θέλω να σας φοβερίσω, αλλά ο μπαμπάς μου είπε, πως αν στη συνέχεια της χρονιάς δεν φέρω καλύτερους βαθμούς, κάποιος θα φάει ξύλο…
* * *
Ο δάσκαλος ρωτάει το Τοτό (учитель спрашивает Тотоса):
– Αν στη μια σου τσέπη έχεις 10 ευρώ και στη άλλη 20 ευρώ, τί έχεις Τοτό (если в одном кармане у тебя 10 евро, а в другом 20 евро, что ты имеешь, Тотос; η τσέπη)?
– Φαίνεται πως έχω το παντελόνι κάποιου άλλου κύριε (похоже, на мне чужие штаны: «что имею штаны кого-то другого», господин /учитель/; φαίνομαι – показываться, появляться; казаться)…
Ο δάσκαλος ρωτάει το Τοτό:
– Αν στη μια σου τσέπη έχεις 10 ευρώ και στη άλλη 20 ευρώ, τί έχεις Τοτό?
– Φαίνεται πως έχω το παντελόνι κάποιου άλλου κύριε…
* * *
Στο σχολείο, η δασκάλα λέει στους μαθητές να γράψουν έκθεση με τίτλο (в школе учительница говорит ученикам написать сочинение под заголовком; ο μαθητής; γράφω; ο τίτλος) «Τι θα έκανα αν ήμουν πολύ πλούσιος (что бы я сделал, если бы был очень богат)». Στο τέλος του μαθήματος μαζεύει τις κόλλες και ο Τοτός δίνει λευκή κόλλα (в конце урока собирает листы, и Тотос сдает белый лист; το μάθημα; η κόλλα – клей; лист бумаги). Απορημένη η δασκάλα, τον ρωτάει (озадаченная учительница спрашивает его):
– Τοτέ, γιατί έδωσες λευκή κόλλα (Тотос, почему ты сдал белый лист; δίνω); Ήταν τόσο δύσκολο το θέμα και δεν ήξερες τι να γράψεις (тема была настолько трудной, и ты не знал, что написать; ξέρω);
– Όχι κυρία, απλά αυτό είναι το όνειρό μου (нет, просто это моя мечта). Να είμαι πλούσιος και να μην κάνω τίποτα (быть богатым и ничего не делать)!
Στο σχολείο, η δασκάλα λέει στους μαθητές να γράψουν έκθεση με τίτλο «Τι θα έκανα αν ήμουν πολύ πλούσιος». Στο τέλος του μαθήματος μαζεύει τις κόλλες και ο Τοτός δίνει λευκή κόλλα. Απορημένη η δασκάλα, τον ρωτάει:
– Τοτέ, γιατί έδωσες λευκή κόλλα; Ήταν τόσο δύσκολο το θέμα και δεν ήξερες τι να γράψεις;
– Όχι κυρία, απλά αυτό είναι το όνειρό μου. Να είμαι πλούσιος και να μην κάνω τίποτα!
* * *
Γιατρός (врач): Όπως είπαμε κ. Μεθύστακα, θα πίνετε το φάρμακο και μετά θα πίνετε ένα ποτήρι νερό (как мы говорили, господин Мефистакас[1]1
Образовано от греч. ο μεθύστακας – пьяница.
[Закрыть], будете пить лекарство и после будете выпивать стакан воды; λέω; πίνω), για να σας φύγει η γεύση του φαρμάκου (чтобы у вас исчез привкус лекарства; φεύγω; το φάρμακο).
Μεθύστακας: Και η γεύση του νερού, πώς θα μου φύγει, γιατρέ (а привкус воды как у меня исчезнет, доктор);
Γιατρός: Όπως είπαμε κ. Μεθύστακα, θα πίνετε το φάρμακο και μετά θα πίνετε ένα ποτήρι νερό, για να σας φύγει η γεύση του φαρμάκου.
Μεθύστακας: Και η γεύση του νερού, πώς θα μου φύγει, γιατρέ;
* * *
Πελάτης (клиент): Γκαρσόν, θέλω μπαρμπούνι (официант, хочу = мне рыбу; το μπαρμπούνι – барабулька /вид рыбы/), αλλά μόνον αν είναι φρέσκα (но только если она свежая), σαν κι αυτά που έφαγα προχτές (как та, что я ел позавчера; τρώω).
Γκαρσόν (официант): Μείνετε ήσυχος, κύριε, έχουμε ακόμη από τα ίδια (будьте спокойны, господин, у нас она еще осталась: «имеем еще из той самой»)!
Πελάτης: Γκαρσόν, θέλω μπαρμπούνι, αλλά μόνον αν είναι φρέσκα, σαν κι αυτά που έφαγα προχτές.
Γκαρσόν: Μείνετε ήσυχος, κύριε, έχουμε ακόμη από τα ίδια!
* * *
Ένα ζευγάρι συζητά για τις διακοπές (супружеская пара обсуждает отпуск; συζητάω):
– Λοιπόν, γυναίκα, πρέπει να αποφασίσεις (итак, жена, нужно, чтобы ты решила; αποφασίζω). Διακοπές στη Χαβάη ή διακοπές στο χωριό σου (отпуск на Гавайях или отпуск у тебя деревне) για να μπορέσω να σου αγοράσω εκείνο το μενταγιόν που είδαμε τις προάλες (чтобы я смог тебе купить тот медальон, который мы видели на днях; αγοράζω; βλέπω);
– Διακοπές στη Χαβάη (отпуск на Гавайях)!
– Πώς κι έτσι (как же так);
– Να, έχω ακούσει ότι εκεί τα κοσμήματα είναι φτηνά (да я слышала, там украшения дешевые; ακούω; το κόσμημα)…
Ένα ζευγάρι συζητά για τις διακοπές:
– Λοιπόν, γυναίκα, πρέπει να αποφασίσεις. Διακοπές στη Χαβάη ή διακοπές στο χωριό σου για να μπορέσω να σου αγοράσω εκείνο το μενταγιόν που είδαμε τις προάλες;
– Διακοπές στη Χαβάη!
– Πώς κι έτσι;
– Να, έχω ακούσει ότι εκεί τα κοσμήματα είναι φτηνά…
* * *
Συζήτηση στο μπαρ (разговор в баре): Η γυναίκα μου είναι ένας άγγελος, λέει ο πρώτος (моя жена – ангел, говорит первый). Είσαι τυχερός, λέει ο άλλος (счастливый, говорит другой), η δική μου ακόμη ζει (/а/ моя еще жива; δικός – свой, собственный; η δική μου – моя; ζω)!
Συζήτηση στο μπαρ: Η γυναίκα μου είναι ένας άγγελος, λέει ο πρώτος. Είσαι τυχερός, λέει ο άλλος, η δική μου ακόμη ζει!
* * *
Βλέπει μια επιγραφή «Πωλείται» σε κάποιο αυτοκίνητο (видит /один человек/ надпись «продается» на одном автомобиле), αποφασίζει να το αγοράσει και πάει στον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου και (решает его купить и идет к владельцу автомобиля и; αγοράζω; ο ιδιοκτήτης)…
– Θέλω να αγοράσω το αυτοκίνητο, λέει (хочу купить автомобиль, говорит).
– Ναι, αλλά πριν το πάρεις, πρέπει να σου πω δυο πραγματάκια (да, но прежде чем ты его заберешь, нужно, /чтобы я/ тебе сказал две вещицы; παίρνω; λέω – сказать). α) Για να ξεκινήσει πρέπει να πεις «Αλληλούια» (чтобы он тронулся, нужно сказать «аллилуйа»; ξεκινάω – отправляться, пускаться в путь; стартовать), β) για να σταματήσει πρέπει να πεις «Αινείτε τον Κύριο» (чтобы остановился, нужно сказать «хвалите Господа»; σταματάω).
Πληρώνει ο τύπος, παίρνει το αυτοκίνητο, όλα πηγαίνανε καλά (платит этот человек, берет автомобить, все шло хорошо), ώσπου μια μέρα αποφάσισε να πάρει τη γυναίκα του, να πάνε μια βόλτα (до тех пор пока он не решил взять свою жену на прогулку: «чтобы отправиться на прогулку»; παίρνω; πηγαίνω – идти, ехать; отправляться), να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα (чтобы полюбоваться закатом; θαυμάζω).
Πάνε λοιπόν στην άκρη ενός γκρεμού (итак, подъезжают они к краю обрыва; ο γκρεμός – пропасть, бездна; обрыв), όπου είχαν καλή θέα (где был: «имелся» хороший вид; η θέα), σταματάει αυτός, λέγοντας «Αινείτε τον Κύριο» (останавливается тот, говоря «хвалите Господа»).
– Αλληλούια, συμπληρώνει η γυναίκα του («аллилуйа» добавляет его жена).
Βλέπει μια επιγραφή «Πωλείται» σε κάποιο αυτοκίνητο, αποφασίζει να το αγοράσει και πάει στον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου και…
– Θέλω να αγοράσω το αυτοκίνητο, λέει.
– Ναι, αλλά πριν το πάρεις, πρέπει να σου πω δυο πραγματάκια. α) Για να ξεκινήσει πρέπει να πεις «Αλληλούια», β) για να σταματήσει πρέπει να πεις «Αινείτε τον Κύριο».
Πληρώνει ο τύπος, παίρνει το αυτοκίνητο, όλα πηγαίνανε καλά, ώσπου μια μέρα αποφάσισε να πάρει τη γυναίκα του, να πάνε μια βόλτα, να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα.
Πάνε λοιπόν στην άκρη ενός γκρεμού, όπου είχαν καλή θέα, σταματάει αυτός, λέγοντας «Αινείτε τον Κύριο».
– Αλληλούια, συμπληρώνει η γυναίκα του.
* * *
Στην άκρη της λίμνης, ο άντρας βλέπει μια γυναίκα να πνίγεται (на берегу: «краю» озера мужчина видит, как тонет женщина; πνίγομαι – задыхаться; тонуть, утопать) και, μη ξέροντας κολύμπι ο ίδιος, βάζει τις φωνές και καταφτάνει ένας ψαράς (и не умея плавать: «не зная плавания» сам, кричит: «подает голос», и прибегает рыбак; ξέρω; βάζω – класть; давать; η φωνή – голос; крик).
– Πνίγεται η γυναίκα μου και δεν ξέρω κολύμπι (тонет моя жена, а /я/ не умею плавать). Σώσε την και θα σου δώσω €100, λέει ο τύπος (спаси ее, и я тебе дам €100; σώζω; δίνω).
Βουτάει αμέσως ο ψαράς και με 10 γερές απλωτές φτάνει τη γυναίκα (ныряет тут же рыбак и за 10 сильных гребков доплывает до женщины; η απλωτή; φτάνω – приходить; догонять, настигать), τη μαγκώνει απ`τα μαλλιά και τη βγάζει στην όχθη (хватает ее за волосы и вытаскивает на берег). Καθώς την αποθέτει στα πόδια του άντρα, λέει (как только ее кладет у ног мужчины, говорит):
– Που είναι οι €100 μου (где мои €100);
– Κοίταξε να δεις, λέει ο άντρας (погляди-ка: «смотри и увидишь», говорит мужчина; κοιτάζω; βλέπω): όταν την είδα να βυθίζεται για τρίτη φορά (когда я видел, как она идет под воду в третий раз; βυθίζομαι), νόμισα ότι ήταν η γυναίκα μου, αλλά τώρα βλέπω ότι είναι η πεθερά μου (подумал, что это моя жена, но теперь вижу, что это моя теща; νομίζω)…
– Ο ψαράς αναστενάζει και, γυρνώντας προς τον άντρα, ρωτάει (рыбак /горестно/ вздыхает и, повернувшись к мужчине, спрашивает): Πόσα σου χρωστάω τώρα (сколько я тебе теперь должен);
Στην άκρη της λίμνης, ο άντρας βλέπει μια γυναίκα να πνίγεται και, μη ξέροντας κολύμπι ο ίδιος, βάζει τις φωνές και καταφτάνει ένας ψαράς.
– Πνίγεται η γυναίκα μου και δεν ξέρω κολύμπι. Σώσε την και θα σου δώσω €100, λέει ο τύπος.
Βουτάει αμέσως ο ψαράς και με 10 γερές απλωτές φτάνει τη γυναίκα, τη μαγκώνει απ τα μαλλιά και τη βγάζει στην όχθη. Καθώς την αποθέτει στα πόδια του άντρα, λέει:
– Που είναι οι €100 μου;
– Κοίταξε να δεις, λέει ο άντρας: όταν την είδα να βυθίζεται για τρίτη φορά, νόμισα ότι ήταν η γυναίκα μου, αλλά τώρα βλέπω ότι είναι η πεθερά μου…
– Ο ψαράς αναστενάζει και, γυρνώντας προς τον άντρα, ρωτάει: Πόσα σου χρωστάω τώρα;
* * *
Μια κυρία πανάσχημη και μύωπας τριγυρίζει σ`ένα μουσείο με τον άνδρα της (одна дама, некрасивая и близорукая, разгуливает по музею со своим мужем; ο άντρας/ο άνδρας – мужчина; муж) και προσπαθεί να κριτικάρει τα έργα (и пытается критиковать произведения /искусства/; το έργο – дело; произведение, сочинение).
– «Και με αυτό εδώ το τέρας, τι θέλει να πει ο ζωγράφος (а этим вот чудовищем что хочет сказать художник; λέω);», ρωτάει κάποια στιγμή τον άνδρα της (спрашивает вдруг: «в какой-то момент» своего мужа).
– «Μα, χρυσή μου, αυτό δεν είναι πίνακας, είναι καθρέφτης (но золотце мое, это не картина, это зеркало)!», της ψιθυρίζει αμήχανα εκείνος (ей шепчет растерянно тот)!
Μια κυρία πανάσχημη και μύωπας τριγυρίζει σ` ένα μουσείο με τον άνδρα της και προσπαθεί να κριτικάρει τα έργα.
– «Και με αυτό εδώ το τέρας, τι θέλει να πει ο ζωγράφος;», ρωτάει κάποια στιγμή τον άνδρα της.
– «Μα, χρυσή μου, αυτό δεν είναι πίνακας, είναι καθρέφτης!», της ψιθυρίζει αμήχανα εκείνος!
* * *
Ένας κλέφτης αποφασίζει να κλέψει ένα σπίτι πλουσίων (один вор решает обокрасть дом богачей; κλέβω). Το παρακολουθεί, μαθαίνει πότε θα λείπουν (наблюдает за ним, узнает, когда /хозяева/ будут отсутствовать) και το βράδυ εξοπλισμέμος με όλα τα σύνεργα μπαίνει μέσα (и вечером, вооруженный всеми инструментами, заходит внутрь; εξοπλίζω – оборудовать; вооружать; το σύνεργο). Εξουδετερώνει το συναγερμό και εκεί που κλέβει ακούει μια φωνή (отключает сигнализацию и там, где ворует, слышит голос; ο συναγερμός).
– «Ο Ιησούς σε βλέπει και θα σε τιμωρήσει (Иисус тебя видит и накажет; τιμωρώ).»
Ξαφνιασμένος κοιτάει να δει από που έρχεται η φωνή (опешив, смотрит, чтобы увидеть, откуда раздается: «приходит» голос; ξαφνιάζομαι /ξαφνικός – неожиданный, внезапный/) αλλά μη βλέποντας τίποτα συνεχίζει τη δουλειά του (но не увидев ничего, продолжает свое дело). Οπότε σε λίγο ξανακούει τη φωνή να του λέει (но затем спустя короткое /время/ снова слышит голос, говорящий ему):
– «Ο Ιησούς σε βλέπει και θα σε τιμωρήσει.»
Αποφασισμένος να δει από που έρχεται η φωνή βλέπει ένα παπαγαλάκι (намереваясь узнать: «увидеть», откуда раздается голос, видит попугайчика; αποφασίζω – решать, принимать решение; ο παπαγάλος).
– «Εσύ μιλάς και με τρόμαξες (/это/ ты разговариваешь и меня напугал; τρομάζω);»
– «Ναι, εγώ (да, я).»
– «Μπα και πως σε λένε (надо же, и как тебя зовут);»
– «Όμηρο (Гомер).»
– «Όμηρο; Μα καλά τι όνομα είναι αυτό για παπαγάλο (Гомер? Да ладно, что это за имя для попугая);»
– «Γιατί είναι το Ιησούς όνομα για ντόπερμαν (/а/ Иисус что за имя для добермана; γιατί – почему, зачем);»
Ένας κλέφτης αποφασίζει να κλέψει ένα σπίτι πλουσίων. Το παρακολουθεί μαθαίνει πότε θα λείπουν και το βράδυ εξοπλισμέμος με όλα τα σύνεργα μπαίνει μέσα. Εξουδετερώνει το συναργερμό και εκεί που κλέβει ακούει μια φωνή.
– «Ο Ιησούς σε βλέπει και θα σε τιμωρήσει.»
Ξαφνιασμένος κοιτάει να δει από που έρχεται η φωνή αλλά μη βλέποντας τίποτα συνεχίζει τη δουλειά του. Οπότε σε λίγο ξανακούει τη φωνή να του λέει:
– «Ο Ιησούς σε βλέπει και θα σε τιμωρήσει.»
Αποφασισμένος να δει από που έρχεται η φωνή βλέπει ένα παπαγαλάκι.
– «Εσύ μιλάς και με τρόμαξες;»
– «Ναι, εγώ.»
– «Μπα και πως σε λένε;»
– «Όμηρο.»
– «Όμηρο; Μα καλά τι όνομα είναι αυτό για παπαγάλο;»
– «Γιατί είναι το Ιησούς όνομα για ντόπερμαν;»
* * *
Ο Τοτός μπουχτισμένος από τα «μη» και τα «όχι» της μαμάς του, ρωτά τον πατέρα του (Тотос, которому надоели мамины «не смей» и «нет», спрашивает отца; μπουχτίζω – сыт по горло, надоело):
– Μπαμπά, πότε θα είμαι αρκετά μεγάλος για να κάνω ότι μου αρέσει (папа, когда я стану достаточно взрослым, чтобы делать то, что мне нравится?);
Και ο μπαμπάς θλιμμένος απαντά (печальный отец отвечает):
– Δεν ξέρω παιδί μου (не знаю, детка), αλλά κανένας άντρας δεν έχει ζήσει τόσο πολύ (но ни один мужчина не жил так долго; ζώ) μέχρι σήμερα για να μας πει (до сего дня, чтобы нам сказать; λέω)!
Ο Τοτός μπουχτισμένος από τα «μη» και τα «όχι» της μαμάς του, ρωτά τον πατέρα του:
– Μπαμπά, πότε θα είμαι αρκετά μεγάλος για να κάνω ότι μου αρέσει;
Και ο μπαμπάς θλιμμένος απαντά:
– Δεν ξέρω παιδί μου, αλλά κανένας άντρας δεν έχει ζήσει τόσο πολύ μέχρι σήμερα για να μας πει!
* * *
– Πού είναι η εργασία σου; Ρωτάει η δασκάλα (где твоя /домашняя/ работа? спрашивает учительница).
– Κυρία, την έφαγε ο σκύλος μου (госпожа, ее съел мой пес; τρώω).
– Είμαι 19 χρόνια τώρα δασκάλα και περιμένεις να σε πιστέψω (я уже 19 лет учительница и ты ждешь, чтобы я тебе поверила?; πιστεύω);
– Μα είναι αλήθεια κυρία, το ορκίζομαι (но это правда, клянусь). Έπρεπε να τον αναγκάσω αλλά την έφαγε (мне пришлось его заставлять, но он ее съел; πρέπει να – нужно, приходится; αναγκάζω)…
– Πού είναι η εργασία σου; Ρωτάει η δασκάλα.
– Κυρία, την έφαγε ο σκύλος μου.
– Είμαι 19 χρόνια τώρα δασκάλα και περιμένεις να σε πιστέψω;
– Μα είναι αλήθεια κυρία, το ορκίζομαι. Έπρεπε να τον αναγκάσω αλλά την έφαγε…
* * *
Πελάτης: – Το πληκτρολόγιό μου δεν δουλεύει (клиент: моя клавиатура не работает).
Τεχνικός: – Είστε σίγουρος ότι είναι συνδεδεμένο στο πίσω μέρος του υπολογιστή (вы уверены, что она подсоединена к задней стороне компьютера?; συνδέω – связывать, завязывать; соединять, скреплять; το μέρος – часть, доля; сторона; ο υπολογιστής);
Πελάτης: – Όχι, δεν μπορώ να δω από πίσω (нет, я не могу посмотреть сзади; βλέπω).
Τεχνικός: – Πάρτε το πληκτρολόγιο και κάντε 10 βήματα προς τα πίσω (возьмите клавиатуру и сделайте 10 шагов назад; παίρνω; το βήμα).
Πελάτης: – Οκ.
Τεχνικός: – Το πληκτρολόγιο έρχεται μαζί σας (клавиатура движется вместе с вами?; έρχομαι – приходить, прибывать);
Πελάτης: – Ναι (да).
Τεχνικός: – Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι συνδεδεμένο (это значит, что она не подсоединена). Κοιτάξτε εκεί γύρω (посмотрите там вокруг; κοιτάω). Υπάρχει κανένα άλλο πληκτρολόγιο (есть /там еще/ какая-нибудь другая клавиатура?);
Πελάτης: – Ναι, βλέπω ένα άλλο στο γραφείο (да, вижу другую на столе; το γραφείο – письменный стол)… Α! Αυτό δουλεύει (а, та работает)!
Πελάτης: – Το πληκτρολόγιό μου δεν δουλεύει.
Τεχνικός: – Είστε σίγουρος ότι είναι συνδεδεμένο στο πίσω μέρος του υπολογιστή;
Πελάτης: – Όχι, δεν μπορώ να δω από πίσω.
Τεχνικός: – Πάρτε το πληκτρολόγιο και κάντε 10 βήματα προς τα πίσω.
Πελάτης: – Οk.
Τεχνικός: – Το πληκτρολόγιο έρχεται μαζί σας;
Πελάτης: – Ναι.
Τεχνικός: – Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι συνδεδεμένο. Κοιτάξτε εκεί γύρω. Υπάρχει κανένα άλλο πληκτρολόγιο;
Πελάτης: – Ναι, βλέπω ένα άλλο στο γραφείο… Α! Αυτό δουλεύει!
* * *
Τεχνικός: – Πατήστε στο εικονίδιο «ο υπολογιστής μου» που βρίσκεται αριστερά στην οθόνη (кликните: «нажмите» на иконку «мой компьютер», которая находится слева на экране; πατάω – наступать, топтать; нажимать).